θάλαμος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
(4)
(2b)
Line 30: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''θάλᾰμος:''' ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b class="num">I. 1.</b> γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό [[τμήμα]] του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάμαρα]] σε αυτό το [[τμήμα]] του σπιτιού· <b>α)</b> η [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική [[κάμαρα]], στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. <b>β)</b> [[αποθήκη]], κελάρι, σε Ξεν. <b>γ)</b> γενικά, [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφορ., ὁ [[παγκοίτας]] [[θάλαμος]], λέγεται για το ταφικό [[μνημείο]], σε Σοφ.· [[τυμβήρης]] [[θάλαμος]], λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· <i>θάλαμοι ὑπὸ γῆς</i>, τα [[βασίλεια]] του Άδη, σε Αισχύλ.· [[θάλαμος]] Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.· <i>ἀρνῶν θάλαμοι</i>, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι <i>θαλαμῖται</i>, το [[αμπάρι]]·<br /><b class="num">IV.</b> [[ναός]], [[μυστικό]] [[ιερό]], [[άδυτο]], σε Ανθ. Π.
|lsmtext='''θάλᾰμος:''' ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η [[κρεβατοκάμαρα]]<br /><b class="num">I. 1.</b> γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό [[τμήμα]] του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[κάμαρα]] σε αυτό το [[τμήμα]] του σπιτιού· <b>α)</b> η [[κρεβατοκάμαρα]], σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική [[κάμαρα]], στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. <b>β)</b> [[αποθήκη]], κελάρι, σε Ξεν. <b>γ)</b> γενικά, [[δωμάτιο]], [[κάμαρα]], σε Ομήρ. Οδ.<br /><b class="num">II.</b> μεταφορ., ὁ [[παγκοίτας]] [[θάλαμος]], λέγεται για το ταφικό [[μνημείο]], σε Σοφ.· [[τυμβήρης]] [[θάλαμος]], λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· <i>θάλαμοι ὑπὸ γῆς</i>, τα [[βασίλεια]] του Άδη, σε Αισχύλ.· [[θάλαμος]] Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη [[θάλασσα]], σε Σοφ.· <i>ἀρνῶν θάλαμοι</i>, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> το κατώτερο [[τμήμα]] του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι <i>θαλαμῖται</i>, το [[αμπάρι]]·<br /><b class="num">IV.</b> [[ναός]], [[μυστικό]] [[ιερό]], [[άδυτο]], σε Ανθ. Π.
}}
{{elru
|elrutext='''θάλᾰμος:''' (θᾰ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> (отдельная) комната, (внутренний) покой: [[Τηλέμαχος]] ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς [[θάλαμον]] Hom. Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату; ἀκόντια καὶ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские);<br /><b class="num">2)</b> брачный покой Pind., Eur.;<br /><b class="num">3)</b> опочивальня, спальня ([[Ἑλένη]] ἐκ θαλάμοιο ἤλυθεν Hom.);<br /><b class="num">4)</b> (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая (θ., ἔνθ᾽ [[ἔσαν]] οἱ πέπλοι Hom.): θ., [[ὅθι]] νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο, [[ἐσθής]] τ᾽ ἐν χηλοῖσιν Hom. кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках;<br /><b class="num">5)</b> дом, здание: [[θάλαμον]] γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. оставив (родной) дом и братьев; οἱ βασιλικοὶ θάλαμοι Eur. царские чертоги, дворец;<br /><b class="num">6)</b> жилище, местопребывание: θάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. подземное царство; [[μέγας]] θ. Ἀμφιτρίτας Soph. обширная обитель Амфитриты, т. е. море; θ. ἀρνῶν Eur. овчарня; ὁ κηροπαγὴς θ. Anth. восковая обитель, т. е. пчелиный улей Anth.; ὁ [[παγκοίτας]] θ. Soph. всеуспокаивающее жилище, т. е. могила;<br /><b class="num">7)</b> святилище (θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.).
}}
}}

Revision as of 21:52, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάλᾰμος Medium diacritics: θάλαμος Low diacritics: θάλαμος Capitals: ΘΑΛΑΜΟΣ
Transliteration A: thálamos Transliteration B: thalamos Transliteration C: thalamos Beta Code: qa/lamos

English (LSJ)

[θᾰ], ὁ,

   A an inner room or chamber, surrounded by other buildings: freq. in Hom.,    1 generally, women's apartment, inner part of the house, like μυχός, Il.3.142,174, Od.4.121, etc.: in pl., Il.18.492; ἐκ τῶν ἀνδρεώνων . . ἐς τοὺς θ. Hdt.1.34.    2 a special chamber in this part of the house,    a bedroom, esp. of the lady of the house, Il.3.423, al., Hdt.1.12, 3.78, Plu.Alc.23; esp. bride-chamber, Il.11.227, Pi.P.2.33 (pl.), S.Tr.913, E.Hipp.540 (lyr., pl.); also, bedroom of an unmarried son, Od.1.425, 19.48.    b store-room, esp. for valuables, Il.24.191, Od.21.8, X.Oec.9.3, etc.; ὄλβου διοίγων θάλαμον E.Fr.285.8.    c generally, chamber, room, Od.23.192, POxy. 1144.2 (i/ii A.D.).    3 house, mansion (not in Hom.), Pi.O.5.13 (pl.), 6.1; βασιλικοὶ θ. E.Ion 486 (lyr.).    II metaph., ὁ παγκοίτας θ., of the grave, S.Ant.804 (anap.); τυμβήρης θ., of the prison of Danae, ib.947 (lyr.); θάλαμοι ὑπὸ γῆς the realms below, A.Pers.624; γᾶς θάλαμοι E.HF807 (lyr.); θ. Περσεφονείας Id.Supp.1022 (lyr.); θ. Ἀμφιτρίτας, of the sea, S.OT195 (lyr.); πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις E.Ba.561 (lyr., θαλάμαις cj. Barnes); ἀρνῶν θ. folds or pens, Id.Cyc. 57 (lyr.).    III the lowest, darkest part of the ship, the hold, Timae. 114, Poll.1.87; cf. θαλάμη 11.    IV used of certain mystic shrines or chapels, sacred to Apis, Ael.NA11.10, cf. Plin.HN8.185; the innermost shrine, Luc.Syr.D.31.

German (Pape)

[Seite 1182] ὁ (nach Passow mit θάλπω zusammenhangend, eigtl. ein Ort, wo es warm ist?), bei Hom. Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Säälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheiratheten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe, Odvss. 1, 425; Vorrathskammer, Iliad. 6, 288 Odyss. 2, 337; vgl. Xen. ὁ μὲν γὰρ θάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, Oec. 9, 3. – Nach Homer gew. Braut-, Schlafgemach, μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο Pind. P. 2, 33; τὸν Ἡράκλειον θάλαμον Soph. Tr. 909; Eur. ἔχουσα πόσιν ἐν θαλάμοισιν, Troad. 854; auch in Prosa, Her. 1, 34, den ἀνδρεῶνες entgeggstzt; ἐξέδραμε τοῦ θαλάμου παρὰ τῆς γυναικός Plut. Alcib. 23; τοῦ βασιλικοῦ θαλάμου φύλακες Hdn. 3, 12, 2. – Allgem., Aufenthaltsort, Behausung, σύ τε πέμπε χοὰς θαλάμους ὕπο γῆς Aesch. Pers. 616; Eum. 958; κρυπτομένα δ' ἐν τυμβήρει θαλάμῳ, von der Danae, Soph. Ant. 938; von der Unterwelt, τὸν παγκοίταν ὅθ' ὁρῶ θάλαμον τήνδ' Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν, die zugleich ihr Brautgemach werden soll, 798 (Eur. nennt den Hades Περσεφονείας θάλαμοι, Suppl. 1022); das Meer heißt μέγας θάλαμος Ἀμφιτρίτης, O. R. 195; βασιλικοί, der Palast, Eur. Ion 486; auch ἀρνῶν, von den Ställen, Cycl. 57. Von Bienenzellen, Antiphil. 29 (IX, 404). – Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, Ath. II, 37 b, wo die Ruderbänke der θαλαμῖται angebracht waren. – In Aegypten = kleine Kapelle, Ael. H. A. 11, 10; – Luc. de dea Syr. 31 = das Allerheiligste im Tempel.

Greek (Liddell-Scott)

θάλᾰμος: ὁ, ἐσώτερον δωμάτιον, κοιτών, περὶ ὃν ἄλλα δωμάτια ὑπῆρχον· συχν. παρ’ Ὁμ. 1) καθόλου, ὁ γυναικών, τὸ ἐσώτατον μέρος τῆς οἰκίας, ὡς τὸ μυχός, Ἰλ. Γ. 142, 174, Ὀδ. Δ. 121, κτλ.· ὄπισθεν τοῦ προδόμου, Ἰλ. Ι. 469· οὕτως ἐν τῷ πληθ., ἐκ τῶν ἀνδρεώνων... ἐς τοὺς θ. Ἡρόδ. 1. 34. 1) ἰδιαίτερος κοιτὼν ἐν τῷ διαμερίσματι τούτῳ τῆς οἰκίας, α) κοιτών, ἰδίως τῆς οἰκοδεσποίνης (πρβλ. παστὰς ΙΙΙ, παστός), Ἰλ. Γ. 423, Ζ. 16, Λ. 227, Ὀδ. Κ. 340, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 12., 3. 78· ἰδίως ὁ νυμφικὸς κοιτών, Ἰλ. Σ. 492 (ἥτις σημασία βραδύτερον κατέστη γενικωτάτη, Πίνδ. Π. 2. 60, Σοφ. Τρ. 913, Εὐρ. Ἱππ. 540, κτλ., πρβλ. Becker Χαρικλ. 267)· ἀλλ’ ὡσαύτως, ὁ κοιτών τῶν ἀγάμων υἱῶν, Ὀδ. Α. 425, Τ. 48. β) ἀποθήκη, «κελλᾶρι», δωμάτιον, ἐν ᾧ ἐνδύματα, ὅπλα, κειμήλια πολύτιμα, ὡς καὶ οἶνος καὶ τροφαὶ ἐφυλάττοντο ὑπὸ τὴν φροντίδα τῆς ταμίης, Ἰλ. Ξ. 191, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 9, 3 (ἔνθα ὅμως χρησιμεύει μόνον ὡς ἀποθήκη στρωμάτων, σκεπασμάτων κ.τ.τ.)· ἐν τῷ ἐσχάτῳ ἄκρῳ τῆς οἰκίας, Ὀδ. Φ. 8· συχνάκις καλούμενος ὑψόροφος Β. 337, Θ. 439, Ἰλ. Γ. 423, κτλ.· ὄλβου διοίγων θάλαμον Εὐρ. Ἀποσπ. 287. 8. γ) καθόλου, κοιτών, δωμάτιον, Ὀδ. Ψ. 192. δ) γενικ., οἰκία, κατοικία, Ἰλ. Ζ. 248, Ι. 582, πρβλ. Πίνδ. Ο. 5. 30., 6. 2· βασιλικοὶ θ. Εὐρ. Ἴωνι 486. ΙΙ. μεταφ., ὁ παγκοίτας θ., περὶ τοῦ ᾍδου, Σοφ. Ἀντ. 804· τυμβήρης θ., ἐπὶ τῆς κιβωτοῦ τῆς Δανάης, αὐτόθι 947· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τὰ βασίλεια τοῦ Ἅδου, Αἰσχύλ. Πέρσ. 624· γᾶς θάλαμοι Εὐρ. Ἡρ. Μαίν. 807· θ. Περσεφονείας ὁ αὐτ. Ἱκέτ. 1022· θ. Ἀμφιτρίτης, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Σοφ. Ο. Τ. 195· πολυδένδρεσσιν Ὀλύμπου θαλάμοις Εὐρ. Βάκχ. 560· ἀρνῶν θ., αἱ μάνδραι αὐτῶν, ὁ αὐτ. ἐν Κύκλ. 57· ἐπὶ κυψελῶν μελισσῶν, Ἀνθ. Π. 9. 404. ΙΙΙ. τὸ κατώτατον καὶ σκοτεινότατον μέρος τοῦ πλοίου, ἔνθα οἱ θαλαμῖται ἐκάθηντο, Ἀθήν. 37D, Πολυδ. Α΄, 87· πρβλ. θαλάμη ΙΙ. IV. ἐν χρήσει ἐπί τινων μυστικῶν ἱερῶν ἢ ναΐσκων ἀφιερωμένων εἰς τὸν Ἆπιν, Αἰλ. π. Ζ. 11. 10, πρβλ. Πλίν. 8. 71· τὸ ἐσώτατον τοῦ ἱεροῦ, τὸ ἄδυτον, ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν θάλαμον οἱ ἱερεῖς μοῦνον Λουκ. Συρ. Θ. 31· ναός, Ἀνθ. Π. 1. 32· πρβλ. Λοβ. Ἀγλαοφ. 1. σ. 26 κἑξ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
I. chambre :
1 chambre nuptiale;
2 chambre à coucher;
3 appartement des femmes;
4 chambre de réserve (garde-meubles, garde-robes, office);
5 chambre en gén.
II. p. ext.
1 maison;
2 habitation, séjour en gén. : θάλαμος ὑπὸ γῆς ESCHL le séjour souterrain, càd les enfers ; θάλαμος Ἀμφιτρίτας SOPH le séjour d’Amphitrite, càd la mer;
3 en Égypte chapelle où résidait le bœuf Apis ; sanctuaire en gén.
Étymologie: DELG cf. θόλος.

English (Autenrieth)

the rear portion of the house, hence any room, chamber therein; e. g. women's chamber, Od. 4.121; room for weapons, Od. 19.17; store-room, Od. 2.337; bedchamber, Il. 3.423 .—θάλαμόνδε, to the chamber. (See table III., at end of volume.)

English (Slater)

θᾰλᾰμος (-ου, -ῳ, -ον; -ων, -οις, -ους.)
   a
   I chamber, hall, pl. mansion κολλᾷ τε σταδίων θαλάμων ταχέως ὑψίγυιον ἄλσος (O. 5.13) τοὺς δ' ἐν πολυχρύσοις θαλάμοις βιοτά (sc. εὐφραίνει) fr. 221. 3. “πρὸς Αἰήτα θαλάμους” (P. 4.160)
   II esp., bedchamber Λικύμνιον ἐλθόντ' ἐκ θαλάμων Μιδέας (pl. pro sing.) (O. 7.29) πρὶν τελέσσαι ματροπόλῳ σὺν Ἐλειθυίᾳ, δαμεῖσα ἐν θαλάμῳ (P. 3.11) θαλάμῳ δὲ μίγεν ἐν πολυχρύσῳ Λιβύας (P. 9.68) ἐς θαλάμου μυχὸν εὐρὺν ἔβαν (N. 1.42) μεγαλοκευθέεσσιν ἔν ποτε θαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο (pl. pro sing.) (P. 2.33)
   b inner part of a temple, sanctuary Ἑστία, εὖ μὲν Ἀρισταγόραν δέξαι τεὸν ἐς θάλαμον (εἰς τὸ πρυτανεῖον. Σ.) (N. 11.3) χρυσέας ὑποστάσαντες εὐτειχεῖ προθύρῳ θαλάμου κίονας (τὸ προοίμιον. Σ.) (O. 6.1) φοινικοεάνων οἰχθέντος ὡρᾶν θαλάμου fr. 75. 14.

Greek Monolingual

ο (AM θάλαμος)
1. δωμάτιο, κάμαρα
2. διαμέρισμα για διαμονή και ύπνο (α. «θάλαμος πλοίου» — καμπίνα
β. «θάλαμος νοσοκομείου»)
3. γαμήλιο δωμάτι
νεοελλ.
1. ανατ. δίδυμος συμμετρικός ωοειδής σχηματισμός φαιάς νευρικής ουσίας στον εγκέφαλο
2. βοτ. άλλη ονομασία της ανθοδόχης
3. τεχνολ. ο κλειστός χώρος μιας μηχανής μέσα στον οποίο γίνεται κάποια συγκεκριμένη λειτουργία της («θάλαμος καύσης»)
4. φρ. α) «θάλαμος αερίων» — χώρος θανάτωσης ή εκτέλεσης με δηλητηριώδη αέρια
β) «τηλεφωνικός θάλαμος» — μικρός χώρος που χρησιμοποιείται για τις τηλεφωνικές επικοινωνίες
γ) ανατ. «πρόσθιος θάλαμος» — το τμήμα του οφθαλμού που περιλαμβάνεται μεταξύ του κερατοειδούς χιτώνα και της ίριδας και το οποίο περιέχει υδατοειδές υγρό
δ) «σκοτεινός θάλαμος»
i) φυσ. κλειστό κιβώτιο που φέρει στη μια έδρα μικρή οπή διά μέσου της οποίας το φως εισερχόμενο σχηματίζει ανεστραμμένα τα είδωλα τών αντικειμένων
ii) (φωτογρ.) χώρος με δυνατότητα συσκότισης στον οποίο γίνονται διαφορές εργασίες της φωτογραφικής τέχνης
αρχ.
1. το εσώτερο μέρος του σπιτιού, ιδίως ο γυναικωνίτης («ἐκ δ' Ἑλένη θαλάμοιο θυώδεος ὑψορόφοιο ἤλυθεν», Ομ. Οδ.)
2. κοιτώνας τών άγαμων παιδιών
3. σπίτι, τόπος διαμονής (α. «βασιλικοί θάλαμοι», Ευρ.
β. «ἀρνῶν θαλάμοις» — στις στάνες, Ευρ.)
4. το κατώτατο και σκοτεινότατο μέρος του πλοίου
5. το άδυτο του ναού («ἐς μὲν οὖν τὸν μέγαν νηὸν πάντες εἰσέρχονται, ἐς δὲ τὸν θάλαμον οἱ ἱερεῑς μοῡνον», Λουκιαν.)
6. ναός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. συνδέεται με το θόλος και έχει πιθ. προελληνική προέλευση.
ΠΑΡ. θαλάμη
αρχ.
θαλαμαίος, θαλάμαξ, θαλαμεύω, -ομαι, θαλαμήιος, θαλαμιά, θαλαμίας, θαλάμιος, θαλαμίς, θαλαμίτης, θαλαμόνδε
νεοελλ.
θαλάμι, θαλαμίσκος, θαλαμωτός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) θαλαμηγός, θαλαμηπόλος
αρχ.
θαλαμοποιός
νεοελλ.
θαλαμανθή, θαλαμάρχης, θαλαμοειδής, θαλαμοτομία, θαλαμοφόρα, θαλαμοφύλακας. (Β' συνθετικό) αρχ. αμφιθάλαμος, ενθάλαμος, νεοθάλαμος, ομοθάλαμος
νεοελλ.
αεριοθάλαμος, αεροθάλαμος, αντιθάλαμος, ατμοθάλαμος, διθάλαμος, θερμοθάλαμος, καπνοθάλαμος, λεβητοθάλαμος, μονοθάλαμος, νεκροθάλαμος, οξυγονοθάλαμος, προθάλαμος, υδροθάλαμος].

Greek Monotonic

θάλᾰμος: ὁ, τα εσωτερικά δωμάτια ή η κρεβατοκάμαρα
I. 1. γενικά, τα γυναικεία διαμερίσματα, το εσωτερικό τμήμα του σπιτιού, σε Όμηρ., Ηρόδ.
2. κάμαρα σε αυτό το τμήμα του σπιτιού· α) η κρεβατοκάμαρα, σε Ομήρ. Ιλ.· η νυφική κάμαρα, στο ίδ., Σοφ., κ.λπ. β) αποθήκη, κελάρι, σε Ξεν. γ) γενικά, δωμάτιο, κάμαρα, σε Ομήρ. Οδ.
II. μεταφορ., ὁ παγκοίτας θάλαμος, λέγεται για το ταφικό μνημείο, σε Σοφ.· τυμβήρης θάλαμος, λέγεται για την κιβωτό της Δαναής, στον ίδ.· θάλαμοι ὑπὸ γῆς, τα βασίλεια του Άδη, σε Αισχύλ.· θάλαμος Ἀμφιτρίτης, λέγεται για τη θάλασσα, σε Σοφ.· ἀρνῶν θάλαμοι, οι μάνδρες τους ή οι στάνες τους, σε Ευρ., κ.λπ.
III. το κατώτερο τμήμα του πλοίου, στο οποίο κάθονταν οι θαλαμῖται, το αμπάρι·
IV. ναός, μυστικό ιερό, άδυτο, σε Ανθ. Π.

Russian (Dvoretsky)

θάλᾰμος: (θᾰ) ὁ
1) (отдельная) комната, (внутренний) покой: Τηλέμαχος ἐκ μεγάροιο βεβήκει κείων ἐς θάλαμον Hom. Телемах вышел из дома, отправившись лечь (спать) в (свою) комнату; ἀκόντια καὶ δοράτια ἐκ τῶν ἀνδρεώνων ἐς τοὺς θαλάμους ἐκκομίζειν Her. перенести дротики и копья из мужских (внешних) покоев во внутренние (женские);
2) брачный покой Pind., Eur.;
3) опочивальня, спальня (Ἑλένη ἐκ θαλάμοιο ἤλυθεν Hom.);
4) (тж. πλούθου θ. Plut.) кладовая (θ., ἔνθ᾽ ἔσαν οἱ πέπλοι Hom.): θ., ὅθι νητὸς χρυσὸς καὶ χαλκὸς ἔκειτο, ἐσθής τ᾽ ἐν χηλοῖσιν Hom. кладовая, где лежали груды золота и меди, одежда в сундуках;
5) дом, здание: θάλαμον γνωτούς τε λιττοῦσα Hom. оставив (родной) дом и братьев; οἱ βασιλικοὶ θάλαμοι Eur. царские чертоги, дворец;
6) жилище, местопребывание: θάλαμοι ὑπὸ γῆς Aesch., θάλαμοι γᾶς или θάλαμοι Περσεφονείας Eur. подземное царство; μέγας θ. Ἀμφιτρίτας Soph. обширная обитель Амфитриты, т. е. море; θ. ἀρνῶν Eur. овчарня; ὁ κηροπαγὴς θ. Anth. восковая обитель, т. е. пчелиный улей Anth.; ὁ παγκοίτας θ. Soph. всеуспокаивающее жилище, т. е. могила;
7) святилище (θ. ἐν τῷ νηῷ Luc.).