κλέπτω
English (LSJ)
Ion. impf.
A κλέπτεσκον Hdt.2.174: fut. κλέψω Ar.Ec.667, etc., κλέψομαι X.Cyr.7.4.13: aor. ἔκλεψα Il.5.268, etc.: pf. κέκλοφα Ar.Pl.369, 372, Pl.Lg.941d; later part. κεκλεβώς IG5(1).1390.75 (Andania, i B.C.):—Pass., aor. 1 ἐκλέφθην Hdt.5.84, E.Or.1580: aor. 2 ἐκλάπην [ᾰ] Pl.R.413b, X.Eq.Mag.4.17; later part. κλεπείς BGU454.19 (ii A.D.): pf. κέκλεμμαι S.Ant.681, Ar.V.57. (Cf. Lat. clèpere, Goth. hlifan (κλέπτειν), hliftus (κλέπτης)):—steal, c. acc. or abs., Il.24.24, 71, 109; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i.e. foals of that breed, 5.268; κλέπτουσιν ἐφ' ἁρπαγῇ ἄλλοθεν ἄλλος Sol.4.13; κ. μοιχεύειν τε Xenoph.11.3; ἢν μηδὲν μήτε κλέπτῃ μήτε ἀδικῇ Democr.253; κ. τι παρ' ἀλλήλων Hdt.1.186; κ. ἐξ ἱερῶν Pl.Lg.857b; carry off, κλέψεν Μήδειαν Pi.P.4.250; πυρὸς σέλας κ., of Prometheus, A.Pr.8; κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ S.Ph. 644; κ. τοὺς μηνύοντας spirit away the deponents, Antipho 5.38; ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κ. let it down secretly, E.Tr.958, cf. 1010; κ. μορφάς, of painters, steal forms (by transferring them to canvas), Luc.Epigr.41. 2 in part. Act., thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief s look, Ar.V.900; κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός he's an arrant thief, ib.933. II c.acc. pers., cozen, cheat, πάρφασις, ἥ τ' ἔκλεψε νόον Il.14.217; οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Hes: Th.613; μὴ κλέπτε νόῳ Il.1.132; κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pi.P.3.29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις Id.N.7.23; οὔτοι φρέν' ἂν κλέψειεν A.Ch.854, cf. S.Tr.243, etc.; τὴν γνώμην Hp.Epid. 5.27; κ. τὴν ἀκρόασιν Aeschin.3.99:—Pass., κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist.Rh.1408b5; προβαίνειν κλεπτόμενος to go on blindfold, Hdt.7.49; κλέπτεταί οἱ ἡ αὐγή his vision becomes deceptive, Hp.Morb.2.12; κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Pl.R.l.c.: impers., κλέπτεται the deception is passed off, Arist.Rh.1404b24. III conceal, keep secret, θεοῖο γόνον Pi.O.6.36; θυμῷ δεῖμα Id.P.4.96; disguise, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ' E.Supp.416; τοῖς ὀνόμασι κ. τὰ πράγματα Aeschin.3.142; τοὺς ἑαυτῶν κ. X.Eq.Mag.5.2; κ. ἑαυτὸν ὀφθαλμῶν τε καὶ ὤτων Philostr.VS1.7.2; κ. τοῦ διανοήματος τὴν ἄδειαν Demetr.Eloc.239:—Pass., κλέπτεται τὸ μετρικόν ib.182, cf. Them.in Ph.276.26, Paul.Aeg.6.103. IV do secretly or treacherously. δόλοισι κ. σφαγάς execute slaughter by secret frauds, S.El.37; πόλλ' ἂν… λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Id.Aj.1137; κ. μύθους whisper malicious rumours, ib.188(lyr.); κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or open force, Pl.Lg.933e; ταῦτα κλέπτοντες ταῖς πράξεσιν, i.e. λάθρᾳ πράττοντες, ib.910b; κλεπτομένη λαλιά secret, clandestine, Luc.Am.15, etc. 2 seize or occupy secretly, τὰ ὄρη X.An.5.6.9, cf. 4.6.11, 15; τὴν ἀρχήν D.H.4.10. 3 effect or bring about clandestinely, γάμον κ. δώροις Theoc.22.151:—Pass., to be 'smuggled in', Arist.Rh.Al.1440b21. 4 get rid of imperceptibly, τὸ δοκεῖν… D.H.Rh.8.7; τῇ ποικιλίᾳ τὸν κόρον Id.Comp.19:—Pass., τοῦ πόσου κλεπτομένου Plot.4.7.5.
German (Pape)
[Seite 1449] fut. κλέψω, ὅπως κλέψεις Soph. Phil. 55 (1 mss. κλέψῃς), gew. κλέψομαι, Xen. Cyr. 7, 4, 12; perf. κέκλοφα, pass. κέκλεμμαι, att. auch κέκλαμμαι, aber Ar. Vesp. 57 ist jetzt κεκλεμμένον hergestellt, wie Ath. IX, 409 c; aor. pass. ἐκλέφθην, Eur. Or. 1597, u. ἐκλάπην, letzteres Plat., vgl. ἐξεκλάπην; – 1) stehlen, heimlicherweise, listig entwenden u. sich aneignen; bei Hom. u. Hes. noch nicht als sittlich schlecht bezeichnet, sondern wegen Schlauheit u. Gewandtheit, die sich dabei zeigt gelobt, wie Hermes selber stiehlt, Il. 24, 24; heimlich entrücken, 5, 268; Aesch. Prom. 8; Soph. Phil. 640; κλέψας ἄγαλμα Eur. Rhes. 502; ἀναγκάζω πάλιν ἐξεμεῖν ἅττ' ἂν κεκλόφωσί μου Ar. Equ. 1149; κλέπ τεσκε ἂν περιιὼν τὰ ἐπιτήδεα Her. 2, 174; κλεφθέντων τῶν ἀγαλμάτων 5, 84; Plat. u. Folgde; von ἁρπάζω unterschieden, ὅταν παρῇ κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Soph. Phil. 640, wie Ar. Plut. 372; von Menschen, entführen, Μήδειαν pind. P. 4, 250, vgl. Antiph. 5, 38 κλέπτουσι τοὺς μηνύοντας κἆτα ἀφανίζουσιν, heimlich über die Seite schaffen. Auch einen Ort heimlich, unbemerkt einnehmen, Xen. An. 4, 6, 11. 5, 6, 9. Durch List erlangen, erschleichen, Arist. rhet. Al. 36, 2; γάμον δώροις Theocr. 22, 51. – 2) allgemeiner, betrügen, hintergehen, berücken; πάρφασις ἔκλεψε νόον, Schmeichelrede bethörte den Sinn, Il. 14, 217; Hes. Th. 613; μὴ κλέπτε νόῳ, hege nicht Trug in der Seele, Il. 1, 132; κλέπτει τέ νιν οὐ θεός, οὐ βροτὸς ἔργοις οὔτε βουλαῖς Pind. P. 3, 29; σοφία κλέπτει παράγοισα μύθοις N. 7, 23; οὔτοι φρένα κλέψειαν ὠμματωμένην Aesch. Ch. 841, θεοῖσι κλέπτομαι Soph. Ant. 1203, ich werde von den Göttern getäuscht; εἰ μὴ τῷ χρόνῳ κεκλέμμεθα 677; Eur. Herc. Fur. 100, einzeln auch in Prosa, κλέπτεται ὁ ἀκροατής Arist. rhet. 3, 7; vgl. Aesch. 3, 99 κλέπτων τὴν. ἀκρόασιν καὶ μιμούμενος τοὺς τἀληθῆ λέγοντας, vgl. §. 85; von Taschenspielern, τὰς τῶν θεωμένων ὄψεις δι' ὀξυχειρίαν κλέπτουσι S. Emp. adv. rhet. 39. – Her. vrbdt προβαίνει τὸ πρόσω κλεπτόμενος. er laßt sich verleiten, vorwärts zu gehen, 7, 49, 2. – 3) heimlich halten, verhehlen; θεοῦ γόνον Pind. Ol. 6, 36; θυμῷ δεῖμα P. 4, 96; τοὺς ἑαυτοῦ ἱππέας ἅμα κλέπτοντα ἐξ ἀπροσδοκήτου τοῖς πολεμίοις ἐπιτίθεσθαι Xen. Hipparch. 5, 2; τοῖς ὀνόμασι κλέπτων καὶ μεταφέρων τὰ πράγματα Aesch. 3, 142, indem er die Sachen verdeckt mit falschen Namen; Sp. – 4) heimlich, verstohlen thun; μύθους κλέπτουσι ὑποβαλλόμενοι, geheim breiten sie fälschlich Lügen aus, wie πόλλ' ἂν κακῶς λάθρᾳ σὺ κλέψειας κακά Soph. Ai. 188, vgl. 1116; τὰς ὀχείας Arist. H. A. 6, 20; Plat. setzt einander gegenüber κλέπτων ἢ βιαζόμενος, heimlich oder mit Gewalt, Legg. XI, 933 e; οὐκοῦν κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν, ohne daß sie es merken od. gezwungen, Rep. III, 413 b. – Das part. praes. κλέπτον, diebisch, verstohlen; ὡς δὲ καὶ κλέπτον βλέπει ὁ μικρός Ar. Vesp. 900; κλέπτον τὸ χρῆμα 932. – Verwandt mit καλύπτω; bei Hesych. auch κλέπω, vgl. Lob. Phryn. 317.
Greek (Liddell-Scott)
κλέπτω: Ἰων. παρατ. κλέπτεσκον Ἡρόδ. 2. 174· μέλλ. κλέψω Ἀριστοφ., κτλ.· ὡσαύτως κλέψομαι Ξεν. Κύρ. 7. 4, 13· ἀόριστ. ἔκλεψα Ἰλ., Ἀττ. πρκμ. κέκλοφα Ἀριστοφ. Πλ. 368, 372, Πλάτ. κτλ. ― Παθ., ἀόρ. α΄ ἐκλέφθην Ἡρόδ. 5. 84, Εὐρ.· ἀόρ. β΄ ἐκλάπην ᾰ Πλάτ. Πολ. 413Α, Ξεν., κτλ.· πρκμ. κέκλεμμαι Σοφ. Ἀντ. 681· κέκλαμμαι ἐφέρετο πρότερον παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 57. (Ἐκ. √ΚΛΕΠ, ὡς φαίνεται ἐκ τοῦ κλέπος, ἀόρ. κλαπῆναι, κλοπή, κτλ.· πρβλ. λατ. clap-ere· Γοτθ. hlif-an (κλέπτειν), hlif-tus (κλέπτης)· πρβλ. τὸ Σκωτικὸν lift = κλέπτω, ὡς ἐν τῷ cattle-lifter· ὅπερ ἔχει καὶ ὁ Shaksp. (Troilus and Cress. 1. 2,) καὶ ὁ Ben Jonson, καὶ νῦν δὲ διαμένει ἐν τῇ λέξ. shop-lifter). κλέπτω, λαμβάνω κρυφίως, μετ’ αἰτ. Ὅμ., κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ ὁποίου ἡ κλοπὴ ὡς καὶ ἡ πειρατεία δὲν ἐθεωροῦντο ἄτιμα ἔργα ἀποδιδόμενα εἰς τοὺς ἥρωας, καὶ εἰς αὐτοὺς τοὺς θεούς, οἷον εἰς τὸν Ἑρμῆν, Ἰλ. Ω. 24· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, ἐξ ἐκείνης τῆς γενεᾶς ἔκλεψε, ἐνν. πώλους, Ε. 268· ἀλλὰ παρὰ Σόλωνι φαίνεται καθαρῶς ἐπὶ κακῆς σημασίας, κλ. κοινά, δημόσια 3. 13· κλ. τι παρά τινος Ἡρόδ. 1. 186· κ. ἐξ ἱερῶν, ἀφ’ ἱερῶν Πλάτ. Νόμ. 857Β· ἐπὶ προσώπων, ἰδίως ἐπὶ γυναικῶν, ἀπάγω, Πινδ. Π. 4. 445· πυρὸς σέλας κλ., ἐπὶ τοῦ Προμηθέως, Αἰσχύλ. Πρ. 8· κλέψαι τε χἀρπάσαι βίᾳ Σοφ. Φιλ. 644· κλ. τοὺς μηνύοντας, τοὺς καταγγέλοντας ἀπάγω, Ἀντιφῶν 133 ἐν τέλ.· ἐξ ἐπάλξεων πλεκταῖσιν ἐς γῆν σῶμα κλ., καταβιβάζω κρυφίως, Εὐρ. Τρῳ. 958, πρβλ. 1010· ― κλ. μορφάς, κλέπτω μεταβιβάζων μορφὰς εἰς τὸν πίνακα (ἀντιγράφων), Ἀνθ. Π. 11. 433. 2) κατ’ ἐνεργ. μετοχ., κλεπτικός, κλέπτον βλέπει, ἔχει βλέμματα κλέπτου, Ἀριστοφ. Σφ. 900· κλέπτον τὸ χρῆμα τἀνδρός, εἶναι διαβόητος κλέπτης, αὐτόθι 933. ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσ., ἐξαπατῶ, δολιεύομαι, πανούργως ἀποστερῶ, πάρφασις, ἥ τ’ ἔκλεψε νόον Ἰλ. Ξ. 217· οὐκ ἔστι Διὸς κλέψαι νόον Ἡσιόδ. Θ. 613· μὴ κλέπτε νόῳ Ἰλ. Λ. 132· κλέπτει νιν οὐ θεός, οὐ βροτός, ἔργοις οὔτε βουλαῖς Πίνδ. Π. 3. 52· σοφία κλέπτει παράγοισα ὁ αὐτ. Ν. 7. 33· οὔτοι φρέν’ ἂν κλέψειεν Αἰσχύλ. Χο. 854, πρβλ. Σοφ. Τρ. 243, κτλ.· καὶ παρὰ πεζογράφοις, κλ. τὴν ἀκρόασιν Αἰσχίν. 67. 40· οὕτως ἐν τῷ παθ., κλέπτεται ὁ ἀκροατὴς Ἀριστ. Ρητ. 3. 7, 5· προβαίνει κλεπτόμενος, ἐξαπατώμενος, τυφλώττων, Ἡρόδ. 7. 49, 2· κλαπέντες ἢ βιασθέντες τοῦτο πάσχουσιν Πλάτ. Πολ. 413Α· ἀπροσ., κλέπτεται, γίνεται ἡ ἐξαπάτησις, ἐνεργεῖται ἡ ἀπάτη, Ἀριστ. Ρητ. 3. 2, 5. ΙΙΙ. ὡς τὸ κρύπτω, ἀποκρύπτω, φυλάττω μυστικόν, Πινδ. Ο. 6. 60, Π. 4. 171, Σοφ. Φιλ. 57, Ξεν. Ἱππαρχ. 5, 2· κλ. τί τινος, ἀποκρύπτω ἀπὸ…, Πλάτ. Πολ. 334Α· πρβλ. κλεπτέον· ― παρατρέπω, μεταβάλλω, διαβολαῖς νέαις κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματ’ Εὐρ. Ἱκέτ. 415· τοῖς ὀνόμασι κλ. τὰ πράγματα Αἰσχίν. 73 ἐν τέλ.· κλ. τὰ μέτρα Δημ. Φαληρ. 118· τὴν ἀλήθειαν Συνέσ. 283C, κτλ. IV. πλάττω κρυφίως ἢ μετὰ δόλου, δόλοισι κλ. σφαγάς, ἐκτελῶ σφαγὰς διὰ μυστικῆς ἀπάτης, Σοφ. Ἠλ. 37· πόλλ’ ἄν... λάθρα σὺ κλέψειας κακὰ ὁ αὐτ. ἐν Αἴ. 1137· κλ. μύθους, ψιθυρίζω, διαδίδω κακὰς φήμας, ὁ αὐτ. 189· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, δι’ ἀπάτης ἢ φανερᾶς βίας, Πλάτ. Νόμ. 933Ε· ταῦτα κλέπτοντες πράξεσιν, δηλ. λάθρα πράττοντες, ὁ αὐτ. 910Β· κλεπτομένη λαλιά, μυστική, κρυφία, κρυφή, Λουκ. Ἔρωτ. 15, κτλ. 2) καταλαμβάνω κρυφίως, τὰ ὄρη Ξεν. Ἀν. 5. 6, 9, πρβλ. 4. 6, 11 καὶ 15· τὴν ἀρχὴν Διον. Ἁλ. 4. 10· ― ὡσαύτως, ἐπιτελῶ, ἐκτελῶ κρυφίως, κλέπτειν γάμον δώροις Θεόκρ. 22. 151, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. π. Ἀλέξ. 36, 2. 3) ἀνεπαισθήτως ἀπαλλάττομαι, τὴν αὐγὴν Ἱππ. 464. 43· κλ. τὸ δοκεῖν..., Διον. Ἁλ. Τέχν. Ρητ. 7.
French (Bailly abrégé)
f. κλέψω, ao. ἔκλεψα, pf. κέκλοφα;
Pass. ao. ἐκλέφθην, ao.2 ἐκλάπην, pf. κέκλεμμαι;
1 voler, dérober : τι ἀπό τινος dérober un objet d’un trésor, de qch ; fig. s’emparer par surprise de : ὄρος XÉN d’une montagne ; τὰ τῶν πολεμίων κλ. XÉN surprendre le secret de l’ennemi ; en parl. de l’intelligence νόον IL, φρένα ESCHL s’emparer par surprise de l’intelligence de l’esprit, càd tromper, abuser ; qqf en b. part captiver : κλέπτεται ὁ ἀκροατής ARSTT l’auditeur est pris, captivé;
2 cacher, dissimuler : τοῖς ὀνόμασι κλ. τὰ πράγματα ESCHN dissimuler des choses sous de faux noms ; abs. tromper;
3 faire avec dissimulation, accomplir avec perfidie, tromper : κακά SOPH de mauvais desseins ; μύθους SOPH répandre de mauvaises paroles;
4 accomplir secrètement : σφαγάς SOPH un meurtre;
Moy. κλέπτομαι (f. κλέψομαι) voler ou dérober à son propre détriment.
Étymologie: R. Κλεπ, cacher, cf. καλύπτω.
English (Autenrieth)
aor. ἔκλεψα: steal; then deceive, νόον τινός, Il. 14.217; μὴ κλέπτε νόῳ, ‘do not hide things in thy heart,’ Il. 1.132.
English (Slater)
κλέπτω (κλέπτει; -ων, -οισα: aor. κλέψεν; -ψαις: pass. κλέπτεται; -όμενον.)
a cheat ἀθανάτους (-ων v. l.) ὅτι κλέψαις ἁλίκεσσι συμπόταις νέκταρ ἀμβροσίαν τε δῶκεν (O. 1.61) κλέπτει τέ μιν οὐ θεὸς οὐ βροτὸς (P. 3.29) σοφία δὲ κλέπτει παράγοισα μύθοις (N. 7.23)
b conceal οὐδ' ἔλαθ Αἴπυτον κλέπτοισα θεοῖο γόνον (O. 6.36) κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα (P. 4.96) αἰδὼς γὰρ ὑπὸ κρύφα κέρδει κλέπτεται, ἃ φέρει δόξαν (N. 9.33) ἀκτὶς ἀελίου, ἄστρον ὑπέρτατον ἐν ἁμέρᾳ κλεπτόμενον referring to a solar eclipse Πα. . 3. γλυκύ τι κλεπτόμενον μέλημα Κύπριδος (Arethas: βλεπτόμενον codd. Clem. Alex.) fr. 217.
c carry off secretly κλέψεν τε Μήδειαν (sc. Jason) (P. 4.250) cf. (O. 1.61)
English (Strong)
a primary verb; to filch: steal.
English (Thayer)
future κεψω (the Sept. also in κλέψομαι more common (?) cf. Veitch, under the word; Kühner, § 343, under the word, 1:848) in secular authors); 1st aorist ἐκλεψα; (from Homer down); the Sept. for גָּנַב;
a. to steal; absolutely, to commit a theft: to steal i. e. take away by stealth: τινα, the dead body of one, Matthew 28:13.
Greek Monolingual
Greek Monotonic
κλέπτω: Ιων. παρατ. κλέπτεσκον· μέλ. κλέψω και κλέψομαι, αόρ. αʹ ἔκλεψα, παρακ. κέκλοφα — Παθ., αόρ. αʹ ἐκλέφθην, αόρ. βʹ ἐκλάπην [ᾰ], παρακ. κέκλεμμαι·
I. 1. κλέβω, λωποδυτώ, ξαφρίζω, υπεξαιρώ, σε Όμηρ. κ.λπ.· τῆς γενεῆς ἔκλεψε, από αυτή τη γενιά έκλεψε ο Αγχίσης, δηλ. έκλεψε πουλάρια αυτής της ράτσας, σε Ομήρ. Ιλ.· σῶμα κλ., το κατεβάζω κρυφά, σε Ευρ.
2. ως Ενεργ. μτχ., κλεφτικός, κλέπτον βλέπει, έχει το ύφος του κλέφτη, σε Αριστοφ.
II. εξαπατώ, ξεγελώ, αποσπώ με απάτη, παραπλανώ, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ. — Παθ., προβαίνει κλεπτόμενος, προχωρεί με κλειστά μάτια, σε Ηρόδ.
III. όπως το κρύπτω, κρύβω, αποκρύπτω, κρατώ μυστικό, συγκαλύπτω, σε Πίνδ., Σοφ., Ευρ. κ.λπ.
IV. 1. πράττω με μυστικότητα ή ύπουλα, κλ. σφαγάς, διαπράττω, εκτελώ σφαγές μυστικά, σε Σοφ.· κλ.μύθους, διαδίδω κακές φήμες, στον ίδ.· κλέπτων ἢ βιαζόμενος, μέσω απάτης ή βίας, σε Πλάτ.
2. καταλαμβάνω ή κατακτώ μυστικά, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
κλέπτω: (ион. impf. iter. κλέπτεσκον, fut. κλέψομαι и κλέψω, pf. κέκλοφα; дор. part. praes. f κλέπτοισα; pass.: aor. 1 ἐκλέφθην, aor. 2 ἐκλάπην с ᾰ, pf. κέκλεμμαι)
1) красть, воровать, похищать (τί τινος Xen., Plat., τι παρά τινος Her., τι ἔκ τινος Plat. и τι ἀπό τινος Plut.); похищать, уводить (Μήδειαν Pind.): εἰς γῆν τὸ σῶμα κ. Eur. спрыгнуть (незаметно соскользнуть) на землю; ὁ κλέπτων NT = ὁ κλέπτης;
2) тайком захватывать (τὰ ὄρη Xen.);
3) тайком узнавать (τὰ τῶν πολεμίων βουλεύματα Plat.);
4) добывать себе хитростью, выманивать (δώροις τι Theocr.);
5) хитростью привлекать к себе, вводить в заблуждение (νόον Hom.; φρένα Aesch.): μὴ κλέπτε νόῳ Hom. не пытайся обморочить (меня); κλαπέντες Plat. одураченные;
6) скрывать, прикрывать (τοῖς ὀνόμασι τὰ πράγματα Aeschin.);
7) укрывать, прятать (ἱππέας Xen.);
8) (тж. κ. κακά Soph.) поступать коварно: κ. μύθους Soph. тайно клеветать;
9) совершать втайне (σφαγάς Soph.);
10) (о художнике) слегка набрасывать (τὰς μορφάς Anth.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλέπτω [~ καλύπτω?] imperf. iter. κλέπτεσκον; aor. pass. ἐκλέφθην en ἐκλάπην; perf. κέκλοφα, med.-pass. κέκλεμμαι, plqperf. ἐκεκλόφειν; fut. pass. κλαπήσομαι stelen: abs.:; κλέπτειν μοιχεύειν τε stelen en echtbreuk plegen Xenoph. B 11.3; κλέψαι... θρασὺν Ἕκτορα (het lijk van de) de dappere Hector ontvoeren Il. 24.71; κ. παρ ’ ἀλλήλων van elkaar stelen Hdt. 1.186.3; ptc.:; κλέπτον βλέπει hij kijkt diefachtig Aristoph. Ve. 900; zelden med.:; τῶν ἑαυτῶν κλέψονται ze zullen van hun eigen bezit stelen Xen. Cyr. 7.4.13; overdr.: γάμον δ ’ ἐκλέψατε δώροις jullie hebben door omkoping het huwelijk gestolen Theocr. Id. 22.151. bedriegen, misleiden:; μὴ κλέπτε … νόῳ probeer mij niet om de tuin te leiden Il. 1.132; ἥ τ ’ ἔκλεψε νόον πύκα περ φρονεόντων (verleidelijke praat) die het denkvermogen zelfs van weldenkende mensen misleidt Il. 14.217; εἰ μὴ ξυμφοραὶ κλέπτουσί με als hun rampspoed mij niet misleidt Soph. Tr. 243; pass.:; τὸ πρόσω αἰεὶ κλεπτόμενος doordat je je steeds verder naar voren laat lokken Hdt. 7.49.4; κλέπτεται ὁ ἀκροατής de toehoorder wordt misleid Aristot. Rh. 1408b5; onpers.: κλέπτεται δ ’ εὖ de misleiding is geslaagd Aristot. Rh. 1404b24. verbergen, verheimelijken:; κλέψας τὰ πρόσθε σφάλματα door de voorafgaande misstappen verborgen te houden Eur. Suppl. 416; in het geheim of valselijk doen/produceren/bemachtigen:. κλέπτουσι μύθους οἱ μεγάλοι βασιλεῖς de machtige koningen verspreiden valse verhalen Soph. Ai. 188; τὰ... ὄρη κλέψαι heimelijk de bergen bezetten Xen. An. 5.6.9; τὰ τῶν πολεμίων κλέψαι καὶ βουλεύματα καὶ τὰς ἄλλας πράξεις de plannen en de overige acties van de vijand te slim af zijn Plat. Resp. 334a.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: steal, conceal, do secretly, cheat, deceive.
Other forms: Aor. κλέψαι (Il.), pass. κλεφθῆναι (Hdt., E.), κλαπῆναι (Th., Pl.), ptc. κλεπείς (pap. IIp), fut. κλέψω (h. Merc.), perf. κέκλοφα (Att.), ptc. κεκλεβώς (Andania Ia; hyperdialectic?, Schwyzer 722), midd. κέκλεμμαι (S.), κέκλαμμαι (Ar.),
Compounds: also with prefix as ἀπο-, ἐκ-, δια-, ὑπο-. As 2. member in βοῦ-κλεψ (S. Fr. 318), as 1. member in governing compounds, e. g. κλεψί-φρων guileful (Hermes, h. Merc.); from κλέψαι, cf. Knecht Τερψίμβροτος 38, Zumbach Neuerungen 21; on κλεψύδρα s. v.
Derivatives: A. With ε-vowel: κλέπος n. theft (Sol. ap. Poll. 8, 34). 2. κλέμμα theft, deceit, ruse of war (Att.) with κλεμμάδιος stolen (Pl.; after ἀμφάδιος, κρυπτάδιος, Chantraine Formation 39). 3. κλεπία κλοπή (Phot.). 4. κλέπτης m. thieve (Il.), superl. κλεπτίστατος (Ar.; Leumann Mus. Helv. 2, 10ff.). Diminut. κλεπτίσκος (Eup.), -τάριον (Charis.), joking Patronym. κλεπτίδης (Pherecr.); fem. κλέπτις (Alciphr.), κλέπτρια (Sotad. Com.; formally from κλεπτήρ, Fraenkel Nom. ag. 1, 75); adj. κλεπτικός thievish (Pl., Luc.); abstract κλεπτο-σύνη thievishness (τ 396, Man.; Porzig Satzinhalte 226, Wyss -συνη 25). 5. κλεπτήρ thieve (Man.; cf. Fraenkel 1, 75). 6. κλέπιμος smuggled (pap. IIIa; hardly with Arbenz Die Adj. auf -ιμος 100 to the old and rare κλέπος but rather from κλόπιμος with ε after κλέπτω); 7. κλεψιμαῖος won through theft (LXX; juridical term, Chantraine Mél. Maspero 2, 220; *κλέψις only as 1. member). - B. With ο-vowel. 1. κλοπή theft, secret act (trag., att.) with κλοπαῖος won through theft (Att.), κλόπιμος id., thievish (Ps.-Phoc.), -ιμαῖος = κλεψιμαῖος (s. above; Luc., Ant. Lib.), κλοπικός thievish (Hermes, Pl. Kra. 407e; cf. Chantraine Ét. sur le vocab. gr. 142); ἐπί-κλοπος deceitful (Il.; Porzig Satzinhalte 249) with ἐπικλοπίη (Nonn.); Ἐπικλόπειος surn. of Zeus (H.); ὑπό-κλοπος, s. below 2. κλοπός thieve (h. Merc. 276, Opp.) with κλόπιος deceitful, thievish (ν 295, AP, APl.). 3. κλοπεύς thieve, secret author (S.) with κλοπεύω plunder (App.), κλοπεία (Str.; v. l. -ω-), -εῖον stolen good (Max.). 4. iteratives present ὑπο-κλοπέοιτο conceal oneself (χ 382; ὑπο-κλέπτειν Pi., ὑπό-κλοπος deceitful, false B.; cf. Schwyzer-Debrunner 524). - C. With ω-vowel. 1. κλώψ thieve (Hdt., E., X.) with κλωπικός secretly (E. Rh. 205 a. 512; Chantraine Ét. 119), κλωπήϊος id. (A.R., Max.), κλωπεύω (X., Luc.), -εία (Att.); 2. iteratives present κλωπάομαι = κλέπτομαι (H.).
Origin: IE [Indo-European] [604] *klep- steal
Etymology: With the aorist κλέψαι agrees exactly Lat. clepsī; against the τ-(Jot-)present κλέπτω Latin and Germanic have a prob. older (Schwyzer 704) thematic root present Lat. clepō = Goth. hlifan steal. An isolated nominal deriv. is perh. preserved in MIr. cluain deceit, flattery < *klop-ni-. Note with diff. anlaut Lith. slepiù, slẽpti conceal; from skl-?, or rather a cross or rhyming formation? - Not to καλύπτω (s. v.). W.-Hofmann s. clepō, Feist Vgl. Wb. d. got. Spr. s. hlifan.
Middle Liddell
I. to steal, filch, purloin, Hom., etc.; τῆς γενεῆς ἔκλεψε from that breed Anchises stole, i. e. stole foals of that breed, Il.; σῶμα κλ. to let it down secretly, Eur.
2. in part. act. thievish, κλέπτον βλέπει he has a thief's look, Ar.
II. to cozen, cheat, deceive, beguile, Il., Hes., etc.:—Pass., προβαίνει κλεπτόμενος he goes on blindfold, Hdt.
III. like κρύπτω, to conceal, keep secret, disguise, Pind., Soph., Eur., etc.
IV. to do secretly or treacherously, κλ. σφαγάς to perpetrate slaughter secretly, Soph.; κλ. μύθους to whisper malicious rumours, Soph.; κλέπτων ἢ βιαζόμενος by fraud or force, Plat.
2. to seize or occupy secretly, Xen.