πορφύρα: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
(33)
(6)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων [[μαλακίων]] με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην [[αρχαιότητα]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], το [[είδος]] Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> η βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον αδένα της πορφύρας, [[χρώμα]] [[ανάμεσα]] στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή [[ανάμεσα]] στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λόγω της ωραιότητας και του ανεξίτηλου χρώματός της<br /><b>3.</b> ύφασμα ή [[ένδυμα]], βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> η επίσημη [[ενδυμασία]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως [[τροφή]], ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα<br /><b>2.</b> <b>(παθολ.)</b> [[σύνδρομο]] που χαρακτηρίζεται από [[εμφάνιση]] μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται [[συχνά]] σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> το επισημότερο [[τμήμα]] του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με [[πορφυρούς]] λίθους, στο οποίο παρέμενε η [[αυτοκράτειρα]] [[κατά]] τις ημέρες του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθυκόκκινη [[ταινία]] ή [[άλλη]] [[διακόσμηση]] ενδύματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορφύρα]] πλατεῑα» — η πλατιά πορφυρή [[άκρη]] της ρωμαϊκής τηβέννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθανότατα ανατολικής προέλευσης, που αρχικά δήλωνε το όστρακο από τον αδένα του οποίου βγαίνει η [[χρωστική]] [[ουσία]], ενώ στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] και το ύφασμα ή [[ένδυμα]] το βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>purpura</i> και απ' αυτήν οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>pourpre</i>, γερμ. <i>Purpur</i>). Για τη σημασιολογική [[σύγχυση]] της οικογένειας της λ. [[πορφύρα]] (<b>πρβλ.</b> [[πορφυρός]]) και της οικογένειας του ρ. [[πορφύρω]] «[[φουσκώνω]], αναταράζομαι, [[ανησυχώ]]», <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>πορφυρεῖο</i>(<i>ν</i>), [[πορφυρίζω]] (Ι), [[πορφυρίτης]], [[πορφυρίων]], [[πορφυροῦς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυραῖος]], [[πορφύρειος]], [[πορφύρεος]] (Ι), [[πορφυρεύς]], [[πορφυρικός]], [[πορφύριον]], [[πορφύριος]], [[πορφυρίς]], [[πορφυρόεις]], [[πορφυρόθεν]], [[πορφυρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>πορφυρᾶς</i><br />(μσν-νεοελλ.) [[πορφυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρένιος]], [[πορφυρίδα]], [[πορφυρώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πορφυροειδής]], [[πορφυρόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυράνθεμος]], [[πορφυρανθής]], [[πορφυρόβαπτος]], [[πορφυροβάφος]], [[πορφυροδίνας]], [[πορφυροεργής]], [[πορφυρόζωνος]], [[πορφυρόκαυλος]], [[πορφυροκλέπτης]], [[πορφυρόμαλλος]], [[πορφυρομιγής]], [[πορφυρόνωτος]], [[πορφυρόπεζα]], [[πορφυροσχήμων]]<br />(αρχ.-μσν) [[πορφυροβαφής]], [[πορφυροπώλης]], [[πορφυρόστρωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πορφυραυγής]], [[πορφυρόβλαστος]], [[πορφυρόρπηξ]], [[πορφυρόστολος]], [[πορφυροφόρος]], [[πορφυροφύτευτος]], [[πορφυρόφυτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πορφυρογέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρόχρωμος]]. (Β συνθετικό) [[καταπόρφυρος]], [[ολοπόρφυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροπόρφυρος]], <i>αληθινοπόρφυρος</i>, [[αλιπόρφυρος]], <i>απόρφυρος</i>, [[διαπόρφυρος]], [[εμπόρφυρος]], [[επιπόρφυρος]], [[ευπόρφυρος]], [[θαλασσοπόρφυρος]], [[μελαμπόρφυρος]], [[μεσοπόρφυρος]], [[παμπόρφυρος]], [[παραπόρφυρος]], [[περιπόρφυρος]], [[πλατυπόρφυρος]], [[προπόρφυρος]], [[υποπόρφυρος]], [[φιλοπόρφυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαθυπόρφυρος</i>, [[χρυσοπόρφυρος]]].
|mltxt=η, ΝΜΑ<br /><b>1.</b> γενική, [[κοινή]] [[σήμερα]], [[ονομασία]] ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων [[μαλακίων]] με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην [[αρχαιότητα]], σύμφωνα με τη σύγχρονη [[ταξινόμηση]], το [[είδος]] Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]]<br /><b>2.</b> η βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] από τον αδένα της πορφύρας, [[χρώμα]] [[ανάμεσα]] στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή [[ανάμεσα]] στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη [[κατά]] την [[αρχαιότητα]] λόγω της ωραιότητας και του ανεξίτηλου χρώματός της<br /><b>3.</b> ύφασμα ή [[ένδυμα]], βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας<br /><b>4.</b> η επίσημη [[ενδυμασία]] του Βυζαντινού αυτοκράτορα<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> <b>βοτ.</b> [[γένος]] θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως [[τροφή]], ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα<br /><b>2.</b> <b>(παθολ.)</b> [[σύνδρομο]] που χαρακτηρίζεται από [[εμφάνιση]] μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται [[συχνά]] σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> ο [[αυτοκράτορας]] του Βυζαντίου<br /><b>2.</b> το επισημότερο [[τμήμα]] του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με [[πορφυρούς]] λίθους, στο οποίο παρέμενε η [[αυτοκράτειρα]] [[κατά]] τις ημέρες του τοκετού<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> βαθυκόκκινη [[ταινία]] ή [[άλλη]] [[διακόσμηση]] ενδύματος<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «[[πορφύρα]] πλατεῑα» — η πλατιά πορφυρή [[άκρη]] της ρωμαϊκής τηβέννου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δάνεια λ., πιθανότατα ανατολικής προέλευσης, που αρχικά δήλωνε το όστρακο από τον αδένα του οποίου βγαίνει η [[χρωστική]] [[ουσία]], ενώ στη [[συνέχεια]] χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την [[ίδια]] τη βαθυκόκκινη [[χρωστική]] [[ουσία]] και το ύφασμα ή [[ένδυμα]] το βαμμένο με το [[χρώμα]] της πορφύρας. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, <b>πρβλ.</b> λατ. <i>purpura</i> και απ' αυτήν οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (<b>πρβλ.</b> γαλλ. <i>pourpre</i>, γερμ. <i>Purpur</i>). Για τη σημασιολογική [[σύγχυση]] της οικογένειας της λ. [[πορφύρα]] (<b>πρβλ.</b> [[πορφυρός]]) και της οικογένειας του ρ. [[πορφύρω]] «[[φουσκώνω]], αναταράζομαι, [[ανησυχώ]]», <b>βλ. λ.</b> [[πορφύρω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <i>πορφυρεῖο</i>(<i>ν</i>), [[πορφυρίζω]] (Ι), [[πορφυρίτης]], [[πορφυρίων]], [[πορφυροῦς]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυραῖος]], [[πορφύρειος]], [[πορφύρεος]] (Ι), [[πορφυρεύς]], [[πορφυρικός]], [[πορφύριον]], [[πορφύριος]], [[πορφυρίς]], [[πορφυρόεις]], [[πορφυρόθεν]], [[πορφυρώδης]]<br /><b>μσν.</b><br /><i>πορφυρᾶς</i><br />(μσν-νεοελλ.) [[πορφυρός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρένιος]], [[πορφυρίδα]], [[πορφυρώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) [[πορφυροειδής]], [[πορφυρόχρους]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πορφυράνθεμος]], [[πορφυρανθής]], [[πορφυρόβαπτος]], [[πορφυροβάφος]], [[πορφυροδίνας]], [[πορφυροεργής]], [[πορφυρόζωνος]], [[πορφυρόκαυλος]], [[πορφυροκλέπτης]], [[πορφυρόμαλλος]], [[πορφυρομιγής]], [[πορφυρόνωτος]], [[πορφυρόπεζα]], [[πορφυροσχήμων]]<br />(αρχ.-μσν) [[πορφυροβαφής]], [[πορφυροπώλης]], [[πορφυρόστρωτος]]<br /><b>μσν.</b><br />[[πορφυραυγής]], [[πορφυρόβλαστος]], [[πορφυρόρπηξ]], [[πορφυρόστολος]], [[πορφυροφόρος]], [[πορφυροφύτευτος]], [[πορφυρόφυτος]]<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br />[[πορφυρογέννητος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[πορφυρόχρωμος]]. (Β συνθετικό) [[καταπόρφυρος]], [[ολοπόρφυρος]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ακροπόρφυρος]], <i>αληθινοπόρφυρος</i>, [[αλιπόρφυρος]], <i>απόρφυρος</i>, [[διαπόρφυρος]], [[εμπόρφυρος]], [[επιπόρφυρος]], [[ευπόρφυρος]], [[θαλασσοπόρφυρος]], [[μελαμπόρφυρος]], [[μεσοπόρφυρος]], [[παμπόρφυρος]], [[παραπόρφυρος]], [[περιπόρφυρος]], [[πλατυπόρφυρος]], [[προπόρφυρος]], [[υποπόρφυρος]], [[φιλοπόρφυρος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><i>βαθυπόρφυρος</i>, [[χρυσοπόρφυρος]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''πορφύρα:''' [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ ([[πορφύρω]]),<br /><b class="num">I.</b> το ψάρι [[μουρούνα]], Λατ. [[murex]], σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> πορφυρή [[βαφή]], βυσσινί [[χρώμα]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> = [[πορφυρίς]], πορφυρό [[ένδυμα]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 19:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πορφύρα Medium diacritics: πορφύρα Low diacritics: πορφύρα Capitals: ΠΟΡΦΥΡΑ
Transliteration A: porphýra Transliteration B: porphyra Transliteration C: porfyra Beta Code: porfu/ra

English (LSJ)

[ῠ], Ion. πορφύρ-η, ἡ,

   A purple-fish, Murex trunculus and Purpura haemastoma, S.Fr.504, Archipp.23, Arist.HA528a10, al., Speus. ap. Ath.3.86c; τρέφουσα . . πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα A.Ag. 959.    II purple dye obtained from it, Sapph.44, Hdt.3.22, Isoc. 12.39, Pl.Lg.847c; ἡ π. ἡ θαλαττία Phylarch.45 J., etc.; π. βαθυτάτη Ael.NA4.36; used as an application, βρέξαντες ἐν [τῷ νάρδῳ] τὴν π. ἐπιτιθέναι Orib.Eup.3.2.    III = πορφυρίς 1, Plu.Aem.23, etc.: in pl., cloths of purple, πορφύρας πατῶν A.Ag.957: collectively in sg., κωμῳδοῖς . . πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Arist.EN1123a23.    IV purple stripe or other adornment of a garment, τῆς σκιᾶς τὴν π. πρῶτον ἐνυφαίνουσ', εἶτα μετὰ τὴν π. τοῦτ' ἔστιν οὔτε λευκὸν οὔτε π. ἀλλ' ὥσπερ αὐγὴ τῆς κρόκης κεκραμένη Men.561; ποτικεφάλαια . . μὴ ἔχοντα μήτε σκιὰν μήτε πορφύραν IG5(1).1390.24 (Andania, i B.C.), cf. BGU1141.41 (i B.C.), Luc.Par.58, Gal.18(2).791; π. πλατεῖα, = Lat. latus clavus, Plb.10.26.1, Demetr.Eloc.108 (pl.); π. alone, IGRom.3.1422 (Prusias).    V metaph., σελήνη οὐρανοῦ π. Secund.Sent.6. (Perh. formed from πορφύρεος 11, cf. μαρμαίρω, μαρμάρεος, μάρμαρος.)

German (Pape)

[Seite 686] ἡ, die Purpurschnecke, purpura murex, Arist. H. A. 5, 25 u. A. – Die Purpurfarbe und die damit gefärbten Stoffe, z. B. Teppiche, πορφύρας πατῶν, Aesch. Ag. 931; πορφύραν καὶ ὅσα βαπτὰ χρώματα, Plat. Legg. VIII, 847 c; öfter bei Sp., wie Pol. τὴν πορφύραν ἀπέθετο, 10, 26, 1; u. bes. Plut. u. A., bei denen πορφύρα πλατεῖα = latus clavus, der breite Purpurstreif an der Toga der Römer ist.

Greek (Liddell-Scott)

πορφύρα: [ῠ], Ἰων. -ρη, ἡ (ἴδε ἐν λ. πορφύρω)· ― τὸ κογχύλιον ἐξ οὗ ἡ πορφύρα ἐλαμβάνετο, Λατ. purpura murex, Σοφ. Ἀποσπ. 438, Ἄρχιππος ἐν «Ἰχθύσιν» 6, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 2, κ. ἀλλ.· θάλασσα... τρέφουσα πολλῆς πορφύρας ἰσάργυρον κηκῖδα Αἰσχύλ. Ἀγ. 959· πρβλ. κάλχη. ΙΙ. ἡ πορφυρᾶ βαφὴ ἥτις ἐκ τοῦ κογχυλίου τούτου ἐλαμβάνετο, Ἡρόδ. 3. 22, Ἰσοκρ. 240D, Πλάτ. Νόμ. 847C· ἡ π. ἡ θαλαττία Φύλαρχ. παρ’ Ἀθην. 521D, κτλ.· π. βαθυτάτη Αἰλ. π. Ζ. 4. 36· πρβλ. φοῖνιξ Β. 1. ΙΙΙ. = πορφυρίς, Πολύβ. 10. 26, 1, Πλούτ., κτλ.· ἐν τῷ πληθ., ὑφάσματα ἢ ἐνδύματα διὰ πορφύρας βεβαμμένα, πορφύρας πατῶν Αἰσχύλ. Ἀγ. 957· οὕτω καὶ περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, κωμῳδοῖς... πορφύραν εἰσφέρων, ὥσπερ οἱ Μεγαρεῖς Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 4. 2, 20. IV. πορφύρα πλατεῖα, ἡ πλατεῖα πορφυρᾶ παρυφὴ τῆς Ῥωμαϊκῆς τηβέννου, Λατ. praetevta, latus clavus, Πολύβ. 10. 26, 1, Δημ. Φαληρ. 108· οὕτω καὶ ἁπλῶς πορφύρα Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 15, Παράσιτ. 58, κλπ.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 le pourpre, coquillage d’où l’on tire la pourpre;
2 la pourpre ; p. ext. étoffe, vêtement ou tapis teints en pourpre ; abs. le laticlave (latus clavus) ou bande de pourpre sur la toge des sénateurs romains.
Étymologie: φύρω avec redoubl. ; v. πορφύρω.
Par. ἁλουργής, ἁλουργίς.

English (Strong)

of Latin origin; the "purple" mussel, i.e. (by implication) the red-blue color itself, and finally a garment dyed with it: purple.

English (Thayer)

πορφύρας, ἡ, the Sept. for אַרְגָמָן;
1. the purple-fish, a species of shell-fish or mussel: (Aeschylus, Sophocles), Isocrates, Aristotle, others; add B. D., under the word Smith's Bible Dictionary, Colors 1).
2. a fabric colored with the purple dye, a garment made from purple cloth (so from Aeschylus down): Revelation 18:12>.

Greek Monolingual

η, ΝΜΑ
1. γενική, κοινή σήμερα, ονομασία ευρύτατα διαδεδομένων θαλάσσιων προσωβράγχιων γαστερόποδων μαλακίων με επίμηκες ή παχύ όστρακο, που αφθονούν στις θερμές θάλασσες και ειδικότερα στην αρχαιότητα, σύμφωνα με τη σύγχρονη ταξινόμηση, το είδος Μurex brandaris, με αδένα από τον οποίο βγαίνει βαθυκόκκινη χρωστική ουσία
2. η βαθυκόκκινη χρωστική ουσία από τον αδένα της πορφύρας, χρώμα ανάμεσα στο βαθύ, σκούρο κόκκινο και στο ιώδες ή ανάμεσα στο βυσσινί και στο ιώδες, πολύτιμη βαφική ύλη κατά την αρχαιότητα λόγω της ωραιότητας και του ανεξίτηλου χρώματός της
3. ύφασμα ή ένδυμα, βαμμένο με το χρώμα της πορφύρας
4. η επίσημη ενδυμασία του Βυζαντινού αυτοκράτορα
νεοελλ.
1. βοτ. γένος θαλάσσιων ροδοφυκών με πορφυρά ελάσματα που συλλέγεται, ξηραίνεται και χρησιμοποιείται ως τροφή, ιδιαίτερα στην 'Απω Ανατολή, όπου και καλλιεργείται ευρύτατα
2. (παθολ.) σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από εμφάνιση μεγάλων και μικρών ενδοδερμικών τριχοειδών αιμορραγιών και εκδηλώνεται συχνά σε συνδυασμό με αιμορραγίες από τις φυσικές κοιλότητες και στους ιστούς
νεοελλ.-μσν.
1. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου
2. το επισημότερο τμήμα του Μεγάλου Παλατίου της Κωνσταντινουπόλεως, διακοσμημένο με πορφυρούς λίθους, στο οποίο παρέμενε η αυτοκράτειρα κατά τις ημέρες του τοκετού
αρχ.
1. βαθυκόκκινη ταινία ή άλλη διακόσμηση ενδύματος
2. φρ. «πορφύρα πλατεῑα» — η πλατιά πορφυρή άκρη της ρωμαϊκής τηβέννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Δάνεια λ., πιθανότατα ανατολικής προέλευσης, που αρχικά δήλωνε το όστρακο από τον αδένα του οποίου βγαίνει η χρωστική ουσία, ενώ στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ίδια τη βαθυκόκκινη χρωστική ουσία και το ύφασμα ή ένδυμα το βαμμένο με το χρώμα της πορφύρας. Τη λ. δανείστηκε και η Λατινική, πρβλ. λατ. purpura και απ' αυτήν οι υπόλοιπες λατινογενείς γλώσσες (πρβλ. γαλλ. pourpre, γερμ. Purpur). Για τη σημασιολογική σύγχυση της οικογένειας της λ. πορφύρα (πρβλ. πορφυρός) και της οικογένειας του ρ. πορφύρω «φουσκώνω, αναταράζομαι, ανησυχώ», βλ. λ. πορφύρω.
ΠΑΡ. πορφυρεῖο(ν), πορφυρίζω (Ι), πορφυρίτης, πορφυρίων, πορφυροῦς
αρχ.
πορφυραῖος, πορφύρειος, πορφύρεος (Ι), πορφυρεύς, πορφυρικός, πορφύριον, πορφύριος, πορφυρίς, πορφυρόεις, πορφυρόθεν, πορφυρώδης
μσν.
πορφυρᾶς
(μσν-νεοελλ.) πορφυρός
νεοελλ.
πορφυρένιος, πορφυρίδα, πορφυρώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) πορφυροειδής, πορφυρόχρους
αρχ.
πορφυράνθεμος, πορφυρανθής, πορφυρόβαπτος, πορφυροβάφος, πορφυροδίνας, πορφυροεργής, πορφυρόζωνος, πορφυρόκαυλος, πορφυροκλέπτης, πορφυρόμαλλος, πορφυρομιγής, πορφυρόνωτος, πορφυρόπεζα, πορφυροσχήμων
(αρχ.-μσν) πορφυροβαφής, πορφυροπώλης, πορφυρόστρωτος
μσν.
πορφυραυγής, πορφυρόβλαστος, πορφυρόρπηξ, πορφυρόστολος, πορφυροφόρος, πορφυροφύτευτος, πορφυρόφυτος
μσν.- νεοελλ.
πορφυρογέννητος
νεοελλ.
πορφυρόχρωμος. (Β συνθετικό) καταπόρφυρος, ολοπόρφυρος
αρχ.
ακροπόρφυρος, αληθινοπόρφυρος, αλιπόρφυρος, απόρφυρος, διαπόρφυρος, εμπόρφυρος, επιπόρφυρος, ευπόρφυρος, θαλασσοπόρφυρος, μελαμπόρφυρος, μεσοπόρφυρος, παμπόρφυρος, παραπόρφυρος, περιπόρφυρος, πλατυπόρφυρος, προπόρφυρος, υποπόρφυρος, φιλοπόρφυρος
νεοελλ.
βαθυπόρφυρος, χρυσοπόρφυρος].

Greek Monotonic

πορφύρα: [ῠ], Ιων. -ρη, ἡ (πορφύρω),
I. το ψάρι μουρούνα, Λατ. murex, σε Αισχύλ.
II. πορφυρή βαφή, βυσσινί χρώμα, σε Ηρόδ.
III. = πορφυρίς, πορφυρό ένδυμα, σε Αισχύλ.