περιπατέω
νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin
English (LSJ)
A walk up and down, as in a cloister, opp. βαδίζειν (take a walk), ἐν ταῖς στοαῖς Dicaearch. ap. Plu.2.796d ; walk about, Ar.Eq. 744, V.237 ; περιπατῶν ἀνδριάς Alex.204 ; ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Pl. Euthd.273a ; π. ἄνω κάτω Ar.Lys.709 ; π. περιπάτους X.Mem.3.13.5, cf. Men.Pk.156 ; περιπατεῖται ἡ ὁδός the road is for walking on, A.D. Synt.279.19 : c. acc., traverse, ὅλην τὴν Αἴγυπτον POxy.471.124 (ii A.D.). 2 walk about while teaching, discourse, Pl.Ep.348c, D.L.7.109 ; π. ἐς τοὺς ἀκροωμένους dispute, argue with them, Philostr.VA 1.17, cf. 7.22. 3 metaph., walk, i.e. live, Phld.Lib.p.12 O. ; κατὰ τὴν παράδοσιν Ev.Marc.7.5 ; ἀτάκτως 2 Ep.Thess.3.6.
German (Pape)
[Seite 586] herumgehen; Ar. Lys. 709; περίπατον, Xen. Mem. 3, 13, 5; Plat. u. A.; bes. herumspazieren u. dabei über philosophische Gegenstände sprechen, wie es vorzugsweise Aristoteles zu halten pflegte, Plat. Ep. VII, 348 c; oft bei Sp., wie Plut. u. Luc.; περιπατεῖν εἰς τοὺς ἀκροωμένους, Philostr.
Greek (Liddell-Scott)
περιπᾰτέω: ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, κάμνω γύρους π.χ. εἰς ὑπόστεγον μέρος, ἀντιθέτως πρὸς τὸ βαδίζω (ἐξέρχομαι εἰς περίπατον), Δικαίαρχ. παρὰ Πλουτ. 2. 796D· - περιπατῶ, Ἀριστοφ. Ἱππ. 741, Σφ. 237, Πλάτ. Εὐθύδημ. 273Α· π. ἄνω κάτω Ἀριστοφ. Λυσ. 709· π. περίπατον Ξεν. Ἀπομν. 3. 13, 5· περιπατεῖται ἡ ὁδός, εἶναι κατάλληλος διὰ περίπατον, Ἀπολλών. περὶ Συντάξ. 276. 2) περιπατῶ διδάσκων, συζητῶν, Πλάτ. Ἐπιστ. 348C, Διογ. Λ. 7. 109· περιπατῶ εἴς τινας, ὁμιλῶ, διδάσκω αὐτούς, Φιλόστρ. 21. 372· πρβλ. περιπατητικός. 3) καθόλου, ὡς καὶ νῦν, περιπατῶ, Πλάτ., κλπ. 4) μεταφορ., περιπατῶ, δηλ. ζῶ, διάγω, περιπατεῖν κατὰ τὴν παράδοσιν τῶν πρεσβυτέρων Εὐαγγ. κατὰ Μάρκον ζ΄, 5, Ἐπιστ. Β΄ πρ. Θεσσ. γ΄, 6, κτλ.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
circuler, aller et venir, se promener ; particul. se promener en conversant.
Étymologie: περί, πατέω².
English (Strong)
from περί and πατέω; to tread all around, i.e. walk at large (especially as proof of ability); figuratively, to live, deport oneself, follow (as a companion or votary): go, be occupied with, walk (about).
English (Thayer)
περιπατῶ; imperfect 2nd person singular περιεπάτεις, 3rd person περιεπάτει, plural περιεπάτουν; future περιπατήσω; 1st aorist περιεπάτησα; pluperfect 3rd person singular περιεπεπατήκει ( elz), and without the augment (cf. Winer s Grammar, § 12,9; (Buttmann, 33 (29))) περιπεπατήκει (ibid. st Griesbach); the Sept. for הָלַך; to walk; (walk about A. V. Aristophanes, Xenophon, Plato, Isocrates, Josephus, Aelian, others): absolutely, Tdf. ὕπαγε; to make one's way, make progress, in figurative discourse equivalent to to make a due use of opportunities, γυμνός περιπατῇ, ἐπάνω (τίνος), διά with the genitive of the thing, G L T Tr WH); ἐν with the dative of place, equivalent to to frequent, stay in, a place, ἐν τισί, among persons, περιεπάτεις ὅπου ἤθελες, of personal liberty, ἐν τῇ σκοτία, to be subject to error and sin, ἐν with the dative of the garment one is clothed in, ἐν κοκκινοις, Epictetus diss. 3,22, 10); ἐπί τῆς θαλάσσης (R G; 26 L T Tr WH; ἐπί, A. I:1a. and 2a.; ἐπί τήν θαλασσην, ἐπί τά ὕδατα (L T Tr WH, 26 R G, 29), see ἐπί, C. I:1a.; (παρά τήν θάλασσαν, see παρά, III:1); μετά τίνος, to associate with one, to be one's companion, used of one's followers and votaries, to live (cf. Winer s Grammar, 32; common in Paul and John , but not found in James or in Peter (cf. ἀναστρέφω 3b., ἀναστροφή)), i. e. α. to regulate one's life, to conduct oneself (cf. ὁδός, 2a., πορεύω, b. γ.): ἀξίως τίνος, εὐσχημόνως, ἀκριβῶς, ἀτάκτως, ὡς or καθώς τίς, οὕτω περιπατοῦντας καθώς, καθώς περιεπάτησεν ... οὕτως περιπατεῖν, L Tr text WH omit οὕτω)); πῶς, καθώς, οὕτως, ὡς, ἐχθροί τοῦ σταυροῦ τοῦ Χριστοῦ, κώμοις, μέθαις, etc., Romans , vol. iii., p. 140f; with a dative of the standard according to which one governs his life (cf. Fritzsche as above, p. 142; also Buttmann, § 133,22b.; Winer's Grammar, 219 (205)): ἐν with a dative denoting either the state in which one is flying, or the virtue or vice to which he is given (cf. ἐν, I:5e., p. 210b bottom): ἐν βρώμασι, of those who have fellowship in the sacrificial feasts, ἐν Χριστῷ (see ἐν, I:6b.), to live a life conformed to the union entered into with Christ, κατά with an accusative of the person or thing furnishing the standard of living (κατά ἄνθρωπον, κατά σάρκα, β. equivalent to to pass (one's) life: ἐν σαρκί, in the body, διά πίστεως (see διά, A. I:2), ἐμπεριπατέω.)
Greek Monotonic
περιπᾰτέω: μέλ. -ήσω (περίπατος)·
1. περπατώ πάνω και κάτω, περιδιαβαίνω, σε Αριστοφ., Ξεν.· γενικά, περπατώ, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. μεταφ. πορεύομαι, διέρχομαι, δηλ. ζω, σε Καινή Διαθήκη
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιπατέω [περίπατος] rondwandelen; overdr. een... leven leiden, met adv.: ὡς ἐν ἡμέρᾳ εὐσχημόνως περιπατήσωμεν laten wij in alle openheid eerzaam leven NT Rom. 13.13.
Russian (Dvoretsky)
περιπᾰτέω:
1) ходить кругом, прохаживаться (ἐν τῷ καταστέγῳ δρόμῳ Plat.; ἄνω κάτω Arph.; παρὰ τὴν θάλασσαν NT);
2) прогуливаться, гулять (ὅλην τὴν ἡμέραν Xen.): τοὺς περιπάτους π. Xen. совершать прогулки;
3) ходить, т. е. пребывать, жить (ἐν σκοτίᾳ NT), тж. поступать (εὐσχημόνως NT).