γυνή
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
English (LSJ)
Dor. γυνά, Boeot. βανά (v. sub voce), ἡ, gen. γυναικός, acc. γυναῖκα, voc. γύναι (
A γυνή Alc.Com.32): dual γυναῐκε S.Ant.61: pl. γυναῖκες, γυναικῶν, etc. (as if from γύναιξ wh. is only found in Gramm., cf. Hdn.Gr.2.643): gen. γυναικείων Phoc.3 (s. v.l.): Aeol. dat. pl. γυναίκεσσι Sapph.Supp.7.6: Com. acc. γυνήν Pherecr.91: pl. nom. γυναί Philippid.2, Men.484, acc. γυνάς Com.Adesp.1336, cf. EM243.24,AB86:—woman, opp.man,Il.15.683, etc.: with a second Subst., γ. ταμίη housekeeper, 6.390; δέσποινα Od.7.347; γρηΰς (q. v.), ἀλετρίς (q. v.), δμῳαὶ γυναῖκες Il.9.477,al.; Περσίδες γ. Hdt.3.3: voc., as a term of respect or affection, mistress, lady, E.Med.290, Theoc.15.12, etc.; φαντὶ γυναῖκες the lasses say, Id.20.30; πρὸς γυναικός like a woman, A.Ag.592: prov., γ. μονωθεῖσ' οὐδέν Id.Supp. 749; ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω (cf. γράφω 11) S.Fr.811; γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει Id.Aj.293. II wife, spouse, Il.6.160, Od.8.523, Hdt.1.34, etc.; γ. καὶ παρθένοι X.An.3.2.25; opp. ἑταίρα, Is.3.13; γ. γνησία, PEleph.1.3 (iv B. C.); also, concubine, Il.24.497. III mortal woman, opp.goddess, 14.315, Od.10.228, etc. IV female, mate of animals, Arist.Pol.1262a22 (dub. sens.), Xenarch.14, etc.— Not to be taken as Adj. in γυναῖκα θήσατο μαζόν Il.24.58. (Cf. Ved. gnā- (freq. disyll.), Skt. janis.)
German (Pape)
[Seite 511] ἡ, das Weib, genit. γυναικός; γυναικί, γυναῖκα, ὦ γύναι, γυναῖκε, γυναικοῖν, γυναῖκες, γυναικῶν, γυναιξί (ν), γυναῖκας; diese Att. Formen sind zugleich die Homerischen, nur daß sich der dual. bei Homer nicht findet. Accus. τὴν γυνήν Pherecr. bei Bekk. A. 1 p. 86, 13 Etymol. m. 243, 24 Epimer. Hom. Cram. An. Ox. 1 p. 102, 11 (Mein. C. G. 2, 1 p. 295), vgl. Eustath. Iliad. 1, 340 p. 113, 30; vocat. ὦ γυνή Alcaeus comic. in Epimer. Hom. Cramer. An. Ox. 1 p. 102, 13 (Mein. C. G. 2, 2 p. 834); nomin. plur. αἱ γυναί Philippid. ap. Bekk. An. 1 p. 86, 12 (Mein. C. G. 4 p. 467) und Menand. ap. Cram. Epimer. Hom. An. Ox. 1 p. 102, 8 (Mein. C. G. 4 p. 327); accus. τὰς γυνάς poet. in Etymol. m. p. 243, 27. Nomin. γυναίξ oder γύναιξ bei Gramm. Von diesem nomin. ist auch der vocat. γύναι abzuleiten. Entstanden ist γυναίξ aus γυνα-Fιξ, »Weibsbild«, εἰκών, ἔοικα, εἴκελος, ἴκελος; nach Buttmanns richtiger Bemerkung, Gramm. §. 58. Die einfache Form γυνή bedeutet die »Hervorbringende«, die »Gebärende«, verwandt γόνος, γονή, Plat. Cratyl. p. 414 a, Wurzel γεν. Die Sicilischen Dorier sagten γάνα statt γυνή, Gregor. Corinth. Dial. Dor. p. 345. Unzweifelhaft war γαν eine ältere Form der Wurzel γεν, worauf z. B. auch das perf. γέγαα führt, und das verwandte γαῖα, s. d. W. Die Böoter sagten βάνα oder βανά statt γυνή, Corinna bei Herodian. Π. Μ. Λ. p. 18, 25 Apollon. Pronom. p. 65 a Bekk. (Bergk L. G. ed. 2 p. 948 no 21), Hesych. βάννα; βανῆκας Böotisch = γυναῖκας, Hesych. Unter Vergleichung des Gothischen quinô nimmt Ahrens Dial. Aeol. p. 172 ΓFανα als gemeinsame Grundform von γυνή und βανά an. Danach wäre also wohl ΓFαν die älteste nachweisbare Form der Wurzel; oder vielmehr ΙFΑ; denn daß das Ν secundär sei, beweis't schon γέγαα und γαῖα; vgl. κτείνω κτενί'Ω κτα'Ω, τείνω τενί'Ω τα'Ω u. s. w. Das Abfallen des Γ in βανά könnte so wenig befremden wie die Verwandelung des F in Β und das Verschwinden des F in γυνή. Das υ in γυνή ist nicht Umlaut des in γόνος, γονή zum Vorschein kommenden ο, sondern, wie eben auch dies ο, Umlaut des ursprünglichen Vocals der Wurzel, des in βανά, γάνα, γέγαα, γαῖα erhaltenen α. – Was die Bedeutung von γυνή anlangt, so bezeichnet dies Wort: – a) das Weib im Gegensatze zum Manne, ohne Rücksicht auf das Alter und gleichviel ob sie verheirathet ist oder nicht; z. B. Hom. Iliad. 15, 683 πολέες τέ ἑ θηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 17, 435 στήλη, ἥ τ' ἐπὶ τύμβῳ ἀνέρος ἑστήκῃ τεθνηότος ἠὲ γυναικός; Odyss. 15, 168 οἱ δ' ἰύζοντες ἕποντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες; 6, 161 οὐ γάρ πω τοῐον εἶδον βροτὸν ὀφθαλμοῖσιν, οὔτ' ἄνδρ' οὔτε γυναῖκα; 13, 308 μηδέ τῳ ἐκφάσθαι μήτ' ἀνδρῶν μήτε γυναικῶν; Iliad. 24, 698. 708 Odyss. 19, 468. 21, 323; Herodot. 8, 88 οἱ μὲν ἄνδρες γεγόνασί μοι γυναῖκες, αἱδὲ γυναῖκες ἄνδρες. Pleonastisch Hom. θηλύτεραι γυναῖκες, Iliad. 8, 520 Od. 11, 386. 434. 15, 422. 23, 166. 24, 202. Mit Substantiven adjectivisch verbunden: γυνὴ ταμίη Odyss. 2, 345 Iliad. 6, 390, γυνὴ ἀλετρίς Odyss. 20, 105, γυνὴ Σικελὴ γρηΰς Odyss. 24, 211, δμωαὶ γυναῖκες Odyss. 7, 103 Iliad. 9, 477. Ohne δμωαί allein γυναῖκες die Mägde Odyss. 19, 497. 2, 108. 17, 319. Ohne Zusatz bezeichnet Odyss. 16, 334 γυναικί die Penelope, welche vs. 332 und 337 mit Nachdruck βασίλεια genannt wird, wie vs. 335 ihr Haus δόμος θείου βασιλῆος heißt. – b) das sterbliche Weib im Gegensatze zur Göttinn; z. B. Hom. Iliad. 11, 688 γυνὴ ἐικυῖα θεῇσιν, Iliad. 14, 315 οὐ γάρ πώ ποτέ μ' ὧδε θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικὸς θυμὸν ἐνὶ στήθεσσι περιπροχυθεὶς ἐδάμασσεν; 16, 176 γυνὴ θεῷ εὐνηθεῖσα; Odyss. 10, 228 ἔνδον γάρ τις ἐποιχομένη ἱστὸν καλὸν ἀοιδιάει ἢ θεὸς ἠὲ γυνή. Ausdrücklich θνητός hinzugefügt Odyss. 11, 244 θεὸν θνητήν τε γυναῖκα; Iliad. 20, 305 ὃν Κρονίδης περὶ πάντων φίλατο παίδων, οἳ ἕθεν ἐξεγένοντο γυναικῶν τε θνητάων. – c) die verheirathete Frar die Ehefrau; Odyss. 6, 184 οὐ μὲν γὰρ τοῦ γε κρεῖσσον καὶ ἄρειον, ἢ ὅθ' ὁμοφρονέοντε νοήμασιν οἶκον ἔχητον ἀνὴρ ἠδὲ γυνή; 11, 444 ἀλλ' οὐ σοί γ', Ὀδυσεῦ, φόνος ἔσσεται ἔκ γε γυναικός· λίην γὰρ πινυτή τε, καὶ εὖ φρεσὶ μήδεα οἶδεν, κούρη 'Ικαρίοιο περίφρων Πηνελόπεια; 1, 433; 19, 165 ὦ γύναι αἰδοίη Λαερτιάδεω Ὀδυσῆος ; Iliad. 6, 160 γυνὴ Προίτου; vs. 460 Ἕκτορος ἥδε γυνή; Odyss. 8, 523 ὡς δὲ γυνὴ κλαίῃσι φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα; γυνὴ δέσποινα Odyss. 7, 347; γυνὴ μήτηρ Theocrit. 27, 64; Odyss. 21, 72 ἀλλ' ἐμὲ ἱέμενοι γῆμαι θέσθαι τε γυναῖκα, Homerische Figur, γῆμαι und θέσθαι γυναῖκα stehn παραλλήλως; 15, 241 ἔνθα δ' ἔγημε γυναῖκα καὶ ὑψερεφὲς θέτο δῶμα; 14, 211 ἠγαγόμην δὲ γυναῖκα πολυκλήρων ἀνθρώπων, ich heirathete eine Frau aus einer reichen Familie; 15, 237 κασιγνήτῳ δὲ γυναῖκα ἠγάγετο πρὸς δώματα; Iliad. 9, 394 Πηλεύς θήν μοι ἔπειτα γυναῖκά γε μάσσεται αὐτός, var. lect. γαμέσσεται; Odyss. 9, 199 οὕνεκά μιν σὺν παιδὶ περισχόμεθ' ἠδὲ γυναικὶ ἁζόμενοι; iliad. 8, 57 μέμασαν δὲ καὶ ὧς ὑσμῖνι μάχεσθαι, χρειοῖ ἀναγκαίῃ, πρό τε παίδων καὶ πρὸ γυναικῶν; 4, 162 σύν τε μεγάλῳ ἀπέτισαν, σὺν σφῇσιν κεφαλῇσι γυναιξί τε καὶ τεκέεσσιν; Odyss. 13, 44 ὑμεῖς δ' αὖθι μένοντες ἐυφραίνοιτε γυναῖκας κουριδίας καὶ τέκνα; Iliad. 10, 422 Odyss. 12, 42; γύναι Anrede des Ehemannes an seine Frau Odyss. 4, 148. 266. 8, 424, feierlicher ὦ γύναι 18, 259. Gegensatz ἑταίρα Isae. 3, 13; daselbst 14 γαμετὰς γυναῖκας und αἱ γαμεταὶ γυναῖκες; – γυναῖκες Kebsweiber, Beischläferinnen, im Gegensatz zur Ehefrau, Iliad. 24, 497; – Gegensatz παρθέ νος Xen. An. 3, 2, 25 Theocr. 27, 63; γυναῖκας καὶ κόρας Xen. An. 4, 5, 9, vgl. Theocrit. 27, 64. – Auch von Thieren, Weibchen, Arist. Pol. 2, 3; Ath. XIII, 559 a. – Eigenthümlich γυναῖκά τε θήσατο μαζόν Il. 24, 58, wo μαζόν als nähere Bestimmung zu γυναῖκα gesetzt ist; Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ γυναικὸς μαζόν. Ὁμηρικὸν δὲ τὸ ἔθος· »ἃς τὴν μὲν πρύμνην ἄμφεπε (Iliad. 16, 124)«; vgl. Friedlaend. Aristonic. (Schematol.) p. 20.
Greek (Liddell-Scott)
γῠνή: Δωρ. γυνά, Αἰολ. βανὰ (ἴδε ἐν λέξει), ἡ· γεν. γυναικός, αἰτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι·― δυϊκ. γυναῖκε Σοφ. Ἀντ. 61·― πληθ. γυναῖκες, γυναικῶν, κτλ., (ὡς εἰ ἐξ ὀνομαστ. γύναιξ)· καί τις γενική, γυναικείων Φωκυλ. 3·― εὑρίσκομεν ὡσαύτως παρὰ Κωμικ. αἰτιατ. γυνὴν Φερεκρ. Κραπ. 19· πληθ. ὀνομ. γυναὶ Ἀλκαῖ. Κωμ. Ἀδήλ. 7, Μένανδ. Ἀδήλ. 480, αἰτιατ. γυνὰς Κωμ. Ἀνών. ἐν Meineke 4. 622· ἴδε Ἐτυμ. Μ. 243. 24, Α. Β. 86. Ὡς παρ᾿ ἡμῖν γυνή, Λατ. femina, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ ἀνήρ, Ἰλ. Λ. 683· ἄνευ ἀναφορᾶςπρὸς τὴν ἡλικίαν ἢ τὴν κατάστασιν ἀμφοτέρων ἐπί τε ἐγγάμων καὶ ἀγάμων· κατὰ πληθ., αἱ θαλαμηπόλοι, ὑπηρέτριαι, Ὅμ., ὅστις συχνάκις συνδέει τὴν λέξιν ταύτην ὡς τὸ ἀνήρ, μεθ’ ἑτέρου οὐσιαστ., γυνὴ ταμίη, ἡ οἰκονόμος, Ἰλ. Ζ. 390· δέσποινα, γρηΰς, ἀλετρίς, δμωαὶ γυναῖκες, κτλ.· οὕτω, γυνὴ Περσὶς Ἡρόδ.·― κατὰ κλητ. συχνάκις πρὸς δήλωσιν σεβασμοῦ ἢ στοργῆς, κυρία, δέσποινα, πρβλ. W üstem. Θεόκρ. 15. 12·― φαντὶ γυναῖκες, λέγουσιν αἱ κόραι, ὁ αὐτ. 20. 30·― πρὸς γυναικός, ὡς γυνή, Αἰσχύλ. Ἀγ. 592· παροιμ., γ. μονωθεῖσ᾿ οὐδὲν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 749· ὅρκους γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω (πρβλ. γράφω ΙΙ) Σοφ. Ἀποσπ. 694· γυναιξὶ κόσμον ἡ σιγὴ φέρει ὁ αὐτ. Αἴ. 293· ἴδε Indices Eur. et Comic. ΙΙ. σύζυγος, σύνευνος, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ παρθένος, Ἰλ. Ζ. 160, Ὀδ. Θ. 523, κτλ., πρβλ. Ξεν. Ἀν. 3. 2, 25· ἀλλ’ ὡσαύτως, παλλακή, Ἰλ. Ω. 497. ΙΙΙ. γυνὴ θνητή, κατ᾿ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ θεά, Ξ. 315, Ὀδ. Κ. 228, κτλ. IV. ἡ θήλεια, ἡ σύντροφος, τὸ «ταῖρι», ἐπὶ ζῴων· πρῶτον παρ᾿ Ἀριστ. Πολ. 2. 3, ἐν τέλ. V. ἐν Ἰλ. Ω. 58, γυναῖκα θήσατο μαζόν, ἐθεωρήθη ὡς ἐπίθ.· ἀλλὰ τὸ μαζὸν κεῖται ἁπλῶς κατὰ τὸ Ὁμηρικὸν σχῆμα καθ᾿ ὅλον καὶ μέρος, ἴδε Jelf Gr. Gr. § 584. (Πρβλ. Σανσκρ. ǵani, Ζενδ. ghena, Γοτθ. quîno, Ἰσλανδ. kona ἢ kvenna, Ἀγγλο-Σαξ. cwen (Σκωτιστὶ quean = γυνή, πρβλ. queen, βασίλισσα), κτλ.· ἴδε ἐν λ. γίγνομαι).
French (Bailly abrégé)
γυναικός, voc. γύναι (ἡ) :
femme :
1 p. opp. à homme ; au sg. collect. la femme, les femmes, la gent féminine;
2 femme, épouse;
3 femme mortelle, p. opp. à déesse : γυναῖκα θήσατο μαζόν IL il téta un sein de femme litt. une femme, au sein, avec l’idée du tout suivi du nom de la partie.
Étymologie: p. *γϜανή, d’où att. γυνή, de la R. Γεν, naître, faire naître, engendrer.
English (Autenrieth)
γυναικός: woman; γυνὴ ταμίη, δέσποινα, γρηῦς, ἀλετρίς, δμωαὶ γυναῖκες, etc.; wife, Il. 6.160, etc.
Spanish (DGE)
(γῠνή) γυναικός, ἡ
• Alolema(s): dór. γυνά Pi.P.11.22; beoc. βανά Corinn.11(a).2; panf. γουνά IPamph.75.1, 78.5, 151.5 (todas II a.C.); sicil. γάνα Greg.Cor.p.345
• Morfología: [sg. falso nom. γύναιξ Hdn.Gr.2.643, Elias in Cat.211.31, Eust.113.36 (voc. según Hsch. ac. según Trypho Fr.11.3); gen. γυνῆς Denkmäler 296 (Isauria); dat. γυνακί TAM 3.422.3 (Termeso II a.C.), graf. γυνεκί IB 20.3 (imper.); ac. γυνήν Pherecr.96, cret. γιναῖκα ICr.4.1.1 (Gortina VII/VI a.C.), γυναῖκαν PMag.11a.11, JRCil.2.121.2 (Isauria); voc. γυνή Alc.Com.32; plu. nom. γυναί Philippid.2, Men.Fr.937, γυνᾶκες Sokolowski 3.113.4 (Tasos V a.C.); eol. dat. γυναίκεσσιν Sapph.96.6; ac. γυνάς Pherecr.206, Com.Adesp.1336, eol. βανῆκας Hsch.; du. nom. γυναῖκε S.Ant.61]
I op. ἀνήρ
1 mujer
a) en gener., op. ‘varón’ explícitamente πολέες τέ ἑ θηήσαντο ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες Il.15.683, cf. Alcm. en POxy.3213.6, Hes.Op.586, Emp.B 112.8, E.Andr.672, El.537, Plb.4.21.3, Orib.4.8.4, χάριν ἔχειν τῇ τύχῃ ... ὅτι ἀνὴρ καὶ οὐ γ. (ἐγενόμην) Hermipp.Hist.11, ἄλλος γυναικὸς κόσμος, ἄλλος ἀρρένων Com.Adesp.1294, διά τοι τοῦτο καὶ τοὺς αὐτοὺς νόμους καὶ ἀνδράσι προσφέρει ὁ θεὸς καὶ γυναιξί Thdt.Affect.5.57, cf. Didym.M.39.989A, Isid.Pel.Ep.M.78.276D, Procop.Gaz.M.87.172A, ἡ γ. la mujer esp. de la primera mujer en la tradición judeo-cristiana, Origenes Hom.20.3 in Ier.
•junto a παῖς: οὐκ ἀλέγω, ὡς εἴ με γ. βάλοι ἢ πάϊς ἄφρων Il.11.389;
b) como perteneciente a colectivos, op. implícitamente a lo masculino δῖα γυναικῶν divina entre las mujeres epít. de Helena Il.3.423, βαθυζώνους τε γυναῖκας y a mujeres de ajustada cintura, Il.9.594, cf. 366, 24.698, γυναικῶν εἶδος ἀρίστη de Peribea Od.7.57, γυναικῶν φῦλον Hes.Sc.4, cf. Semon.8.96, τὸ τῶν γυναικῶν γένος Plb.31.26.10, κορυβαντιῶσαι γυναῖκες mujeres coribantes Plb.12.12b.2
•μοναστήριον γυναικῶν monasterio de monjas Pall.H.Laus.33.1;
c) muy frec. como objeto de tópicos y prov. ἄνδρεσσι κακὸν θνητοῖσι γυναῖκας Ζεὺς ... θῆκε Hes.Th.600, cf. E.Hipp.627, γ. πολλὰ ἀνδρὸς ὀξυτέρη πρὸς κακοφραδμοσύνην Democr.B 273, cf. E.Andr.911, Lyd.Mag.1.21, χωρὶς γυναικὸς θεὸς ἐποίησεν νόον τὰ πρῶτα Semon.8.1, cf. 8.passim, γ. μὴ ἀσκείτω λόγον Democr.B 110, κόσμος ὀλιγομυθίη γυναικί Democr.B 274, cf. S.Ai.293, E.Heracl.476, ἦ κάρτα πρὸς γυναικὸς αἴρεσθαι κέαρ muy propio es de mujer dejar que vuele el corazón A.A.592, γ. μονωθεῖσ' οὐδέν A.Supp.749, cf. E.Or.309, ὅρκους ἐγὼ γυναικὸς εἰς ὕδωρ γράφω ref. a lo que es de poco fiar, S.Fr.811, ἂν μὴ μανιῶν ἢ γήρως ἢ φαρμάκων ἢ νόσου ἕνεκα ἢ γυναικὶ πειθόμενος como salvedad en la aplicación de una ley, Sol.Lg.49a, cf. 49b, Semon.7, ὑπὸ γυναικὸς ἄρχεσθαι ὕβρις εἴη ἂν ἀνδρὶ ἐσχάτη Democr.B 111, cf. E.Andr.364, ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων Men.Mon.271, γ. στρατηγεῖ καὶ γ. στρατεύεται aplicado a los cobardes Com.Adesp.552, cf. Diogenian.4.1, o a lo que no es natural, Greg.Cypr.2.7, ταμιεῖον ἀρετῆς ἐστι γενναία γ. Anaxandr.71, οὐκ ἐπιτρέπομεν οὖν γυναῖκας διδάσκειν ἐν Ἐκκλησίᾳ, ἀλλὰ μόνον ... τῶν διδασκάλων ἐπακούειν Const.App.3.6.1, cf. 3.9.1, Nil.M.79.249D.
2 op. ‘macho’ mujer como insulto aplicado a un hombre, sinón. de cobarde γυναικὸς ἄρ' ἀντὶ τέτυξο pues en mujer te has convertido dice Héctor a Diomedes Il.8.163, γυναῖκάς σφεας ἀπεκάλεον Hdt.9.20, cf. 9.107.
3 mujer como procreadora, en una interpretación etim. del n. «γυνὴ» δὲ γονή μοι φαίνεται βούλεσθαι εἶναι Pl.Cra.414a, cf. Democr.B 122a, Hsch.ι 580.
4 voc. γύναι ¡mujer! como término cariñoso dirigido a la esposa Il.6.441, a una amiga, Theoc.15.12, a la madre Eu.Io.2.4
•como fórmula protocolaria de distanciamiento señora κρεῖσσον δέ μοι νῦν πρός σ' ἀπεχθέσθαι, γύναι en cuanto a mí, prefiero de momento resultarte odioso, señora dice Creonte a Medea, E.Med.290.
II rel. c. su estado civil o social
1 op. ἀνήρ ‘marido’ esposa
a) de mujeres concr., c. gen. γ. Προίτου Il.6.160, Ἕκτορος ἥδε γ. Il.6.460, ἐν Ἀργείοισιν ἤκουες τάδε· ὁ τῆς γυναικός, οὐχὶ τἀνδρὸς ἡ γ. entre los argivos se oía hablar de ti como el (marido) de la mujer, no (se hablaba) de la esposa del hombre Electra se dirige a Egisto, E.El.931, ὁ Κανδαύλης ἠράσθη τῆς ἑωυτοῦ γυναικός Hdt.1.8, γ. πατρός LXX Le.18.8, ἡ γ. τοῦ ἡγεμόνος BGU 1079.30, cf. Plb.4.51.4, Arr.Epict.2.22.32, D.C.11.13, 14, 29.1, Lyd.Mag.1.33, δείξω σοι τὴν νύμφην τὴν γυναῖκα τοῦ Ἀρνίου metáf. de la nueva Jerusalén en sus nupcias con el Cordero Apoc.21.9
•c. otras precisiones contextuales ἐκ χώρης ὅθι ᾗ ὀάριζε γυναικί Il.6.516, γ. ... φίλον πόσιν ἀμφιπεσοῦσα Od.8.523, cf. 19.210, μήτηρ καὶ γ. ref. Yocasta, S.Ant.53, ἀδελφὴ καὶ γυνή ref. Isis Hymn.Is.5 (Ios), ref. Berenice ICr.3.4.4.10 (Itanos III a.C.), IPh.2.6, 4;
b) en cont. más gener. y frases hechas τί γὰρ ἥδιον ἀνθρώπῳ γυναικὸς καταθυμίας; ¿qué hay más dulce para un hombre que una esposa idónea? Antipho Soph.B 49, μισεῖται γὰρ ἀνόσιος γ. E.El.645, οὐχ ἡ αὐτὴ σωφροσύνη γυναικὸς καὶ ἀνδρός en el ámbito doméstico, Arist.Pol.1260a21, cf. 28, Plb.1.72.5, Plu.2.823b, Luc.Demon.9
•en otras oposiciones y relaciones, junto a τέκνον: γυναικὸς ἄρχει (ὁ ἀνήρ) ... πολιτικῶς, τέκνων δὲ βασιλικῶς Arist.Pol.1259b1;
c) distintas expresiones ref. al hecho de contraer matrimonio γυναῖκα ... γαμεῖσθαι ser tomada en matrimonio la mujer Hes.Op.698
•γαμεῖν γυναῖκα casarse el hombre ἔγημε γυναῖκα καὶ ... θέτο δῶμα Od.15.241, cf. 21.72, Hdt.4.154
•γυναῖκα λαμβάνειν tomar esposa, casarse el hombre, Theodect.13, Men.Epit.571, Eu.Matt.1.20, 24, 13.33, ἄγεσθαι γυναῖκα llevar esposa a casa, Od.14.211, Hes.Op.695, ἄγεσθαι τῷ παιδὶ γυναῖκα dar esposa al hijo Hdt.1.34
•frec. γαμετὴ γ. mujer casada Lys.1.31, cf. Pl.Lg.841d, X.Oec.3.10, Men.Epit.634, Pc.487, Sel.Pap.3.14 (I a.C.), PTeb.104.16 (I a.C.), Arr.Epict.2.22.33, αἱ ἠνδρωμέναι γυναῖκες las mujeres casadas Hp.Virg.1, ἡ ὁμόζυγος γ. la cónyuge Lyd.Mag.3.69;
d) op. ἑταῖρα y παλλακή esposa legítima ἑταῖρα ἦν τῷ βουλομένῳ καὶ οὐ γ. τοῦ ἡμετέρου θείου Is.3.13, cf. Lys.1.31, D.59.122, aunque κουρίδιαι γυναῖκες Hdt.1.135, 5.18, γ. γνησία PEleph.1.3 (IV a.C.);
e) viuda ἀποδοῦναι τῇ γυναικὶ τὴν φερνήν devolver la dote a la viuda Plb.18.35.6, cf. 31.22.4, PBerl.Borkowski 7.24, 8.6 (III/IV d.C.).
2 según cont. y su distinta rel. c. el hombre esclava πατρὸς ἐμοῖο γυνὴ Φοίνισσ' ἐνὶ οἴκῳ Od.15.417
•plu. concubinas τοὺς δ' ἄλλους μοι ἔτικτον ἐνὶ μεγάροισι γυναῖκες Il.24.497, como pertenencia del hombre junto a βοῦς y a ἀροτήρ: γυναῖκα ... κτητήν, οὐ γαμητήν una mujer esclava, no una esposa Hes.Op.406, γυναῖκες εἰλίποδες perífr. por heteras Eup.174, γυναῖκες πρὸς ἑταιρισμόν soldaderas, IPDésert 67.16 (I d.C.).
III op. παρθένος
1 mujer adulta θηλύτεραι γυναῖκες fórmula ép. pleonástica, prob. c. el sent. originario de mujeres en su plenitud prob. que ha sido madre, verdaderas hembras, Il.8.520, Od.15.422, 24.202, Hes.Th.590, Sc.10, Fr.30.34, ἀντὶ παρθένου γυνή S.Tr.148, Περσῶν καλαὶ καὶ μεγάλαι γυναῖκες καὶ παρθένοι X.An.3.2.25, cf. Hp.Aër.17, Epid.1.19, Mul.1.2, Plb.10.19.3, παρθένος ἔνθα βέβηκα, γ. δ' εἰς οἶκον ἀφέρπω Theoc.27.65, γυναῖκες καὶ κόραι X.An.4.5.9, ἐγένετο ἂν γ. Χλόη ῥαδίως, εἰ μὴ Δάφνιν ἐτάραξε τὸ αἷμα Longus 3.24.3, cf. 19.2.
2 mujer prometida τὴν ... τοῦ βασιλέως θυγατέρα, παρθένον οὖσαν, γυναῖκα τῷ βασιλεῖ κατωνομασμένην Plb.5.43.1.
IV op. θεά mujer mortal θεᾶς ἔρος οὐδὲ γυναικός Il.14.315, ἢ θεὸς ἠὲ γ. Od.10.228, γ. θεῷ εὐνηθεῖσα Il.16.176, Ἕκτωρ μὲν θνητός τε γυναῖκά τε θήσατο μαζόν op. Aquiles, hijo de diosa Il.24.58, de la primera mujer ὀνόμηνε δὲ τήνδε γυναῖκα Πανδώρην Hes.Op.80, cf. Paus.1.24.7
•Γυναικῶν Κατάλογος tít. del poema de Hesíodo conocido tb. como Ἠοῖαι D.Chr.2.14, Men.Rh.402.
V de anim. hembra εἰσὶ δέ τινες καὶ γυναῖκες καὶ τῶν ἄλλων ζῴων Arist.Pol.1262a22, εἶτ' εἰσὶν οἱ τέττιγες οὐκ εὐδαίμονες, ὧν ταῖς γυναιξὶν οὐδ' ὁτιοῦν φωνῆς ἔνι; así que, ¿no son felices las cigarras, cuyas hembras no tienen voz? Xenarch.14
•de caballos yegua Luc.Asin.28.
VI gramaticalizado, casi como marca de fem., sin trad. δμῳαὶ γυναῖκες esclavas, Il.9.477, γ. οἰκουρός Hp.Epid.6.8.32, δούλη γ. E.Andr.90, γ. θῆσσα Ant.Lib.25.3, γ. δέσποινα esposa y señora, Od.7.347, χῆραι γυναῖκες viudas, Il.2.289, Plb.10.26.3, Eu.Luc.4.26, γ. νέα muchacha Thgn.457, E.Alc.1049, γυναῖκες ἱέρειαι sacerdotisas Hdt.2.54, cf. 2.56, αἱ Περσίδες γυναῖκες las persas Hdt.3.3, γ. θυραῖος extranjera E.Alc.805, ἑταίρη γ. hetera Hdt.2.134, γ. παλλακή concubina D.S.2.10, γυναῖκες βασίλισσαι reinas D.C.76.1.2, γ. παρθένος doncella Hes.Th.513, γ. γραῦς anciana E.Tr.490, Ar.Th.345, cf. D.19.283, γ. πρεσβῦτις Herm.Vis.1.2.2, γ. ταμίη despensera, Il.6.390, γ. ἀλετρίς molinera, Od.20.105
•acompañando a un n. prop. ἡ γ. Τεύτα Teuta reina iliria, Plb.2.4.7.
• Etimología: De *gu̯enHi̯1 en grado ø/P como beoc. βάνᾱ ai. gnā, av. gənā, que c. otros grados vocálicos ha dado gót. qinō < *gu̯enōn, aesl. žena.
English (Abbott-Smith)
γυνή, -αικός, ἡ, [in LXX for אִשָּׁה;]
1.a woman, married or unmarried: Mt 11:11 14:21, al.; ὕπανδρος γ., Ro 7:2; γ. χήρα, Lk 4:26; in vocat., γύναι implies neither reproof nor severity, but is used freq. as a term of respect and endearment, Mt 15:28, Jo 2:4, 4:21 19:26.
2.a wife: Mt 1:20, I Co 7:3, 4 al.; γ. ἀπολύειν, Mk 10:2, al.; γ. ἔχειν Mk 6:18; γ. λαβεῖν, Mk 12:19; γ. γαμεῖν, Lk 14:20.
3.a deaconess, I Ti 3:11 (CGT, in l.).
English (Strong)
probably from the base of γίνομαι; a woman; specially, a wife: wife, woman.
English (Thayer)
γυναικός, ἡ;
1. universally, a woman of any age, whether a virgin, or married, or a widow: ἡ μεμνηστευμένῃ τίνι γυνή, R G; ἡ ὕπανδρος γυνή, γυνή χήρα, femina vidua, Nepos, praef. 4). 2. a wife: γυνή τίνος, G L WH marginal reading), etc. of a betrothed woman: ἡ γυνή τοῦ πατρός his step-mother: אָב אֵשֶׁת, ἔχειν γυναῖκα: ἔχω, I:2b. at the end γύναι, as a form of address, may be used — either in indignation, Homer, Iliad 3,204; Odyssey 19,221; Josephus, Antiquities 1,16, 3).
Greek Monolingual
η
βλ. γυναίκα.
Greek Monotonic
γῠνή: Δωρ. γυνά, γεν. γυναικός, αιτ. γυναῖκα, κλητ. γύναι, πληθ. γυναῖκες κ.λπ. (όπως αν προερχόταν από ονομ. γύναιξ)·
I. γυναίκα, Λατ. femina, αντίθ. προς τον (ἀνήρ), σε Όμηρ. κ.λπ.· συναπτόμενο με άλλο ουσ., γυνὴταμίη, οικονόμος, δέσποινα γυνή, δμῳαὶ γυναῖκες κ.λπ., στον ίδ.· στην κλητ., συχνά ως προσφώνηση, δήλωση σεβασμού· «αρχόντισσα, κυρία», σε Θεόκρ.· πρὸς γυναικός, όπως μια γυναίκα, σε Αισχύλ.
II. σύντροφος, σύζυγος, συμβία, αντίθ. προς το παρθένος, σε Όμηρ., Ξεν.
III. θνητή γυναίκα, αντίθ. προς το θεά, σε Όμηρ. (πιθ. από την ρίζα από την οποία προέρχεται και το γί-γνομαι).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
γυνή γυναικός, ἡ, Dor. γυνά; vocat. γύναι; dual. γυναῖκε; Aeol. plur. γύναικες γυναίκων γυναίκεσσι van mensen vrouw ( bijv. tegenover man, echtgenoot, godin); met ander subst.. δμῳαὶ γυναῖκες slavinnen Il. 9.477. van dieren wijfje.
Russian (Dvoretsky)
γυνή: γῠναικός ἡ (pl. γυναῖκες, dat. γυναιξί(ν) Theocr. γύναικες и γύναιζιν)
1) женщина (ἀνέρες ἠδὲ γυναῖκες Hom.; ἄνδρες καὶ γυναῖκες Arst.); часто описат.: γ. ταμίη Hom. = ταμίη; δμῳαὶ γυναῖκες Hom. = δμῳαί;
2) смертная женщина, т. е. человек (γ. εἰκυῖα θεῇσιν Hom.);
3) замужняя женщина, жена, супруга (γ. αἰδοίη Ὀδυσῆος Hom.; γυναῖκες καὶ παρθένοι Xen.; γ. μήτηρ, οὐκέτι κώρα Theocr.; γ. δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ᾽ οἰκίας Men.): θέσθαι γυναῖκά τινα Hom. взять кого-л. в жены;
4) самка (ἄρρενες καὶ γυναῖκες Arst.).
Frisk Etymological English
γυναικός
Grammatical information: f.
Meaning: wife, woman (Il.),
Other forms: Boeot. βανά (Corinn.), pl. βανῆκας γυναῖκας H.; Cypr. *βονα does not exist (Masson, Inscr, chypr. 1961, 298). Voc. γύναι from *γυναικ, see Schwyzer 582f. The stem γυν-αικ- prob. from adj. *gʷneh₂-iko- (Szemerényi, AION 2 (1960) 13-30; against Lejeune, Rev. ét. anc. 63 (1961) 435).
Dialectal forms: Myc. kunaja \/gunai-a\/.
Compounds: On the forms of γυνή as second member ἄ- ἀνδρό- κατά- μισό- φιλόγυνος, ἀ- ἡμι- καλλι- ὀρσι- φιλογύναιξ, ἀγύναικος, ἀ- ἡμι- κακο- κατα- μισο- πολυ- φιλογύναιος, ἀ- ἀνδρο- μισο- νεο- πολυ- φιλογύνης Sommer Nominalkomp. 62f. Exceptional γύν-ανδρος hermaphrodite, and γυναι-μανής (Il.). Survey DELG.
Derivatives: Diminut. γυναικάριον (Diokl. Com.), γυναίκιον (Longos), γυναικίσκιον παιδίσκιον H. - γυναικίας m. womanish man (Eup.; as νεανίας); γυναικωνῖτις womens room (Lys.; s. Redard Les noms grecs en -της 110), rare γυναικών (X., as ἀνδρών). - Adj. γυναικήϊος, -εῖος (Od.; as ἀνδρήϊος, -εῖος), γυναικικός (Arist.; as ἀνδρικός), γυναικώδης (Plb.: ἀνδρώδης), γυναικηρός (Diokl. Com.; after πονηρός etc.). - Denom. γυναικίζω, -ομαι behave like a woman (Ion.-Att.) with γυναίκισις (Ar.) and γυναικισμός (Plb.); γυναικόομαι, -όω be, make womanish (Hp.). - Not from γυναικ- γύννις, -ιδος womanish man and γύναιος (cf. δείλαιος), γύναιον woman.
Origin: IE [Indo-European] [473] *gʷen-h₂ woman
Etymology: Old word for woman, wife. Exact agreement in Skt. (Ved.) gnā́ woman, goddess (often disyll.), Av. gǝnā woman. With γυναι- agrees Arm. kanay- in plural kanay-k (nom.) etc.; a -κ- also in Messap. gunakhai γυναικί (?), and NPhr. knaikan, knaiko. - Labiovelar also in Goth. qino (n-stem), OIr. ben (ā-stem) woman, both < *guen-. The full grade, in Greek replaced by the zero grade, seen in Arm. kin, OPr. genna, OCS žena, Skt. jáni-, Toch. A śäṃ B śana, OIr. ben. Zero grade in OIr. ban- (in comp.), gen. sg. mnā (< *bnā-s). Lengthened grade in Goth. qens (i-stem) woman. Original paradigm proterodynmic h₂-stem gʷen-h₂ (seen in Skt. jáni-), gen. *gʷn-eh₂-s. - On μνάομαι woo for ones bride s.s.v.. - Full grade in βενέω, variant of βινέω acc. to De Lamberterie, RPh 65 (1991) 149-160?