παραλλάσσω

From LSJ
Revision as of 05:30, 26 September 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pl.''Tht.''" to "Pl.''Tht.''")

Οὐκ ἔσθ' ὑγιείας κρεῖττον οὐδὲν ἐν βίῳ → Nil sanitate vita habet beatius → Nichts gibt's im Leben als Gesundheit Besseres | Gesundheit ist des Lebens allerhöchstes Gut

Menander, Monostichoi, 408
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παραλλάσσω Medium diacritics: παραλλάσσω Low diacritics: παραλλάσσω Capitals: ΠΑΡΑΛΛΑΣΣΩ
Transliteration A: parallássō Transliteration B: parallassō Transliteration C: parallasso Beta Code: paralla/ssw

English (LSJ)

Att. παραλλάττω, pf.
A παρήλλᾰχα Arist.Pr.872b11, Plu.Cim.1, Arr.Epict.3.21.23:—cause to alternate, π. τοὺς ὀδόντας make the alternate teeth of the saw stand contrary ways, Thphr. HP 5.6.3; π. τὰς ἀρχάς make the ends [of the bandages] overlap or cross, Hp.Fract. 29; παραλλάξας having transposed [the two], Pl.Tht.193c; π. τῶν αἰσθήσεων τὰ σημεῖα transpose, interchange the impressions received from the senses, ib. 194d; ἐὰν παραλλάξῃ τὴν τομήν transposes the caesura, Heph. 15.18:—Pass., overlap, of the ends of broken bones, Hp.Fract.31; ὀδόντες παρηλλαγμένοι (in persons with hollow palate) Id.Epid.6.1.2.
2 change, alter, ὀλίγα π. Hdt.2.49; μίαν μόνον συλλαβὴν π. Aeschin.3.192, cf. Arist. Top.119a15; esp. alter for the worse, π. φρένας χρηστάς S.Ant.298; twist, τὸν λόγον Chrysipp.Stoic.2.258:—freq. in Pass., to be altered, πολὺ παρηλλάχθαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰθισμένον καιρόν Plb.5.56.11, etc.; τὸ κίνημα παρηλλαγμένον τῆς συνηθείας Id.7.17.7: hence παρηλλαγμένος, η, ον, strange, extraordinary, Id.2.29.1, 3.55.1; παρηλλαγμένους τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις D.S. 17.90; ὑποδήματα π. peculiar footwear, Satyr.1.
3 of place, pass by or beyond, ἐνέδραν X.HG5.1.12, Plb.5.14.3, etc.; ὅταν τὸ ὕδωρ παραλλάξῃ τὸ χωρίον D.55.17; elude, avoid, Plu.Cam. 25; so Astrol., τὴν διάμετρον ἀκτῖνα π. Vett. Val.142.5; also, get rid of, διακρούσασθαι καὶ π. τὸ πάθος Plu.Caes.41.
4 go beyond, surpass, τῷ τάχει π. τὰ ἄστρα Arist.Mete.342a33; exceed in point of time, τὴν παιδικὴν ἡλικίαν Plu.Alc.7, Cim.1: c. acc. pers. et gen. rei, γραμμέων συνθέσιος οὐδείς κώ με παρήλλαξεν [Democr.]299.
II intr., deviate from one another, of two tunnels or the like, which start from opposite directions, and, instead of meeting, miss each other, ὀλίγον τι π. τῆς χώρης Hdt.2.11; of bones, ἄρθρον παραλλάξαν displaced, Hp.Art.17; πόροι παραλλάττοντες deviating, not in line, opp. κατάλληλοι, Arist.Pr. 905b8, cf. 890b39.
2 alternate, Id.APr.42b15.
3 differ or vary from, τῶν πολλῶν… δικαίων Pl.Lg.957b; πολύ τι τῶν ἄλλων Thphr. HP 4.10.5; τῶν προκειμένων Hdn.Gr.2.948; παραλλάξουσιν ἀλλήλων κατὰ παρρησίαν Phld.Lib.p.43 O.; π. ἀπότινος Arr.Epict.3.21.23: abs., differ, vary, ὀλίγον παραλλάσσοντες Hdt.7.73; ἡ χρεία π. μικρόν Arist.Pol. 1254b24; μήκη παραλλάττοντα Epicur.Ep.2p.43U.; μικρὸν ταῖς γλώτταις Str.4.1.1; π. κατὰ τὰς ὀσμὰς καὶ τοὺς χυλούς Thphr. HP 1.12.3; τοσοῦτον τῆς δόξης παραλλαττούσης Isoc.9.25; τὸ παρηλλαχός the changeable, Chrysipp.Stoic.3.129; also, of persons, οἱ παρηλλαχότες those whose character has changed, ib.125.
b impers., οὐ σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως it makes no small difference, Pl.Tht.169e.
4 π. τοῦ σκοποῦ go aside from the mark, ib.194a: metaph., π. τῶν φρενῶν Lys.Fr.90: abs., οὐχ ὑπὸ γήρως οὐδὲ νόσου π. Plu.Luc.43.
5 change direction, of the wind, Arist.Pr.945a36; deviate from the straight course, παραλλάξαντι ἐξ Ἀβύδου ὡς ἐπὶτὴν Προποντίδα Str.13.1.22; οὐδαμῇ οὐδὲν π. Pl.R. 53ob; go astray, be out of one's wits, Id.Ti.27c, 71e; λόγοι παραλλάσσοντες delirious, E.Hipp.935; degenerate, decline, εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ Plu. Rom.26.
6 slip aside or away, παραλλάξασα διὰ χερῶν βέβακεν ὄψις A.Ag.424 (lyr.).
7 to be superior to, c. gen., π. ἅλιος ἄστρων Epigr. ap. D.L.8.78; π. ταῖς ψυχαῖς Sosyl.1 J.; τῇ διαφορᾷ τοῦ καθοπλισμοῦ πρὸς τὴν χρείαν παραλλάττων superior in... Plb.18.25.2; κατά τι Iamb.Comm.Math.8.
8 Geom., of figures, coincide partially when applied, Euc.1.8, 3.24, Aristarch.Sam.8.
9 Astron., display parallax, Ptol.Alm.5.11.

German (Pape)

[Seite 487] att. -άττω, 1) neben einander stehende Dinge abwechseln lassen, τοὺς ὀδόντας, die Zähne einer Säge so abwechseln lassen, daß der eine Zahn heraus-, der andere hineinsteht, Theophr.; daher verändern, φρένας, Soph. Ant. 298, im schlechten Sinne, verderben (s. 2); τὰ σημεῖα, vertauschen, Plat. Theaet. 194 d. – Auch vorbeigehen, vorübergehen, ἐπεὶ δὲ παρήλλαξαν οἱ πρῶτοι τὴν ἐνέδραν, Xen. Hell. 5, 1, 12; τὴν πόλιν, Pol. 5, 14, 3; τὸν ποταμόν, 15, 2, 8; τὸν τόπ ον, D. Sic. 3, 26; auch von der Zeit, τὴν ἡλικίαν, Hel. 10, 23. Daher übh. darüber hinausgehen, übertreffen, τινὰ τῷ τάχει, Arist. meteor. 1, 4; – fortgehen von Einem, τινά, Plut. Cam. 25; u. im schlimmen Sinne, übertreten, z. B. ein Gesetz, Aesch. 3, 192. – 2) intr. abweichen, verschieden sein von Etwas, γίγνεσθαί τε ταῦτα ἀεὶ ὡσαύτως καὶ οὐδαμῇ οὐδὲν παραλλάττειν, Plat. Rep. VII, 530 d; abirren, παραλλάξαι τοῦ σκοποῦ καὶ ἁμαρτεῖν, Theaet. 194 a; ὅσα παραλλάττει τῶν πολλῶν ἐν ταῖς ἄλλαις πόλεσι δικαίων, Legg. XII, 957 b; sich entfernen, Aesch. Ag. 412; Φρύγες τὴν ἀγχοτάτω τῆς Παφλαγονικῆς σκευὴν εἶχον ὀλίγον παραλλάσσοντες, Her. 7, 73; Sp., εἶδεν γυναῖκα μηδὲν Ἐρινύος τραγικῆς παραλλάττουσαν, Plut. Dion. 55; dah. auch = sich auszeichnen, τῇ διαφορᾷ τοῦ καθοπλισμοῦ πρὸς τὴν ἐνεστῶσαν χρείαν πολὺ παραλλάττειν, Pol. 18, 8, 2; auch impers., οὐ γάρ τι σμικρὸν παραλλάττει οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως, es ist kein geringer Unterschied, Plat. Theaet. 169 e; – vom richtigen Wege abweichen, bes. übertr. vom Verstande kommen, wahnsinnig werden, διὰ νόσον ἤ τινα ἐνθουσιασμὸν παραλλάξας, Plat. Tim. 71 e, öfter; Eur. Hipp. 935; Poll. 1, 15 ἐκ θεοῦ; – παρηλλαγμένος, unterschieden, abweichend, außerordentlich, καὶ ἴδιον Pol. 3, 55, 1, καὶ ξένη ἐπιφάνεια 2, 29, 1, öfter; παρηλλαγμένοι τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις, D. Sic. 17, 90; vgl. uoch διὰ τὸ παρηλλάχθαι τὴν ἔξοδον πρὸς τὸν εἰθισμένον καιρόν, er hatte im Vergleich mit der gewöhnlichen Zeit etwas Außerordentliches, Pol. 5, 56, 11, u. παρηλλαγμένον τῆς συνηθείας 7, 17, 7.

French (Bailly abrégé)

pf. παρήλλαχα;
I. tr. 1 faire dévier : fig. π. φρένας SOPH entraîner les âmes à, inf.;
2 dépasser : τὴν παιδικὴν ἡλικίαν PLUT l'âge d'un jeune homme;
3 transgresser (une loi);
II. intr. 1 changer, devenir différent;
2 s'écarter de la droite raison ; avoir le délire, perdre la raison.
Étymologie: παρά, ἀλλάσσω.

Russian (Dvoretsky)

παραλλάσσω: атт. παραλλάττω
1 переменять, изменять (ὀλίγα Her.; μίαν συλλαβήν Aeschin.);
2 подменивать (одно другим), смешивать, спутывать (τὰ σημεῖα τῶν αἰσθήσεων Plat.);
3 приводить в смятение, нарушать, извращать (φρένας χρηστάς Soph.): παρηλλαγμένος Polyb., Diod., Plut. необычный, небывалый, странный; λόγοι παραλλάσσοντες Eur. странные или безумные речи; διὰ νόσον παραλλάξας Plat. лишившийся рассудка из-за болезни;
4 проходить, пересекать, миновать (ἐνέδραν Xen.; τὸ χωρίον Dem.; τὴν παιδικὴν ἡλικίαν π. Plut.): ἑξήκοντα ἔτη παραλλάττων Plut. перешедший шестидесятилетний возраст;
5 обгонять, опережать, превосходить (τῷ τάχει τὰ ἄστρα Arst.; πάντας τῇ τόλμῃ Plut.);
6 обходить, избегать (τινά Plut.): π. τὸ πάθος Plut. избежать болезни;
7 отходить, отклоняться, отделяться: ὀλίγον π. τῆς χώρης Her. разделяться узкой полоской земли; π. τῶν δικαίων Plat. идти вразрез с нормами справедливости;
8 отличаться, различаться, разниться (π. τινός Her., Plut.; ὀλίγον Her.): οὔ τι σμικρὸν παραλλάττει, οὕτως ἔχον ἢ ἄλλως Plat. немалая разница, так (это) обстоит или иначе;
9 бить мимо, промахиваться (τοῦ σκοποῦ Plat.);
10 упускать (τὸ συμφέρον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

παραλλάσσω: Ἀττ. -ττω: μέλλ. -ξω: πρκμ. παρήλλᾰχα Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 21, 23. Ποιῶ τι ἐναλλὰξ διάφορον, παραλλάττουσι τοὺς ὀδόντας,κάμπτουσιν ἐναλλὰξ τοὺς ὀδόντας (τοῦ πρίονος) κατ’ ἐναντίαν διεύθυνσιν, Θεοφρ. π. Ζ. Ἱστ. 5. 6, 3· παραλλάσσω τὰς ἀρχάς, κάμνω τὰ [[[ἄκρα]] τῶν ἐπιδέσμων] νὰ ἐπίκεινται ἀλλήλοις ἢ διασταυρῶνται, Ἱππ. περὶ Ἀγμ. 770· καὶ ἐν τῷ παθ., ἐπὶ τεθραυσμένων ὀστῶν ὧν τὰ ἄκρα κεῖνται τὸ ἓν ἐπὶ τοῦ ἄλλου, αὐτόθι 773, ἴδε κατωτ. ΙΙ· παραλλάξας, μεταθείς, μεταβαλὼν τὰς θέσεις [ἀμφοτέρων], Πλάτ. Θεαίτ. 193C· π. τὰ σημεῖα τῶν αἰσθήσεων, μετατίθημιἐναλλάσσω τὰς ἐντυπώσεις τῶν αἰσθήσεων, αὐτόθι 194D. - Παθ., ὑποδήματα παρηλλαγμένα, ἁρμόζοντα εἰς ἑκάτερον πόδα, Σάτυρος παρ’ Ἀθην. 534C· πρβλ. παραλλαγή Ι. 3. 2) μεταβάλλω ἢ ἀλλοιῶ ὀλίγον, ὀλίγα π. Ἡρόδ. 2. 49· μίαν μόνον συλλαβὴν π. Αἰσχίν. 81. 29, πρβλ. Ἀριστ. Τοπ. 3. 4· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς ἐννοίας τῆς ἐπὶ τὸ χεῖρον μεταβολῆς, π. φρένας χρηστὰς Σοφ. Ἀντ. 298· - συχν. ἐν τῷ παθ., μεταβάλλομαι, Πολύβ. 5. 56, 11, κτλ.· τὸ κίνημα παρηλλαγμένον ὁ αὐτ. 7. 17, 7· ὅθεν παρηλλαγμένος, η, ον, παράδοξος, ἔκτακτος, ὁ αὐτ. 2. 29, 1., 3. 55, 1· παρηλλαγμένους τοῖς μεγέθεσιν ὄφεις Διόδ. 17. 90· πρβλ. παρηλλαγμένως. 3) ἐπὶ τόπου, παρέρχομαι, ἐπεὶ δὲ παρήλλαξαν οἱ πρῶτοι τὴν ἐνέδραν Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 12, Πολύβ. 5. 14, 3, κτλ.· τὸ ὕδωρ ... ὅταν τὸ τούτου παραλλάξῃ χωρίον πάλιν εἰς τὴν ὁδὸν ἐξάγειν Δημ. 1276. 13. - ἀποφεύγω, καὶ παραλλάττων ἀεὶ τοὺς ἐγρηγορότας Πλουτ. Κάμιλλ. 25· - ἀπαλλάσσομαί τινος, πάθος ὁ αὐτ. ἐν Καίσ. 41. 4) ὑπερβαίνω, ὑπερτερῶ, τῷ τάχει π. τὰ ἄστρα Ἀριστ. Μετεωρ. 1. 4, 14· - ὑπερβαίνω κατὰ χρόνον, τὴν παιδικὴν ἡλικίαν Πλουτ. Ἀλκιβ. 7, Κιμ. 1· κατὰ τὴν ἡλικίαν τὸν μείρακα π. Ἄννα Κομν. 1. 160, 10. ΙΙ. ἀμετάβ., παρέρχομαι ἀμοιβαίως πλησίον ἑτέρου, ἐπὶ δύο ὑπονόμων ἢ τῶν τοιούτων, αἵτινες ἀρχόμεναι ἐξ ἐναντίας διευθύνσεως ἀντὶ νὰ συναντῶνται διέρχονται ὑπογείως πλησίον ἀλλήλων, Ἡρόδ. 2. 11· οὕτως ἐπὶ ὀστῶν, ἄρθρον παράλλαξαν Ἱππ. π. Ἄρθρ. 794· πόροι παραλλάσσοντες, διερχόμενοι πλησίον ἀλλήλων, μὴ συναντώμενοι, ἀντίθετ. τῷ κατάλληλοι, Ἀριστ. Προβλ. 12. 58, 3, πρβλ. 8. 13, Μετεωρ. 4. 9, 4· ἴδε ἀνωτ. Ι. 1, καὶ πρβλ. παράλλαγμα, συντετραίνω· - ἐναλλάσσω, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Προτ. 1. 26, ἐν τέλει. 2) διαφέρω ἀπό τινος, τῶν πολλῶν .. δικαίων Πλατ. Νόμ. 957Β· π. ἀπό τινος Ἀρρ. Ἐπικτ. 3. 21, 3· ἀπολ., διαφέρω, ποικίλλω, ὀλίγον παραλλάσσοντες Ἡρόδ. 7. 73· ἡ χρεία π. μικρὸν Ἀριστ. Πολιτικ. 1. 5, 9· π. τὸ ὁρώμενον, μεταβάλλει τὰς ὀπτικὰς γωνίας, ὁ αὐτ. ἐν Προβλ. 3. 10· ἐπὶ τοῦ ἀνέμου μεταβάλλω τὴν διεύθυνσίν μου, αὐτόθι 26. 45. β) ἀπροσ., οὐ σμικρὸν παραλλάττει, δὲν κάμνει μικρὰν διαφοράν, Λατ. non paullum refert, Πλάτ. Θεαίτ. 169Ε. 3) π. τοῦ σκοποῦ, παρεκτρέπομαι τοῦ σκοποῦ, αὐτόθι194Α· μεταφόρ., π. τῶν φρενῶν Λυσίου Ἀποσπ. 58· ἀπολ., Πλουτ. Λούκουλλ. 43. 4) παρεκτρέπομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, ἐν τῷ ἐνεργ. καὶ μέσῳ, Στράβ 591· ὑπόκειμαι εἰς παρέκκλισιν, εἰς παρεκτροπήν, Πλάτ. Πολ. 530Β· ἐξέρχομαι τῆς εὐθείας ὁδοῦ, παρεκτρέπομαι, παραπλανῶμαι, παραφρονῶ, Λατ. desipere, ὁ αὐτ. ἐν Τιμ. 27C, 71Ε· λόγοι παραλλάσσοντες, παραληρήματα, Εὐρ. Ἱππ. 935· - ἐκφυλίζομαι, ἐκπίπτω, εἰς μοναρχίαν ἐπαχθῆ Πλουτ. Ρωμ 26. 5) ἐξολισθαίνω κατὰ μέροςμακράν, παραλλάξασα, διὰ χερῶν βέβακεν ὄψις Αἰσχύλ. Ἀγ. 424. 6) εἶμαι ἀνώτερος τινος. π. ἅλιος ἄστρων Ἐπίγραμμ. ἐν Διογ. Λ. 8. 78· παραλλάττων τινί, ἀνώτερος ἔν τινι, Πολύβ. 18. 8, 2.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, αττ. τ. παραλλάττω Α, παραλλάζω Ν
1. τροποποιώ ελαφρά κάτι, επιφέρω μικρή αλλαγή σε κάτι («εἰς μίαν μόνον συλλαβὴν παραλλάξειαν», Αισχίν.)
2. παρουσιάζω μικρές διαφορές από κάτι άλλο παρόμοιο με μένα, ποικίλλω («μικρὸν παραλλάττοντας ταῖς γλώτταις», Στράβ.)
νεοελλ.
ναυτ. (για πλοίο) πλέω κοντά σε ένα σημείο της ακτής με τέτοιο τρόπο ώστε η γραμμή πλεύσης μου και η γραμμή σκόπευσης του σημείου να τέμνονται καθέτως
1

Greek Monotonic

παραλλάσσω: Αττ. -ττω, μέλ. -ξω, αόρ. αʹ -ήλλαξα — Παθ., αόρ. αʹ -ηλλάχθην, αόρ. βʹ -ηλλάγην [ᾰ], παρακ. -ήλλαγμαι·
I. 1. κάνω τα πράγματα να αλλάξουν, μεταβάλλω, σε Πλάτ.
2. αλλάζω ή τροποποιώ λίγο, σε Ηρόδ., Σοφ.
3. λέγεται για τόπο, παρέρχομαι, περνώ, αποφεύγω, παρακάμπτω, προσπερνώ, σε Ξεν.· απαλλάσσομαι, σε Πλούτ.
4. υπερβαίνω, ξεπερνώ στο χρόνο, στον ίδ.
II. 1. αμτβ., περνώ δίπλα σε άλλον, συναντιέμαι, σε Ηρόδ.
2. διαφέρω, ποικίλλω, στον ίδ.· απρόσ., οὐ μικρόν παραλλάττει, έχει μεγάλη διαφορά, σε Πλάτ.
3. παρ. τοῦ σκοποῦ, παρεκκλίνω από τον σκοπό μου, στον ίδ.
4. ξεφεύγω από το σωστό δρόμο, υπόκειμαι σε παρεκτροπή, στον ίδ.· λόγοι παραλλάσσοντες, ξέφρενοι, ενθουσιώδεις, σε Ευρ.
5. φεύγω ή αποφεύγω, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

Attic -ττω fut. -ξω aor1 -ήλλαξα Pass., aor1 -ηλλάχθην aor2 -ηλλάγην perf. -ήλλαγμαι
I. to make things alternate, to transpose, Plat.
2. to change or alter a little, Hdt., Soph.
3. of place, to pass by, go past, elude, Xen.:— to get rid of, Plut.
4. to go beyond, exceed in point of time, Plut.
II. intr. to pass by one another, to overlap, Hdt.
2. to differ, vary, Hdt.:—impers., οὐ σμικρὸν παραλλάττει it makes no small difference, Plat.
3. π. τοῦ σκοποῦ to go aside from the mark, Plat.
4. to deviate from the course, to be liable to deviation, Plat.; λόγοι παραλλάσσοντες delirious, Eur.
5. to slip aside or away, Aesch.