σπεύδω
English (LSJ)
Ep.inf.
A σπευδέμεν Od.24.324: fut. σπεύσω E.Med.153 (lyr.), Ar.Eq.926, etc.; Cret. σπευσίω SIG527.42 (iii B.C.): aor. ἔσπευσα E.Supp.161, Pl.Cri.45c, etc.; Ep. σπεῦσα Od.9.250; subj. σπεύσομεν, for -ωμεν, Il.17.121: pf. ἔσπευκα Annuario 8/9.375 (Perga, ii B.C.), Paus.7.15.11:—Med., A.Ag.151 (lyr.): fut. σπεύσομαι Il.15.402:— Pass., pf. ἔσπευσμαι Luc.Am.33, Gal.12.895. I trans., set going, urge on, hasten, ταῦτα δ' ἅμα χρὴ σπεύδειν Il.13.236; οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν Od.19.137, cf. Hdt.1.38; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις ib.206; σ. ἀθλίαν ὁδόν E.Ion 1226; σ. οἱ μὲν ἴγδιν, οἱ δὲ σίλφιον, οἱ δ' ὄξος procure quickly, get ready, Sol.39; κλίμακας E.IT1352; σπευσίω ὅτι κα δύναμαι κακὸν τᾷ πόλει SIGl.c. (in Hdt.8.46, Δημοκρίτου σπεύσαντος, an acc. must be supplied). b seek eagerly, strive after, μηδὲν ἄγαν σ. Thgn.335,401; σ. βίον ἀθάνατον, μακροτέραν ἀρετάν, Pi.P.3.62,I.4(3).13(31); εὐψυχίαν ἀντ' εὐβουλίας E.Supp.161; τὴν ἡγεμονίαν Th.5.16; χάριν E.Hec.1175; πόλεμον τέκνοις Id.HF1133. c promote or further zealously, press or urge on, τι τῶν φέρει φρήν A.Supp.599 (lyr.); τὸ σὸν σ. ἅμα καὶ τοὐμόν S.El.251; τὸ σὸν ἀγαθόν E.Hec.120(lyr.); τὸ ἐφ' ἑαυτὸν ἕκαστος σ. Th.1.141; σ. ἀσπούδαστ' ἐπὶ σοὶ δαίμων E.IT201 (lyr.); τὰ ἐναντία τῇ ἑαυτῶν ὠφελείᾳ σ. And.2.2; in arguing, σεαυτῷ τὰ ἐναντία σ. Pl.Prt.361a; σ. τοῦτο, ὅπως . . Id.Lg.687e; μὴ σπεῦδ' ἃ μὴ δεῖ, μηδ' ἃ δεῖ σπεύδειν μένε Men.Mon.344: c. dat., οἱ Χαιρέᾳ σπεύδοντες the partisans of Chaereas, Charito 6.1: ἐς τὰ Ἑλλήνων σ. Philostr.VA5.8: folld. by a conj., εἰς τοὺς πλουσίους σπεύσω σ' ὅπως ἂν ἐγγραφῇς Ar.Eq.926:—Med., σπευδομένα θυσίαν A.Ag.151 (lyr.): —Pass., ξυνὸν πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Hdt.7.53; ἐσπευσμέναι χρεῖαι pressing needs, Luc.Am.33. 2 c. acc. et inf., σπεύσατε . . Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν urge him to come quickly, S.Aj.804; σπεῦσον . . κάπετόν τιν' ἰδεῖν hasten to look out for... ib.1165 (anap.). II more freq. intr., press on, hasten. διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' Il.11.119, cf. 8.191, 23.414, Hes.Sc.228; σ. ἀπὸ ῥυτῆρος with loose rein, S.OC900; δρόμῳ E.Ion1556; πεζῇ X.An.3.4.49, etc.; exert oneself, strive eagerly or anxiously, of warriors fighting, Il.4.232, cf.8.293, etc.; of a smith at work, 18.373; of beasts of draught, 17.745; of bees working, Hes. Th.597: prov., ὅταν σπεύδῃ τις αὐτὸς χὠ θεὸς συνάπτεται A.Pers.742 (troch.); σπεῦδε βραδέως festina lente, Gell.10.11.5; σ. τινί exert oneself for another, Alex.309:—Construct., 1 c. part., σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα (for σπουδαίως ἐπονήσατο) Od.9.250, cf. S.El.935, E.Med.761 (anap.), Ar.Ach.179: reversely, σπεύδων in haste, eagerly, τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην Il.23.506; ἵκετο σπεύδων Pi. P.4.95; εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ . . σπεύδων σπεύδοντί ποθ' ἥξει A.Pr.193 (anap.); σ. ἐβοήθει X.HG4.3.1. 2 c. inf., to be eager to... Hes Op.22,673, Pi.O.4.11(14), N.9.21, A.Ag.601, Hdt.8.41; σῴζειν θέλοντας ἄνδρα γ' ὃς σπεύδῃ θανεῖν S.Aj.812:—Med., σπευδομένα ἀφελεῖν A.Eu.360 (lyr.). 3 c. acc. et inf., to be anxious that... εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Hdt.1.74; ἔσπευδεν εἶναι μὴ μάχας Ar.Pax672, cf. Pl.Prt.361a; τὸ λεκτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπ. X.Mem.4.3.1: also ἔσπευσεν τοῦ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῖς IG22.1028.83. 4 folld. by ὡς, ὅπως, etc., σ. ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν A.Pr.205; σ. ὅπως μὴ . . Pl.Grg.480b; ἵνα... ἵνα μὴ... Id.Plt.264a, Isoc.4.164; ὥστε μή, c. inf., Thphr.Od.57. 5 folld. by a Prep., σ. μάχην ἐς show eagerness for... Il.4.225 (Med., σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, ἵνα . . hasten, 15.402); εἰς ἄφενος σπεύδειν Hes.Op.24; εἰς ἀρετήν Thgn.403; ἐς θαλάμους E. Hipp.182 (anap.); ἐς τὰ πράγματα Id.Ion599, etc.; εἰς τὸ αὐτὸ ἡμῖν X.Cyr.1.3.4; δώματος εἴσω E.Med.100 (anap.); ἐπί τι Lycurg.57; περὶ Πατρόκλοιο θανόντος struggle for him, Il.17.121; ὑπέρ τινος IG12(9).903 (Chalcis, ii B.C.); πρός τινα Ar.V.1026, etc.; also σ. ὁδόν IG14.1729. 6 with Adv., σ. οἷ θέλεις S.Tr.334; δεῦρο Ar.Ach.179; ἔνθα X.An.4.8.14, etc. 7 to be troubled in mind, harassed, LXX Ex.15.15, 1 Ki.28.21, al. (Cf. σπουδή, σπούδαξ, Lith. spáudžiu 'press'.)
German (Pape)
[Seite 920] fut. σπεύσω, 1) antreiben, in schnelle Bewegung setzen, beschleunigen, eifrig betreiben; ταῦτα χρὴ σπεύδειν, Il. 13, 236; γάμον, Od. 19, 137; Her. 1, 38; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις, 1, 206; 3, 137; vgl. Bornem. Xen. Conv. 7, 4; pass., ξυνὸν τοῦτο πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται, Her. 7, 53. – Dah. Etwas eifrig erstreben, sich um Etwas bemühen, bewerben; μὴ βίον ἀθάνατον σπεῦδε, Pind. P. 3, 62; ἀρετάν, I. 3, 31, εὐψυχίαν ἔσπευσας, Eur. Suppl. 173; κλίμακας, I. T. 1352, σπεύδει ἀσπούδαστα, 201, u. öfter; νῦν σεαυτῷ τἀναντία σπεύδεις, Plat. Prot. 361 b. – Med., Aesch. σπευδομένα θυσίαν, Ag. 147. – Auch = anregen, ermahnen, Her. 8, 46. – 2) häufiger intr., sich antreiben, sich sputen, eilen, sich eifrig bemühen, anstrengen; absolut, περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, sich um den gefallenen Patroklus bemühen, um seine Leiche kämpfen, Il. 17, 121, σπεύσατέ μοι, κακὰ τέκνα, 24, 253; neben ἱδρώων, 11, 119. 18, 373; ἀλλ' ἐφομαρτεῖτον καὶ σπεύδετον, 8, 191; μάλα σπεύδοντα ἐς μάχην, in die Schlacht eilen, 4, 225; τί με σπεύδοντα καὶ αὐτὸν ὀτρύνεις, 8, 293, was treibst du mich an, der ich schon von selbst eile, mich beeifere, auch im med., ἔγωγε σπεύσομαι εἰς Ἀχιλῆα, 16, 402, u., so auch σπευδόμενος, eilig, wie App. ἐσπευσμένος; Hom. dat so das part. praes. act. σπεύδων, eilig, hastig, Il. 8, 293. 23, 506 u. sonst; ἔσπευδε δρόμῳ, Eur. El. 473; – mit dem partic., ἐπειδὴ σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, er verrichtete seine Arbeit schnell, Od. 9, 250. 310. 843; c. inf., Hes. O. 22. 675; σπεῦδεν ἱκέσθαι, Pind. N. 9, 21; Aesch. Ag. 587 Eum. 340, auch c. acc. c. inf., 1, 74. 8, 41, vgl. σπεύσαθ', οἱ μὲν, Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν, Soph. Ai. 791; auch ὃς σπεύδει θανεῖν, 799; ἔσπευδεν εἶναι μὴ μάχας, Ar. Pax 655; τοιαῦτα σπεύδεις περὶ σεαυτὸν γενέσθαι, ἅπερ –, Plat. Crit. 45 c; λεκτικοὺς γίγνεσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπευδεν, Xen. Mem. 4, 3, 1; ἔσπευδον πεμφθῆναι τὸν λόγον, Isocr. 5, 23; σπεύδοντες ὡς Ζεὺς μήποτ' ἄρξειεν θεῶν, Aesch. Prom. 203; σπεύδειν ὅπως μή, Plat. Gorg. 480 a; Folgde; ὑπὲρ πράγματος, Pol. 4, 51, 2, im Ggstz von ἐκ παρέργου ποιεῖν; – σπεύδειν τινί, sich für Einen bemühen, Einem gewogen sein, Sp., wie Chariton. – Bei den LXX, auch = in Gemüthsbewegung gerathen, unruhig werden, erschrecken.
Greek (Liddell-Scott)
σπεύδω: Ἐπικ. ἀπαρέμφ. σπευδέμεν Ὀδ. Ω. 324· μέλλ. σπεύσω Ἀττ.· ἀόρ. ἔσπευσα Ἀττ., Ἐπικ. ὑποτ. σπεύσομεν ἀντὶ -ωμεν, Ἰλ. Ρ. 121· πρκμ. ἔσπευκα Παυσ. 7. 15, 11. - Μέσ., Αἰσχύλ. Ἀγ. 151· μέλλ. σπεύσομαι Ἰλ. Ο. 402· - Παθ., πρκμ. ἔσπευσμαι Λουκ. Ἔρωτ. 33, κτλ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΕΥΔ παράγεται ὡσαύτως τὸ σπυδή· πρβλ. Λατ. stud-eo, stud-ium, κατὰ μεταβολήν τινα ἀνάλογον πρὸς τὴν ἐν τῷ Αἰολ. σπαλεὶς ἀντὶ σταλείς, σπολὰς ἀντὶ στολάς, σπάδιον ἀντὶ στάδιον· ἴσως καὶ ἀρχ. Γερμ. spu-on, spuo-an, spua-tôn, Ἀγγλο-Σαξον. sped-an (speed). I. μεταβ., θέτω εἰς κίνησιν, ἐπισπεύδω, ἐπιταχύνω, ταῦτα δ’ ἅμα χρὴ σπεύδειν Ἰλ. Ν. 236· οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν Ὀδ. Τ. 137, πρβλ. Ἡρόδ. 1. 38, Bornem. εἰς Ξεν. Συμπ. 7, 4· παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις Ἡρόδ. 1. 206· σπ. ἀθλίαν ὁδὸν Εὐρ. Ἴων 1226· σπ. οἱ μὲν ἴγδιν, οἱ δὲ σίλφιον, οἱ δ’ ὄξος, ἐπρομηθεύθησαν ταχέως, ἡτοίμασαν, Σόλων 38· κλίμακας Εὐρ. Ι. Τ. 1351· οὕτω παρ’ Ἡροδ. 8. 46, Δημοκρίτου σπεύσαντος, δέον νὰ ὑπονοήσωμεν τὸ ἀντικείμενον κατ’ αἰτιατ.· - ὡσαύτως ζητῶ προθύμως, ἀγωνίζομαι περί τινος, μηδὲν ἄγαν Θέογν. 335, 401· σπ. βίον ἀθάνατον, ἀρετὰν Πινδ. Π. 3. 110, Ι. 4. 22 (3. 31)· εὐψυχίαν ἀντ’ εὐβουλίας Εὐρ. Ἱκέτ. 161· τὴν ἡγεμονίαν Θουκ. 5. 16· χάριν τινὸς Εὐρ. Ἑκ. 1175· θανάτου τελευτὰν Μήδ. 152· πόλεμόν τινι Ἡρ. Μαιν. 1133· - μετὰ ζήλου, προθύμως ἐκτελῶ τι ἢ ἐπισπεύδω, τι τῶν φέρει φρὴν Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 599· τὸ σόν σπεύδουσ’ ἅμα καὶ τοὐμὸν Σοφ. Ἠλ. 251· ἀγαθόν τινος Εὐρ. Ἑκ. 122· τὸ ἐφ’ ἕκαστον Θουκ. 1. 141· σπ. ἀσπούδαστ’ ἐπί τινι Εὐρ. Ι. Τ. 200· σπ. τὰ ἐναντία τινὶ Ἀνδοκ. 20. 4· ἐν συζητήσει, σπ. ἑαυτῷ ἐναντία Πλάτ. Πρωτ. 361Α· σπ. τοῦτο, ὅπως.. ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 687Ε· μὴ σπεῦδ’ ἃ μὴ δεῖ, μηδ’ ἃ δεῖ σπεύδειν μένε Μένανδρ. ἐν Μονοστίχ. 358· -ἑπομένης ὑποτακτ., εἰς τοὺς πλουσίους σπεύσω σ’ ὅπως ἂν ἐγγραφῇς Ἀριστοφ. Ἱππ. 926. - Μέσ., σπευδομένα θυσίαν Αἰσχύλ. Ἀγ. 151. - Παθ., ξυνὸν πᾶσι ἀγαθὸν σπεύδεται Ἡρόδ. 7. 53· ἐσπευσμέναι χρεῖαι, ἀνάγκαι βιαστικαὶ, Λουκ. Ἔρωτ. 33· ἐσπευσμένος, ἐν σπουδῇ, Ἀππ. Καρχηδ. 8. 24. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., σπεύσατε.. Τεῦκρον ἐν τάχει μολεῖν, βιάσατε αὐτὸν νὰ ἔλθῃ ταχέως, Σοφ. Αἴ. 804· σπεῦσον.. κάπετοόν τιν’ ἰδεῖν, «τρέξε νὰ κυττάξῃς», νὰ εὕρῃς.., αὐτόθι 1165. ΙΙ. συνηθέστερον ἀμεταβ., σπεύδω, βιάζομαι, Ἰλ. Θ. 191, Λ. 119, Ψ. 414, Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 228, καὶ Ἀττ.· σπ. ἀπὸ ῥυτῆρος, μὲ ἀφειμένον τὸν χαλινόν, Σοφ. Ο. Κ. 900· σπ. δρόμῳ Εὐρ. Ἴων 1556· πεζῇ Ξεν. Ἀν. 3. 4, 49, κτλ.· -ἀγωνίζομαι, καταβάλλω προσπαθείας, προσπαθῶ προθύμως ἢ ζωηρῶς, ἐπὶ πολεμιστῶν μαχομένων, Ἰλ. Δ. 232, Ε. 667, κτλ.· ἐπὶ σιδηρουργοῦ ἐργαζομένου, Σ. 373· ἐπὶ φορτηγῶν ζῴων, Ρ. 745· ἐπὶ μελισσῶν ἐργαζομένων, Ἡσ. Θ. 597· ὡς σὺ σπεύδεις, ὡς σὺ διισχυρίζεσαι, Πλάτ. Πρωτ. 361Β· -παροιμ., ὅταν σπεύδῃ τις χὼ θεὸς ξυνάπτεται Αἰσχύλ. Πέρσ. 742· σπεῦδε βραδέως, festina lente, Γέλλ. 10. 11· σπ. τινί, ἀγωνίζομαι ὑπέρ τινος ἄλλου, Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 65· -Συντάσσεται, 1) μετὰ μετοχ., σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα (ἀντὶ σπουδαίως ἐπονήσατο) Ὀδ. Ι. 250, πρβλ. 310, Σοφ. Ἠλ. 935, Εὐρ. Μήδ. 761, Ἀριστοφ. Ἀχ. 179· τἀνάπαλιν σπεύδων εὕρηται ὡς ἐπίρρ., μετὰ σπουδῆς, μετὰ προθυμίας, τὼ δὲ σπεύδοντε πετέσθην Ἰλ. Ψ. 506· ἵκετο σπεύδων Πινδ. Π. 4. 167· εἰς ἀρθμὸν ἐμοὶ .. σπεύδων σπεύδοντί ποθ’ ἥξει Αἰσχύλ. Πρ. 192· σπ. ἐβοήθει Ξεν. Ἑλλ. 4. 3, 1. 2) μετ’ἀπαρ., εἶμαι πρόθυμος νά.., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 22, 671, Πινδ. Ο. 4. 21, Ν. 9. 50, Ἡρόδ. 8. 41, Αἰσχύλ. Ἀγ. 601, Σοφ., κλπ.· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπευδόμεναι ἀφελεῖν Αἰσχύλ. Εὐμ. 306. 3) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εἶμαι πρόθυμος νά.., εἰρήνην ἑωυτοῖσι γενέσθαι Ἡρόδ. 1. 74· ἔσπευδεν εἶναι μὴ μάχας Ἀριστοφ. Εἰρ. 672, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 361Β· οὕτω, τὸ λεκτικοὺς γενέσθαι τοὺς συνόντας οὐκ ἔσπ. Ξεν. Ἀπομν. 4. 3, 1. 4) μετ’ἐξηρτημένης προτάσεως, σπ. ὡς Ζεὺς μήποτ’ ἄρξειεν Αἰσχύλ. Πρ. 203· σπ. ὅπως μή.. Πλάτ. Γοργ. 480Α· ἵνα.., ἵνα μή.. ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 264Α, Ἰσοκρ. 75Α· ὥστε μή, μετ’ ἀπαρεμφ., Θεοφρ. π. Ὀσμ. 57. 5) μετ’ ἐμπροθέτου προσδιορισμοῦ, σπ. ἐς μάχην Ἰλ. Δ. 225· οὕτω καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπεύσομαι εἰς Ἀχιλλῆα, ἵνα.. Ο. 402· σπ. εἰς ἄφενον Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 24· εἰς ἀρετὴν Θέογν. 403· ἐς θαλάμους Εὐρ. Ἱππ. 183· ἐς τὰ πράγματα ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 599, κτλ.· εἰς ταὐτό τινι Ξεν. Κύρ. 1. 3, 4· δώματος εἴσω Εὐρ. Μήδ. 100· ἐπὶ τι Λυκοῦργ. 155. 10, Πλούτ., κλπ.· σπ. περὶ Πατρόκλοιο θανόντος, ἀγωνιζομαι περὶ αὐτοῦ, Ἰλ. Ρ. 121· ὑπέρ τινος Συλλ. Ἐπιγρ. 2147· πρός τινα Ἀριστοφ. Σφ. 1026, κτλ.· ὡσαύτως, σπ. ὁδὸν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 653. 3. 6) μετ’ ἐπιρρ.. σπ. οἷ θέλες Σοφ. Τρ. 334· δεῦρο Ἀριστοφ. Ἀχ. 179· ἔνθα Ξεν. Ἀν. 4. 8, 14, κτλ. 7) ταράττομαι, ἐνοχλοῦμαι κατὰ τὸ πνεῦμα, Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙΕ΄, 15, Α΄ Βασιλ. ΚΗ΄, 21, κ. ἀλλ.).
French (Bailly abrégé)
f. σπεύσω, ao. ἔσπευσα, pf. ἔσπευκα;
Pass. pf. ἐσπευσμαι;
I. tr. 1 presser, hâter : τι qch ; γάμον OD un mariage ; παῦσαι σπεύδων τὰ σπεύδεις HDT cesse la hâte que tu montres ; particul. apporter en hâte, procurer avec empressement, tenir prêt, acc.;
2 abs. presser, exhorter, exciter;
3 rechercher avec empressement, être ardent pour : τὴν ἡγεμονίαν THC poursuivre avec ardeur le commandement ; avec une prop. inf. : viser à ce que… ; avec une conj. : σπ. τι αἰ IL presser vivement qch pour voir si, pour que ; Pass. être recherché ou obtenu avec effort;
II. intr. 1 se hâter, se presser : σπεύδειν ἀπὸ ῥυτῆρος SOPH se hâter à bride abattue, càd en toute hâte ; σπ. ταχέως AR, θᾶσσον EUR, ὅτι ou ὡς τάχιστα IL, AR se hâter vivement, plus vite, le plus vite possible ; σπεύδειν ἐς μάχην IL s’élancer au combat ; au part. au sens d’un adj. ou d’un adv. : pressé, en hâte, vite ; ἤϊξε σπεύδουσα IL elle fuit en hâte ; σπεύδων ἐβοήθει XÉN il accourait au secours;
2 en gén. agir avec empressement, se donner de la peine, faire effort, s’efforcer : σπ. εἴς τι se donner de la peine, faire effort pour qch ; σπεύδειν περὶ Πατρόκλοιο θανόντος IL faire effort pour Patrocle tombé, combattre pour son cadavre ; avec l’inf., se donner de la peine pour, faire effort pour ; avec un part. : σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα OD il avait accompli son travail rapidement ; avec une conj. : σπ. αἴ κε IL, ὡς ESCHL, ὅπως AR faire effort pour voir si…, pour que…;
Moy. σπεύδομαι (f. σπεύσομαι) s’occuper avec empressement de, acc..
Étymologie: R. Σπυδ, renforcée en Σπευδ, être actif ; cf. σπουδή, lat. studeo, studium.
English (Autenrieth)
inf. σπευδέμεν, aor. σπεῦσε, imp. σπεύσατε, subj. σπεύσομεν, mid. fut. σπεύσομαι: be quick, hasten; σπεῦσε πονησάμενος τὰ ἃ ἔργα, ‘hastily performed,’ Od. 9.250; ‘struggle for,’ περί τινος, Il. 17.121; trans., hurry, τὶ, γάμον, Od. 19.137.
English (Slater)
σπεύδω (σπεύδει; σπεῦδε; σπεύδων, -οντ(α); σπεύδειν: impf. σπεῦδεν.)
a be in haste Πελίας ἵκετο σπεύδων (P. 4.95) σπεύδοντ, ἔκλαγξέ θ' ἱερ[ Πα. 8A, 10.
b be eager (for) κῦδος ὄρσαι σπεύδει Καμαρίνᾳ (O. 4.12) φαινομέναν δ' ἄῤ ἐς ἄταν σπεῦδεν ὅμιλος ἱκέσθαι (N. 9.21) c. acc., μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε (P. 3.62) καὶ μηκέτι μακροτέραν σπεύδειν ἀρετάν (I. 4.13)
c frag. ]ροτοι σπευδ[ Δ. 4. 22.
English (Strong)
probably strengthened from πούς; to "speed" ("study"), i.e. urge on (diligently or earnestly); by implication, to await eagerly: (make, with) haste unto.
English (Thayer)
imperfect ἔσπευδον; 1st aorist ἔσπευσα; (cognate with German sich sputen (cf. English speed, Latin studeo; Vanicek, p. 1163; Fick 4:279)); from Homer down; the Sept. for מִהַר, also for בִּהֵל, etc.;
1. intransitive, (cf. Winer s Grammar, § 38,1; Buttmann, 130,4), to hasten: as often in the Greek writings, followed by an infinitive ἦλθον σπεύσαντες, they came with haste, σπεύσας κατάβηθι (A. V. make haste and come down), κατέβη, σπεῦσον καί ἔξελθε (A. V. make haste and get thee quickly out), to desire earnestly: τί, Passow, under the word, 2vol. ii., p. 1501; (Liddell and Scott, under the word, II.)).
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. κινούμαι γρήγορα προς μια κατεύθυνση (α. «μόλις τον είδε, έσπευσε να τον προϋπαντήσει» β. «μὴ εἶναι ἔνθα πάλαι σπεύδομεν», Ξεν.
γ. «... ἔλαφος... διὰ δρυμὰ πυκνὰ καὶ ὕλην σπεύδουσ' ἱδρώουσα», Ομ. Ιλ.)
2. είμαι έτοιμος ψυχικά, προθυμοποιούμαι να κάνω κάτι (α. «το ξέρω ότι θα σπεύσει να μέ βοηθήσει» β. «σπευδόμεναι δ' ἀφελεῑν τινα τάσδε μερίμνας», Αισχύλ.
γ. «σπεύδειν δ' ὅττι τάχιστα πάλιν οἶκόνδε νέεσθαι», Ησίοδ.)
3. ανυπομονώ, δεν βλέπω την ώρα να κάνω κάτι (α. «μη σπεύδεις να συμφωνήσεις» β. «ἔσπευσεν τοῡ διατηρηθῆναι τὴν εὐφημίαν αὐτοῑς», επιγρ.
γ. «μάλα σπεύδοντα μάχην ἐς κυδιάνειραν», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
1. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) εσπευσμένος, -η, -ο
αυτός που έγινε βιαστικά, απροετοίμαστος
2. φρ. «σπεύδε βραδέως» — με προσεγμένη τακτική φτάνεις γρηγορότερα στον σκοπό σου
μσν.
τρέχω να βοηθήσω («σπεῡσον, ἀπολλύμεθα ὑπὸ πλήθους πταισμάτων», Ακολ. Παρ. Καν.)
αρχ.
1. κάνω ή προετοιμάζω κάτι με προθυμία («οἱ δὲ γάμον σπεύδουσιν», Ομ. Οδ.)
2. προσπαθώ, κοπιάζω για κάτι με προθυμία και ζήλο (α. «μηδὲν ἄγαν σπεύδειν», Θέογν.
β. «σπεύδοντες τὰ μάλιστ' αὐτήν», Θουκ.)
3. προτρέπω, παρακινώ να γίνει κάτι γρήγορα («σπεύσατε... Τεῡκρον ἐν τάχει μολεῑν», Σοφ.)
4. αγωνίζομαι να κάνω κάτι («ὃν μὲν σπεύδοντα ἴδοι Δαναῶν ταχυπώλων», Ομ. Ιλ.)
5. ταράζομαι ψυχικά («τότε ἔσπευσαν ἡγεμόνες Ἐδώμ... ἔλαβεν αὐτοὺς τρόμος», ΠΔ)
6. (κατά τον Ησύχ.) «ἐρεθίζω»
7. (η μτχ. ενεστ. ως επίρρ.) σπεύδων
με σπουδή, με προθυμία
8. φρ. «ὅταν σπεύδη τις χὠ θεὸς συνάπτεται» — όταν βιάζεται κανείς, κι ο θεός σπρώχνει τα πράγματα παραπέρα (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σπεύδω ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)p(h)eu-d- «πιέζω, κάνω κάτι με ζήλο, βιάζομαι» και συνδέεται με λιθουαν. spausti, spaudžiu «πιέζω, συνθλίβω, επείγομαι», spauda «πίεση, σπουδή» (από την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας), spūda «πίεση», spūděti «είμαι πιεσμένος, βασανίζομαι» (από τη μηδενισμένη βαθμίδα). Η σημ. της ρίζας «πιέζω, βιάζομαι» διευρύνθηκε στο παρ. σπονδή, το οποίο, εκτός από τη σημ. «βιασύνη, ζήλος», χρησιμοποιήθηκε με σημ. «προσοχή, προσπάθεια, επιμέλεια, σοβαρότητα», από όπου και η σημ. «μελέτη επιστήμης, τέχνης κ.λπ.» (πρβλ. σπουδάζω, σπουδαίος, σπουδαστής)].
Greek Monotonic
σπεύδω: Επικ. απαρ. σπενδέμεν· μέλ. σπεύσω, αόρ. αʹ ἔσπευσα, Επικ. σπεῦσα, Επικ. αʹ πληθ. υποτ. σπεύσομεν αντί σπεύσωμεν· παρακ. ἔσπευκα — Μέσ., μέλ. σπεύσομαι — Παθ., παρακ. ἔσπευσμαι·
I. 1. μτβ., θέτω σε κίνηση, επισπεύδω, επιταχύνω, κατεπείγω, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, αναζητώ με προθυμία, αγωνίζομαι, προσπαθώ για κάτι, σε Θέογν.· εκτελώ κάτι με ζήλο, επισπεύδω ή επιταχύνω, σε Σοφ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σε Αισχύλ. — Παθ., είμαι εσπευσμένος, βιαστικός, επείγομαι, βιάζομαι, σε Ηρόδ.
2. με αιτ. και απαρ., σπεύσατε Τεῦκρον μολεῖν, πιέστε τον να έλθει γρήγορα, σε Σοφ.
II. 1. αμτβ., σπεύδω, βιάζομαι, προσπαθώ, αγωνίζομαι με προθυμία ή με αδημονία, σε Ομήρ. Ιλ., Αττ.· ὡς σὺ σπεύδεις, όπως εσύ επιμένεις, ερίζεις, σε Πλάτ.· μτχ. σπεύδων ως επίρρ., βιαστικά, βεβιασμένα, πρόθυμα, σε Ομήρ. Ιλ., Αισχύλ.
2. με απαρ., είμαι πρόθυμος να κάνω κάτι, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· ομοίως στη Μέσ., σπευδόμεναι ἀφελεῖν, σε Αισχύλ.
3. με αιτ. πράγμ. και απαρ., είμαι πρόθυμος, αδημονώ να..., σε Ηρόδ., Ξεν.