ὠφελέω

From LSJ
Revision as of 15:39, 16 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{trml.*}}\n)({{.*}}$)" to "$2 $1")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὠφελέω Medium diacritics: ὠφελέω Low diacritics: ωφελέω Capitals: ΩΦΕΛΕΩ
Transliteration A: ōpheléō Transliteration B: ōpheleō Transliteration C: ofeleo Beta Code: w)fele/w

English (LSJ)

A fut. ὠφελήσω Ar.Av.358, etc.: aor. ὠφέλησα Hdt.3.127, etc.: pf. ὠφέληκα Hp. Acut.44, Pl.Grg. 511e, etc.: plpf. ὠφελήκη Id.Ap.31d:—Pass., fut. ὠφεληθήσομαι And.2.22, Is.10.16, Hp.Int.35, X.Cyr.3.2.20; more freq. fut. Med. in pass. sense, ὠφελήσομαι Th.6.18, 7.67, Pl.R. 343c, X.Mem.1.6.14, v.l. in Lys.19.61: aor. ὠφελήθην Th.2.39, 5.90, etc.: pf. ὠφέλημαι A.Pr.222, Pl.Grg. 512a, etc.: plpf. ὠφέλητο Th.6.60: (ὄφελος):—help, aid, succour, first in Hdt. (v. infr.); opp. βλάπτω, Th.6.14, Pl.Phd. 107d; opp. ζημιόω, Isoc.6.5.—Construction:
I abs., to be of use or be of service, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα A.Pr.44, cf. S.Fr.196, E.IA348(troch.), X.Oec.1.9; οὐδὲν ὠφελεῖ Th.2.87; τὸ πολλάκις ὠφελοῦν Isoc.8.35.
2 c. acc. pers., to be of service to, benefit, Hdt.2.95, A.Pr.507; τὰς ψυχὰς ὠ. διδάσκοντες X.Cyr.2.3.23; ὠ. τινα ἔς τι to be of use to one towards a thing, Th. 4.75; τί δέ μ' ὠφελήσουσ' οἱ ῥυθμοὶ πρὸς τἄλφιτα; how will rhythms help me to earn my bread? Ar.Nu.648: abs., ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν E.Fr. 84; διὰ τῶν ὤτων Plu.2.38c, cf. 145b: c. part., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον E.Hipp.970.
b especially of a general, enrich his soldiers by booty, Plu.Aem.29; τοὺς στρατιώτας ὠφεληκὼς ἀπὸ τῶν στρατειῶν Id.Caes.12; cf. ὠφέλεια II.3.
3 in Poets also (v. Thom.Mag.p.408R.) c. dat. pers., A.Pr.342, Pers.842, S.Ant.560, E.Or.666, 681, Heracl.681, Ar.Av.421 (lyr.); also in Antipho 6.38, and v.l. in Th. 5.23; the compounds προσωφελέω, ἐπωφελέω, συνωφελέω also take both constructions.
4 c. gen., dub. in οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν S.OC436 (fort. leg. ἔρωτ' ἐς τόνδ').
5 c. acc. cogn., ὠφελίαν ὠφελέω τινα to render him a service, Pl.R. 519e, cf. Euthd.275e; ὠφελίαν κοινῇ ὠφελοῦνται πάντες οἱ δημιουργοί Id.R.346c: with a neut. Adj., οὐδέν τινα ὠ. to do one no service, Hdt.3.126, E.Alc.875 (lyr.); πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφελέω τινα, Isoc.3.30, E.Andr.679, 681, Th. 6.14.
II Pass., ὠφελοῦμαι = receive help or receive succour, derive profit or derive advantage, πρός τινος from a person or thing, Hdt.2.68; ἔκ τινος A.Pr.222, Antipho 3.2.3; ἀπό τινος Th.3.64, X.Oec.1.15, cf. Gorg.Pal.10; ὑπό or παρά τινος, Pl.Grg. 512a, Amat.132d; ὠ. τοῦ νόμου to derive benefit from... Antipho 5.17(dub. l.); τινι by a thing, Th.3.67; διά τι ib.13; παρ' ἐμοῦ ὠφελεῖσθαι to make something out of me, Antipho 2.2.13; ἐκ τῶν ὑμετέρων help themselves, Lys.27.7: especially of troops, acquire booty, πολλὰ παρὰ τὴν στρατείαν ὠ. Plu.Cat.Ma.10; ὠ. δι' ἁρπαγῆς Id.Marc. 19; ὠφελεῖσθαι πρός τι acquire advantage towards a thing, X.Cyn. 5.27: c. part., ὠφελεῖσθαι ἰδών to be profited by the sight of a thing, Th.2.39: c. adj. neut., οὐδὲν ὠφελουμένη S.Ant.550: πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντες X.Cyr.3.2.20.

French (Bailly abrégé)

ὠφελῶ :
impf. ὠφέλουν, f. ὠφελήσω, ao. ὠφέλησα, pf. ὠφέληκα;
Pass. f. ὠφεληθήσομαι, ao. ὠφελήθην, pf. ὠφέλημαι, pqp. ὠφελήμην;
secourir, assister, aider ; être utile : τινά, rar. τινί, à qqn ; τι, en qch ; ὠφ. τινά τι, être utile à qqn en qch ; οὐδέν τινα, n'être utile en rien à qqn ; au part. prés. employé subst. : οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν SOPH nul n'apparaissait pour m'aider à satisfaire ce désir;
Pass. (f. ὠφεληθήσομαι ou ὠφελήσομαι) être aidé, assisté, secouru : πρός τινος, παρά τινος, par qqn ; ἔκ τινος, tirer parti de qqn ou de qch, retirer un profit ou un avantage de qch ; avec un part. : ὠφελοῦμαι ἰδών THC je profite de ce que j'ai vu ; avec un adj. ou un pron. neutre : μεγάλα ὠφελεῖσθαι PLUT retirer de grands avantages ; οὐδὲν ὠφελεῖσθαι SOPH ne retirer aucun avantage ; en mauv. part δι' ἁρπαγῆς ὠφελεῖσθαι PLUT s'enrichir par le pillage.
Étymologie: ὄφελος.

German (Pape)

helfen, unterstützen, überhaupt fördern, nützen, förderlich, heilsam sein, wohltun; c. acc. der Person; zuerst bei Her. 3.126; Aesch. Prom. 505; Soph. und Eur.; sehr häufig bei den andern Attikern; ὠφελεῖν τινά τι, Einem in einer Sache behilflich, nützlich sein, Ar. Plut. 1135; εἰ τὸ μὲν σμικρά, τὸ δὲ μεγάλα ἡμᾶς ὠφελεῖ Plat. Soph. 227a; Xen. An. 5.6.30; auch τοὺς Πελοποννησίους εἰς τὰ ναυτικά, Thuc. 4.75; vgl. Xen. Cyr. 3.3.55; Gegensatz von βλάπτειν Plat. Phaed. 107d und öfter; – ungewöhnlich c. gen., οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν Soph. O.C. 436, was der Schol. erkl. ἀπολαῦσαι ποιῶν ἔρωτος τοῦδε; vgl. Eur. Rhes. 626; – selten c. dat. der Person, ὠφελεῖν τινι, Aesch. Prom. 542, τοῖς θανοῦσι πλοῦτος οὐδὲν ὠφελεῖ Pers. 828; Soph. Ant. 560; Ar. Av. 422; Thuc. 5.23, wo jetzt nach den meisten und besten Handschriften der accus. steht, ist nach Thom.Mag. die einzige Stelle mit dieser Struktur in Prosa; doch findet sich der dat. bei Arist. und in später Prosa (vgl. übrigens die Kompp. ἐπωφελεῖν, προσωφελεῖν, συνωφελεῖν).
Pass. ὠφελοῦμαι, fut. ὠφελήσομαι, wie z.B. Thuc. 6.18, seltener ὠφεληθήσομαι, Xen. Cyr. 3.2.20, Isae. 10.16, Hilfe, Beistand erhalten, gefördert werden, Nutzen, Gewinn erlangen, haben, ἀπό und ἔκ τινος, von oder aus einer Sache; τοιάδ' ἐξ ἐμοῦ ὁ τῶν θεῶν τύραννος ὠφελημένος Aesch. Prom. 222; Thuc. 3.64; πρός τινος Her. 2.68; οἱ ἵπποι ὠφελοῦνται καὶ βελτίους γίγνονται Plat. Euthyphr. 13b; οὐδὲν ὑπ' αὐτοῦ ὠφέληται, Gorg. 512a; auch ὑπό und παρά τινος, Hilfe, Wohltaten von Einem erhalten; ὠφελεῖσθαι πρός τι, Vorteil für Etwas erlangen; εἴς τι Legg. XI.913b; Folgde: auch c. partic., Thuc. 2.39; πανταχόθεν, aus allem Möglichen Vorteil ziehen, Sp. oft. Auch sich durch Plünderung Etwas verschaffen, s. ὠφέλεια, Plut. Arist. 5, ἐκ τῆς πολεμίας Timol. 24, und andere Spätere

Russian (Dvoretsky)

ὠφελέω: (fut. pass. ὠφελήσομαι и ὠφεληθήσομαι) оказывать помощь, помогать, приносить пользу, pass. получать помощь, извлекать пользу: ὠ. τινα и τινι Thuc., Xen., Trag., Arph., Arst. оказывать помощь, быть полезным кому-л.; ὠ. τι, εἴς и πρός τι Thuc., Xen., Plat. помогать, приносить пользу в чем-л.; οὐδὲν ὠφελούμενος Soph. без всякой для себя пользы; οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ᾽ ἐφαίνετ᾽ ὠφελῶν Soph. никто не явился, чтобы помочь (мне) в этом стремлении; ὠφέλειαν ὠ. τὸ κοινόν Plat. приносить пользу общему делу; ὠφελεῖσθαι πρός, παρά, ἀπό, ἔκ и ὑπό τινος Her., Thuc., Xen., Plat. etc. получать помощь от кого(чего)-л., пользоваться чьими-л. услугами, извлекать из кого(чего)-л. пользу (выгоду); ὅ τις ἂν ἰδὼν ὠφεληθείη Thuc. нечто, чем мог бы воспользоваться тот, кто увидел бы (это); (ἡ χώρα), δι᾽ ἣν ἡ Ἀττικὴ ὠφελεῖται Thuc. страна, из которой Аттика извлекает выгоды.

Greek (Liddell-Scott)

ὠφελέω: μέλλ. -ήσω, ἀόρ. ὠφέλησα, πρκμ. -ηκα, Εὐρ., κλπ.· ὑπερσ. ὠφελήκη Πλάτ. Ἀπολ. 31D. -Παθ., μέλλ. ὠφεληθήσομαι Ἀνδοκ. 22. 26, Ἰσαῖος 81. 22, Ξεν. Κύρου Παιδ. 3. 2, 20· συνηθέστερον, μέσ. μέλλ. ἐπὶ παθ. σημασίας, ὠφελήσομαι Θουκ. 2. 39., 7. 67, κτλ.· - πρκμ. ὠφέλημαι Αἰσχύλου Πρ. 222, Πλάτ.· - ὑπερσ. ὠφέλητο Θουκ. 6. 60 (ὄφελος). Βοηθῶ, ὑποστηρίζω, συντρέχω, εἶμαι ἢ δείκνυμαι χρήσιμοςὠφέλιμος εἴς τινα, πρῶτον παρ’ Ἡροδ.· ἀντίθετον τῷ βλάπτω, Θουκ. 6. 14, Πλάτ. Φαίδων 107D· τῷ ζημιόω, Ἰσοκρ. 117Β- Συντακτικῶς τίθεται, 1) ἀπολ., εἶμαι χρήσιμος, ὠφέλιμος, ὠφελῶ, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα Αἰσχύλ. Πρ. 44, Σοφ. Ἀποσπ. 205, πρβλ. Εὐρ. Ἰφ. ἐν Αὐλ. 348, Ξεν. Οἰκ. 1, 9· οὐδὲν ὠφελεῖ Θουκ. 2. 87 τὸ πολλάκις ὠφελοῦν Ἰσοκρ. 166Β. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ὡς τὸ Λατινικ. juvare, εἶμαι ὠφέλιμος εἴς τινα, ὠφελῶ αὐτόν, Ἡρόδ. 2. 95, Αἰσχύλ. Πρ. 507· τὰς ψυχὰς ὠφ. διδάσκοντες Ξεν. Κύρου Παιδ. 2. 3, 23, πρβλ. Πλούτ. 2. 145Β· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ὠφελῶ τινα εἴς τι πρᾶγμα, Θουκ. 4. 75· ἐπὶ τοῖς δεινοῖσιν Εὐριπ. Ἀποσπ. 85· διὰ τῶν ὤτων Πλούτ. 2. 38C· μετὰ μετοχ., αὐτοὺς ὠφελεῖ προσκείμενον Εὐρ. Ἱππόλυτ. 970. 3) παρὰ ποιηταῖς ὡσαύτως (ἴδε Θωμᾶν Μάγιστρον 935) μετὰ δοτ. προσ., ὡς τὸ Λατ. prodesse, Αἰσχύλ. Πρ. 342, Σοφ. Ἀντιγ. 560, Εὐρ. Ὀρ. 665, 680, Ἡρακλ. 681, Ἀριστοφ. Ὄρν. 420· ἀλλ’ ὅμως εὕρηται παρὰ τῷ Ἀντιφῶντι 146. 1, καὶ ὡς διάφ. γραφ. παρὰ Θουκ. 5. 23· τὰ συνθετα προσωφελέω, ἐπωφελέω, συνωφελέω ὡσαύτως συντάσσονται κατ’ ἀμφοτέρους τοὺς τρόπους. 4) ἰδιάζουσά τις σύνταξις μετὰ γεν. ἀπαντᾷ παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Κ. 436, οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἔνθα τὸ ὠφελῶν, δύναται νὰ ἀναλυθῇ εἰς τὸ ὠφέλειαν παρέχων, δίδων βοήθειαν πρὸς τὴν ἐπιθυμίαν ταύτην, ἀλλ’ ὁ Jebb παραδέχεται τὴν εὔστοχον διόρθωσιν τοῦ Παπαγεωργίου: οὐδεὶς ἔρωτ’ ἐς τόνδ’ ἐφαίνετ’ ὠφελῶν, ἴδε τὴν σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 5) μετὰ συστοίχ. αἰτ., ὠφέλειαν ὠφ. τινα, παρέχειν ὠφέλειαν, ὑπηρεσίαν, Πλάτ. Πολ. 519Ε, πρβλ. 346C, Εὐθύδ. 275Ε· οὕτω μετ’ οὐδετ. ἐπιθέτου, οὐδέν τινα ὠφ., οὐδεμίαν ὠφέλειαν παρέχειν εἴς τινα, Ἡρόδ. 3. 126, Εὐριπ. Ἄλκ. 875· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφ. τινα Ἰσοκρ. 33Α, Εὐρ. Ἀνδρ. 679, 681, Θουκ. 6. 14. ΙΙ. Παθ., βοηθοῦμαι, λαμβάνω βοήθειαν, ἐπικουρίαν, συνδρομήν, λαμβάνω κέρδος ἢ ὠφέλειαν, ὠφελοῦμαι, πρός τινος, παρά τινος προσώπου ἢ πράγματος, Ἡρόδ. 2. 68· ἔκ τινος Αἰσχύλ. Προμ. 222, Ἀντιφῶν 121. 31· ἀπό τινος Θουκ. 3. 64, Ξεν. Οἰκ. 1. 15· ὑπό ἢ παρά τινος Πλάτ. Γοργ. 512Α, Ἀντεραστ. 132D· ὠφ. τοῦ νόμου, λαμβάνω ὠφέλειαν ἐκ τοῦ νόμου, Ἀντιφῶν 131. 28· τινι, διά τινος πράγματ., Θουκ. 3. 67· διά τι ὁ αὐτ. 3. 13 ὠφελεῖσθαι παρ’ ἐμοῦ, λαμβάνειν ὠφέλειάν τινα, κέρδος τι παρ’ ἐμοῦ, Ἀντιφῶν 117. 37· ἐξ ὑμετέρων Λυσί. 178. 21· ὠφελεῖσθαι πρός τι Ξεν. Κυν. 5, 27 ὡσαύτως μετὰ μετοχῆς, ὠφελεῖσθαι ἰδών, ὠφελεῖσθαι ἐκ τῆς ὄψεως πράγματός τινος, Θουκ. 2. 39· μετ’ οὐδ. ἐπιθέτου, οὐδὲν ὠφελουμένη Σοφ. Ἀντ. 550· πολλὰ ὠφελεῖσθαι οὐδὲν πονοῦντας Ξεν. Κύρ. 3. 2, 20. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σελ. 115.

English (Strong)

from the same as ὠφέλεια; to be useful, i.e. to benefit: advantage, better, prevail, profit.

English (Thayer)

ὠφέλω; future ὠφελήσω; 1st aorist ὠφέλησα; passive, present ὠφελοῦμαι; 1st aorist ὠφελήθην; 1future ὠφεληθήσομαι (L T Tr WH); (ὄφελος); from Aeschylus and Herodotus down; the Sept. for הועִיל; to assist, to be useful or advantageous, to profit: absolutely, οὐδέν, to be of no use, to effect nothing, A. V. prevail); τινα, to help or profit one, τινα τί to help, profit, one in a thing (but the second accusative is a cognate accusative or the accusative of a neuter adjective or pronoun; cf. Winer's Grammar, 227 (213)) so from Herodotus 3,126 down): οὐδέν τινα, τί ὠφελήσει (or ὠφελεῖ (τόν)) ἄνθρωπον, ἐάν κτλ.; (T WH follow with an infinitive)), what will (or 'doth') it profit a man if etc. (or 'to' etc.))? ὠφελοῦμαι, to be helped or profited: μηδέν, οὐδέν, τί, WH marginal reading gives the active); τί ἐκ τίνος (genitive of person), to be profited by one m some particular (cf. Meyer on Matt. as below; ἐκ, II:5), Mark 7:11.

Greek Monotonic

ὠφελέω: μέλ. -ήσω, αόρ. αʹ ὠφέλησα, παρακ. -ηκα, υπερσ. ὠφελήκη· Παθ. μέλ. ὠφεληθήσομαι και μέλ. Μέσ. στην Παθ. φωνή, με Παθ. σημασία, ὠφελήσομαι, Παθ. αόρ. αʹ ὠφελήθην, παρακ. ὠφέλημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ὠφέλητο (ὄφελος).
I. βοηθώ, υποστηρίζω, συντρέχω, συνδράμω,
1. απόλ., είμαι χρήσιμος ή ωφέλιμος σε κάποιον· τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα, σε Αισχύλ.· οὐδὲν ὠφελεῖ, σε Θουκ.
2. κυρίως με αιτ. προσ., όπως το Λατ. juvare, είμαι ωφέλιμος σε κάποιον, τον ωφελώ, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.· ὠφελῶ τινα ἔς τι, ωφελώ κάποιον σε κάποιο πράγμα, σε Θουκ.
3. σπανιότερα, στους ποιητές κυρίως, με δοτ. προσ., όπως το Λατ. prodesse, σε Τραγ., Αντιφ.
4. σε μία περίπτωση συντάσσεται με γεν., οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν, κανένας δεν εμφανίστηκε για να βοηθήσει προς αυτή την επιθυμία, σε Σοφ.
5. με σύστ. αιτ., ὠφέλειαν ὠφελῶ τινα, παρέχω σε κάποιον βοήθεια, σε Πλάτ.· με την ίδια σημασία με ουδ. επιθ., οὐδέν τινα ὠφελῶ, δεν παρέχω καμία βοήθεια σε κάποιον, σε Ηρόδ.· πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα, ὠφελῶ τινα, σε Ευρ. κ.λπ.
II. Παθ., βοηθούμαι, δηλαδή λαμβάνω βοήθεια, συνδρομή ή προστασία, κερδίζω όφελος ή πλεονεκτήματα· πρός τινος, από πρόσωπο ή πράγμα, σε Ηρόδ.· ἔκ τινος, σε Αισχύλ.· ἀπό τινος, σε Θουκ.· ὑπό ή παρά τινος, σε Πλάτ.· με μτχ., ὠφελεῖσθαι ἰδών, ωφελούμαι από την όψη ενός πράγματος, σε Θουκ.· με ουδ. επιθ., οὐδὲν ὠφελουμένη, σε Σοφ.

Middle Liddell

ὄφελος
I. to help, aid, assist, succour, to be of use or service to any one:
1. absol. to be of use or service, τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα Aesch.; οὐδὲν ὠφελεῖ Thuc.
2. mostly c. acc. pers., like Lat. juvare, to be of service to, to benefit, Hdt., Aesch., etc.; ὠφ. τινα ἔς τι to be of use to one towards a thing, Thuc.
3. more rarely c. dat. pers., like Lat. prodesse, Trag., Antipho.
4. once c. gen., οὐδεὶς ἔρωτος τοῦδ' ἐφαίνετ' ὠφελῶν no one appeared to help towards this desire, Soph.
5. c. acc. cogn., ὠφέλειαν ὠφ. τινα to render him a service, Plat.; so with a neut. adj., οὐδέν τινα ὠφ. to do one no service, Hdt. (v. supr. 1); πολλά, πλέον, πλεῖστον, ὡς πλεῖστα ὠφ. Eur., etc.

Frisk Etymology German

ὠφελέω: {ōpheléō}
See also: s. 2. ὀφέλλω mit ὄφελος.
Page 2,1153

Chinese

原文音譯:çfelšw 哦費累哦
詞類次數:動詞(15)
原文字根:欠債 相當於: (יָעַל‎)
字義溯源:有用,有益,得益,益處,得著,幫助,濟於事,見好,益,援助;源自(ὠφέλεια)=益處), (ὠφέλεια)出自(ὠφέλιμος)=有益的,適用的), (ὠφέλιμος)出自(ὄφελος)=利益),而 (ὄφελος)出自(ὀφείλω)X*=積聚)。參讀 (ἀντιλαμβάνω)同義字
同源字:1) (ἀνωφελής)無益的 2) (ὄφελος)利益 3) (ὠφέλεια)有用 4) (ὠφελέω)有益 5) (ὠφέλιμος)有益的
出現次數:總共(15);太(3);可(3);路(1);約(2);羅(1);林前(2);加(1);來(2)
譯字彙編
1) 益處(3) 可8:36; 路9:25; 林前14:6;
2) 你當⋯得著的(2) 太15:5; 可7:11;
3) 有⋯益處(1) 太16:26;
4) 你們⋯得益(1) 約12:19;
5) 得過益處(1) 來13:9;
6) 對我⋯益(1) 林前13:3;
7) 益了(1) 加5:2;
8) 見好(1) 可5:26;
9) 益的(1) 約6:63;
10) 有益(1) 羅2:25;
11) 濟於事(1) 太27:24;
12) 益(1) 來4:2

Mantoulidis Etymological

ὠφελῶ, Ἀπό τό ὄφελος (ὀφέλλω = αὐξάνω) μέ ἔκταση τοῦ ο σέ ω. Τό ἄχρηστο ὠφελής προῆρθε ἀπό τό οφελ + ἔκταση τοῦ ο σέ ω = ὠφελ + ής = ὠφελής. Παράγωγα ἀπό ἴδια ρίζα: ὠφέλειαὠφελία, ὠφέλημα, ὠφελήσιμος, ὠφέλησις, ὠφελητέος, ὠφελητέον, ὠφελητικός, προσωφελητέον, ἀνωφέλητος, ὠφέλιμος, ἀνωφελής, δημωφελής, ἐπωφελής, βιωφελής, μεγαλωφελής, ὀλιγωφελής, πολυωφελής.

Lexicon Thucydideum

adiuvare, prodesse, to assist, benefit, 1.73.2. 1.74.3. 1.83.2, 2.42.3, 2.51.2, 2.60.2. 2.77.1, 2.87.4, 3.61.1. 4.8.6, 4.75.1, 5.9.5, 5.82.5, 5.82.56.14.1, 6.15.2, 6.16.3, 6.79.2, 6.85.1. 6.87.3. 6.92.5. 7.42.3. 7.68.3, [vulgo commonly ὠφελοῦσι]. 7.76.1. 8.23.2. 8.45.6, 8.66.5, 8.68.1. 8.86.4. 8.96.5,
bene mereri, to deserve well, 2.40.5,
opem ferre, to bring help, 3.57.4, 5.23.1. 5.23.2. 6.47.1, 8.65.3,
PASS. utilitatem capere, adiuvari, to derive advantage, be helped, 1.43.1, 1.85.1. 2.39.1. 3.9.1, 3.13.5. 3.42.4, 3.53.4. 3.64.2, 3.67.2, 5.90.1. 6.12.2, 6.18.4, 6.60.5, 6.88.6. 6.91.7. Ibid. in the same place 7.63.3. 7.67.3, 8.48.6. 8.96.2.

Translations

help

Afar: cate; Afrikaans: help; Albanian: ndihmë; Arabic: سَاعَدَ‎, عَاوَنَ‎, غَاثَ‎; Egyptian Arabic: سَاعِد‎; Aragonese: achudar, aduyar; Aramaic Assyrian Neo-Aramaic: ܗܲܝܸܪ‎, ܥܵܕܹܪ‎; Classical Syriac: ܥܕܪ‎; Armenian: օգնել; Aromanian: agiut; Asturian: ayudar, audar, axudar, aidar; Azerbaijani: kömək etmək, yardım etmək; Basque: lagundu; Bau Bidayuh: batu', batu'; Belarusian: памагаць, памагчы, дапамагаць, дапамагчы; Bengali: সাহায্য করা; Brunei Malay: tulung; Bulgarian: помагам, помогна; Burmese: ကူ, ကူညီ; Catalan: ajudar, aidar; Cebuano: tabang; Chinese Dungan: бонцу; Mandarin: 幫助/帮助, 幫忙/帮忙; Cornish: gweres, skoodhya; Corsican: aiutà; Crimean Tatar: yardım etmek; Czech: pomáhat, pomoct or pomoci; Danish: hjælpe; Dutch: helpen; Esperanto: helpi; Estonian: aitama; Extremaduran: ayual; Faroese: hjálpa; Finnish: auttaa, opastaa; Franco-Provençal: èdiér; French: aider, secourir; Friulian: judâ, socori; Galician: axudar; Georgian: დახმარება; German: helfen; Middle High German: hëlfen; Gothic: 𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽, 𐌲𐌰𐌷𐌹𐌻𐍀𐌰𐌽; Greek: βοηθώ, βοηθάω, συντρέχω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Haitian Creole: ede; Hawaiian: kōkua; Hebrew: עזר‎, סייע‎; Higaonon: tabang; Hiligaynon: abáng-ábang; Hindi: मदद करना; Hungarian: segít; Icelandic: hjálpa; Ido: helpar; Indonesian: bantu; Sundanese: bantos; Interlingua: adjutar, succurrer; Irish: cuidigh le, cabraigh le, tug cúnamh do; Italian: aiutare; Japanese: 助ける, 手伝う; Javanese: nulung; Kazakh: болысу, ермек ету, жәрдем беру, көмек көрсету, көмектесу; Khmer: ជួយ; Korean: 돕다; Kumyk: болушмакъ; Kurdish Central Kurdish: یارمەتی دان‎; Kyrgyz: жардам көрсөтүү, жардам кылуу, жардам берүү, көмөк берүү; Ladino: ayudar; Lao: ຊ່ອຍ, ຊ່ວຽ; Latin: adiuvo, adiuto, iuvo, auxilio, opitulor, suppetior, animo; Latvian: līdzēt, palīdzēt; Lingala: kosálisa; Lithuanian: padėti; Lombard: iuttà, vütà; Low German: helpen; Luxembourgish: hëllefen; Macedonian: помага; Malay: tolong, bantu; Mansaka: tabang; Maore Comorian: usaidia; Maori: āwhinatanga; Maranao: tabang, ogop; Nahuatl: palehuia; Navajo: bíká iishyeed; Neapolitan: ajutà; Nepali: मदत गर्नु; Ngazidja Comorian: usaidia, uɗiriki; Norman: aîdgi; North Frisian: heelpe, halep; Norwegian: hjelpe; Occitan: ajudar, aidar; Old English: helpan; Old Javanese: tuluṅ; Old Portuguese: ajudar; Oromo: gargaaruu; Ossetian: ӕххуыс кӕнын; Papiamentu: yuda; Persian: کمک کردن‎, یاری کردن‎; Polish: pomagać, pomóc; Portuguese: ajudar, socorrer; Quechua: yanapay, yanapai; Romanian: ajuta, asista; Romansch: gidar, güder, güdar; Russian: помогать, помочь; Saho: xate; Salar: bañna; Sardinian: agiadai, agiuare, agiudai; Campidanese: aggiudai; Logudorese: aggiudare, azudare; Sassarese: achidà, aggiuddà; Scottish Gaelic: cuidich; Serbo-Croatian Cyrillic: помагати, по̀моћи; Roman: pomágati, pòmoći; Shan: ၸွႆႈထႅမ်, ၸွႆႈ; Sicilian: ajutari; Sinhalese: උදව් කරනවා; Slovak: pomáhať, pomôcť; Slovene: pomagati; Southern Altai: болуш-; Spanish: ayudar; Swahili: kusaidia; Swedish: hjälpa; Tagalog: tumulong, tulungan; Tajik: ёри кардан, кумак кардан; Tamil: உதவு; Tatar: ярдәм итәргә, ярдәм күрсәтергә; Tetum: tulun; Thai: ช่วยเหลือ, ช่วย; Tok Pisin: helpim; Turkish: yardım etmek; Turkmen: kömekleşmek, ýardam etmek; Ukrainian: допомагати, допомогти, помагати, помогти; Urdu: مدد کرنا‎; Uyghur: ياردەملەشمەك‎, ياردەم بەرمەك‎; Uzbek: qarashmoq, yordam bermoq, yordamlashmoq; Venetian: jutar, giutar, agiutar, aidar, daidar, alturiar; Vietnamese: giúp, giúp đỡ; Welsh: helpu, cynorthwyo; West Frisian: helpe; Western Bukidnon Manobo: tavang, uɣup; Yiddish: העלפֿן‎; Yucatec Maya: áant

aid

Armenian: օգնել; Belarusian: памагаць, памагчы; Bulgarian: помагам, подпомагам; Czech: pomáhat, asistovat, napomáhat; Danish: hjælpe, bistå; Dutch: helpen, bijstaan; Finnish: auttaa; French: aider; Friulian: judâ; Galician: axudar, acorrer; German: helfen; Greek: βοηθώ, βοηθάω; Ancient Greek: ἀλκάθω, ἀμυνάθω, ἀμύνω, ἀμφιπένομαι, ἀντεισάγω, ἀντιλαμβάνω, ἀοσσέω, ἀρήγω, ἀρκέω, ἀρωγέω, ἀτανύω, βοηδρομέω, βαθόημι, βοηθέω, βοηθῶ, ἐπαρήγω, ἐπαρκέω, ἐπιβοηθέω, ἐπικουρέω, ἐπικουρῶ, ἐπωφελέω, προσαρκέω, προσωφελέω, συμφέρω, χραισμέω, χραισμῶ, ὠφελέω, ὠφελῶ; Italian: aiutare; Japanese: 補助する, 援助する; Latin: iuvo, adiuvo, auxilior; Middle English: recoveren; Nahuatl: macoa; Polish: pomagać; Portuguese: ajudar, auxiliar; Romanian: ajuta; Russian: помогать; Spanish: ayudar; Swedish: bistå; Ukrainian: допомогати, підтримувати; Welsh: cymorthwyo