παρακαλέω: Difference between revisions

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
(3b)
(nl)
Line 36: Line 36:
{{elru
{{elru
|elrutext='''παρακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> призывать, звать (τινα [[εἴσω]] Xen.; τινα ἐς πόλεμον Her.; τοὺς θεούς Dem.): παρακαλούμενος καὶ [[ἄκλητος]] Thuc. званый или незваный; π. τινα σύμβουλον Xen. или εἰς συμβουλήν Plat. позвать кого-л. для (= чтобы попросить) совета;<br /><b class="num">2)</b> звать, приглашать (ἐπὶ δαῖτα Eur.; ἐπὶ θήραν Xen.; τινα [[ἰδεῖν]] καὶ προσλαλῆσαι NT);<br /><b class="num">3)</b> звать, поощрять, ободрять, побуждать, увлекать (τινα ἐπὶ τὰ [[κάλλιστα]] ἔργα Xen.; τινα εἰς μάχην Eur.; τινα προσμένειν τινί NT): ἡ [[διάνοια]] παραχέκληται Arst. мысль поглощена;<br /><b class="num">4)</b> убеждать, просить (τινα NT);<br /><b class="num">5)</b> доводить (τινα ἐς δάκρυα Eur.): π. (τινα) ἐς φόβον Eur. пугать кого-л.;<br /><b class="num">6)</b> советовать, рекомендовать (τὰ πρέποντα Polyb.): τὰ παρακαλούμενα Dem. предложения, требования;<br /><b class="num">7)</b> звать на помощь или в свидетели (τινα Lys., Dem.);<br /><b class="num">8)</b> утешать (μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται NT);<br /><b class="num">9)</b> разжигать, раздувать, разводить (πολλὴν φλόγα Xen.).
|elrutext='''παρακᾰλέω:''' <b class="num">1)</b> призывать, звать (τινα [[εἴσω]] Xen.; τινα ἐς πόλεμον Her.; τοὺς θεούς Dem.): παρακαλούμενος καὶ [[ἄκλητος]] Thuc. званый или незваный; π. τινα σύμβουλον Xen. или εἰς συμβουλήν Plat. позвать кого-л. для (= чтобы попросить) совета;<br /><b class="num">2)</b> звать, приглашать (ἐπὶ δαῖτα Eur.; ἐπὶ θήραν Xen.; τινα [[ἰδεῖν]] καὶ προσλαλῆσαι NT);<br /><b class="num">3)</b> звать, поощрять, ободрять, побуждать, увлекать (τινα ἐπὶ τὰ [[κάλλιστα]] ἔργα Xen.; τινα εἰς μάχην Eur.; τινα προσμένειν τινί NT): ἡ [[διάνοια]] παραχέκληται Arst. мысль поглощена;<br /><b class="num">4)</b> убеждать, просить (τινα NT);<br /><b class="num">5)</b> доводить (τινα ἐς δάκρυα Eur.): π. (τινα) ἐς φόβον Eur. пугать кого-л.;<br /><b class="num">6)</b> советовать, рекомендовать (τὰ πρέποντα Polyb.): τὰ παρακαλούμενα Dem. предложения, требования;<br /><b class="num">7)</b> звать на помощь или в свидетели (τινα Lys., Dem.);<br /><b class="num">8)</b> утешать (μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται NT);<br /><b class="num">9)</b> разжигать, раздувать, разводить (πολλὴν φλόγα Xen.).
}}
{{elnl
|elnltext=παρα-καλέω, Ion. imperf. 3 sing. παρεκάλεε erbij roepen, te hulp roepen, oproepen:; ἐμὲ σύμμαχον... παρακαλέοντες mij als bondgenoot erbij roepend Hdt. 7.158.1; παρακαλέσας... Αἰγυπτίους κατὰ τὸ ὅρκιον na de Egyptenaren overeenkomstig het verdrag te hulp geroepen te hebben Hdt. 1.77.1; met inf.:; παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον opgeroepen om de Perzen af te weren Plat. Lg. 692e; ptc. subst.:; τὰ παρακαλούμενα het verzoek Dem. 18.166; πολλοὺς παρακαλέσας ἐξέπεμψε τὴν αὑτοῦ γυναῖκα nadat hij velen (als getuigen) had opgeroepen stuurde hij zijn vrouw de deur uit Lys. 14.28; uitnodigen:. ἐπὶ δαῖτα π. voor de maaltijd uitnodigen Eur. Ba. 1247. aansporen, opwekken, dringend verzoeken, smeken:; π. ἐς δάκρυα tot tranen roeren Eur. IA 497; παρακαλοῦντες ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα ons tot de grootste prestaties stimulerend Xen. An. 3.1.24; met acc. en inf..;: παρεκάλουν ἀλλήλους ἕπεσθαι zij spoorden elkaar aan te volgen Xen. Cyr. 3.3.59; παρακαλεῖ φλόγα het zal het vuur doen oplaaien Xen. Cyr. 7.5.23; met ὅπως:. παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν zij verzochten hem dringend hun gebied te verlaten NT Mt. 8.34. later troosten:. ἵνα... παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν opdat hij uw hart vertroosting biedt NT Eph. 6.22.
}}
}}

Revision as of 07:36, 1 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρακᾰλέω Medium diacritics: παρακαλέω Low diacritics: παρακαλέω Capitals: ΠΑΡΑΚΑΛΕΩ
Transliteration A: parakaléō Transliteration B: parakaleō Transliteration C: parakaleo Beta Code: parakale/w

English (LSJ)

Att. fut. -καλῶ, later

   A -καλέσω LXX Jb.7.13, al.:—call to one, X.An.3.1.32.    II call in, send for, summon, Hdt.1.77, Ar.V.215, etc.; σύμμαχον π. τινά Hdt.7.158, cf. Th.1.119, Pl.Phd. 89c, etc.; π. ἑταίρους And.4.14; π. τινὰ ἐς τὸν πόλεμον Hdt.7.205, cf. D.18.24; π. τινὰ σύμβουλον X.An.1.6.5; τινὰς εἰς συμβουλήν Pl.La. 186a; συνήγορον Aeschin.2.184; invoke the gods, τοὺς θεούς D.18.8; περὶ τούτου τὸν θεόν (as medical adviser) IG42(1).126.31 (Epid., ii A. D.); τὸν Ἐνυάλιον X.HG2.4.17; Διόνυσον εἰς τὴν τελετήν Pl.Lg. 666b; [τοὺς θεοὺς] π. βοηθούς Arr.Epict.3.21.12:—Pass., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, 'vocatus atque non vocatus', Th.1.118; -κληθέντες ἐς ξυμμαχίαν Id.5.31; παρακαλουμένη ἀμύνειν being called upon to ward off, Pl.Lg.692e; -κληθεὶς γυμνασιαρχῆσαι OGI339.53 (Sestos, ii B. C.).    2 summon one's friends to attend one in a trial, π. τοὺς φίλους Is.1.7, etc.; π. τινάς call them as witnesses, Lys.14.28; π. πάντας ἀνθρώπους D.34.29:—Med., dub. in Lycurg.28:—Pass., παρακεκλημένοι summoned to attend at a trial, Aeschin.1.173.    b summon a defendant into court, in Pass., PTeb.297.5 (ii A. D.), Mitteis Chr.71.5 (v A. D.).    3 invite, ἐπὶ δαῖτα E.Ba.1247; εἰς (v.l. ἐπὶ) θήραν X.Cyr.4.6.3; ἐπὶ τὸ βῆμα π. invite him to mount the tribune, Aeschin.3.72.    4 appeal to, τινὰ περὶ γῆς App.Pun.136.    III exhort, encourage, τάξις τάξιν παρεκάλει A.Pers.380, cf. Plb.1.60.5; π. τινὰ εἰς μάχην E.Ph.1254; τινὰ ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα X.An.3.1.24; π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Pl.R.523b; πρὸς τὸ μνημονεύειν Isoc.3.12: c. inf., E.Cyc.156, X.An.5.6.19, Decr. ap. D.18.185:—Pass., Isoc.2.14; παρακέκληται ἡ διάνοια Arist.EN1175a7.    2 comfort, console, τοὺς πενθοῦντας LXX Si.48.24:—Pass., Ev.Matt.2.18, 5.4.    3 excite, τινὰ ἐς φόβον E.Or.1583; ἐς δάκρυα Id.IA497; incite, π. καὶ παροξύνειν ἐπί . . Epicur.Nat.54 G.; of things, foment, φλόγα X.Cyr.7.5.23.    IV demand, require, ὁ θάλαμος σκεύη π. Id.Oec.9.3:—Pass., τὰ παρακαλούμενα proposals, demands, Philipp. ap. D.18.166sq., Plb.4.29.3.    V beseech, entreat, Id.4.82.8, PTeb.24.46 (ii B. C.), etc.; π. τινὰ ἵνα . . Aristeas 318, Ev.Marc.8.22, Arr.Epict.2.7.11, etc.; ὅπως . . Ev.Matt.8.34: but ἐρωτῶ καὶ π. for δέομαι is condemned by Hermog.Meth.3.    VI Pass., relent, πρός, ἐπί τινι, towards a person, LXX Jd.21.6, 15, cf. 2 Ki. 24.16.    2 repent, regret, παρακέκλημαι ὅτι . . ib. 1 Ki.15.11.

German (Pape)

[Seite 481] (s. καλέω), hinzu, herbei rufen; τάξις δὲ τάξιν παρεκάλει, zu Hülfe, Aesch. Pers. 372; ἐκεῖθεν, Eur. Hec. 587; Ar. Vesp. 214; ἐμὲ σύμμαχον, Her. 7, 158; ἐς συμμαχίαν, Thuc. 5, 31; εἰς συμβουλήν τινα, Plat. Lach. 186 a, wie τινὰ σύμβουλον, Xen. An. 1, 6, 5; auch = einladen, παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, Thuc. 1, 118; verleiten, ὁ πλοῦτος παρακαλεῖ τοὺς νέους ἐπὶ τὰς ἡδονάς, Isocr. 1, 6; παρακαλεῖν ἐπὶ τὴν σκέψιν, Plat. Prot. 349 a; ἐπὶ θήραν, Xen. Cyr. 4, 6, 3; auch ἐπὶ τὴν βασιλείαν, Plut. Num. 5; vgl. Eur. I. A. 497, ἐς δάκρυα, u. εἰς φόβον, Or. 1583, anregen; καὶ κελεύειν, Plat. Lys. 223 a, ermuntern, auffordern; παρεκάλουν ἀλλήλους ἕπεσθαι, Xen. Cyr. 3, 3, 59; Folgde; παρακαλέσας τὰ πρέποντα, Pol. 1, 60, 5, öfter. – Med. zu oder für sich rufen, fordern, Pol. 4, 29, 3; trösten, Plut. Otho 16.

Greek (Liddell-Scott)

παρακᾰλέω: Ἀττ. μέλλ. -καλῶ, προσέτι -καλέσω (Cobet N. L. L. σ. 65)· - προσκαλῶ τινα, π. τινα εἴσω Ξεν. Ἀν. 1. 6, 5, πρβλ. 3. 1, 32. ΙΙ. καλῶ τινα εἰς βοήθειαν, Λατ. arcessere, Ἡρόδ. 1. 77, Ἀριστοφ. Σφ. 215, κτλ.· σύμμαχον π. τινα Ἡρόδ. 7. 158, πρβλ. Θουκ. 1. 119· π. ἑταίρους Ἀνδοκ. 30. 45· π. τινα ἐς πόλεμον Ἡρόδ. 7. 205, πρβλ. Δημ. 233. 7· ἐς ξυμμαχίν Θουκ. 5. 31· π. τινα σύμβουλον Ξενοφ. Ἀν. 1. 6, 5· συνήγορον Αἰσχίν. 52. 39· - ἐπικαλοῦμαι, τοὺς θεοὺς Δημ. 227 ἐν τέλ.· τὸν Ἐνυάλιον Ξενοφ. Ἑλλ. 2. 4, 17· Διόνυσον εἰς τὴν τελετὴν Πλάτ. Νόμ. 666Β· [τοὺς θεοὺς] π. βοηθοὺς Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 12· - Παθ., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, vocatus atque non vocatus, Θουκ. 1. 118. 2) προσκαλῶ τοὺς φίλους μου νὰ παρευρεθῶσι (καί με βοηθήσωσιν) ἔν τινι δίκῃ (πρβλ. παράκλησις Ι. 1), π. τοὺς φίλους Ἰσαῖ. 36. 1 κλ.· π. τινα, παρακαλῶ τινα ὡς μάρτυρα, Λυσ. 142, 19, Δημ. 915. 25· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Λυκοῦργ. 151. 32. - Παθ., παρακεκλημένοι, προσκεκλημένοι νὰ παρευρεθῶσιν εἰς δίκην, Αἰσχίν. 24. 36 παρακαλουμένη ἀμύνειν, ἐπικαλουμένη νὰ ἀποτρέψῃ ἢ ἀπώσῃ, Πλάτ. Νόμ. 692Α, πρβλ. Πολ. 498Ε. 3) προσκαλῶ, καλῶ, ἐπὶ δαῖτα Εὐρ. Βάκχ. 1247· ἐπὶ θήραν, εἰς ἔρανον Ξεν. Κύρ. 4. 6, 3, κτλ.· π. ἐπὶ τὸ βῆμα, παρακαλῶ τινα νὰ ἀναβῇ τὸ βῆμα, Αίσχίν. 64. 5. 4) ἐπικαλοῦμαι, τινα περί τινος Ἀππ. Καρχηδ. 136. ΙΙΙ. καλῶ τινα εἴς τι, παρακινῶ, προτρέπω, παραθαρρύνω, τινα Αἰσχύλ. Πέρσ. 380, πρβλ. Πολύβ. 1. 60, 5· π. τινα εἰς μάχην Εὐρ. Φοίν. 1254· τινα ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα Ξεν. Ἀν. 3. 1, 24· π. τὴν νόησιν εἰς ἐπίσκεψιν Πλάτ. Πολ. 523Α· τινα εἰς ξυμβουλὴν ὁ αὐτ. ἐν Λάχ. 186Α· πρὸς τὸ μνημονεύειν Ἰσοκρ. 29Α. - Παθ., παρακέκληται ἡ διάνοια Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 10. 4, 9. 2) παρηγορῶν, παραμυθοῦμαι, τοὺς πενθοῦντας Ἑβδ. (Σειρὰχ ΜΗ΄, 24)· ἐν τῷ παθη., Εὐαγγ. κ. Ματθ. β΄, 18, κ. Λουκ. Ϛ΄, 25)· ἴδε παράκλησις ΙΙ. 3) παρακινῶ, διεγείρω, τινα ἐς φόβον Εὐρ. Ὀρ. 1583· ἐς δάκρυα ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 497· π. ὅτι …, Ψήφισμα παρὰ Δημ. 290. 10· - ἐπὶ πραγμάτων, ἀνακαίω, ὑποθάλπω, φλόγα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 23. 4) π. τινα, μετ’ ἀπαρ., παραινῶ, προτρέπω τινὰ νὰ πράξῃ τι, Εὐρ. Κύκλ. 156, Ξεν. Ἀν. 5. 6, 19, κτλ. IV. ἀπαιτῶ, ὁ θάλαμος σκεύη π. ὁ αὐτ. π. Οἰκ. 9. 3· - Παθ., τὰ παρακαλούμενα, προτάσεις, ἀπαιτήσεις, Φίλιππ. παρὰ Δημ. 283. 22 κἑξ., Πολύβ. 4. 29. 1

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
I. appeler auprès de soi :
1 mander : τινα qqn ; τινα σύμβουλον XÉN appeler qqn pour lui demander conseil;
2 appeler à son secours : τινα qqn ; Pass. τὰ παρακαλούμενα DÉM les propositions, les demandes;
3 prier, invoquer, acc.;
4 inviter, convier : ἐπὶ τὴν ἑστίασιν PLUT inviter à un repas ; avec un inf. : π. δειπνεῖν PLUT m. sign.
II. exhorter, exciter : ἀλλήλους ὀνομαστί XÉN s’exhorter les uns les autres en s’appelant par son nom ; τινα ἐπί τι, εἴς τι, πρός τι qqn à qch ; ἀλλήλους ἕπεσθαι XÉN s’exhorter les uns les autres à suivre;
III. provoquer, exciter, faire naître : φλόγα XÉN une flamme.
Étymologie: παρά, καλέω.

Spanish

suplicar, pedir, invocar

English (Abbott-Smith)

παρακαλέω, -ῶ, [in LXX chiefly for נחם ni., pi.;]
1.to call to one, call for, summon: Ac 28:20 (R, mg.; R, txt., entreat); hence (of the gods: Dem., Xen., al.), to invoke, call on, beseech, entreat: τ. πατέρα μου, Mt 26:53; τ. κύριον, II Co 12:8; in late writers (Polyb., Diod., al.; rarely in LXX; in π., v. Deiss., LAE, 17614), also of men: absol., Phm 9; c. acc., Mt 8:5, Mk 1:40, Ac 16:9, al.; c. inf., Mk 5:17, Lk 8:41, Ac 8:31, al.; seq. ἵνα (v. M, Pr., 205, 208), Mt 14"36, Mk 5:18, Lk 8:31, al.
2.to admonish, exhort: absol., Lk 3:18, Ro 12:8, II Ti 4:2, al.; c. acc., Ac 15:32, I Th 2:11, He 3:13, al.; id. seq. inf., Ac 11:23, Ro 12:1, Phl 4:2, I Th 4:10, al.; seq. ἵνα (v. M, Pr., l.c.), I Co 1:10, II Co 8:6, I Th 4:1, al.
3.to cheer, encourage, comfort (Plut., LXX: Jb 43, Is 35:3, Si 43:24, al.): c. acc., II Co 1:6, Eph 6:22, Col 2:2, al.; id. seq. ἐν, I Th 4:18; διά, II Co 1:4; pass., Mt 5:4, Lk 16:25, Ac 20:12. SYN.: παραμυθέω (cf. M, Th., 25).

English (Strong)

from παρά and καλέω; to call near, i.e. invite, invoke (by imploration, hortation or consolation): beseech, call for, (be of good) comfort, desire, (give) exhort(-ation), intreat, pray.

English (Thayer)

παρακαλῶ; imperfect 3rd person singular παρεκάλει, 1,3rd person plural παρεκάλουν; 1st aorist παρεκάλεσα; passive, present παρακαλοῦμαι; perfect παρακέκλημαι; 1st aorist παρεκλήθην; 1future παρακληθήσομαι; from Aeschylus and Herodotus down; I. as in Greek writings to call to one's side, call for, summon: τινα, with an infinitive indicating the purpose, II. to address, speak to (call to, call on), which may be done in the way of exhortation, entreaty, comfort, instruction, etc.; hence, result a variety of senses, on which see Knapp, Scripto varii arg. edition 2, p. 117ff; cf. Fritzsche, Ep. ad Romans , i., p. 32f.
1. as in Greek authors, to admonish, exhort: absolutely, R G omit)); λέγων with direct discourse, ut, τινα, τινα λόγῳ πολλῷ, ἰντα followed by direct discourse, L WH marginal reading infinitive); τινα followed by an infinitive where in Latin ut (cf. Buttmann, §§ 140,1; 141,2; Winer's Grammar, 332 (311); 335 (315) n.): infinitive present, ὑμᾶς to the infinitive, and WH meg. with manuscripts A C L etc. read ἀπέχεσθε); τινα followed by ἵνα with subjunctive (cf. Buttmann, § 139,42; Winer's Grammar, 335 as above), Buttmann, § 141,2), to beg, entreat, beseech (Josephus, Antiquities 6,7, 4; (11,8, 5); often in Epictetus cf. Schweighäuser, Index graecit. Epictetus, p. 411; Plutarch, apophth. regum, Mor. ii, p. 30, Tauchn. edition (vi. 695 edition Reiske; examples from Polybius, Diodorus, Philo, others, in Sophocles' Lexicon, under the word); not thus in the earlier Greek authors except where the gods are called on for aid, in the expressions, παρακαλεῖν Θεούς, so Θεόν in Josephus, Antiquities 6,2, 2,7,4; (cf. Winer's Grammar, 22)): (absolutely, τινα, πολλά, much, τινα περί τίνος, L T Tr WH with λέγων added and direct discourse, Tdf. ἠρώτων)); without the accusative. τινα followed by an infinitive (Winer s Grammar, and Buttmann's Grammar, as above), τινα followed by ὅπως, ἵνα (see above)); Plutarch, Demetr c. 38); τινα followed by ἵνα (Winer s Grammar, § 44,8a.; Buttmann, § 139,42), τινα ὑπέρ τίνος, ἵνα, πολλά (much) τινα, ἵνα, τοῦ μή with an infinitive (Buttmann, § 140,16 δ.; Winer's Grammar, 325 (305)), R G; by an accusative with an infinitive, to strive to appease by entreaty: absolutely, τινα, to console, to encourage and strengthen by consolation, to comfort, (the Sept. for נִחַם; very rarely so in Greek authors, as Plutarch, Oth. 16): absolutely, τινα, ἐν with a dative of the thing with which one comforts another, τινα διά παρακλήσεως, διά τῆς παρακληθῆναι ἧς (for ἥν, see ὅς, ἡ, ὁ, II:2c. α.) παρακαλούμεθα, ibid.; in the passive, to receive consolation, be comforted, ἐπί τίνι over (in) a thing (see ἐπί, B. 2a. δ.), to refresh, cheer: passive, παρακεκλήμεθα; ἐν τίνι, by the help of a thing, ἐπί τίνι, ἐν) παρακλήσει added, to encourage, strengthen (i. e. in the language of A. V. comfort (see Wright, Bible Word-Book, 2nd edition, under the word)) (in faith, piety, hope): τάς καρδίας, your hearts, χεῖρας ἀσθενεῖς, חִזַק; γόνατα παραλελυμένα, אִמֵּץ).
5. it combines the ideas of exhorting and comforting and encouraging in to instruct, teach: ἐν τῇ διδασκαλία, συμπαρακαλέω.)

Greek Monotonic

παρακᾰλέω: Αττ. μέλ. -καλῶ, έπειτα -καλέσω·
I. καλώ κάποιον, σε Ξεν.
II. 1. καλώ κάποιον να βοηθήσει, φωνάζω, στέλνω για βοήθεια, Λατ. arcessere, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· παρακαλέω τινὰ σύμβουλον, σε Ξεν.· φωνάζω, επικαλούμαι τους θεούς, στον ίδ. κ.λπ. — Παθ., παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος, Λατ. "vocatus atque non vocatus", σε Θουκ.
2. προσκαλώ τους φίλους κάποιου να παραστούν ως μάρτυρες υπεράσπισης στη δίκη (πρβλ. παράκλησις I. 1.) — Παθ., παρακεκλημένοι, κλητευμένοι να παραστούν σε δίκη, σε Αισχίν.
3. προσκαλώ, ἐπὶ διαῖτα, σε Ευρ.· ἐπὶ θήραν, σε Ξεν.· παρακαλέω τινὰ ἐπὶ τὸ βῆμα, παρακαλώ κάποιον να ανέβει στο βήμα, σε Αισχίν.
III. 1. καλώ, προτρέπω, παρακινώ, ενθαρρύνω, τινά, σε Αισχίν., Ξεν.
2. παρηγορώ, συμπαραστέκομαι· σε Παθ., Κ.Δ.
3. διεγείρω, προκαλώ, τινὰ ἐς φόβον, ἐς δάκρυα, σε Ευρ.· λέγεται για πράγματα, υποδαυλίζω, υποθάλπω, φλόγα, σε Ξεν.
4. παρακαλέω τινά, με απαρ., παρακινώ κάποιον να κάνει κάτι, σε Ευρ., Ξεν.
IV. απαιτώ, ζητώ, έχω ανάγκη, ὁ θάλαμος σκεύη παρ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

παρακᾰλέω: 1) призывать, звать (τινα εἴσω Xen.; τινα ἐς πόλεμον Her.; τοὺς θεούς Dem.): παρακαλούμενος καὶ ἄκλητος Thuc. званый или незваный; π. τινα σύμβουλον Xen. или εἰς συμβουλήν Plat. позвать кого-л. для (= чтобы попросить) совета;
2) звать, приглашать (ἐπὶ δαῖτα Eur.; ἐπὶ θήραν Xen.; τινα ἰδεῖν καὶ προσλαλῆσαι NT);
3) звать, поощрять, ободрять, побуждать, увлекать (τινα ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα Xen.; τινα εἰς μάχην Eur.; τινα προσμένειν τινί NT): ἡ διάνοια παραχέκληται Arst. мысль поглощена;
4) убеждать, просить (τινα NT);
5) доводить (τινα ἐς δάκρυα Eur.): π. (τινα) ἐς φόβον Eur. пугать кого-л.;
6) советовать, рекомендовать (τὰ πρέποντα Polyb.): τὰ παρακαλούμενα Dem. предложения, требования;
7) звать на помощь или в свидетели (τινα Lys., Dem.);
8) утешать (μακάριοι οἱ πενθοῦντες, ὅτι αὐτοὶ παρακληθήσονται NT);
9) разжигать, раздувать, разводить (πολλὴν φλόγα Xen.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παρα-καλέω, Ion. imperf. 3 sing. παρεκάλεε erbij roepen, te hulp roepen, oproepen:; ἐμὲ σύμμαχον... παρακαλέοντες mij als bondgenoot erbij roepend Hdt. 7.158.1; παρακαλέσας... Αἰγυπτίους κατὰ τὸ ὅρκιον na de Egyptenaren overeenkomstig het verdrag te hulp geroepen te hebben Hdt. 1.77.1; met inf.:; παρακαλουμένη ἀμύνειν τὸν βάρβαρον opgeroepen om de Perzen af te weren Plat. Lg. 692e; ptc. subst.:; τὰ παρακαλούμενα het verzoek Dem. 18.166; πολλοὺς παρακαλέσας ἐξέπεμψε τὴν αὑτοῦ γυναῖκα nadat hij velen (als getuigen) had opgeroepen stuurde hij zijn vrouw de deur uit Lys. 14.28; uitnodigen:. ἐπὶ δαῖτα π. voor de maaltijd uitnodigen Eur. Ba. 1247. aansporen, opwekken, dringend verzoeken, smeken:; π. ἐς δάκρυα tot tranen roeren Eur. IA 497; παρακαλοῦντες ἐπὶ τὰ κάλλιστα ἔργα ons tot de grootste prestaties stimulerend Xen. An. 3.1.24; met acc. en inf..;: παρεκάλουν ἀλλήλους ἕπεσθαι zij spoorden elkaar aan te volgen Xen. Cyr. 3.3.59; παρακαλεῖ φλόγα het zal het vuur doen oplaaien Xen. Cyr. 7.5.23; met ὅπως:. παρεκάλεσαν ὅπως μεταβῇ ἀπὸ τῶν ὁρίων αὐτῶν zij verzochten hem dringend hun gebied te verlaten NT Mt. 8.34. later troosten:. ἵνα... παρακαλέσῃ τὰς καρδίας ὑμῶν opdat hij uw hart vertroosting biedt NT Eph. 6.22.