δοξάζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 9 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (1ab)

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξάζω Medium diacritics: δοξάζω Low diacritics: δοξάζω Capitals: ΔΟΞΑΖΩ
Transliteration A: doxázō Transliteration B: doxazō Transliteration C: doksazo Beta Code: doca/zw

English (LSJ)

   A think, imagine, c. acc. et inf., A.Ag.673, E.Supp.1043, etc.; c. dupl. acc., πῶς ταῦτ' ἀληθῆ . . δοξάσω; how can I suppose this to be true? A.Ch.844; δ. βελτίους ἑαυτούς Pl.Phlb.48e; τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξασαν D.L.1.11; also abs., μετ' ἀσφαλείας δ. Th.1.120; δοξάζων μὲν οὔ not expecting it, S.Ph.545:—Pass., δ. εἶναι to be supposed to be, Pl.Ti.46d, al.; ὅση δοξάζεται (sc. εἶναι) Id.Phd. 108c; δ. κακοί Id.Lg.646e; δ. δίκαιος Id.R.588b; τὰ δοξαζόμενα Id.Plt.278b.    2 c. part., δοξάσει τις ἀκούων will suppose that he hears, A.Supp.60 (lyr.).    3 c. acc. cogn., δόξας δ. entertain opinions, Pl. Cri.46d; δ. ψευδῆ hold false opinions, Id.Tht.189c; ψευδῶς δοξαζόμενα Polystr.p.26W.    4 abs., form or hold an opinion, Pl.Tht.187a, al.; περί τινος Id.Grg.461b; κακῶς δ. Id.R.327c; παρὰ τὰ ὄντα Id.Phdr.262b; opp. γιγνώσκω, Id.R.476d; opp. ἐπίσταμαι, Arist.APo. 89a7; δ. ἄνευ ἐπιστήμης Pl.Tht.201c.    5 Pass., to be matter of opinion, ταῦτα δεδοξάσθαι Xenoph.35, cf. Epicur.Sent.22.    II magnify, extol, ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν δ. Th.3.45, cf. LXX Ex.15.2, al.; τὸν θεόν Ep.Rom.1.21, al.:—Pass., to be distinguished, held in honour, magnified, Dionys.Com.2.24; δεδοξασμένος ἐπ' ἀρετῇ Plb.6.53.10, cf. LXX Ex.15.1, al., Ev.Jo.7.39, al.; ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων OGI 168.56 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 657] meinen, vermuthen, dem γιγνώσκειν entgegengesetzt Plat. Rep. V, 476 d, u. dem εἰδέναι, Xen. Mem. 3, 9, 6; Aesch. Ag. 659 u. öfter; Soph. Phil. 541; häufig bei Eur. u. in Prosa; vgl. δοκεῖτέ μοι ὡρμῆσθαι – οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Plat. Rep. I, 327 c; περί τινος, Gorg. 481 b; δόξας δοξάζειν Crit. 46 d; βελτίους ἑαυτοας, οὐκ ὄντες, eine bessere Meinung von sich haben, Phil. 48 e; ἀλογί. στως ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν, hatte eine höhere M. von sich, Thuc. 3, 45. Auch »wofür halten« mit doppeltem accus., Plut. de superst. 6. – Im pass. = für etwas gehalten werden, gelten; ἄδικος Plat. Rep. II, 363 e, u. öfter; Xen. Cyr. 5, 5, 46; – ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένοι ἄνδρες, gerühmt, Pol. 6, 53, 10, u. a. Sp., wie App. B. C. 2, 97; auch ἔν τινι, D. Sic. 16, 82.

Greek (Liddell-Scott)

δοξάζω: μέλλ. -άσω, νομίζω, φαντάζομαι, ὑποθέτω, εἰκάζω ὅτι…, μετ’ αἰτ. καί ἀπαρ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 673, Εὐρ. Ἱκέτ. 1043, κτλ.· καὶ παραλειπομένης τῆς ἀπαρεμφ., πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ… δοξάσω; πῶς δύναμαι νὰ ὑποθέσω ὅτι ταῦτα εἶναι ἀληθῆ; Αἰσχύλ. Χο. 844· δ. βελτίους ἑαυτοὺς Πλάτ. Φιλήβ. 48Ε. -Παθ., δ. εἶναι, ὑποθέτουσι περὶ ἐμοῦ ὅτι εἶμαι, ὁ αὐτ. Τιμ. 46D, κ. ἀλλ.· ὅση δοξάζεται (ἐνν. εἶναι) ὁ αὐτ. Φαίδωνι 108C· δ. κακὸς ὁ αὐτ. Νόμ. 646Ε, πρβλ. Πολ. 588Β, κ. ἀλλ. 2) μετά μετοχ., δοξάσει τις ἀκούων, θὰ ὑποθέσῃ ὅτι ἀκούει, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 60. 3) μετὰ συστοίχ. αἰτ., δόξαν δ., ἔχω γνώμην, Πλάτ. Κρίτωνι 46D· δ. ψευδῆ, ἔχω ἐσφαλμένην γνώμην, ὁ αὐτ. Θεαιτ. 189C. 4) ἀπολ., ἔχω γνώμην, φρονῶ, Σοφ. Φ. 545, Θουκ. 1. 120, Πλάτ. Θεαιτ. 187Α, κ. ἀλλ.· περί τινος ὁ αὐτ. Γοργ. 461Β· κακῶς δ. ὁ αὐτ. Πολ. 327C· παρὰ τὰ ὄντα ὁ αὐτ. Φαίδρ. 262Β· ἀντίθ. γιγνώσκω, αὐτόθι 476D· ἀντίθ. ἐπίσταμαι, Ἀριστ. Ἀν. Ὑστ. 1. 33· δ. ἄνευ ἐπιστήμης Πλάτ. Θεαιτ. 201C· πρβλ. δοξαστικός. 5) Παθ., εἶμαι ἀντικείμενον δοξασίας, νομίζομαι, Ξενοφάν. Ἀποσπ. 15· τὰ δοξαζόμενα Πλάτ. Πολιτ. 278Β, κ. ἀλλ. ΙΙ. μεγαλύνω, ἐπὶ πλέον αὑτόν δ. Θουκ. 3. 45. -Παθ., τιμῶμαι, Διονύσ. Κωμ. Θεσμ. 1. 24· δεδοξασμένος ἐπ’ ἀρετῇ Πολύβ. 6. 53,10· δοξασθεὶς Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 507. 7.

French (Bailly abrégé)

f. δοξάσω;
1 avoir une opinion, croire, penser, juger : δ. δόξας PLAT avoir des opinions ; ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν δ. THC avoir de soi-même une trop haute opinion ; abs. peser les opinions, délibérer;
2 se figurer, s’imaginer, supposer : πῶς ταῦτ’ ἀληθῆ δοξάσω ; ESCHL comment pourrai-je savoir que cela est vrai ? ταῦτ’ ἔχειν δοξάζομεν ESCHL nous supposons que cela est ; δοξάσει ἀκούων ESCHL il s’imaginera qu’il entend.
Étymologie: δόξα.

Spanish (DGE)

I c. inf., ac. int., doble ac. o adv.
1 ref. al fut. esperar c. inf. de fut. οὐχ ... γάμους γαμεῖσθαι τούσδ' ἐδόξαζόν ποτε E.Tr.347, ἐξ ἐπιφανείας ἐδόξαζον κριθήσεσθαι τὴν μάχην Plb.3.68.12, c. el inf. sobreentendido δοξάζων μὲν οὔ S.Ph.545, ἀλκῇ δέ σ' οὐκ ἄν, ᾗ σὺ δοξάζεις ἴσως, σῴσαιμ' ἄν E.Or.711.
2 opinar, pensar, imaginar c. inf. pres., aor. o perf. δοξάσει τιν' ἀκούειν ὄπα τᾶς Τηρεΐας A.Supp.60, ἐκείνους ταὔτ' ἔχειν δοξάζομεν A.A.673, μὴ πάντ' ἀληθῆ δοξάσῃς εἰρηκέναι E.Hel.307, cf. Supp.1043, Med.944, Or.314, δοκεῖ δοξάζειν ... καὶ εὐδαίμονάς τινας εἶναι X.Hier.2.3, δοξάζειν εἶναι πλουσιώτερον Pl.Phlb.48e, cf. Ocell.13, δοξάζοντι ... εἰκόνα ὁρᾶν Paus.9.31.8, ὅταν ἐκεῖνα εἶναι αὑτὸν ... δοξάζῃ Porph.Sent.40, c. ac. int. εὐξύμβολον τόδ' ἐστὶ παντὶ δοξάσαι A.Ch.170, οὐ ταὐτὰ δοξάζειν ἀλλήλοις X.Mem.1.1.13, τῶν δοξῶν ἃς οἱ ἄνθρωποι δοξάζουσιν Pl.Cri.46d, ψευδῆ δοξάζων Pl.Tht.189c, περὶ θεῶν ἃ δεῖ δοξάζειν Arist.Fr.664, μὴ ταὐτὰ δοξάζοντες Arist.Metaph.1009a11, δι' ἄγνοιαν δοξάζων τι Aen.Tact.6.1, περὶ τῶν μεγίστων δοξῶν ἐναντία δοξαζούσας D.S.2.29.6, cf. Ph.1.230, 151, Plu.2.170d, Luc.DMort.10.1, Philostr.VA 6.3, c. adv. u or. adverb. δοξάζουσαι δὲ ἑτέρως X.Cyn.3.10, cf. Isoc.11.26, δοξάζειν περὶ τῶν μελλόντων ἐπιεικῶς Isoc.Ep.5.4, περὶ τῆς ῥητορικῆς δοξάζεις ὥσπερ νῦν λέγεις; Pl.Grg.461b, οὐ γὰρ κακῶς δοξάζεις Pl.R.327c, ὀρθῶς ἐδόξαζον Pl.Plt.278a, συγκεχυμένως πως δοξάζουσι περὶ αὐτῶν Aristox.Harm.15.22, ἄλλως δοξάζειν ... περὶ αὐτῶν I.AI 10.281
abs. concebir un proyecto μετ' ἀσφαλείας μὲν δοξάζομεν, μετὰ δέους δὲ ἐν τῷ ἔργῳ ἐλλείπομεν Th.1.120, τοῖς παρὰ τὰ ὄντα δοξάζουσι para quienes juzgan sin contar con la realidad Pl.Phdr.262b, δοξάσαι ἔστι Ar.Pax 119, καθάπερ ... δοξάζομεν D.S.3.48
en part. pas. objeto de pensamiento οὐκ ἔσται ἄνθρωπος τὸ δοξάζον ἀλλὰ τὸ δοξαζόμενον Arist.Metaph.1011b11, τὰ δοξαζόμενα la opinión Epicur.Sent.[5] 22, cf. 24
en v. med. impers. ὡς δοξάζεται E.IT 831, c. ac. int. τὸ ἐναντίον [ἐ] δοξάζετο Epicur.Nat.28.13.7.5.
3 fil. mantener una opinión, creer op. o dif. de ‘conocer’ ἢ σαφῶς ἐπιστάμενος ... ἢ δοξάζων Gorg.B 11a.3, ἐπιεικῶς δοξάζειν ἢ ... ἀκριβῶς ἐπίστασθαι Isoc.10.5, ὅν φαμεν δοξάζειν ἀλλ' οὐ γιγνώσκειν Pl.R.476d, cf. Tht.187a, 201c, implicando convicción οὐκ ἐνδέχεται γὰρ δοξάζοντα οἷς δοκεῖ μὴ πιστεύειν Arist.de An.428a21.
4 considerar c. doble ac., compl. dir. y pred. πῶς ταῦτ', ἀληθῆ ... δοξάσω; A.Ch.844, cf. Ocell.3, ἕκαστος ... ἐπὶ πλέον τι αὑτὸν ἐδόξασεν Th.3.45, τὰ εὔχρηστα τῶν ζῴων θεοὺς ἐδόξαζον D.L.1.11, ἡ διάνοια ... δοξάζουσα αὑτὴν αἰτίαν τῶν γινομένων Ph.1.94, en v. pas. ταῦτα δεδοξάσθω μὲν ἐοικότα Xenoph.B 35, (ἡ γῆ) οὔτε οἵα οὔτε ὅση δοξάζεται ὑπὸ τῶν περὶ γῆς εἰωθότων λέγειν Pl.Phd.108c, ἡγούμενοι δοξάζεσθαι κακοί Pl.Lg.646e, ὁ σοφὸς ὄντως ὢν καὶ μὴ μόνον δοξαζόμενος Pl.Epin.976c, cf. R.588b, ἀληθινώτατοι ... φίλοι δοξαζόμενοι Plb.10.35.6, c. inf. δοξάζεται δὲ ὑπὸ τῶν πλείστων οὐ συναίτια ... εἶναι Pl.Ti.46d, c. adv. τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶς Pl.Plt.278b, οὐ ψευδῶς ... δοξαζόμενα πάντα Polystr.Contempt.27.23.
II c. ac. de pers. o divinidades
1 respetar, honrar, venerar δόξασον τὴν ψυχήν σου LXX Si.10.28, cf. 29, τούτους Κελτοὶ ὡς προφήτας καὶ προγνωστικοὺς δοξάζουσιν ref. a los druidas, Hippol.Haer.1.25, δόξασόν με καὶ ἔρχου OFlorida 17.10, en v. pas. ζωοῖς δοξαζόμενος παρὰ πᾶσιν SEG 33.1107 (Paflagonia, imper.), πλούσιος δοξάζεται διὰ τὸν πλοῦτον αὐτοῦ LXX Si.10.30, τῶν ἐπ' ἀρετῇ δεδοξασμένων ἀνδρῶν Plb.6.53.10, οἷος γὰρ ὁ τρόπος ζῶντος ἐδοξάζετο Plb.31.22.2, ἱερὸν δεδοξασμένον ἐξ ἀρχαίων ISyène 244.56 (II a.C.), Ἶσις ... δόξασόν με, ὡς ἐδόξασα τὸ ὄνομα τοῦ υἱοῦ σου Ὦρος PMag.7.501.
2 jud.-crist. glorificar, alabar οὗτός μου Θεός, καὶ δοξάσω αὐτόν LXX Ex.15.2, δόξασόν σου τὸν υἱόν, ἵνα ὁ υἱὸς δοξάσῃ σέ Eu.Io.17.1, δοξάζειν Ἰησοῦν Χριστὸν τὸν δοξάσαντα ὑμᾶς Ign.Eph.2.2, de los ángeles, Clem.Al.Prot.12.119, ὑμνοῦντα καὶ δοξάζοντα τὸν τῶν ὅλων πατέρα Origenes Or.33.6, δοξάζω σε, τὸν πρωτότοκον λόγον en una plegaria maniquea PKell.G.91.1 (IV d.C.), τὸν κύριον Pamph.Mon.Soter.113, cf. POxy.1874.14 (VI d.C.), c. pred. οὐχ ὡς θεὸν ἐδόξασαν ἢ ηὐχαρίστησαν Ep.Rom.1.21, en v. pas. ἐνδόξως γὰρ δεδόξασται LXX Ex.15.1, Ἰησοῦς οὐδέπω ἐδοξάσθη Eu.Io.7.39, δεδόξασμαι ἐν αὐτοῖς quedé glorificado en ellos, Eu.Io.17.10, σὺ εἶ δοξασθεὶς καὶ δεδοξασμένος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων PMag.Brashear 2.17, ὁ Θεὸς δοξασθήσεται Gr.Naz.M.36.133C, cf. Herm.Mand.3.1, Origenes Fr.10 in Lc., esp. el nombre de Dios εἰς τὸ δοξασθῆναι τὸ ὄνομα τοῦ ἀληθινοῦ 1Ep.Clem.43.6, cf. POxy.924.13 (IV d.C.)
abs. δοξάζειν cantar el ‘gloria’ Io.Iei.Poenit.M.88.1889A.
3 iluminar mediante la gloria, en v. pas. δεδόξασται ἡ ὄψις τοῦ χρώματος τοῦ προσώπου αὐτοῦ dicho de Moisés, LXX Ex.34.29, cf. Gr.Nyss.M.46.1173D.

English (Strong)

from δόξα; to render (or esteem) glorious (in a wide application): (make) glorify(-ious), full of (have) glory, honour, magnify.

English (Thayer)

(imperfect ἐδόξαζον); future δοξάσω; 1st aorist ἐδόξασα; passive (present δοξάζομαι); perfect δεδόξασμαι; 1st aorist ἐδοξάσθην; (δόξα); Vulg. honorifico, glorifico, clarifico; the Sept. chiefly for כָּבַד, several times for פֵּאֵר (in δοξάζεσθαι stands for קָרַן, to shine);
1. to think, suppose, be of opinion, (Aeschylus, Sophocles, Xenophon, Plato, Thucydides, and following; nowhere in this sense in the sacred writings).
2. from Polybius (6,53, 10 δεδοξασμένοι ἐπ' ἀρετή) on to praise, extol, magnify, celebrate: τινα, passive, ἑαυτόν, to glorify oneself, τόν λόγον τοῦ κυρίου, τό ὄνομα τοῦ κυρίου, τόν Θεόν, κύριον); Winer's Grammar, § 44,3b.; 332 (311)); with the addition of ἐπί τίνι, for something, ἐν ἐμοί, on account of me (properly, finding in me matter for giving praise (cf. Winer's Grammar, 387f (362 f))), ἐν τῷ ὀνόματι τούτῳ, L T Tr WH.
3. to honor, do honor to, hold in honor: τήν διακονίαν μου, by the most devoted administration of it endeavoring to convert as many Gentiles as possible to Christ, Θεόν, to worship, ἐν τῷ σώματι, by keeping the body pure and sound, τῷ θανάτῳ, to undergo death for the honor of God, to make glorious, adorn with lustre, clothe with splendor;
a. to impart glory to something, render it excellent: perfect passive δεδόξασμαι, to excel, be preeminent; δεδοξασμένος, excelling, eminent, glorious, δεδοξασμένῃ χαρά, surpassing i. e. heavenly, joy (A. V. full of glory), to make renowned, render illustrious, i. e. to cause the dignity and worth of some person or thing to become manifest and acknowledged: τόν λόγον τοῦ Θεοῦ, τό ὄνομα τοῦ Θεοῦ, to exalt to a glorious rank or condition (ὑψοῦν, οὐχ ἑαυτόν ἐδόξασε did not assume to himself the dignity (equivalent to οὐχ ἑαυτῷ τήν τιμήν ἔλαβε, γενηθῆναι ἀρχιερέα being added epexegetically (Winer's Grammar, § 44,1), δόξα, III:4a.); of God bringing Christians to a heavenly dignity and condition (see δόξα, III:4b.): ἐνδοξάζω, συνδοξάζω.)

Greek Monolingual

(AM δοξάζω) δόξα
1. νομίζω, φρονώ
2. εγκωμιάζω, επαινώ, δοξολογώ
3. τιμώ ως θεό, λατρεύω, προσκυνώ («αυτός μου θεός και δοξάσω αυτόν», ΠΔ)
μσν.- νεοελλ.
κάνω κάποιον ή κάτι ν' αποκτήσει δόξα, τιμή, φήμη («τ' όνομά μου δόξασέ το»)
μσν.
1. τιμώ, γιορτάζω
2. μέσ. προσκυνώ, τιμώ
αρχ.
1. (με σύστ. αντ.) έχω γνώμη, δέχομαι δοξασία
2. (με εμπρόθ. προσδιορισμό) νομίζω, φρονώ, γνωματεύω («οὕτω καὶ σὺ περὶ τῆς ρητορικῆς δοξάζεις», Γοργ.)
3. (με μτχ.) υποθέτω, θαρρώ («δοξάσει τις ἀκούων ὄπα», Αισχ.)
4. διαμορφώνω, διαπλάσσω σχέδιο
5. έχω δική μου γνώμη, θεωρία
6. έχω πίστη που δεν προέρχεται από γνώση (σ' αντίθεση με το γιγνώσκω και το επίσταμαι)
7. τα δοξαζόμενα
πίστεις που στηρίζονται σε εικασίες.

Greek Monotonic

δοξάζω: μέλ. -άσω,
I. 1. σκέφτομαι, νομίζω, θεωρώ, πιστεύω, υποθέτω, εικάζω, με αιτ. και απαρ., σε Αισχύλ. κ.λπ.· με απαρ. που παραλείπεται, πῶς ταῦτ' ἀληθῆ δοξάσω; πώς μπορώ να υποθέσω ότι αυτά είναι αληθή; στον ίδ. — Παθ., δοξάζεται (ενν. εἶναι), υποθέτουν ότι είμαι, σε Πλάτ.
2. με σύστ. αιτ., δόξαν δοξάζειν, αποδέχομαι, υιοθετώ μια γνώμη, στον ίδ.
3. απόλ., έχω τη γνώμη, πιστεύω, φρονώ, σε Σοφ., Θουκ.
II. εγκωμιάζω, εκθειάζω, επαινώ, εξυμνώ, τιμώ, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

δοξάζω:
1) полагать, считать, думать (περί τινος Plat.): τὰ δοξαζόμενα ἀληθῶς Plat. правильные мнения; δ. τε καὶ οἴεσθαι γιγνώσκειν Xen. полагать и считать (это) знанием; πῶς ταῦτ᾽ ἀληθῆ δοξάσω; Aesch. как мне убедиться в истинности этого?: ἐπὶ πλέον τι αὐτὸν δ. Thuc. быть слишком высокого мнения о себе; δοξαζόμενος ἄδικος Plut. слывущий несправедливым; τῇδε νιν δοξάζομεν (pl. = sing.) μάλιστ᾽ ἂν εἶναι Eur. я убежден, что она здесь;
2) славить, прославлять: δεδοξασμένος ἐπί τινι Polyb. и ἔν τινι Diod. славящийся (прославленный, славный) чем-л.

Middle Liddell

δοξάζω, fut. -άσω [from δόξα
I. to think, imagine, suppose, fancy, conjecture, c. acc. et inf., Aesch., etc.; inf. omitted, πῶς ταῦτ' ἀληθῆ δοξάσω; how can I suppose this to be true? Aesch.:—Pass., δοξάζεται (sc. εἶναἰ is supposed to be, Plat.
2. c. acc. cogn., δόξαν δοξάζειν to entertain an opinion, Plat.
3. absol. to hold an opinion, Soph., Thuc.
II. to magnify, extol, Thuc.