ἕπω

From LSJ
Revision as of 22:35, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

οὐκ ἐπιλογιζόμενος ὅτι ἅμα μὲν ὀδύρῃ τὴν ἀναισθησίαν, ἅμα δὲ ἀλγεῖς ἐπὶ σήψεσι καὶ στερήσει τῶν ἡδέων, ὥσπερ εἰς ἕτερον ζῆν ἀποθανούμενος, ἀλλ᾿ οὐκ εἰς παντελῆ μεταβαλῶν ἀναισθησίαν καὶ τὴν αὐτὴν τῇ πρὸ τῆς γενέσεως → you do not consider that you are at one and the same time lamenting your want of sensation, and pained at the idea of your rotting away, and of being deprived of what is pleasant, as if you are to die and live in another state, and not to pass into insensibility complete, and the same as that before you were born

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἕπω Medium diacritics: ἕπω Low diacritics: έπω Capitals: ΕΠΩ
Transliteration A: hépō Transliteration B: hepō Transliteration C: epo Beta Code: e(/pw

English (LSJ)

(A),

   A to be about, busy oneself with, τὸν δ' εὗρ' ἐν θαλάμῳ περικαλλέα τεύχε' ἕποντα Il.6.321: elsewh. with Preps., in tmesi, cf. ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω, μεθέπω, περιέπω. (Cf. Skt. sapati 'worship', 'tend', saparyati 'worship', 'honour', Lat. sepelio 'give funeral honours'; not related to ἕπομαι.)

French (Bailly abrégé)

impf. εἷπον;
s’attacher à, s’occuper de, soigner : τεύχεα IL s’occuper de ses armes, préparer ses armes ; οὐ τόδε μεῖζον ἕπει κακόν OD le danger qui fond sur nous litt. qui s’attache à nous en ce moment n’est pas plus grave que, etc.
Étymologie: DELG skr. sápati « soigner, vénérer », cf. lat. sepelio.

Greek Monotonic

ἕπω: (Β), Α. ασχολούμαι, απασχολούμαι, καταπιάνομαι, καταγίνομαι με, τεύχε' ἕποντα, ασχολούνταν με την πανοπλία του, σε Ομήρ. Ιλ.· πρβλ. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθ-έπω, περι-έπω. Β. Μέσ. ἕπομαι· παρατ. εἱπόμην, Επικ. ἑπόμην· μέλ. ἕψομαι, αόρ. βʹ με δασεία ἑσπόμην, βʹ ενικ. ἕσπεο, απαρ. ἑσπέσθαι, μτχ. ἑσπόμενος, προστ. ἕπεο, σπεῖο·
I. 1. ακολουθώ, υποτάσσομαι ή συνοδεύω κάποιον, σε Όμηρ.· με δοτ. προσ., στον ίδ.· επίσης, ἕπεσθαι ἅμα τινί, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· μετά τινι ή τινα, στον ίδ. κ.λπ.
2. ακολουθώ ως ακόλουθος, συνοδός, υπηρέτης, σε Ομήρ. Οδ.· επίσης, συνοδεύω ως τιμητική συνοδεία, Λατ. prosequi, σε Ομήρ. Ιλ.
3. με εχθρική σημασία, παρακολουθώ, καταδιώκω, τινι, στο ίδ.
4. συμβαδίζω με, ἕπεθ' ἵπποις, σε Όμηρ.· μεταφ., λέγεται για τα άκρα ενός ανθρώπου, όταν αυτά λειτουργούν σύμφωνα με τις διαταγές, προσταγές του, στον ίδ.
5. ακολουθώ τις κινήσεις κάποιου άλλου, τρυφάλεια ἕσπετο χειρί, η περικεφαλαία συμβάδισε με το χέρι του, δηλ. αποσπάστηκε και έμεινε στο χέρι του, σε Ομήρ. Ιλ.
6. υποτάσσομαι, υπακούω, υποκύπτω σε, τῷ νόμῳ, σε Ηρόδ., Αττ.
7. απλώς, έρχομαι κοντά, πλησιάζω, προσεγγίζω, μόνο σε προστ., ἕπεο προτέρω, έλα πιο κοντά, σε Όμηρ.
8. παρακολουθώ, ιδίως, λέγεται για το μυαλό, καταλαβαίνω, εννοώ, σε Πλάτ.
II. 1. λέγεται για τιμή, δόξα κ.λπ., τούτῳ κῦδος ἅμ' ἕψεται, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.
2. ακολουθώ από κοντά, έπομαι, διαδέχομαι, επακολουθώ, τῇ ἀχαριστίᾳ ἡ ἀναισχυντία ἕπ., σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἕπω: (impf. εἷπον и ἕπον) (чему-л. предаваться, чем-л.) заниматься, хлопотать: ἕ. τεύχεα Hom. готовить оружие (в остальных случаях - только с префиксами: ἀμφέπω, διέπω, ἐφέπω etc. всегда in tmesi). - см. ἕπομαι.

Frisk Etymological English

1.
Grammatical information: v.
Meaning: care for, occupy onself (Il., Ion. hell.); in the epic sometimes confused with ἕπομαι or semantiscally influenced by it (Chantraine Gramm. hom. 1, 309 n. 1, 388).
Other forms: ἕποντα Ζ 321; further only with prefix (adverb), ἀμφ(ι)-, δι-, ἐφ-, μεθ-, περι-έπω, mostly im present-stem, further future- and aorist-forms like ἐφ-έψω, ἐπ-έσπον, ἐπι-σπεῖν, μετα-σπών,
Derivatives: ὅπλον, δίοπος, prob. also ἐπητής, -τύς; s. v.
Origin: IE [Indo-European] [909] *sep- occupy with, care for
Etymology: Old thematic root-present, identical with Skt. sápati care, honour; athematic Iranian forms, Av. haf-šī, hap-tī (2. 3. sg.) hold (in the hand), support. - An old enlargement is Lat. sepeliō bury = Skt. saparyáti honour. - Pok. 909.

Middle Liddell


to be about, be busy with, τεύχε' ἕποντα busy with his armour, Il.: cf. ἀμφι-έπω, δι-έπω, ἐφ-έπω, μεθέπω, περι-έπω.
B. Mid. ἕπομαι to follow, whether after or in company with, Hom.; c. dat. pers., Hom.:—also ἕπεσθαι ἅμα τινί Il., etc.; μετά τινι or τινα Il., etc.
2. to follow, as attendants, Od.:— also to escort, attend, by way of honour, Lat. prosequi, Il.
3. in hostile sense, to pursue, τινι Il.
4. to keep pace with, ἕπεθ' ἵπποις Hom.: metaph. of a man's limbs, they do his bidding, Hom.
5. to follow the motions of another, τρυφάλεια ἕσπετο χειρί the helm went with his hand, i. e. came off in his hand, Il.
6. to follow, obey, submit to, τῶι νόμωι Hdt., attic
7. simply, to come near, approach, only in imperat., ἕπεο προτέρω come on nearer, Hom.
8. to follow up, esp. in mind, to understand, Plat.
II. of Things, as of honour, glory, etc., τούτωι κῦδος ἅμ' ἕψεται Il., etc.
2. to follow upon, τῆι ἀχαριστίαι ἡ ἀναισχυντία ἕπ. Xen.