κτάομαι

From LSJ
Revision as of 11:50, 26 February 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - " . ." to "…")
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κτάομαι Medium diacritics: κτάομαι Low diacritics: κτάομαι Capitals: ΚΤΑΟΜΑΙ
Transliteration A: ktáomai Transliteration B: ktaomai Transliteration C: ktaomai Beta Code: kta/omai

English (LSJ)

Ion. κτέομαι, only as v.l. in Hdt.8.112: fut.

   A κτήσομαι Archil.6.4, Thgn.200, A.Eu.289, Th.6.30, Pl.R.417a, etc. (in pass. sense, Plot.2.9.15, s.v.l.); κεκτήσομαι A.Th.1022, E.Ba.514, Pl.Grg. 467a (ἐκτήσομαι in La.192e, and prob. in Emp.110.4): aor. ἐκτησάμην, Ep.κτ-, Od.14.4, Pi.Pae.2.59, etc.: pf. κέκτημαι Hes.Op.437, etc., ἔκτημαι Il.9.402, A.Pr.795, Hdt.2.44, and sts. in Pl. (κεκτῄμεθα and ἐκτῆσθαι in following lines, R.505b, ἐκτῆσθαι τοῦ κεκτῆσθαι ἕνεκα Tht. 198d); Ion. 3pl. ἐκτέαται Hdt.4.23; subj. κέκτωμαι Isoc.3.49, Pl. Lg.936b; opt. κεκτῄμην, ῇτο, ib.731c, 742e, κεκτῴμην E.Heracl.282 codd.: plpf. ἐκεκτήμην And.1.74, 4.41, Lys.2.17, etc.; poet. κεκτήμην E.IA404; Ion. 3pl. ἔκτηντο Hdt.2.108; Att. 1pl. ἐκτήμεθα f.l. in And.3.37: for fut. and aor. Pass., v. infr.111.    I pres., impf., fut., and aor.,    1 procure for oneself, get, acquire, κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il.9.400, etc.; [οἰκῆας] Od.l.c.; γῆν A.Eu. l.c., cf. Pers.770; of horses, win (as a prize), Pi.N.9.52; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.8.106; win favour, and the like, χάριν ἀπό τινος, ἔκ τινος, S.Tr.471, Ph.1370; παρά τινος X. Smp.4.43; τὴν εὔνοιαν τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων Isoc.5.68; κ. φίλους, ἑταίρους, S.Aj.1360, E.Or.804 (troch.); κτήσασθαι παῖδας ἐξ ὁμοσπόρου Id.IT696, cf. S.OT1499, Hdt.8.105; παῖδας ἐς δόμους κτήσασθαι E.Fr.491, cf. Supp.225; πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι D.1.23.    b of consequences, bring upon oneself, αὑτῷ θάνατον S.Aj.968; incur, θεᾶς ὀργήν ib.777; κακά Id.El.1004; ξυμφοράς E.Or.543; ἔχθραν πρός τινα Th.1.42; δυσσέβειαν κ. get a name for impiety, S.Ant.924; κακὸν λόγον πρὸς ἀστῶν E.Heracl.166, cf. IT676; ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κ. Th.1.123.    c κ. τινὰς πολεμίους make them so, X.An.5.5.17; οὔ ποτ' εὔνουν τὴν ἐμὴν κτήσῃ φρένα S.Ph. 1281.    2 procure or get for another, ἐμοὶ δ' ἐκτήσατο κεῖνος Od.20. 265; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω A.Pers.755 (troch.), cf. X. Oec.15.1.    II in pf. and plpf. with fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i.e. possess, hold (opp. χρῆσθαι, Pl.Euthd.28od), οὐδ' ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Il.9.402, cf. X. Cyr.8.3.46, Pl.Phdr.260b; ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Hdt.1.155, cf. S.Ph.778; στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι Hdt.7.161; κοινὸν ὄμμ' ἐκτημέναι A.Pr.795; φωνὴν βάρβαρον κεκτ. Id.Ag.1051; κεκτ. τινὰ σύμμαχον E.Ba.1343; κ. κάλλος X.Smp.1.8; ἀρετήν Pl.Prt.340e; τέχνην Lys.24.6; ποίησιν to be master of it, Pl.Lg.829c: dub. in aor., ἀγορὰς κτησάμενοι having market-places, Hdt.1.153 (leg. στησάμενοι): with impers. subject, πραγμάτων ἀγῶνας κεκτημένων involving effort, Epicur.Sent.21:—the diff.between pres.and pf. appears from X.Mem.1.6.3, ἃ [χρήματα] καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους… ποιεῖ ζῆν: later, pres. in pf. sense, Ev.Luc.18.12.    b of evils, ἄγος κεκτήσεται θεῶν A.Th.1022; κακά E.Hel.272; φθόνον Pl.Lg.870c.    c have in store, opp. ἔχω, have in hand, ready for use, ἔχων τε καὶ κεκτημένος… κακά S.Ant.1278; ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Pl.R. 382b. cf. Tht.197b, 198d, Cra.393b; κ. ἱμάτιον own, opp. ἔχειν (wear), Id.Tht.197b.    d abs., to be a property-owner, τῶν ἐκτημένων ἐν τῇ χώρᾳ SIG633.73 (Milet., ii B.C.), cf. 888.15 (iii A.D.).    2 ὁ κεκτημένος owner, master (esp. of slaves), as Subst., Ar.Pl.4, etc.; οἱ κ. A.Supp.337; of a husband, E.IA715; ἡ κεκτημένη my mistress, S. Fr.762, Ar.Ec.1126, Men.Pk.61, al., cf. Phryn.Com.48.    III aor. 1 Pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten, ἃ ἐκτήθη Th.1.123, 2.36; to be obtained as property, δουλόσυνος πρὸς οἶκον κτηθεῖσα E.Hec.449 (lyr.), cf. D.H.10.27, etc.: fut. κτηθήσομαι LXX Je.39 (32).43. (Act. κτάω very late, PLond.1.77 (vi A.D.).)

German (Pape)

[Seite 1517] ion. κτέομαι, Her. 8, 112, wie conj. κτέωμαι, 3, 98; perf. κέκτημαι, auch ἐκτῆσθαι, Il. 9, 402, u. gew. bei Her., ἐκτέαται, 4, 23. 174; auch Aesch. ἐκτημέναι, Prom. 797, u. als v. l. Plat. Prot. 340 e, u. sonst an einzelnen Stellen; dazu conj. κεκτῆται, Xen. Conv. 1, 8, Plat. Legg. XI, 736.b, κεκτῆσθε, Isocr. 3, 49; opt. κεκτῴμην, Eur. Heracl. 283, oder κεκτῇτο, Plat. Legg. V, 742 e; – sich erwerben, sich verschaffen, in seinen Besitz bringen; κτήμασι τέρπεσθαι, τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς Il. 9, 400, vgl. Od. 14, 14; selten = einem Andern Etwas erwerben, τινί τι, 20, 265; φιάλας ἵπποι κτησάμεναι Pind. N. 9, 52; μέγαν τέκνοις πλοῦτον ἐκτήσω σὺν αἰχμῇ Aesch. Pers. 741; κτήσεται δ' ἄνευ δορὸς αὐτόν τε καὶ γῆν Eum. 289; παῖδας ἔκ τινος Eur. I. T. 696; vgl. Soph. O. R. 1499; auch κακά, El. 992, wie Eur. Med. 1047; ξυμφοράς Or. 542; θεᾶς ὀργήν, sich den Zorn zuziehen, Soph. Ai. 764; τὴν δυσσέβειαν εὐσεβοῦσ' ἐκτησάμην, ich zog mir den Vorwurf der Gottlosigkeit zu, Ant. 915, womit Eur. Med. 218 zu vgl., ἐκτέετο χρήματα Her. 8, 112; ἀπολαύουσι τάχιστα διὰ.τὸ ἀεὶ κτᾶσθαι, weil sie immer auf Erwerb bedacht sind, Thuc. 1, 70; εὔνοιαν, ἔχθραν, 1, 42, ἑταίρους, Plat. Gorg. 461 c, wie τινὰ πολέμιον, sich Jemanden zum Feinde machen, Xen. An. 5, 5, 17; Folgende überall; τὶ πρός τινος, Eur. Heracl. 167, ἔκ τινος, Xen. Cyr. 8, 2, 22; παρά τινος, Hier. 1, 13; Dem. 18, 94; auch κτήσει τὴν παρὰ τῶν Ἑλλήνων εὔνοιαν, Isocr. 5, 68. – Perf. κέκτημαι, sich erworben haben, dah. besitzen, haben, φωνὴν βάρβαρον κεκτημένη Aesch. Ag. 1021; dazu fut. κεκτήσεται, er wird besitzen, haben, Prom. 1008; ἔχων τε καὶ κεκτημένος vrbdt Soph. Ant. 1265, wie Plat. Rep. II, 382 b; unterschieden aber Theaet. 199 a; οὔ τι γὰρ κεκτήμεθα ἡμέτερον αὐτὸ τὸ σῶμα, πλὴν ἐνοικῆσαι βίον Eur. Suppl. 534, λαβὼν ταῦτα, κέκτησο καὶ χρῶ, ὥςπερ βούλει Xen. Cyr. 8, 3, 46; Plat. u. A. ὁ κεκτημένος, der Herr. – Aor. pass. in passiver Bdtg, ἃ ἐκτήθη Thuc. 1, 123, Eur. Hec. 449 u. Sp., wie D. Hal. 10, 27; so auch κεκτημένος in passiver Bdtg, Thuc. 7, 70, wie Plat. Legg. XII, 965; sehr späte Schriftsteller brauchen so das praes., vgl. Schäfer Schol. Par. Ap. Rh. 1, 895. – Adj. verb.; κτητέον χρυσὸν καὶ ἐλέφαντα Plat. Rep. II, 373 a; κτητός s. unten.

Greek (Liddell-Scott)

κτάομαι: Ἰων. κτέομαι Ἡρόδ. 8. 112., 3, 98: ― μέλλ. κτήσομαι Τραγ., Ἀττ. πεζογρ.· ὡσαύτως κεκτήσομαι Αἰσχύλ. Θήβ. 1017, Εὐρ. Βάκχ. 514, Πλάτ. Γοργ. 467Α· (ἐκτήσομαι ἐν Λάχ. 192Ε)· ― ἀόρ. ἐκτησάμην, Ἐπικ. κτ-, Ὅμ., Ἀττ.· ― πρκμ. κέκτημαι Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 435, Ἀττ.· ὡσαύτως ἔκτημαι Ἰλ. Ι. 402, Ἡρόδ., Αἰσχύλ. Πρ. 795, Ἀνδοκ. 28. 12, καὶ ἐνίοτε παρὰ Πλάτ. (κεκτήμεθα καὶ ἐκτῆσθαι, κεῖνται οὐ μακρὰν ἀλλήλων ἐν Πολ. 505Β)· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέαται Ἡρόδ. 2. 44., 4. 23· ὑποτακτ. κέκτωμαι Ἰσοκρ. 37Α, Πλάτ., κτλ.· εὐκτ. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο, Πλάτ. Νόμ. 731C, 742Ε, ἢ κεκτῴμην Εὐρ. Ἡρακλ. 282· ὑπερσ. ἐκεκτήμην Ἀνδοκ. 10. 19., 34. 29, Λυσ., κτλ., ποιητ. κεκτήμην Εὐρ. Ι. Α. 404· Ἰων. γ΄ πληθ. ἐκτέατο Ἡρόδ. 2. 108· ― περὶ τοῦ μέλλ. καὶ παθ. ἀορ. ἴδε κατωτ. ΙΙΙ. Ἀποθ. (ὅθεν κτέανον, κτεατίζω, κτλ.· πρβλ. κτίζω). Ι) ἐν τῷ ἐνεστ., παρατ., μέλλ. καὶ ἀορ., Ι) ἀποκτῶ δι᾿ ἐμαυτόν, λαμβάνω εἰς τὴν κατοχὴν μου, πορίζομαι, κερδίζω, προμηθεύομαι, κτήμασι τέρπεσθαι τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεὺς Ἰλ. Ι. 400, κτλ.· οἰκῆας Ὀδ. Ξ. 4· γῆν Αἰσχύλ. Εὐμ. 289, πρβλ. Πέρσ. 770· ἐπὶ ἵππων, κερδίζω (ὡς βραβεῖον), Πινδ. Ν. 9. 124· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, πορίζομαι τὰ πρὸς τὸ ζῆν ἔκ τινος πράγματος, Ἡρόδ. 8. 106· ἀποκτῶ, κερδίζω τὴν εὔνοιάν τινος, κ. τ. τ., χάριν ἀπό τινος Σοφ. Τρ. 471· ἔκ τινος Φιλ. 1370· παρά τινος Ξεν. Συμπ. 4, 43· τὴν εὔνοιαν τὴν παρά τινος Ἰσοκρ. 95Ε, πρβλ. Σοφ. Φ. 1281· κ. φίλους, ἑταίρους ὁ αὐτ. Αἴ. 1360, Εὐρ. Ορ. 804· κτήσασθαι παῖδας ἐκ γυναικὸς Εὐρ. Ι. Τ. 696, πρβλ. Σοφ. Ο. Τ. 1499· παῖδας ἐς δόμους κτᾶσθαι Εὐρ. Ἀποσπ. 494, πρβλ. Ἱκέτ. 225· πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Δημ. 16. 4. β) ἐπὶ κακῶν καὶ δυστυχημάτων, ἐπισύρω κατ᾿ ἐμαυτοῦ, αὑτῷ θάνατον Σοφ. Αἴ. 968· ὑποπίπτω εἴς τι, ὀργὴν θεᾶς αὐτόθι 777· κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Ἠλ. 1004· ξυμφορὰς Εὐρ. Ὀρ. 543 ἔχθραν πρός τινα Θουκ. 1. 42· δυσσέβειαν κτ., ἀποκτῶ φήμην ἀσεβείας, Σοφ. Ἀντ. 924 (πρβλ. ῥαθυμία)· κακὸν λόγον πρός τινος Εὐρ. Ἡρακλ. 167. γ) κ. τινὰ πολέμιον, κάμνω τινὰ ἐχθρόν, Ξεν. Ἀν. 5. 5, 17. 2) πορίζω, ἀποκτῶ δι᾿ ἕτερον, ἐμοὶ δ᾿ ἐκτήσατο κεῖνος Ὀδ. Υ. 265· μέγαν τέκνου πλοῦτον ἐκτήσω Αἰσχύλ. Πέρσ. 755, πρβλ. Ξεν. Οἰκ. 15, 1. ΙΙ. ἐν τῷ πρκμ. καὶ ὑπερσ. μετὰ μέλλ. κεκτήσομαι, ἔχω ἀποκτήσῃ, δηλ. ἔχω, κατέχω, ἔχω ὑπὸ τὴν κατοχήν μου (ἀντίθετ. τῷ χρῆσθαι, Πλάτ. Εὐθύδ. 280D), οὐδ᾿ ὅσα φασὶν Ἴλιον ἐκτῆσθαι Ἰλ. Ι. 402· ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Ἡρόδ. 1. 155· στρατὸν πλεῖστον ἐκτημένοι ὁ αὐτ. 7. 161· κοινὸν ὄμμ᾿ ἐκτημέναι Αἰσχύλ. Πρ. 795· φωνὴν βάρβαρον κεκτ. ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1051· κεκτ. τινὰ σύμμαχον Εὐρ. Βάκχ. 1343· κ. κάλλος, ἀρετήν, τέχνην, κτλ., Ξεν. Πλάτ., κτλ.· ἐνίοτε καὶ κατ᾿ ἀόρ., ἀγορὰς κτησάμενοι ὠνῇ τε καὶ πρήσει χρέωνται Ἡρόδ. 1. 153, πρβλ. 8. 105, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 274· ― ἡ διαφορὰ μεταξὺ ἐνεστ. καὶ πρκμ. φαίνεται σαφῶς ἐν Ξεν. Ἀπομν. 1. 6, 3, ἃ χρήματα καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους... ποιεῖ ζῆν. β) ἐπὶ κακῶν, κεκτ. ἄγος Αἰσχύλ. Θήβ. 1017· κακὰ Εὐρ. Ἑλ. 272· φθόνον Πλάτ. Νόμ. 870C· διακρινόμενον ἀπὸ τοῦ ἔχω, ἔχων τε καὶ κεκτημένος... κακά, δηλ. τὰ μὲν πρὸ χειρῶν τὰ δὲ ἐν δόμοις, Σοφ. Ἀντ. 1278· ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος Πλάτ. Πολ. 382Β, πρβλ. ἐπὶ πᾶσι Θεαίτ. 199Α. 2) ὁ κεκτημένος, κάτοχος, κύριος (κυρίως δούλων), ἐν χρήσει ὡς οὐσιαστ., ὁ ἐμοῦ κ. Σοφ. Φιλ. 778, Ἀριστοφ. Πλ. 4, κτλ.· οἱ κεκτ. Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 336 ἐπὶ τοῦ συζύγου γυναικός, Εὐρ. Ι. Α. 715· ἡ κεκτημένη, ἡ κυρία μου, Σοφ. Ἀποσπ. 700, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1126, ἴδε Meineke εἰς Φρύνιχ. Κωμ. ἐν «Σατύροις» 6. ΙΙΙ. ἀόρ. α΄ παθ. ἐκτήθην, ἐπὶ παθητ. σημασίας, ἃ ἐκτήθη Θουκ. 1. 123., 2. 36· δουλόσυνος κτηθεῖσα Εὐρ. Ἑκ. 449· οὕτω Διον. Ἁλ. 10. 27, κτλ.· οὕτω μέλλ. κτηθήσομαι Ἑβδ. (Ἱερ. ΛΘ΄, σπανιώτερον τὸ τοιοῦτον ἐν τῷ πρκμ. κέκτημαι, Πλάτ. Νόμ. 905Α· ― οὕτω δὲ καὶ ὁ ἐνεστὼς ἐν χρήσει παρὰ μεταγεν., Schäf Σχολ. Παρ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 695.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
f. κτήσομαι, ao. ἐκτησάμην, pf. κέκτημαι > sbj. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην, ῇο, ῇτο ; ao. de forme et de sign. Pass. ἐκτήθην;
A. au sens Act.
I. acquérir, càd :
1 gagner pour soi, se procurer, acc. : κτήσασθαι βίον ἀπό τινος HDT gagner sa vie au moyen de qqe métier ; χάριν ἀπό τινος SOPH ou ἔκ τινος, παρά τινος, gagner la faveur de qqn ; παῖδας ἐκ γυναικός EUR avoir des enfants d’une femme ; p. opp. à conserver πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι DÉM souvent il semble que garder son bien soit plus difficile que de l’acquérir ; en mauv. part κακά SOPH s’attirer des maux ; αὑτῷ θάνατον SOPH obtenir la mort (qu’il désirait) ; ὀργὰν θεᾶς SOPH gagner le ressentiment d’une déesse ; τινα πολέμιον XÉN se faire un ennemi de qqn;
2 acquérir pour autrui : τί τινι qch pour qqn;
II. au pf. avoir acquis, posséder, acc. ; p. opp. au prés. ἃ (χρήματα) καὶ κτωμένους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους ποιεῖ ζῆν XÉN ces richesses procurent à ceux qui les acquièrent de la joie, à ceux qui les possèdent le moyen de vivre ; ὁ κεκτημένος le maître (litt. celui qui possède) avec le gén. ; qqf en parl. de l’époux le maître de la femme;
B. Pass. (seul. ao. ἐκτήθην, pf. κέκτημαι, et postér. prés.) être acquis :
1 être obtenu comme propriété;
2 être possédé.
Étymologie: R. Κτα, acquérir.

English (Autenrieth)

aor. 2 sing. ἐκτήσω, perf. inf. ἐκτῆσθαι: acquire, perf. possess, Il. 9.402; of acquiring for another than oneself, Od. 20.265.

English (Slater)

κτάομαι
   1 acquire, win φιάλαις, ἅς ποθ' ἵπποι κτησάμεναι Χρομίῳ πέμψαν (N. 9.52) [σὺν θεῶν δέ νιν αἴσᾳ Ὕλλου τε καὶ Αἰγιμιοῦ Δωριεὺς ἐλθὼν στρατὸς ἐκτήσατο (cod.: ἐκτίσσατο Hermann) (I. 9.4) ] τοὶ σὺν πολέμῳ κτησάμ[ενοι] χθόνα πολύδωρον ὄλβον ἐγκατέθηκαν (Pae. 2.59)

English (Strong)

a primary verb; to get, i.e. acquire (by any means; own): obtain, possess, provide, purchase.

English (Thayer)

κτῶμαι; future κτήσομαι (L Tr WH); 1st aorist ἐκτησάμην; (from Homer down); the Sept. for קָנָה; to acquire, get or prucure a thing for oneself (cf. Winer's Grammar, 260 (244)); (perfect κέκτημαι, to possess (cf. Winer's Grammar, 274 (257) note); not found in the N. T.): τί, ὅσα κτῶμαι, all my income, Winer's Grammar, 206 (194)), πολλοῦ, ἐκ and the genitive of price (see ἐκ, II:4), τό ἑαυτοῦ σκεῦος ἐν ἁγιασμῷ καί τιμή, to procure for himself his own vessel (i. e. for the satisfaction of the sexual passion; see σκεῦος, 1) in sanctification and honor, i. e. to marry a wife (opposed to the use of a harlot; the words ἐν ἁγιασμῷ καί τιμή are added to express completely the idea of marrying in contrast with the baseness of procuring a harlot as his 'vessel'; cf. κτᾶσθαι γυναῖκα, of marrying a wife, Xenophon, symp. 2,10), τάς ψυχάς ὑμῶν, the true life of your souls, your true lives, i. e. eternal life (cf. the opposite ζημιουσθαι τήν ψυχήν αὐτοῦ under ζημιόω), Winer's Grammar, p. 274 (257).

Greek Monotonic

κτάομαι: Ιων. κτέομαι· μέλ. κτήσομαι και κεκτήσομαι, αόρ. αʹ ἐκτησάμην, Επικ. κτησάμην· παρακ. κέκτημαι και ἔκτημαι, Ιων. γʹ πληθ. ἐκτέαται, ευκτ. κεκτῄμην ή κεκτῴμην· υπερσ. ἐκεκτήμην και κεκτήμην, Ιων. γʹ πληθ. ἔκτεατο· αποθ.,
I. στον ενεστ., παρατ., μέλ. και αόρ. αʹ. 1. α) προμηθεύομαι για τον εαυτό μου, αποκτώ, κερδίζω, κατέχω, σε Όμηρ.· κτήσασθαι βίον ἀπό τινος, κερδίζω το μεροκάματό μου από κάτι, σε Ηρόδ.· κ.χάριν, κερδίζω την εύνοια, σε Σοφ.· κ. φίλους, ἑταίρους, στον ίδ. β) λέγεται για δεινά, δυστυχίες, επιφέρω, επισύρω, υφίσταμαι, προκαλώ, στον ίδ., Ευρ. κ.λπ.· κ. τινα πολέμιον, τον καθιστώ τέτοιο, σε Ξεν.
2. προμηθεύομαι ή αποκτώ για κάποιον άλλο, ἐμοὶ ἐκτήσατο κεῖνος, σε Ομήρ. Οδ.
II. στον παρακ. και υπερσ. με μέλ. κεκτήσομαι, έχω αποκτήσει, δηλ. κατέχω, έχω, διαθέτω, κρατώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ. κ.λπ.· κεκτ. τινα σύμμαχον, σε Ευρ.· λέγεται για δεινά, κεκτ. κακά, σε Σοφ., Ευρ.· ὁ κεκτημένος, ιδιοκτήτης, κάτοχος, κύριος, ως ουσ., ὁ ἐμοῦ κ., σε Ευρ.· λέγεται για τον αφέντη και κύριο γυναίκας, σε Ευρ.
III. Παθ. αόρ. αʹ ἐκτήθην, με Παθ. σημασία, αποκτώμαι, στον ίδ., σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

κτάομαι: ион. κτέομαι (ион. pf. ἔκτημαι, ppf. ἐκεκτήμην и κεκτήμην - ион. ἐκτήμην, fut. 3 κεκτήσομαι и ἐκτήσομαι, inf. pf. ἐκτῆσθαι, conjct. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην; pass. aor. ἐκτήθην; adj. verb. κτητός)
1) приобретать, наживать (κτήματα, οἰκῆας Hom.; φίλους Soph.; ἑταίρους Eur.; εἰρήνην Plut.; τι διὰ χρημάτων NT): πολλάκις δοκεῖ τὸ φυλάξαι τἀγαθὰ τοῦ κτήσασθαι χαλεπώτερον εἶναι Dem. часто кажется, что уберечь добро труднее, чем нажить; κ. βίον ἀπό τινος Her. извлекать средства к жизни из чего-л.; χάριν κτήσασθαι ἀπό и ἔκ τινος Soph. или παρά τινος Xen. заслужить чью-л. благодарность; κτήσασθαί τινα πολέμιον Xen. нажить себе врага в ком-л.; κτήσασθαι κακὸν λόγον πρός τινος Eur. заслужить осуждение у кого-л.;
2) приживать, порождать (παῖδας ἐκ γυναικός Eur.);
3) (в pf., ppf., fut. 3) иметь, владеть, обладать: τὸ κεκτῆσθαι τἀγαθὰ καὶ τὸ χρῆσθαι αὐτοῖς Plat. обладание благами и пользование ими; ἀπειπεῖν ὅπλα μὴ ἐκτῆσθαι Her. запретить (кому-л.) иметь оружие; φωνὴν βάρβαρον κεκτημένος Aesch. говорящий на чужом языке; τινὰ σύιιμαχον κεκτημένος Eur. имеющий кого-л. в качестве союзника; (τὰ χρήματα) καὶ κτωμένους εὐφραίνει, καὶ κεκτημένους ποιεῖ ζῆν Xen. богатство радует приобретающих (его) и дает возможность жить обладающим (им); ἕτερον μέν τι τὸ κεκτῆσθαι τὴν ἐπιστήμην, ἕτερον δὲ τὸ ἔχειν Plat. одно дело обладать знанием, другое - иметь его (обладать - в знач. приобрести - можно и ложным знанием, а иметь, по мнению Платона, можно лишь истинное); ὁ κεκτημένος Trag. владелец, хозяин, тж. повелитель, господин; ἡ κεκτημένη Arph. госпожа; οἱ κτώμενοι Arst. состоятельные люди, имущие; κτηθεῖσα Eur. служанка, рабыня;
4) навлекать на себя (κακά, ὀργάν τινος Soph.; συμφοράς Eur.): κτήσασθαι αὑτῷ θάνατον Soph. найти (долгожданную) смерть; κτήσασθαι ἔχθραν πρός τινα Thuc. навлечь на себя чью-л. вражду; κτήσασθαι δυσσέβειαν Soph. навлечь на себя упрек в нечестивости; ὁ κεκτημένος τὸν φθόνον Plat. завистник.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κτάομαι imperf. ἐκτώμην, Ion. imperf. 3 sing. ἐκτέατο; aor. ἐκτησάμην, Dor. aor. 2 sing. ἐκτάσω, aor. pass. ἐκτήθην; perf. κέκτημαι en ἔκτημαι, Ion. perf. 3 plur. ἐκτέαται, conj. κέκτωμαι, opt. κεκτῄμην en κεκτῴμην, plqperf. (ἐ)κεκτήμην en ἐκτήμην, poët. plqperf. κεκτήμην, 3 plur. ἔκτηντο; fut. perf. κεκτήσομαι en ἐκτήσομαι, fut. perf. 2 sing. ἐκτήσεαι, fut. κτήσομαι (later ook pass. ). fut. pass. κτηθήσομαι praes. en imperf. (trachten te) verwerven; aor. in bezit krijgen, verwerven; met zaak als obj.:; τὰ γέρων ἐκτήσατο Πηλεύς die de oude Peleus heeft verworven Il. 9.400; met pers. als obj.:; ἐξεπίτηδες κτώμεθα ἑταίρους καὶ ὑεῖς welbewust proberen wij (mensen) vrienden en zonen te krijgen Plat. Grg. 461c; met abstr. als obj.:; ἀπ ’ ἔργων ἀνοσιωτάτων τὸν βίον κτησάμενε jij die aan de kost komt door volstrekt abject handelen Hdt. 8.106.3; met ἀπό + gen. of ἐκ + gen. van iem.:; κτήσασθαι χάριν ἀπό τινος zich de gunst van iem. verwerven Soph. Tr. 471; παῖδας ἐξ ἐμῆς... κτησάμενος na kinderen van mij gekregen te hebben Eur. IT 696; met dubbele acc.:; Χαλδαίους... πολεμίους ἐκτησάμεθα wij hebben de Chaldaeërs tot onze vijand gemaakt Xen. An. 5.5.17; ongunstig zich op de hals halen:. ἐκτήσατ ’ αὑτῷ θάνατον hij haalde zich de dood op de hals Soph. Ai. 968.; ξυμφοράς ongeluk Eur. Or. 543. perf., plqperf. en fut. perf. κεκτήσομαι bezitten:; χρήματα, ἃ καὶ κτώμενους εὐφραίνει καὶ κεκτημένους ἥδιον ποιεῖ ζῆν geld, dat plezier geeft als je het aan heet verwerven bent en dat de bezitters het leven veraangenaamt Xen. Mem. 1.6.3; met abstr. als obj.:; ἔχειν τε καὶ κεκτῆσθαι τὸ ψεῦδος de leugen (in de geest) hebben en bezitten Plat. Resp. 382b; φθόνον κεκτῆσθαι afgunst koesteren Plat. Lg. 870c; ptc. perf. subst. m.: ὁ κεκτημένος de bezitter, soms de echtgenoot; f. ἡ κεκτημένη de bezitster; n. τὸ κεκτημένον de bezittende klasse;. τὸ κεκτημένον μετρίαν οὐσίαν de middenklasse Aristot. Pol. 1292b25. aor. pass. en fut. pass. met pass. bet.: verkregen worden, verworven zijn:. ἃ τῇ ἀπορίᾳ ἐκτήθη wat in een tijd van gebrek verworven is Thuc. 1.123.

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: acquire, win, perf. possess.
Other forms: Ion. ipf. ἐκτέετο (as v. l. Hdt. 8, 112), aor. κτήσασθαι (Il.), pass. κτηθῆναι (Th., E.), fut. κτήσομαι (posthom.), perf. ἔκτημαι, κέκτημαι (Hes., Att.),
Compounds: Often with prefix, e. g. ἀνα-, ἐν-, ἐπι-, προσ-.
Derivatives: Also from the prefixcompp. (here not specif. noted): 1. Dat.pl. κτεάτεσσι (Hom., Pi., E.), sg. κτέαρ (hell.) (acquired) goods, possessions, property with κτεατίζω acquire (Il.), κτεατισμός (Man.; cod. κτεαν-). - 2. κτέανα n. pl., sec. a. rare -ον sg. id. (Hes., also Hp.), φιλο-κτεανώτατε voc. (A 122; Sommer Nominalkomp. 69), πολυ-κτέανος (Pi.). On κτεάτεσσι and κτέανα s. below. - 3. κτήματα n. pl. (Il.), also sg. (ο 19), goods, landed property, also domestic animals (Chantraine Rev. de phil. 72, 5ff.), with κτημάτ-ιον (Alkiphr., pap.), -ίδιον (pap. VIp), -ικός rich (hell.), -ίτης id. (Lycurg.; Redard Les noms grecs en -της 28); as 2. member a. o. in πολυ-κτήμων rich in possessions (Il.) with -μοσύνη (Poll.). - 4. κτήνεα, -νη n. pl., rarely -νος sg. domestic animals (esp. Ion., hell.), prob. directly from κτάομαι with νος-suffix (Chantraine Formation 420; very complicated hypothesis in Egli Heteroklisie 48 f.); from it κτηνηδόν after the kind of animals (Hdt.), κτηνύδριον (pap.); often as 1. member, e.g. κτηνο-τρόφος cattle-keeper (hell.). - 5. κτῆσις acquisition, possession (Il.; Holt Les noms d'action en -σις 82 ff.) with κτήσιος regarding the possessions, Ζεὑς Κτήσιος as protector of possessions (IA.; Nilsson Gr. Rel. 1, 403 ff.); dimin. κτησ(ε) ίδιον (Arr.). - 6. κτεάτειρα f. who possesses (fem.) (A. Ag. 356 ), archaising after κτεάτεσσι a. o. for -κτήτειρα, -τρια (in προ-κτήτρια former possessor, pap.) to κτήτωρ m. possessor (D. S., pap., Act. Ap.) with κτητορικός (pap.); details in Fraenkel Nom. ag. 2, 29f., 1, 183 n. 1, Schwyzer 474 n. 3. - 7. Φιλο-κτή-της PN (Il.), compound from φίλος and κτάομαι with τη-suffix; Att. Φιλοσκήτης (Kretschmer Glotta 4, 351). -8. Verbal adjectives: κτητός to acquire, acquired (I 408; Ammann Μνήμης χάριν 1,14); usu. ἐπίκτη-τος also acquired, newly acquired (IA.); κτητικός of what was acquired (Att.), cf. Chantraine Ét. sur le vocab. grec 137. - 9. Unclear is ἀκτῆνες πένητες, ἠργηκότες (EM55, 11); after Solmsen Wortforsch. 143 prob. from *ἀ-κτη-ῆνες. Except the rare and relatively late attested present κτάομαι all forms have κτη-(ἔγκτασις hyperdoric after ἔμπασις; s. πάσασθαι). Also κτεάτεσσι, κτέαρ go back to a heteroklitic *κτῆ-Ϝαρ, -Ϝατος; besides κτέανα as rest of the old oblique n-stem *κτη-Ϝαν-α, which gave sg. κτέανον, s. Schwyzer 519 n. 6, Egli Heteroklisie 32.
Origin: IE [Indo-European] [626] *??eh₁\/₂- rule? gain, acquire?
Etymology: The oldcomparison with Indo-Iran. present Skt. kṣáyati = Av. xšayeiti, -te rule, order, have power is semantically unproblemtic, but formally already less convincing, as κτάομαι makes the inpression of being an innovation and the well established non-present forms of Greek have no Indo-Iran. agreements. A further problem was Skt. kṣáy-ati; this form does not continue *ksǝi̯eti; the solution is *ksH-ei-, which was unknown until recently; this solution can also be used to explain Skt. kṣa-trám - Av. xša-θrǝm rule. The equation of κτάομαι acquire and Skt. kṣáyati is therefore less evident. Cf. LIV 334, 562; EWAia 426 -- Pok. 626.

Middle Liddell

[Dep.]
I. in pres., imperf., fut. and aor1:
1. to procure for oneself, to get, gain, acquire, Hom.; κτήσασθαι βίον ἀπό τινος to get one's living from a thing, Hdt.; κ. χάριν to win favour, Soph.; κ. φίλους, ἑταίρους Soph.
b. of evils, to bring upon oneself, incur, Soph., Eur., etc.: —κ. τινὰ πολέμιον to make him so, Xen.
2. to procure or get for another, ἐμοὶ ἐκτήσατο κεῖνος Od.
II. in perf. and plup. with fut. κεκτήσομαι, to have acquired, i. e. to possess, have, hold, Il., Hdt., etc.; κεκτ. τινὰ σύμμαχον Eur.; of evils, κεκτ. κακά Soph., Eur.; ὁ κεκτημένος an owner, master, as a Subst., ὁ ἐμοῦ κ. Soph.; of a woman's lord and master, Eur.
III. aor1 pass. ἐκτήθην in pass. sense, to be gotten, Eur., Thuc.