ἀποστέλλω
English (LSJ)
fut. -στελῶ: aor. ἀπέστειλα (v. infr.):—
A send off or away from, μή μ' . . τῆσδ' ἀποστείλητε γῆς S.El.71, cf. E.Med.281; τῆσδ' ἀ. χθονός Id.Cyc.468; ἔξω χθονός Id.Ph.485; ἐκ τῆς πόλεως Pl.R.607b; send away, banish, τὰ δίκαια S.Ph.450; τινά E.Hec. 731:—Pass., go away, depart, S.OT115; ἀποστέλλου χθονός E.Supp. 582; δόμων . . τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης Id.Hel.660; φυγὰς ἀποσταλείς Id.Ph.319(lyr.); πρὸς σὲ δεῦρ' ἀπεστάλην Id.IT1409. II dispatch, on some mission or service, S.Ph.125,1297, etc.; freq. of messengers or forces, Hdt.1.46,123; νέας ἐπὶ χώρην Id.7.235, cf. 8.64; στρατὸν παρά τινα Id.5.32; ναῦς αὐτοῖς ἀ. βοηθούς Th.1.45: also ἀ. ἀποικίην Hdt.4.150; οἰκιστάς (as a form of banishment), Arist.Pol.1306b31; πρεσβείαν Th.3.28; ἀγγέλους X.An.2.1.5, etc.; ἀπαρχὴν εἰς Δελφούς Arist.Fr.485:—Pass., c. inf., οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Id.3.26, cf. 5.33; ἀποσταλθέντες GDI5186.4(Cret.). III put off, doff, θαἰμάτια Ar.Lys.1084. IV intr., retire, withdraw, of the sea, Th. 3.89; of persons, οἴκαδε D.32.5.
German (Pape)
[Seite 326] wegschicken, ἄτιμον τῆσδε γῆς, verbannen, Soph. El. 71; ἐκ τῆς πόλεως Plat. Rep. X, 607 b; ἔξω χθονός Eur. Phoen. 488; ein Schiff, verschlagen, Cycl. 111; bes. als Gesandten mit Aufträgen schicken, πρός τινα Her. 5, 32; εἰς τὰς Ἀθήνας Thuc. 2, 12; Folgde; ἀποστόλους, θεωρίας, Dem. 18, 80. 91; τὴν γνώμην 7, 19; entlassen, ἀγγέλους Xen. An. 2, 1, 5; abschicken, bes. ein Schiff, Dem. 47, 50; übh. schicken, Xen. Cyr. 7, 4. 8; λόγον σοι δῶρον Isocr. 1, 2; τινί τι Thuc. 1, 45; τὴν θάλασσαν, zurückdrängen, 3, 89, wie θοἰμάτιον, aufschürzen, Ar. Lys. 1084. – Pass., weggehen, ἀπεστάλη Soph. O. R. 115; χθονός Eur. Suppl. 598; bes. zu Schiffe abfahren, ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem. 34, 28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποστέλλω: μέλλ. -στελῶ: στέλλω ἐκτὸς ἢ μακράν ἀπό, μή μ’… τῆσδ’ ἀποστείλητε γῆς Σοφ. Ἠλ. 71, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 281· τῆσδ’ ἀπ. χθονὸς ὁ αὐτ. Κύκλ. 468· ἔξω χθονὸς ὁ αὐτ. Φοίν. 485· ἐκ τῆς πόλεως Πλάτ. Πολ. 607Β: ἀπολ., στέλλω μακράν, ἐξορίζω, Σοφ. Φ. 450, Εὐρ. Ἑκ. 731: - Παθ. ἀπέρχομαι, ἀναχωρῶ, «ξεκινῶ», Σοφ. Ο. Τ. 115· ἀποστέλλου χθονὸς Εὐρ. Ἱκ. 582· δόμων... τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης ὁ αὐτ. Ἑλ. 650· φυγὰς ἀποσταλεὶς ὁ αὐτ. Φοίν. 319· πρός σε δεῦρ’ ἀπεστάλην ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1409. ΙΙ. στέλλω μακράν, ἀποστέλλω πρὸς ἐργασίαν τινὰ ἢ ὑπηρεσίαν, Σοφ. Φ. 125, 1297, κτλ.· αὕτη ἡ συνήθης σημασ. παρὰ τοῖς πεζοῖς, κυρίως ἐπὶ ἀγγελιαφόρων, πλοίων, κλ., Ἡρόδ. 1. 46, 123, κ. ἀλλ.· νέας ἐπί τινα ὁ αὐτ. 7. 235, πρβλ. 8. 64· στρατὸν παρά τινα ὁ αὐτ. 5. 32· ναῦς αὐτοῖς ἀπ. βοηθοὺς Θουκ. 1. 45: - ὡσαύτως, ἀπ. ἀποικίην Ἡρόδ. 4. 150· οἰκιστὰς Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 7, 2· πρεσβείαν Θουκ. 3. 28· ἀγγέλους Ξεν. Ἀν. 2. 1, 5, κτλ.·- μετ’ ἀπαρ. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Ἡρόδ. 3. 26, πρβλ. 5. 33: - Παθ. ἀποστέλλομαι, ἐκπέμπομαι, ὁ αὐτ. 3. 26. ΙΙΙ. ἀποβάλλω, ἀπεκδύομαι, θαἰμάτια Ἀριστοφ. Λυσ. 1084, πρβλ. στολή. IV. ἀμετάβ., ὑποστρέφω, ἀποσύρομαι, ὑποχωρῶ, ἐπὶ τῆς θαλάσσης, Θουκ. 3. 89· ἐπὶ ναυτῶν Δημ. 883. 15.
French (Bailly abrégé)
1 envoyer : παρά τινα auprès de qqn ; en gén. envoyer, acc. ; Pass. οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι HDT ceux qui avaient été envoyés pour l’expédition;
2 faire partir, renvoyer, acc. ; en mauv. part chasser, bannir ; Pass. s’éloigner;
3 retirer : θάλατταν THC causer un retrait de la mer en parl. d’un tremblement de terre.
Étymologie: ἀπό, στέλλω.
Spanish (DGE)
• Morfología: [perf. ind. 2a pers. sg. ἀπέσταλκες BGU 1141.29 (I a.C.), 1a plu. dór. ἀπεστάλκαμες REG 101.1988.16.90 (Janto III a.C.), 3a plu. ἀπέσταλκαν Act.Ap.16.36, part. perf. gen. ἀφεσταλκότος IMylasa 101.15 (heleníst.)]
I tr. mandar fuera, enviar
1 solo c. ac. de pers. mandar, enviar τίς σ' ἀπέστειλεν βροτῶν S.El.669, cf. E.Hec.731, Ἱππομέδοντ' S.OC 1317, ἡμᾶς Th.1.32, cf. 6.65, ἄνδρας Hdt.1.152, cf. BGU l.c., POxy.2732.7, 8, 10 (VI d.C.), en v. pas. ὡς ἀπεστάλη desde que fue enviado S.OT 115, φυγὰς ἀποσταλείς habiendo sido enviado al exilio E.Ph.319, ὧν ἀπεστάλην ὕπο E.Ph.292, cf. Hel.1525
•esp. de mensajeros, embajadores, etc. τοὺς ἀγγέλους X.An.2.1.5, ἀποστόλους D.7.16, cf. 18.80, βιβλιαφόρον D.S.19.11, οἰκιστάς Arist.Pol.1306b31
•particular. en sent. judeo-crist., Dios a los ángeles ὁ Ὑιὸς τοῦ ἀνθρώπου τοὺς ἀγγέλους αὐτοῦ Eu.Matt.13.41, cf. LXX Ge.24.40, δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ Eu.Marc.11.1, cf. LXX Io.2.1
•de cosas, esp. fuerzas, objetos, etc. mandar fuera, despachar ἱππεῖς ἀντὶ πεζῶν IAE 23.4.105, δέκα ναῦς D.3.5, τὰς ἐννέα μνᾶς Diog.Oen.123.3.7, τὰ γράμματα D.56.10, ἐπιστολάς PSarap.89.5 (II d.C.), cf. 84a.1.13 (II d.C.), Hierocl.Facet.17
•emitir, expresar τὴν γνώμην D.7.19, τὸν (φθόγγον) δὲ τοῦ μ̅ Aristid.Quint.44.2
•dictar πρόσταγμα PLips.64.42 (IV d.C.)
•usos fig. expulsar, desterrar τὰ δὲ δίκαια καὶ τὰ χρήστ' S.Ph.450
•despedir, decir adiós ἐγὼ δ' ἀποστέλλουσα τροφίμην Men.Dysc.883, δόξαν ... ἀποστέλλει da la impresión Ael.NA 1.15, de un animal τοὺς ... ὀφθαλμοὺς ἀποστέλλειν κυανοῦ χρόαν que sus ojos despiden un tono azul oscuro Ael.NA 4.52
•abs. enviar un destacamento ἀποστείλας ἀνεῖλεν πάντας τοὺς παῖδας habiendo enviado un destacamento hizo matar a todos los niños, Eu.Matt.2.16.
2 c. ac. y mención del destino
a) c. ac. y dat. enviar, mandar δέκα ναῦς αὐτοῖς Th.1.45, αὐτῷ τοὺς μαθητὰς αὐτῶν Eu.Matt.22.16, cf. Act.Ap.28.28, τοῖς μὲν ἐν Χερρονήσῳ χρήματα D.9.73, cf. Diog.Oen.123.2.4, τῷ βασιλεῖ δῶρα LXX 4Re.16.8, τὴν ... τιμὴν ... μοι POxy.2728.27 (III/IV d.C.), cf. 2729.19 (IV d.C.), τὰ δὲ παρ' ἐμοὶ ὑπομνήματα ... σοι Pl.Ep.359d, τὴν διάλε[ξ] ιν ἐκείνην ... σοι Diog.Oen.64.4.1, cf. 64.2.6
•c. doble ac. σε ... τὴν σύμβιόν μου POxy.2731.10 (IV/V d.C.);
b) c. ac. y prep., c. εἰς: σ' ἐς τὰ Τροίας πεδί' S.Ph.1297, νιν εἰς Ἄργος E.IA 515, cf. Th.1.90, 4.50, D.56.9, ἄγγελον ... ἐς τὴν πόλιν Th.3.105, τοὺς ... εἰς τὰς αὐτῶν πατρίδας Isoc.11.7, αὐτὸν εἰς οἶκον Eu.Marc.8.26, cf. LXX 1Re.6.2, Le.16.10, ὁ Θεὸς τὸν Ὑιὸν εἰς τὸν κόσμον Eu.Io.3.17, cf. Philost.HE 2.5, εἰς αὐτοὺς προφήτας καὶ ἀποστόλους Eu.Luc.11.49, τὰ μὲν πλοῖα ... εἰς Αἴγιναν X.HG 5.1.23, cf. D.56.40, ἐς ἀφανὲς χρῆμα ... ἀποικίην Hdt.4.150, cf. Pl.Lg.925b, ἀπαρχὴν εἰς Δελφοὺς Arist.Fr.485, en v. pas. ἀπεστάλη ὁ ἄγγελος ... εἰς πόλιν Eu.Luc.1.26, λειτουργικὰ πνεύματα εἰς διακονίαν ἀποστελλόμενα Ep.Hebr.1.14
•c. πρός: τοὺς ἡμίσεας ... τοῦ στρατοπέδου πρὸς τὸν Κιθαιρῶνα Hdt.9.51, τὸν σκοπὸν πρὸς ναῦν S.Ph.125, πρὸς τὸν Πέρσην πρέσβεις D.12.6, cf. LXX 1Ma.13.21, σὲ πρὸς αὐτούς LXX Ge.37.13, τὸν ἄνθρωπον πρὸς τὸν δεσπότην Plu.2.91d, cf. POxy.2666.2.18 (IV d.C.), Eu.Matt.21.34, Eu.Marc.3.31, τὸν προφήτην ... πρὸς αὐτόν I.AI 7.334, ὅσα ἀπέστειλες πρός με PLugd.Bat.13.18.33 (IV d.C.), cf. Arr.Epict.3.22.74
•emitir ῥῆσιν ... πρὸς αὐτόν LXX 2Es.5.7
•en v. pas. πρὸς σὲ ... ἀπεστάλην E.IT 1409, πρεσβεία πρὸς οὐδὲν ἀπεσταλμένη D.18.23, ὁ ἀποσταλεὶς δὲ πρὸς ... τὴν παρθένον ... ἄγγελος θεοῦ Iust.Phil.Apol.33.5, πρὸς τὸν θεὸν εἰς Δελφοὺς ἀπεσταλμένος Plu.2.150a
•c. παρά: τὸν στρατὸν παρὰ τὸν Ἀρισταγόρεα Hdt.5.32, cf. 2.118, παρὰ Ἄμμωνα ... ἄλλους Hdt.1.46
•c. ἐπί: ἐπ' αὐτὸν τὴν ἀδελφεήν Hdt.3.53, cf. 135, τὸν ἀδελφὸν ... ἐπὶ τοῦτον D.53.7, Ἀρτάβαζον ... ἐπὶ θάλασσαν Th.1.129, νέας ... ἐπὶ τὴν Λάκαιναν χώρην Hdt.7.235, cf. Th.1.57, τὰς ἑκατὸν ... μνᾶς ... ἐπὶ τᾶν τῶν τεχνιτᾶν μίσθωσιν IG 9(1).694.15 (Corcira II a.C.)
•abs. ἀποστέλλει ὁ θεὸς ἐφ' ὑμᾶς Dios manda a por vosotros (sc. la muerte), Pall.H.Laus.21.14
•en v. pas. ἐπὶ τοῦτο ἀπεστάλην Eu.Luc.4.43
•usos tardíos c. ἐν y ἀνά: σε ... ἐν ὁδῷ LXX 1Re.15.18, ὑμᾶς ὡς πρόβατα ἐν μέσῳ λύκων Eu.Matt.10.16, cf. Eu.Luc.10.3, ἀνὰ μέσον αὐτῶν LXX Ie.32.16;
c) c. inf. o part. c. valor final τοὺς ἡμετέρους ἀδελφοὺς ... πολεμῆσαι OGI 200.8 (Nubia IV d.C.), en v. pas. ἄνδρα τόνδε ... ἀπεστάλην πείσων ἕπεσθαι fui comisionado para convencer a este hombre a que me siguiera S.OC 735;
d) c. adv. παῖδα ... δεῦρ' E.IA 362, δεῦρ' ... τὸν γόμον D.56.24
•πρεσβείαν ὀπίσω αὐτοῦ Eu.Luc.19.14, ἔμπροσθεν ἐκείνου Eu.Io.3.28, cf. LXX Ge.45.5, en v. pas. σὺ δεῦρο πρὸς βίαν ἀπεστάλης; E.Cyc.111, ἐκ τοῦ Ἑλλησπόντου ἀπεστάλη οἴκαδε D.50.24.
3 c. ac. y gen. de origen alejar φίλους γέροντά τε ... τῆσδε ... χθονός E.Cyc.468, στρατὸν ... ἔξω τῆσδ' ... χθονός E.Ph.485, cf. Eu.Marc.5.10, ἐξ ὀμμάτων δάμαρτ' ἀποστεῖλαι alejar de mí a mi mujer E.IA 743
•expulsar, desterrar μή μ' ἄτιμον τῆσδε ἀποστείλητε γῆς S.El.71, τίνος μ' ἕκατι γῆς ἀποστέλλεις; E.Med.281, cf. 934, E.Hel.1280, πατέρ' ... χθονός E.Ph.16.44, αὐτὴν (τὴν ποίησιν) ἐκ τῆς πόλεως Pl.R.607b, en v. pas. ὡς ἀποστέλλησθε γῆς para que seáis llevados lejos de esta tierra E.Tr.1268, μὴ ... ἐκ τῶνδ' ... δωμάτων ἀποσταλῇ E.Andr.809, ἐκ δὲ Ἀρκαδίας μισθοφόροι ... ἀποσταλέντες Th.7.58
•apartar, quitar ἀπὸ τῶν γαστέρων θαἰμάτι' ἀποστέλλοντας Ar.Lys.1084
•arrebatar en v. pas. δόμων πῶς τῶν ἐμῶν ἀπεστάλης; ¿cómo fuiste arrebatada de mi palacio? E.Hel.660, cf. ἀποσταλέντων· ἀποσπασθέντων Hsch.
II intr. retirarse ἀποστέλλειν τὴν θάλασσαν de un maremoto, Th.3.89
•irse c. indicación de lugar οἴκαδ' ἀπέστελλον εἰς τὴν Μασσαλίαν D.32.5
•en v. med. marcharse ἀποστέλλου χθονός abandona tú esta tierra E.Supp.582, ὅταν ἀποστέλλωνται ἐκ τῶν ἐμπορίων D.34.28.
English (Abbott-Smith)
ἀποστέλλω, [in LXX very freq., almost always for שׁלח;]
prop., to send away, to dispatch on service;
1.to send with a commission, or on service;
(a)of persons: Christ, Mt 10:40; the apostles, 10:16; servants, Mk 12:2; angels, 13:27;
(b)of things: ὄνος, Mt 21:3; τὸ δρέπανον, Mk 4:29; τ. λόγον, Ac 10:36; τ. ἐπαγγελίαν (i.e. the promised Holy Spirit), Lk 24:49, Rec.; seq. εἰς, Mt 20:2, Lk 11:49, Jo 3:17; ὀπίσω, Lk 19:14; ἔμπροσθεν, Jo 3:28; πρὸ προσώπου, Mt 11:10; πρός, Mt 21:34; with ref. to sender or place of departure: ἀπό, Lk 1:26 (Rec. ὑπό); παρά, Jo 1:6; ἐκ, ib. 1:19; ὑπό, Ac 10:17 (Rec. ἀπό); seq. inf., Mk 3:14, al.; ἵνα, Mk 12:2, al.; εἰς (of purpose), He 1:14; without direct obj.: seq. πρός, Jo 5:33; λέγων, Jo 11:3; ἀποστείλας, c. indic., Mt 2:16, Ac 7:14, Re 1:1.
2.to send away, dismiss: Lk 4:18, Mk 5:10 8:26 12:3 (cf. ἐξ-, συν-αποστέλλω). SYN.: πέμπω, the general term. ἀ. "suggests official or authoritative sending" (v. Thayer, s.v. πέμπω; Westc., Jo., 298; Epp. Jo., 125; Cremer, 529; MM, s.v.).
English (Strong)
from ἀπό and στέλλω; set apart, i.e. (by implication) to send out (properly, on a mission) literally or figuratively: put in, send (away, forth, out), set (at liberty).
English (Thayer)
future ἀποστελῶ; 1st aorist ἀπέστειλα; perfect ἀπέσταλκα (3rd person plural ἀπέσταλκαν L T Tr WH (see γίνομαι at the beginning); passive, present ἀποστέλλομαι); perfect ἀπεστάλμαι; 2nd aorist ἀπεστάλην; (from Sophocles down); properly, to send off, send away;
1. to order (one) to go to a place appointed;
a. either persons sent with commissions, or things intended for someone. Song of Solomon , very frequently, Jesus teaches that God sent him, as Hebrews , too, is said to have sent his apostles, i. e. to have appointed them: τό δρέπανον i. e. reapers, ἀποστέλλω here of the putting forth of the sickle, i. e. of the act of reaping; cf. πέμπω, b.)); τόν λόγον, L T Tr WH ἐξαπεστάλη); τήν ἐπαγγελίαν (equivalent to ἐπηγγελμενον, i. e. the promised Holy Spirit) ἐφ' ὑμᾶς, T Tr WH ἐξαποστέλλω); τί διά χειρός τίνος, after the Hebrew בְּיַד, ἀποστέλλειν εἰς τινα τόπον, εἰς τόν κόσμον: εἰς (unto, i. e.) among: WH marginal reading); ἐν (by a pregnant or a Latin construction) cf. Winer s Grammar, § 50,4; Buttmann, 329 (283): ὀπίσω τίνος, ἔμπροσθεν τίνος, πρό προσώπου τίνος, after the Hebrew לִפְנֵי־, before (to precede) one: πρός τινα, to one: ὑπό τοῦ Θεοῦ, T Tr WH ἀπό); παρά Θεοῦ, ἀπό with the genitive of person, from the house of anyone: T WH Tr marginal reading ὑπό), 21 ἐκ with the genitive of place: Winer s Grammar, 272 (255); Buttmann, 197 (171))); εἰς for: εἰς διακονίαν, ἵνα: ὅπως: τινα with a predicate accusative: εὐλογοῦντα ὑμᾶς to confer God's blessing on you (cf. Buttmann, 203ff (176ff)); ἄρχοντα, to be a ruler); ἀποστέλλειν by itself, without an accusative (cf. Winer s Grammar, 594 (552); Buttmann, 146 (128)): as ἀποστέλλειν πρός τινα, λέγων, λέγουσα, λέγοντες, to say through a messenger: φωνοῦντες αὐτόν R G, καλοῦντες αὐτόν L T Tr WH); περί τῶν πεπιστευκότων ἐθνῶν ἡμεῖς ἀπεστείλαμεν (L Tr text WH text) κρίναντες etc. we sent word, giving judgment, etc.). When one accomplished anything through a messenger, it is expressed thus: ἀποστείλας or πέμψας he did so and so; as, ἀποστείλας ἀνεῖλε, Xenophon, Cyril 3,1, 6 πέμψας ἠρώτα, Plutarch, de liber. educ. c. 14 πέμψας ἀνεῖλε τόν θεοκριτον; and the Sept. ἀποστείλας λήψομαι αὐτόν).
2. to send away, i. e. to dismiss;
a. to allow one to depart: τινα ἐν ἀφέσει, that he may be in a state of liberty, to order one to depart, send off: τινα κενόν, to drive away: ἐξαποστέλλω, συναποστέλλω. Synonym: see πέμπω, at the end)
Greek Monolingual
κ. -στέλνω (ΑΜ ἀποστέλλω)
1. στέλνω κάπου πρόσωπο ή πράγμα
2. διώχνω
μσν.- νεοελλ.
1. ειδοποιώ, στέλνω εντολή
2. ξεπροβοδίζω
3. (η μτχ. πρκμ.) ὁ ἀπεσταλμένος
ο πληρεξούσιος
αρχ.
1. στέλνω σε κάποια εργασία ή υπηρεσία
2. βγάζω τα ρούχα μου, γδύνομαι
3. (για τη θάλασσα) αποσύρομαι, αποχωρώ
4. (-ομαι) αναχωρώ.
Greek Monotonic
ἀποστέλλω: μέλ. -στελῶ, αόρ. αʹ -έστειλα, παρακ. -έσταλκα·
I. στέλνω έξω ή μακριά από, γῆς χθονός, σε Σοφ., Ευρ.· ἔξω χθονός, σε Ευρ.· ἐκ τῆς πόλεως, σε Πλάτ.· απόλ., στέλνω μακριά, εξορίζω, σε Σοφ., Ευρ. — Παθ., απέρχομαι, αναχωρώ, αφορμώ, εκκινώ, σε Σοφ., Ευρ.
II. στέλνω μαριά, στέλνω ως αντιπρόσωπο για κάποια υπηρεσία, σε Σοφ.· λέγεται για στρατεύματα, αγγελιοφόρους ή και πλοία, σε Ηρόδ., Θουκ.
III. αμτβ., στρέφομαι προς τα πίσω, υποχωρώ, αποσύρομαι, λέγεται για την άμπωτη των θαλάσσιων υδάτων, σε Θουκ.· λέγεται για ναύτες, σε Δημ.
Russian (Dvoretsky)
ἀποστέλλω:
1) отправлять, посылать (πρός τινα Her.; πρεσβείαν Thuc.; ἀποστόλους Dem.): οἱ ἀποσταλέντες στρατεύεσθαι Her. посланные сражаться;
2) отсылать (обратно), отпускать (τινὰ πρὸς ναῦν πάλιν Soph.; ἀγγέλους Xen.);
3) отправлять в изгнание, изгонять (τινὰ γῆς Soph.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.); pass. быть изгоняемым Eur. и удаляться, уходить (ἐκ τῶν ἐμπορίων Dem.): ὡς ἀπεστάλη Soph. с тех пор, как он уехал;
4) отбрасывать, подбирать (ἱμάτια ἀπό τινος Arph.);
5) гнать назад, отгонять (ὁ σεισμὸς ἀποστέλλει τὴν θάλατταν Thuc.).
Middle Liddell
I. to send off or away from, γῆς, χθονός Soph., Eur.; ἔξω χθονός Eur.; ἐκ τῆς πόλεως Plat.: absol. to send away, banish, Soph., Eur.:—Pass. to go away, depart, set out, Soph., Eur.
II. to send off, despatch, on some service, Soph.; of troops and ships, Hdt., Thuc.
III. intr. to go back, retire, of the sea, Thuc.; of seamen, Dem.