ἱλάσκομαι
ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)
English (LSJ)
fut. ἱλάσομαι [ᾰ] Pl. Phd.95a, Ep. ἱλάσσομαι Orac. ap. Paus.8.42.6, also
A ἱλάξομαι A.R. 2.808: aor. 1 ἱλᾰσάμην, Ep. part. ἱλασσάμενοι Il.1.100, Ep. subj. 2sg. ἱλάσσεαι 1.147, -ηαι A.R.3.1037; inf. ἱλάσσασθαι Ant.Lib.25.2 codd.; also ἱλάξασθαι A.R.1.1093:—Pass. (v. infr. ΙΙ). [ῑ regularly (written ι, not ει, SIG1044.6,9 (Halic., iv/iii B.C.)); ῐ Il.1.100, 147]: (ἵλαος):—appease, in Hom. always of gods, θεὸν ἱ. ib.386, cf. 100, al., Od.3.419; μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Il.1.472; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι (sc. θεούς) Hes.Op.338; ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι Il.1.147; c. part., ἱλάσκομαι πέμπων by presenting, Pi.O.7.9; τοῦτον (sc. θεὸν) ἱλάσκου ποῶν μηδὲν ἄτοπον Men.Epit.558; of the dead as heroized, θυσίῃσί τινα ἱ. Hdt.5.47.
2 of men, conciliate, ἱ. τινὰ χρήμασι Id.8.112; πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ; Pl.Phd. l.c.; ἱ. τὴν ὀργήν τινος Plu.Cat.Mi.61.
3 expiate, τὰς ἁμαρτίας Ep.Hebr.2.17.
II Pass. with fut. ἱλάσομαι, also ἱλασθής ομαι v.l. in LXX 4 Ki.5.18: aor. 1 ἱλάσθην ib.Ex.32.14,al.:—to be merciful, gracious, τινι ll.cc.; ἱλάσθητί μοι τῷ ἁμαρτωλῷ Ev.Luc.18.13; ταῖς ἁμαρτίαις τινῶν LXX Ps.77(78).38: c. inf., ἱλάσθη κύριος περιποιῆσαι τὸν λαόν ib.Ex.32.14.
French (Bailly abrégé)
f. ἱλάσομαι, ao. ἱλασάμην, pf. inus.
se rendre favorable, apaiser : ἱ. τινι, qqn ; ἱ. τινά τινι, se concilier qqn au moyen de qch ; ἱλ. τὴν ὀργήν τινος PLUT apaiser la colère de qqn;
NT: expier (les péchés) ; prendre pitié.
Étymologie: ἵλαος, cf. *ἵλημι.
German (Pape)
im inf. praes., Il. 1.386, Hes. O. 336, Plut. qu.Gr. 12, indicat., Il. 6.380, Pind. Ol. 7.9, Her. 5.47, partic., Her. 4.7, impf., Il. 1, geleitet, fut. ἱλάσομαι, ep. ἱλάσσομαι, dor. ἱλάξομαι, Ap.Rh. 2.807, aor. ἱλασάμην, poet. ἱλασσάμην, ἱλάξασθαι, Ap.Rh. 1.1093,
mit sich versöhnen, sühnen, bei Hom. immer = einen Gott Ἀθήνην Od. 3.419; σπονδῇσι θύεσσί τε ἱλάσκεσθαι Hes. O. 336; πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ; wie werden wir ihn geneigt machen, d.i. überzeugen ? Plat. Phaed. 95a; Sp.; von Heroen und Menschen, Her. 5.47, 8.112; ἱλασαμένοις τὸν μίνω καὶ διαλλαγεῖσι Plut. Thes. 15; bei Pind. Ol. 7.9, μουσᾶν δόσιν ἀθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι – νικώντεσσιν, hängt der dat. von πέμπων ab, den Siegern das Lied sendend, huldige ich ihnen, mache sie mir geneigt; aber Sp. verbinden es mit dem dat., ἐκ τῶν Σιβυλλείων ἱλασάμενος τῷ ᾍδῃ Plut. Poplic. 21; vgl. Paus. 2.11.6. – Im NT der aor. pass. ἱλάσθητι, = ἵληθι (s. unten), vgl. ἐξιλάσκομαι.
[Ι findet sich kurz in ἱλασσάμενοι und ἱλάσσεαι, Il. 1.100, 147.]
Russian (Dvoretsky)
ἱλάσκομαι: (ῑ, редко ῐ) (fut. ἱλάσομαι - эп. ἱλάσσομαι, aor. ἱλᾰσάμην)
1 умилостивлять (μολπῇ θεόν Hom.; τὸν Μίνω Plut.): ὄφρ᾽ ἡμῖν Ἑκάεργον ἱλάσσεαι (conjct.) Hom. дабы ты умилостивил для нас (т. е. склонил в нашу пользу) Стрельца (Аполлона); ἱλάσθητί μοι NT будь милостив ко мне;
2 примирять с собою, задабривать, склонять на свою сторону (τινα χρήμασι Her.);
3 смягчать, успокаивать (τὴν ὀργήν τινος Plut.);
4 миловать, отпускать, прощать (τὰς ἁμαρτίας τινός NT).
Greek (Liddell-Scott)
ἱλάσκομαι: ἴδε ἐν τέλει: μέλλ. ἱλάσομαι ᾰ Πλάτ. Φαίδ. 95Α, Ἐπικ. ἱλάσσομαι, Χρησμ. παρὰ Παυσ. 8. 42, 4. Δωρ. ἱλάξομαι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 808 (ἐνεργ. ἐξιλάσω Χρησμ. Σιβυλλ. 7, 30): ἀόρ. ἱλᾰσάμην, Ἐπικ. ὑποτακτ. β΄ ἑνικ. ἱλάσσεαι Ἰλ., -ηαι Ἀπολλ. Ρόδ.· ὡσαύτως ἱλαξάμην ὁ αὐτ. Α. 1093. ῑ κανονικῶς· ἀλλ’ ὅμως ῐ ἐν Ἰλ. Α. 100, 147, πρβλ. ἐξιλάσκομαι. Ἀποθ.: (ἵλαος). Ἐξιλεώνω, καταπραΰνω (ἴδε ἵλαμαι, ἱλάομαι), παρ’ Ὁμήρῳ ἀείποτε ἐπὶ θεῶν, αὐτίκ’ ἐγὼ πρῶτος κελόμην θεὸν ἱλάσκεσθαι Ἰλ. Α. 386, πρβλ. 100, 444., Ζ. 380, 385, Ὀδ. Γ. 419· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο Ἰλ. Α. 472, πρβλ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 336· ὄφρ’ ἡμῖν Ἐκάεργον ἱλάσσεαι Ἰλ. Α. 147. 2) ἐπὶ ἀνθρώπων, οὓς ἐπιθυμεῖ τις νὰ ἐξευμενίσῃ μετὰ θάνατον διὰ θείων τιμῶν, Ἡρόδ. 5. 47· ἀκολούθως ἁπλῶς, ἐξευμενίζω, ἱλάσκεσθαί τινα χρήμασι ὁ αὐτ. 8. 112· πῶς ἱλασόμεθα καὶ τίνι λόγῳ Πλάτ. Φαίδ. 95Α· ἱλασόμενοι τὴν πρὸς αὐτὸν ὀργὴν τοῦ Καίσαρος Πλουτ. Κάτων Νεώτ. 61· 3) ἱλαρὸν ποιῶ τινα, παρέχω αὐτῷ φαιδρότητα, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός, ἱλάσκομαι, «ἱλαροὺς αὐτοὺς καὶ εὐχαρίστους ἀποτελῶ» (Σχόλ.)· τὴν ἑρμηνείαν τοῦ Σχολιαστοῦ παραδέχεται καὶ ὁ Dissen θεωρῶν τὸ ἱλάσκομαι ἐνταῦθα = τῷ εὐφραίνω, Πινδ. Ο. 7. 15. ΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. ἐξιλεώνω, κάμνω ἐξιλέωσιν, εἰς τὸ ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας τοῦ λαοῦ Ἐπιστ. π. Ἑβφ. β΄, 17· ὡσαύτως μετὰ δοτ. συγχωρῶ, αὐτὸς δὲ (ὁ Θεὸς δηλ.) ἐστιν οἰκτίρμων καὶ ἱλάσεται ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῶν Ἑβδ. (Ψαλμ. ΟΖ΄, 38). ΙΙΙ. ἐν τῇ Καιν. Διαθ. προστακτ. ἀόρ. Παθ. ἱλάσθητι, ἔσο ἵλεως, εὔσπλαγχνος, ἐλεήμων, τινὶ Εὐαγγ. κ. Λουκ. ιη΄, 13 (πρβλ. ἐξιλάσκομαι), ἐν ᾗ σημασίᾳ ὁ Ὅμηρος μεταχειρίζεται τοὺς ἐνεργ. τύπους, ἱλήκω, ἵλημη, οὓς ἴδε.
English (Slater)
ῑλάσκομαι ask (the gods') blessing for c. dat. νέκταρ χυτὸν ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων ἱλάσκομαι (“bitte die Götter um ihren Segen für die Sieger” Fränkel, W & F, 359) (O. 7.9)
English (Strong)
middle voice from the same as ἵλεως; to conciliate, i.e. (transitively) to atone for (sin), or (intransitively) be propitious: be merciful, make reconciliation for.
English (Thayer)
(see below); in classical Greek the middle of an act. ἱλάσκω (to render propitious, appease) never met with;
1. to render propitious to oneself, to appease, conciliate to oneself (from ἴλαος gracious, gentle); from Homer down; mostly with the accusative of a person, as Θεόν, Ἀθηνην, etc. (τόν Θεόν ἱλάσασθαι, Josephus, Antiquities 6,6, 5); very rarely with the accusative of the thing, as τήν ὀργήν, Plutarch, Cat. min. 61 (with which cf. ἐξιλάσκεσθαι θυμόν, Sept.). In Biblical Greek used passively, to become propitious, be placated or appeased; in 1st aorist imperative ἱλάσθητι, be propitious, be gracious, be merciful (in secular authors ἱληθι and Doric, ἵλαθι, which the gramm. regard as the present of an unused verb ἵλημι, to be propitious; cf. Alexander Buttmann (1873) Ausf. Sp. ii., p. 206; Kühner, § 343, i., p. 839; Passow, (or Liddell and Scott, or Veitch) under the word ἵλημι), with the dative of the thing or the person: ταῖς ἁμαρτίαις, τῇ ἁμαρτία, ἱλάσθη ὁ κύριος περί τῆς κακίας, Alex.; ἱλασθήσεται κυρίου τῷ δούλῳ σου, to expiate, make propitiation for (as ἐξιλάσκεσθαι in the O. T.): τάς ἁμαριτας, ἡμῶν τάς ψυχάς, Philo, alleg. leg. 3,61). (Cf. Kurtz, Commentary on Hebrews, at the passage cited; Winer's Grammar, 227 (213); Westcott, Epistles of St. John, p. 83f.)
Greek Monotonic
ἱλάσκομαι: [ῑ], μέλ. ἱλάσομαι [ᾰ], Επικ. ἱλάσσομαι· αόρ. αʹ ἱλᾰσάμην, Επικ. βʹ ενικ. υποτ. ἱλάσσεαι, αποθ. (ἵλαος)·
I. εξιλεώνω, καταπραΰνω, κατευνάζω, θεὸν ἱλάσκεσθαι, κερδίζω την εύνοιά του, σε Όμηρ.· μολπῇ θεὸν ἱλάσκοντο, σε Ομήρ. Ιλ.· ὄφρ' ἡμῖν ἑκάεργον ἱλάσσεαι, στο ίδ.· ομοίως, λέγεται για ανθρώπους, τους οποίους επιθυμεί κανείς να εξευμενίσει μετά θάνατον με θεϊκές τιμές, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. σε Καινή Διαθήκη, εξιλεώνω, ἱλάσκεσθαι τὰς ἁμαρτίας·
III. σε Καινή Διαθήκη, επίσης, προστ. Παθ. αορ. ἱλάσθητι, συγχώρεσε, να είσαι ευνοϊκός, σπλαχνικός, ελεήμων.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: appease, be merciful, perf. intr. and aor. pass. be gracious (Il.)
Other forms: rarely ἵλαμαι (h. Hom. 19, 48; 21, 5; inf. ἵλασθαι Orph. A. 944; on the quantity of the anlauts s. below), ἱλάονται (Β 550, ἱλάεσθαι A. R. 2, 847); aor. ἱλάσ(σ)ασθαι (Il.), ἱλάξασθαι (Delph., A. R.), pass. ἱλασθῆναι (LXX); fut. ἱλάσ(σ)ομαι (Pl., Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), ἱλάξομαι (A. R.); perf. ipv. Aeol. ἔλλαθι (gramm., B. 10, 8), pl. ἔλλατε (Call. Fr. 121); besides ἵλαθι, ἵλατε (Theoc., A. R.), ἵληθι (γ 380, π 184), cf. below; subj. ἱλήκῃσι (φ 365), opt. ἱλήκοι etc. (h. Ap. 165, AP, Alciphr.),
Compounds: Also with prefix, esp. ἐξ-,
Derivatives: ἐξίλασις, (ἐξ-)ἱλασμός (LXX), ἱλασία (inscr. Rom. empire), (ἐξ-)ἵλασμα appeasement, expiatory sacrifice (LXX), ἱλάσιμος appeasing (M.Ant.; after ἰάσιμος a. o., Arbenz Die Adj. auf -ιμος 93), ἱλαστήριος appeasing, -ιον propitiatory gift (LXX, pap.), also (analog.) ἱλατήριον (Chron. Lind.), ἱλαστής appeaser (Aq., Thd.) with ἐξιλαστικός (Corn.). - Older formations: 1. ἵλαος (ep. Arc.; on the quantity of the α below), ἵλεως (Att., also Ion.), ἵλεος (Cret. since IIIa, also Hdt.), hιλέϜοι dat. (Lac., IG 5 : 1, 1562, VI-Va), ἴλλαος (Aeol., gramm.) merciful, benevolent; Arc. appeased; denomin. verb ἱλαόομαι (ΜΑΜΑ 1, 230), ἱλεῶμαι, ἱλεόομαι (A. Supp. 117 [lyr.], Pl.; cf. Schulze Kl. Schr. 324f.) appease with ἱλέωσις (Plu.), ἱλεωτήριον (Phot., Suid.). 2. ἱλαρός clear, glad, also = ἵλεως (Ar., X.) with ἱλαρότης, ἱλαρία, ἱλαρόω, -ρύνω, -ρεύομαι (hell.); Lat. loan hilarus, -is. 3. ἰλλάεις, -εντος (Alc.), ἱλᾶς, -ᾶντος (Hdn. Gr., H.) = ἴλλαος, ἵλαος and lengthened (cf. Schwyzer 527). 4. ἱλάειρα f. of φλόξ and σελήνη (Emp.; quantity changing, cf. below), also ἑλάειρα (sch., Steph. Byz.) and ΕΛΕΡΑ (Kretschmer Vas. 208; s. also Schulze Kl. Schr. 716), innovation after πίειρα, κτεάτειρα, Δάειρα etc., Chantr. Form. 104, Schwyzer 543.
Origin: IE [Indo-European] [900] *selh₂- make favourable
Etymology: Decisive for the interpretation of these forms is the Aeol. imperative ἔλλαθι, ἔλλατε, for *σε-σλα-θι, -τε and so like τέ-τλα-θι, ἕ-στα-θι, δείδιθι = δέ-δϜι-θι to be seen as a perfect form. Die metrisch feststellbare Länge des α in ἔλλαθι bei B. 10, 8 muß wie in ἵλαος (s. unten) sekundär sein. The agreeing IA *εἵλαθι, of which the reduplication was no longer recognizable, was after φάνηθι etc. replaced by εἵληθι ἵλεως γίνου H. Another center of the formations was the reduplicated present ἱλάσκομαι < *σι-σλά-σκομαι, of which the anlauting vowel-length was introduced in other forms: perf. subj. and opt. ἱλήκῃσι, ἱλήκοι for *εἱλ- (ind. *εἵληκα like εἴρηκα, τέ-τλη-κα), perhaps also in ἵλαθι, -τε and Hom. ἵληθι (cf. εἵληθι H.), (or from *σι-σλη-θι). Also in the aorist- and future-forms ἱλάσ(σ)ασθαι, ἱλάξασθαι, ἱλάσσομαι, ἱλάξομαι the length was introduced; beside it there is short in ἱλάσσεαι (Α 147), ἱλασσάμενοι (Α 100), ἵλαμαι (h. Hom.; but ἵλασθαι Orph.), ἱλάομαι, also in ἱλαρός and ἱλάειρα (Emp. 85). The short ι- which is ununderstandable, may replace the ε- (ἑλάειρα [s. above], *ἕλαμαι, *ἑλαρός) after ἱλάσκομαι. - Also ἵληϜος, ἵλεως, ἵλαος from reduplicated *σι-σλη-, σι-σλα-. The old ablaut selǝ- : sleh₁- : slǝ- (cf. telǝ- : tlā- : tlǝ- in τελα-μών : ἔ-τλα-ν : τέ-τλα-θι) of which sla- is analog. - More on the Greek forms (after Froehde a. a. O., Solmsen KZ 29, 350f., Schulze Q. 466f., Bechtel Lex. 175ff., Wackernagel Unt. 81) in Schwyzer 281, 681, 689 w. n. 2, 710, 800 etc., Chantr. Gramm. hom. 1, 13; 22; 299; 427 etc. - Fundamental is Klingenschmitt, MSS 28 (1970) 75-88, who showed that Arm. aɫač`em pray < *slh₂-ske/o- is the closest relative. The Greek form goes back on *si-slh₂-ske/o-; the aorist would have been *selh₂-s- of which the initial has been influenced by the present.
Middle Liddell
ἵλαος
I. to appease, θεὸν ἱλάσκεσθαι to make him propitious to one, conciliate him, win his favour, Hom.; μολπῆι θεὸν ἱλάσκοντο Il.; ὄφρ' ἡμῖν Ἑκάεργον ἱλάσσεαι Il.; so of men, Hdt., Plat.
II. in NTest. to expiate, τὰς ἁμαρτίας.
III. in NTest. also, an aor1 imperat. pass. ἱλάσθητι, be gracious.
Frisk Etymology German
ἱλάσκομαι: (seit Il.),
{hiláskomai}
Forms: vereinzelt ἵλαμαι (h. Hom. 19, 48; 21, 5; Inf. ἵλασθαι Orph. A. 944; zur Quantität usw. des Anlauts in diesen und den folgenden Formen s. unten), ἱλάονται (Β 550, ἱλάεσθαι A. R. 2, 847); Aor. ἱλάσ(σ)ασθαι (seit Il.), ἱλάξασθαι (delph., A. R.), Pass. ἱλασθῆναι (LXX usw.); Fut. ἱλάσ(σ)ομαι (Pl., Orac. ap. Paus. 8, 42, 6), ἱλάξομαι (A. R.); Perf. Ipv. äol. ἔλλαθι (Gramm., B. 10, 8), pl. ἔλλατε (Kall. Fr. 121); daneben ἵλαθι, ἵλατε (Theok., A. R. u. a.), ἵληθι (γ 380, π 184), vgl. unten; Konj. ἱλήκῃσι (φ 365), Opt. ἱλήκοι usw. (h. Ap. 165, AP, Alkiphr.),
Grammar: v.
Meaning: günstig, gnädig stimmen, versöhnen, Perf. intr. und Aor. Pass. günstig, gnädig sein.
Composita : auch mit Präfix, bes. ἐξ-,
Derivative: Ableitungen: ἐξίλασις, (ἐξ-)ἱλασμός (LXX u. a.), ἱλασία (Inschr. Kaiserzeit), (ἐξ-)ἵλασμα Versöhnung, Sühnopfer (LXX), ἱλάσιμος versöhnlich (M.Ant.; nach ἰάσιμος u. a., Arbenz Die Adj. auf -ιμος 93), ἱλαστήριος sühnend, -ιον Sühnmittel (LXX, Pap. u. a.), auch (analogisch) ἱλατήριον (Chron. Lind.), ἱλαστής Versöhner (Aq., Thd.) mit ἐξιλαστικός (Corn. u. a.). — Daneben stehen ältere Bildungen: 1. ἵλαος (ep. lyr. ark.; zur Quantität des α unten), ἵλεως (att., auch ion.), ἵλεος (kret. seit IIIa, auch Hdt.), hιλέ̄ϝο̄ι Dat. (lak., IG 5 : 1, 1562, VI-Va), ἴλλαος (äol., Gramm.) gnädig, gütig; ark. gesühnt; denominatives Verb ἱλαόομαι (ΜΑΜΑ 1, 230), ἱλεῶμαι, ἱλεόομαι (A. Supp. 117 [lyr.], Pl. u. a.; vgl. Schulze Kl. Schr. 324f.) gnädig stimmen mit ἱλέωσις (Plu.), ἱλεωτήριον (Phot., Suid.). 2. ἱλαρός heiter, fröhlich, spät auch = ἵλεως (Ar., X., hell. u. spät) mit ἱλαρότης, ἱλαρία, ἱλαρόω, -ρύνω, -ρεύομαι (hell. u. spät); lat. LW hilarus, -is. 3. ἰλλάεις, -εντος (Alk.), ἱλᾶς, -ᾶντος (Hdn. Gr., H.) = ἴλλαος, ἵλαος und daraus erweitert (vgl. Schwyzer 527). 4. ἱλάειρα f. von φλόξ und σελήνη (Emp.; Quantität schwankend, vgl. unten), daneben ἑλάειρα (Sch., Steph. Byz.) und ΕΛΕΡΑ (Kretschmer Vas. 208; s. noch Schulze Kl. Schr. 716), Neubildung nach πίειρα, κτεάτειρα, Δάειρα usw., Chantraine Formation 104, Schwyzer 543.
Etymology : Entscheidend für die Beurteilung des obigen Formensystems ist der äol. Imperativ ἔλλαθι, ἔλλατε, der für *σεσλαθι, -τε stehen kann und somit wie τέτλαθι, ἕσταθι, δείδιθι = δέδϝιθι als eine Perfektform aufzufassen ist. Die metrisch feststellbare Länge des α in ἔλλαθι bei B. 10, 8 muß wie in ἵλαος (s. unten) sekundär sein. Das entsprechende ion. att. *εἵλαθι, dessen Reduplikation durch die Lautentwicklung nicht mehr erkennbar war, wurde nach φάνηθι usw. von εἵληθι· ἵλεως γίνου H. abgelöst. Ein anderer Angelpunkt der Formenbildung war das reduplizierte Präsens ἱ̄λάσκομαι aus *σισλάσκομαι (wie διδάσκω u. a.), dessen anlautende Vokallänge auch in anderen Formen Eingang fand: Perf. Konj. und Opt. ἱλήκῃσι, ἱλήκοι für *εἱλ- (Ind. *εἵληκα wie εἴρηκα, τέτληκα), vielleicht auch in ἵλαθι, -τε und hom. ἵληθι (vgl. εἵληθι H.), das sich indessen auch als redupliziertes athematisches Wurzelpräsens (*σισληθι) erklären läßt. Auch in die Aorist- und Futurformen ἱλάσ(σ)ασθαι, ἱλάξασθαι, ἱλάσσομαι, ἱλάξομαι ist die Länge eingedrungen; daneben besteht die Kürze in ἱλάσσεαι (Α 147), ἱλασσάμενοι (Α 100), ἵλαμαι (h. Hom.; aber ἵ̄λασθαι Orph.), ἱλάομαι, auch in ἱλαρός und ἱλάειρα (Emp. 85). Da das kurze ι- ablautsmäßig nicht zu begreifen ist, liegt es nahe, darin einen Ersatz für ε- (ἑλάειρα [s. oben], *ἕλαμαι, *ἑλαρός) nach ἱλάσκομαι zu sehen. — Auch ἵληϝος, ἵλεως, ἵλαος gehen (mit Ablautswechsel) von dem reduplizierten Stamm *σισλη-, σισλα- aus; das langvokalische ἵλαος (Α 583 usw.; dazu ἱλάειρα Emp. 40) läßt sich als eine äolisierende bzw. dorisierende Umbildung von ἵλεως (nach ναός : νεώς, λαός : λεώς) erklären. Zu diesem offenbar alten Wort mit dem Ablaut selə- : slē- : slə- (vgl. telə- : tlā- : tlə- in τελαμών : ἔτλαν : τέτλαθι) gibt es keine sichere außergriechische Entsprechung. Möglich ist die auf Fick 1, 564 und Froehde BB 9, 119 zurückgehende Zusammenstellung mit den allerdings ganz anders gebildeten lat. sōlor trösten, germ., z. B. got. sels χρηστός, ahd. sālig selig. — Weiteres zu den griechischen Formen (nach Froehde a. a. O., Solmsen KZ 29, 350f., Schulze Q. 466f., Bechtel Lex. 175ff., Wackernagel Unt. 81) bei Schwyzer 281, 681, 689 m. A. 2, 710, 800 usw., Chantraine Gramm. hom. 1, 13; 22; 299; 427 usw.
Page 1,721-722
Chinese
原文音譯:ƒl£skomai 希拉士可買
詞類次數:動詞(2)
原文字根:和解 相當於: (כִּפֻּרִים) (סָלַח)
字義溯源:和好,和解,安慰,贖,獻上挽回祭,開恩可憐;源自(ἵλεως)*=歡愉的)。人有罪,不能見神。當主耶穌為大祭司,獻上贖罪羔羊,就是他在十字架上的死所表明的,亦即( 來2:17)所說的:基督為慈悲忠信的大祭司,為百姓的罪獻上挽回祭。使蒙恩的人得以與神和好( 西1:20)。參讀 (ἀποκαθιστάνω / ἀποκαθίστημι)同義字
出現次數:總共(2);路(1);來(1)
譯字彙編:
1) 獻上挽回祭(1) 來2:17;
2) 開恩可憐(1) 路18:13
Mantoulidis Etymological
(=ἐξιλεώνω, ἐξαγνίζω). Ἀπό ἀρχικό θέμα σι-σλα + πρόσφυμα σκ + ομαι → σι-σλασκ-ομαι καί μέ τροπή τοῦ πρώτου σ σέ δασεία καί ἐξαφάνιση τοῦ δευτέρου → ἱλάσκομαι. Παράγωγα ἀπό τήν ἴδια ρίζα: ἵλαος (=εὐμενής), καί ἵλεως, ἐξιλέωσις, ἱλαρός, ἱλαρότης, ἱλαρῶ, ἵλασμα, ἱλασμός, ἐξίλασμα, ἐξιλασμός, ἱλαστήριος, ἱλαστήριον, ἐξιλαστήριον, ἱλαστής, ἱλάσι-μος, ἐξιλαστέον.