ἐξάπτω

From LSJ
Revision as of 15:12, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Θησαυρός ἐστι τῶν κακῶν κακὴ γυνή → Ingens mali thesaurus est mulier mala → Ein Schatz an allem Schlechten ist ein schlechtes Weib

Menander, Monostichoi, 233
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐξάπτω Medium diacritics: ἐξάπτω Low diacritics: εξάπτω Capitals: ΕΞΑΠΤΩ
Transliteration A: exáptō Transliteration B: exaptō Transliteration C: eksapto Beta Code: e)ca/ptw

English (LSJ)

   A fasten from or (as we say) to, πεῖσμα νεὸς . . κίονος ἐξάψας μεγάλης having fastened it to a pillar, Od.22.466, cf. Il.24.51; ἐ. τι χροός E. Tr.1220; τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plu.Them.19; ἐ. τι ἔκ τινος Hdt.4.64; ἀπό τινος X.Cyn.10.7; also ἐ. ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.26; ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ar.V.379:— Pass., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξῆμμαι πηνίκην τινά I have a wig fastened on my head, Id.Fr.898 (s.v.l.).    2 metaph., ἐ. στόματος λιτάς let prayers fall from one's mouth, E.Or.383; τῆς τύχης ἐ. τὰ πραττόμενα consider actions as dependent upon chance, Plu.Sull.6; ἐ. τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου continue the narrative, D.L.8.50; ἐξαμμένος ἐκ σώματος dependent on it, Ti.Locr.102e.    3 ἐ. τινί τι place upon, ἱκετηρίαν γόνασιν E.IA1216; κόσμον νεκρῷ Id.Tr.1208; ἐ. βρόχον ἀμφὶ δειρήν Id.Ion1065 (lyr.).    II Med., hang by, cling to, πάντες ἐξάπτεσθε all hang on, Il.8.20; ἐ. τῆς οὐραγίας, τῆς πορείας, hang on the enemy's rear, on his line of march, Plb.4.11.6,3.51.2; τῶν πολεμίων, τῆς μάχης, D.S.11.17,13.10; τῶν Ἑλληνικῶν ἐ. attend to .., Plu. Them. 31; τοῦ πολέμου D.H.6.25; cling to an authority, Plu.2.1111f.    2 hang a thing to oneself, carry it suspended about one, wear, κώδωνας D.25.90; πέπλους χροός E.Hel.1186; σφραγίδια Ar.Th.428; also ἐ. ναῦς fasten them to one's own ship, take in tow, D.S.14.74; ἐ. τοὺς ἐραστάς have them hanging about one, Philostr.VA8.7.6, cf. Luc.Am.11.    B Act. also, set fire to, [ὕλαν] Ti.Locr.97e, cf. Thphr.HP9.8.6, App.Hisp.5.    II kindle, inflame, πόλεμον Ael.NA12.35; πυρετόν Gal.6.240; of love, Chor. in Rh.Mus.49.495; νόσημα aggravate, Id. in Hermes17.234:—Pass., πῦρ ἐ. ἐκ λίθων Arist.PA655a15; ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός to be inflamed by... Pl.Ep.340b; αὖθις οὐκ -ονται they are not rekindled (like Heraclitus' sun), Id.R.498b; ὑπ' ὀργῆς ἐξαφθέντες D.H.5.38; πόλεμος ἐξήφθη Str.9.3.8; ψυχαὶ -ονται are turned to flame, M.Ant.4.21.

German (Pape)

[Seite 871] 1) anknüpfen, anhängen; ἱμάντας Il. 22, 397; πεῖσμα κίονος ἐξάπτειν, das Seil so an die Säule binden, daß es von dieser herunterhängt, Od. 22, 466; vgl. Il. 24, 51; διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ar. Vesp. 379; ἐκ νηοῦ σχοινίον ἐς τεῖχος Her. 1, 26; 4, 64; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος Tim. Locr. 102 e, daran geknüpft, davon abhängig sein; vgl. τὴν ἀπόῤῥησιν ἐξάπτουσι δεισιδαιμονίας Plut. qu. Rom. 61; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα, davon abhängig machen, Sull. 6; – ἀπό τινος, Xen. Cyn. 10, 7; τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς, verband er damit, Plut. Them. 19; übertr., στόματος ἐξάπτων λιτάς Eur. Or. 382, womit ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν I. A. 1216 zu vergleichen. – 2) anlegen, umhüllen; μηδ' ἀμφὶ κείναις μέλανας ἐξάψῃς πέπλους Eur. I. A. 1449; δεσμὰ χεροῖν Herc. Fur. 1342; κόσμον νεκρῷ Tr. 1208. – Med., sich woran hängen, πάντες ἐξάπτεσθε, hängt euch alle daran, Il. 8, 20; häufiger = sich an-, umhängen, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροός Eur. Hel. 1186; ἐξάψασθαι κώδωνας Dem. 25, 90, sich Schellen anlegen; σφραγίδια ἐξαψάμενος. sich Petschafte anhängen, am Gurte tragen, Ar. Th. 428; περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην fr. inc. 3; gefangene Schiffe ins Schlepptau nehmen, D. Sic. 14, 74. – Auch = sich an Einen machen, ihn angreifen, τινός, Pol. u. a. Sp.; πολέμου, den Krieg anfangen, D. Hal. 6, 25; anzünden, anstecken, Tim. Locr. 97 e; oft übertr., ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός Plat. Ep. VII, 340 b, vgl. Rep. VI, 498 b; ὑπ' ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες D. Hal. 5, 38; ἐξήφθη πόλεμος Strab. IX, 420; oft bei Ael. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξάπτω: μέλλ. -ψω, δένω ἔκ τινος ἢ εἴς τι. πεῖσμα νεός… κίονος ἐξάψας μεγάλης Ὀδ. Χ. 466. πρβλ. Ἰλ. Ω. 51· Φρύγια πέπλων ἀγάλματα ἐξάπτω χροὸς Εὐρ. Τρῳ. 1220· τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης Πλουτ. Θεμιστ. 19· οὕτως, ἐξάπτειν τι ἔκ τινος Ἡρόδ. 1. 26· ἀπό τινος Ξεν. Κυν. 10, 7· ὡσαύτως, ἐκ τοῦ νηοῦ ἐξάπτειν σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Ἡρόδ. 1. 26· ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον Ἀριστοφ. Σφ. 379. - Παθ., περὶ τὴν κεφαλὴν ἐξήμμεθα πηνίκην τινά, ἔχομεν προσηρμοσμένην περὶ τὴν κεφαλὴν φενάκην τινά, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. ἐν τοῖς Ἀδήλ. 3, Meineke. 2) μεταφ., τῶν σῶν δὲ γονάτων πρωτόλεια θιγγάνω ἱκέτης, ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς, προσαρμόζων (οὕτως εἰπεῖν εἰς τὰ γόνατά σου) τὰς ἱκεσίας στόματος ἄνευ ἱκετηρίας, δηλ. ἄνευ ἱκετηρίων κλάδων, Εὐρ. Ὀρ. 383· τῆς τύχης ἐξάπτειν τὰ πραττόμενα, ἐξαρτᾶν ἐκ τῆς τύχης, Πλουτ. Σύλλ. 6· συνδέω ἓν πρᾶγμα πρὸς ἄλλο, ἐξακολουθῶ διήγησιν, ἔπειθ’ οὕτως ἐξάψομεν τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου Διογ. Λ. 8. 50· ἐξαμμένος ἐκ σώματος, προερχόμενος ἐκ τοῦ σώματος, Τίμ. Λοκρ. 102Ε. 3) ἐξ. τινί τι, τιθέναι τι ἐπί τινος, ἱκετηρίαν γόνασιν Εὐρ. Ι. Α. 1216· κόσμον νεκρῷ ὁ αὐτ. Τρῳ. 1208· ἐξ. βρόχον, ἀμφὶ δείρην ὁ αὐτὸς Ἴων 1065. ΙΙ. Μέσ., κρατῶ τι διὰ τῶν χειρῶν καὶ κρεμῶμαι ἐξ αὐτοῦ προσπαθῶν νὰ σύρω αὐτὸ κάτω, σειρὴν χρυσείην ἐξ οὐρανόθεν κρεμάσαντες πάντες ἐξάπτεσθε θεοί, πᾶσαί τε θέαιναι Ἰλ. Θ. 20 ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας, παρακολουθεῖν κατὰ πόδας, Πολύβ. 4. 11, 6· ἐπιλαμβάνομαί τινος, τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι κελεύοντος βασιλέως, ἐπιλαμβάνεσθαι τῶν Ἑλληνικῶν πραγμάτων, Πλουτ. Θεμ. 31. 2) κρεμῶ τι ἐπάνω μου, φέρω τι κρεμάμενον περὶ τὸ σῶμά μου, φορῶ τι, τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ’...; Εὐρ. Ἑλ. 1186· ἐπὶ πλοίου, δένω διὰ κάλου καὶ σύρω αὐτό, ῥυμουλκῶ, τὰς δ’ ἀκεραίους (ναῦς) ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν Διόδ. 14. 74· ἐξάπτομαί τινα, κάμνω τινὰ νὰ ἐξαρτᾶται ἐξ ἐμοῦ, ξανθὰ καὶ διεκτενισμένα μειράκια, τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα καὶ τὰς ἑταίρας φιλόστρ. 335· πρβλ. ἐνάπτω. Β. ἐν τῷ ἐνεργ. προσέτι, βάλλω πῦρ, ἀνάπτω, τὰν ὕλαν Τίμ. Λοκρ. 97Ε. ΙΙ. μεταφ., ἀνάπτω, διεγείρω, ἡνίκαΠέρσης τὸν μέγα πόλεμον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐξῆψε Αἰλ. π. Ζ. 12. 35. - Παθ., πῦρ ἐξ. ἐκ λίθων Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 9, 10· ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρὸς Πλάτ. Ἐπιστ. 340Β, πρβλ. Πολ. 498Β· ἐξάπτομαι ὡς καὶ νῦν, ὑπ’ ὀργῆς καὶ φιλονεικίας ἐξαφθέντες Διον. Ἁλ. 5. 38.

French (Bailly abrégé)

1impf. ἐξῆπτον, f. ἐξάψω, ao. ἐξῆψα;
Pass. ao. ἐξήφθην, pf. ἔξημμαι;
1 attacher d’un point à un autre : πεῖσμα νεὸς κίονος OD attacher à une colonne le câble d’un navire ; ἐκ νηοῦ σχοινίον ἐς τεῖχος HDT attacher un câble du temple au mur ; τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς PLUT rattacher la ville au Pirée ; τῆς τύχης τὰ πραττόμενα PLUT faire dépendre de la fortune les actions;
2 se suspendre à.
Étymologie: ἐξ, ἅπτω¹.
2impf. ἐξῆπτον, ao. ἐξῆψα;
Pass. ao. ἐξήφθην, pf. ἔξημμαι;
enflammer, allumer ; fig. ἐξάπτειν πόλεμον ÉL allumer une guerre ; εἰς ὀργήν τινα ἐξάπτειν ÉL enflammer la colère de qqn.
Étymologie: ἐξ, ἅπτω².

English (Autenrieth)

ipf. ἐξῆπτον, aor. part. ἐξάψᾶς: attach to, τινός τί, mid., hang hold of, swing from, Il. 8.20.

Spanish (DGE)

A Itr., en v. act.
1 atar a, amarrar a
a) c. ac. y gen. Ἕκτορα ... ἵππων ἐξάπτων (Aquiles) amarrando a Héctor (muerto) a sus caballos, Il.24.51, πεῖσμα νεὸς ... κίονος ἐξάψας habiendo amarrado a una columna el cabo de una nave, Od.22.466, πέπλων ἀγάλματ' ἐξάπτω χροός un adorno de túnicas ciño a tu cuerpo E.Tr.1220, νεβρίδ' ἐξάψας χροός E.Ba.24, (ἀνέρας) δενδρέων ἐ. A.R.3.207, φαρέτραν τῶν ὤμων Hld.1.2.2, κράσπεδον τοῦ ἱματίου PMag.7.370, (στέμμα) ἔξαψ[ο] ν τοῦ μνημύου (sic) Suppl.Mag.97re.4, c. ac. y giro prep. c. gen. αὐτὸ ... ἐκ τούτου (τοῦ ἵππου) ἐξάπτει lo ata (el cuero cabelludo) a éste (al caballo) Hdt.4.64, cf. Str.4.4.5, ἐξάψαντες ἐκ τοῦ νηοῦ σχοινίον ἐς τὸ τεῖχος Hdt.1.26, ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλῴδιον habiendo atado el cable a través de la ventana Ar.V.379, τὸν περίδρομον ἐξάπτειν ἀπὸ δένδρου atar el cordón corredizo a un árbol X.Cyn.10.7, c. ac. y adv. οὐ γὰρ ἔχων ... ὅθεν ἐξάψει τὰς ... ἀρχάς Luc.Herc.3, sólo c. ac. βοέους δ' ἐξῆπτεν ἱμάντας anudó bovinas correas Aquiles a los talones de Héctor Il.22.397, βρόχον ἐξάψαντες D.P.Au.3.3;
b) fig. atar a, unir a τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῦ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάττης Temístocles a la ciu. de Atenas, Plu.Them.19
ligar, hacer depender de c. ac. y gen. o dat. τὰ πραττόμενα τῆς Τύχης ἐξῆπτεν Plu.Sull.6, μηδ' ἀλκῇ σωμάτων τὰς ἑαυτῶν ἐξάπτειν ἐλπίδας y no hacer depender las propias esperanzas del vigor físico Eus.VC 4.19, en v. pas., c. gen. ὁ λόγος ... μόνος μὲν τῆς τοῦ πατρὸς θεότητος ἐξημμένος Eus.LC 4 (p.202), c. giro prep. λῦπαι ἐπιθυμίαι τε καὶ φόβοι, ἐξαμμέναι μὲν ἐκ σώματος, ἀνακεκραμέναι δὲ τᾷ ψυχᾷ Ti.Locr.102e.
2 poner sobre, cubrir c. ac. y dat. o giro prep. γόνασιν ἐ. σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν pongo sobre tus rodillas mi cuerpo como suplicante, E.IA 1216, κόσμον ἐξάπτειν νεκρῷ poner un adorno a un muerto E.Tr.1208, δεσμά τ' ἐ. χεροῖν E.HF 1342, ἐξάψει βροχὸν ἀμφὶ δειράν pondrá un lazo alrededor de su cuello para ahorcarse, E.Io 1065.
3 fig., c. gen. separat. dejar caer de στόματος ἐξάπτων λιτάς dejando caer plegarias de mi boca E.Or.383.
4 fig. abordar ἐξάψομεν τὴν διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου abordaremos la sucesión de los dignos de mención e.d., de los filósofos, D.L.8.50.
II tr., en v. med.
1 colgarse o ponerse encima, llevar puesto en c. ac. de cosa y gen. τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροός; ¿por qué te has puesto sobre el cuerpo un peplo negro? E.Hel.1186, sólo c. ac. κώδωνας ἐξαψάμενος colgándose campanillas, e.e., llamando la atención op. ἀψοφητεί D.25.90, σφραγίδια ἐξαψάμενοι Ar.Th.428.
2 remolcar c. ac. de naves τὰς δ' ἀκεραίους (ναῦς) ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν D.S.14.74.
3 fig. agarrarse, aferrarse a ἐγὼ δὲ τὸ ἐρωτικὸν ζεῦγος ἑκατέρωθεν ἐξαψάμενος Luc.Am.11, τὸν ... τῆς πίστεως αὐτοῦ ἐξαψάμενοι κάλων agarrándonos al cable de la fe en él Clem.Al.Paed.1.4.10, μειράκια τοὺς ἐραστὰς ἐξαψάμενα Philostr.VA 8.7 (p.309).
III intr., en v. med.-pas.
1 agarrarse σειρὴν ... κρεμάσαντες πάντες τ' ἐξάπτεσθε θεοί tras haber colgado una cuerda, agarraos todos los dioses, Il.8.20
tomar contacto con, alcanzar c. gen. συντάξαντες ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας habiendo ordenado tomar contacto con la retaguardia Plb.4.11.6, ἐξεκλήθησαν ὑπὸ τοῦ συμβαίνοντος ἐξάπτεσθαι τῆς πορείας se vieron tentados por la circunstancia de alcanzar la columna en marcha Plb.3.51.2, προστάξας ἐξάπτεσθαι τῶν πολεμίων D.S.11.17, cf. 17.103, Plu.Caes.52, ἐξάπτεσθαι Μακεδονίας Plu.Demetr.44, ἐξήπτοντο τῆς μάχης D.S.13.10
fig. adherirse a una tendencia fil. ἐξάπτεται τοῦ Ἐμπεδοκλέους Plu.2.1111f.
2 fig. ocuparse, hacerse cargo de c. gen. τῶν Ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι hacerse cargo de los asuntos griegos Plu.Them.31, τοῦ πολέμου D.H.6.25.
B ref. al fuego o materias inflamables
I tr.
1 prender, encender ὕλας Ti.Locr.97e, cf. Gr.Nyss.Or.Catech.38.26, ἐξήψαμεν τοὺς λύχνους LXX 2Ma.1.8, ἐ. γάρ φασιν ὥσπερ πῦρ Thphr.HP 9.8.6, cf. Ar.Did.38, σπινθὴρ ... ἐξάπτει πυράν Ph.1.455, cf. 2.349, ἐξῆψαν τὰς ἁμάξας App.Hisp.5, en v. pas., Pl.Ep.341d, Arist.PA 655a15, Aen.Tact.34.1, Thphr.CP 3.23.2, Placit.2.29.4, 3.2.3
en v. med. mismo sent. ὕδωρ ... κατιὸν ἐπὶ τὸν ἥλιον σβεννύναι αὐτόν, καὶ πάλιν ἀραιούμενον ἐξάπτεσθαι que el agua, al caer sobre el sol, lo apaga y, al volver a rarificarse, lo enciende Eus.PE 1.8.11 (= Metrod.Chius A 4).
2 fig., c. ac. de abstr. avivar τί σου τὴν ἐπιθυμίαν ἐξάπτεις ...; A.Io.63.15, τὴν τόλμαν ἐξῆψαν Paus.4.21.6, cf. I.BI 4.188, τὴν τῶν ἀνθρώπων ὕβριν D.Chr.13.37, cf. Ph.1.682, (τὸ φίλτρον) Chor.Decl.5.49, ὁ Πέρσης τὸν ... πόλεμον ἐπὶ τὴν Ἑλλάδα ἐξῆψε Ael.NA 12.35, πυρετὸν δὲ οὐκ ἐξάπτει Gal.6.240, cf. Aret.CA 1.2.12, ἐξάπτει τὸ νόσημα Chor.Decl.2.72, cf. Ael.NA 9.15, τῆς πίστεως ἐξάψαντας τὸν λύχνον Meth.Symp.114, en v. pas. ὑπ' ὀργῆς ... ἐξαφθέντες D.H.5.38, ἐξήφθη πόλεμος Str.9.3.8, τὰ τραύματα ἀμφοῖν ἐξάπτεται Ach.Tat.8.12.7, φλὸξ ἡδονῶν ἐξάπτεται Amph.Seleuc.107, ὁ πόνος καὶ ἡ νοῦσος ἐξήφθη Aret.SD 2.12.1, μὴ ἐξαπτομένων ἡμῶν πρὸς ὃ ἐξάπτουσιν A.Andr.Gr.53.25.
3 fig., c. ac. de pers. enardecer, inflamar τὰ προλεχθέντα ... ἀνέφλεγεν αὐτὸν καὶ ἐξῆπτεν Ael.VH 12.64, en v. pas. Διονύσιος ἐξημμένος ὑπὸ φιλοσοφίας ὥσπερ πυρός Pl.Ep.340b, cf. R.498b.
4 fig., c. ac. de anim. azuzar ἐς ὀργὴν ἀλλήλους ἐξάπτουσι de las perdices, Ael.NA 3.16.
II intr., en v. med. consumirse, evaporarse la humedad por efecto del calor (τὸ ὑγρὸν) συνεστηκός, ὅταν ἡ τοῦ θερμοῦ δύναμις πλησιάζῃ, ἐξάπτεται (la humedad) concentrada, cuando se aproxima la fuerza del calor, se inflama, e.e., se consume Arist.Pr.944a33, αἱ εἰς τὸν ἀέρα μεθιστάμεναι ψυχαί ... χέονται καὶ ἐξάπτονται M.Ant.4.21.

Greek Monolingual

(I)
ἐξάπτω άπτω
(Α)
1. δένω, προσδένω, εξαρτώ από κάπου («ἐξάψας διὰ τῆς θυρίδος τὸ καλώδιον», Αριστοφ.)
2. συνάπτω, συνδέω («τὴν πόλιν ἐξῆψε τοῡ Πειραιῶς καὶ τὴν γῆν τῆς θαλάσσης», Πλούτ.)
3. θεωρώ κάτι άμεσα συνδεόμενο ή εξαρτώμενο με κάτι άλλο, αποδίδω σε κάτι («τὰ πραττόμενα τῆς τύχης ἐξῆπτεν» — εξαρτούσε από την τύχη, απέδιδε στην τύχη τα πραττόμενα, Πλούτ.)
4. συνδέω σε ακολουθία, προσαρμόζω
5. αποθέτω, τοποθετώ επάνω («ἱκετηρίαν δὲ γόνασιν ἐξάπτω σέθεν τὸ σῶμα τοὐμόν», Ευρ.)
6. αφήνω να πέσουν («ἀφύλλους στόματος ἐξάπτων λιτάς», Ευρ.)
7. μέσ. ασχολούμαι με κάτι («ἀγγελίαι πρὸς Θεμιστοκλέα τῶν ἑλληνικῶν ἐξάπτεσθαι», Πλούτ.)
8. παρακολουθώ με προσοχή, από κοντά («ἐξάπτεσθαι τῆς οὐραγίας καὶ καταπειράζειν τῶν πολεμίων», Πολ.)
9. κρεμώ, προσαρτώ στο σώμα, φορώ («τί πέπλους μέλανας ἐξήψω χροὸς λευκῶν ἀμείψασ'», Ευρ.).
(II)
(AM ἐξάπτω) άπτω
διεγείρω, ανάβω («ή Μαξιμὼ τὸν ἔρωτα ἐξῆπτε πλέως μεγάλον», Διγ. Ακρ.)
αρχ.-μσν.
βάζω φωτιά, ανάβω, καίω
μσν.
1. (για φωτιά) δυναμώνω, φουντώνω, παίρνω μεγαλύτερη ένταση, διεγείρομαι
2. καίγομαι
3. θυμώνω
4. ταράζομαι, εξάπτομαι
5. (για τη νιότη) βασανίζομαι, υποφέρω («ἐπέσωσες τὴν ἄχαρήν μου νιότην κι ἀξάφτει καὶ χειμὸν καὶ καλοκαίριν», Κυπρ. ερωτ. τραγούδια)
6. ξεσπώ («νὰ παύσεις ἐτοῡτον τὸ σκάνδαλον ὁποὺ μέλλει νὰ 'ξάψει τοῡ ἄνωθεν μοναστηρίου», Βλαστ. Επιστ.).

Greek Monotonic

ἐξάπτω: μέλ. -ψω,
I. 1. δένω πάνω, δηλ. πάνω σε κάτι, με γεν., σε Όμηρ., Ευρ.· τι ἔκ τινος, σε Ηρόδ.
2. μεταφ., ἐξ στόματος λιτός, αφήνοντας τις προσευχές, ικεσίες να πέσουν από το στόμα, σε Ευρ.
3. ἐξ. τί τινι, τοποθετώ πάνω σε, στον ίδ.
II. 1. Μέσ., κρεμιέμαι από πάνω, αρπάζομαι, πιάνομαι, προσκολλούμαι, σε Ομήρ. Ιλ.
2. κρεμώ κάτι πάνω μου, το φορώ, το κρατώ πάνω μου, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ἐξάπτω:
I
1) привязывать, прикреплять (πεῖσμα κίονος Hom.; περίδρομον ἀπὸ δένδρου Xen.; βάρος τί τινι Arst.); med. привязывать к себе, брать на буксир (ἐξαπτόμενοι κατῆγον εἰς τὴν πόλιν, sc. τὰς ναῦς Diod.) и цепляться, виснуть Hom.;
2) (привязав) протягивать (σχοινίον ἐκ νηοῦ ἐς τεῖχος Her.; τῷ καλῴδιον διά τινος Arph.);
3) связывать, соединять (τὴν πόλιν τοῦ Πειραιῶς Plat.; ἐξαμμέναι ἐκ σώματος ἐπιθυμίαι Plat.): ἐξάψαι διαδοχὴν τῶν ἀξίων λόγου Diog. L. продолжать последовательное изложение достопамятных обстоятельств;
4) связывать, ставить в зависимость (τὴν πόλιν τῆς Ἀθηναίων δυνάμεως Plut.);
5) (логически) связывать, приписывать (τὰ πραττόμενα τῆς τύχης Plut.);
6) надевать, накидывать (πέπλων ἀγάλματα χροός, κόσμον νεκρῷ и βρόχον ἀμφὶ δειρήν Eur.); med. надевать на себя (πέπλους χροός Eur.; τι περὶ τὴν κεφαλήν Arph.): κώδωνας ἐξαψάμενος ирон. Dem. с шумом и треском (досл. обвешавшись колокольчиками);
7) прикладывать: γόνασίν τινος ἐ. τὸ σῶμα ἑαυτοῦ Eur. припадать к чьим-л. коленям; στόματος ἐ. λιτάς Eur. произносить мольбы;
8) med. неотступно следовать, преследовать по пятам (τῆς οὐραγίας τῶν πολεμίων Polyb.);
9) med. приниматься, предпринимать: τῶν Ἑλληνικῶν ἐ. Plut. заняться греческими делами, т. е. принять на себя руководство походом на Грецию.
II
1) поджигать, воспламенять (ὕλας Plat.); pass. загораться, вспыхивать, гореть (πῦρ ἐξάπτεται Arst., Plut.);
2) зажигать, разжигать, возбуждать (ὁρμὴν καὶ φιλοτιμίαν Plut.): ἐξημμένος ὑπὸ τοῦ πάθους Plut. сгорающий от страсти.

Middle Liddell

fut. ψω
I. to fasten from, i. e. to, a thing, c. gen., Hom., Eur.; τι ἔκ τινος Hdt.
2. metaph., ἐξ. στόματος λιτάς to let prayers fall from one's mouth, Eur.
3. ἐξ. τί τινι to place upon, Eur.
II. Mid. to hang on, Il.
2. to hang a thing to oneself, carry it about one, wear, Eur.