ἐντείνω

Revision as of 09:35, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

   A stretch or strain tight, esp. of any operation performed with straps or cords,    1 ἐνέτεινε τὸν θρόνον [ἱμᾶσι] Hdt.5.25 (cf. ἐντανύω):—more freq. (as always in Hom.) Pass., δίφρος . . ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps. Il.5.728; [κυνέη] ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς was strongly lined inside with tight-stretched straps, 10.263; so [τὰς γεφύρας] ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν] expected to find the bridge with the mooring-cables taut, Hdt.9.106; σχεδίαι ἐντετ. Id.8.117; κλίνη ἐντετ. Polyaen.7.14.1; εἰ ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30; τράχηλος ἐντετ. with sinews taut, Phld.Ir.p.5 W.: metaph., ἐντεταμένου τοῦ σώματος being toned, tempered, Pl.Phd.86b, cf. 92a.    2 stretch a bow tight, bend it for shooting, A.Fr.83, cf. E.Supp.886: metaph., καιροῦ πέρα τὸ τόξον ἐ. ib.745:—Med., bend one's bow, Id.IA549 (lyr.), X.Cyr.4.1.3:—Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.2.173, Luc.Scyth.2: hence, com., κέντρον ἐντέταται is ready for action, Ar.V.407.    b of the strings of the lyre, τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr.921b27.    3 ἐ. ναῦν ποδί keep a ship's sail taut by the sheet, ναῦς ἐνταθεῖσα ποδὶ ἔβαψεν E.Or.706.    4 ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ hold a horse with tight rein, X. Eq.8.3.    5 tie tight, βοῦν . . ἐ. βρόχοις E.Andr.720.    II metaph., strain, exert, τὰς ἀκοάς Polyaen.1.21.2; ἑαυτόν Plu.2.795f:—Med., φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.2.157; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.Nu.968:—Pass., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον braced up for action, X.Oec.21.9; τῇ διανοία περί τι Plb.10.3.1; ἐνταθῆναι περί τινος PSI4.340 (iii B.C.); ἐντεινόμενος on the stretch, eager, opp. ἀνιέμενος, X.Mem.3.10.7, cf. Cyn.7.8; μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον Pl.R.536c; πρόσωπον ἐντεταμένον a serious face, Luc.Vit. Auct.10.    2 intensify, carry on vigorously, τὴν πολιορκίαν Plu. Luc.14; excite, θυμὸν ἀνόητον Plu.2.61e, cf. 464b.    III intr. in Act., exert oneself, be vehement, E.Or.698, Fr.340.    2 intr. in Act., penem erigere, Arist.Pr.879a11:—Pass., εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88.    IV stretch out at or against, πληγὴν ἐ. τινί lay a blow on him, X.An.2.4.11, cf. Lys.Fr.75.4; without πληγήν, attack, Pl.Min. 321a; πύξ τινι D.C.57.22.    V place exactly in, ἐς κύκλον χωρίον τρίγωνον inscribe an area as a triangle in a circle, Pl.Men.87a (Pass.).    2 esp. put into verse, ἐ. τοὺς Αἰσώπου λόγους Id.Phd. 60d; ἐ. εἰς ἐλεγεῖον Id.Hipparch.228d; τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol. 3; ἔπεσιν ἐ. τὴν παραίνεσιν Jul.Or.6.188b; set to music, ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Pl.Prt.326b:—Med., Ἰθάκην ἐνετείνατο . . Ομηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29.

German (Pape)

[Seite 854] (s. τείνω), 11 hineinspannen; δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, ist in Riemen eingespannt, hing in, Riemen, Il. 5, 728; κυνέη ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς, der Helm war von innen mit Riemen dicht überspannt, 10, 263; κλίνη οὐκ ἐντεταμένη, mit Gurten überspannt, ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένη, Polyaen. 7, 13, 1; vgl. θρόνον ἐνέτεινε, überspannte den Sessel, Her. 5, 25. Uebertr., εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐντ. Plat. Prot. 326 b; ohne Zusatz, ἐντείνας τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους Phaed. 60 d, d. i. in Verse bringen, wie εἰς ἐλεγεῖον Hipparch. 228 d; νόμ ους εἰς ἔπ ος Plut. Sol. 3; ᾠδαῖς ἢ κρούμασιν ὀργάνων ἐντ. μέλος D. Hal. de adm. vi Dem. 48; – χωρίον εἰς τὸν κύκλον ἐνταθῆναι, darin eingeschlossen werden, Plat. Men. 87 a. – 2) anspannen; τόξον, den Bogen spannen, Aesch. frg. 73; Plat. Erast. 135 a; τόξα ἐντεταμένα Her. 2, 173; med., seinen Bogen spannen, Eur. I. A. 549 Xen. Cyr. 4, 1, 3; von Brücken, τὰς σχεδίας οὐχ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας Her. 8, 117; γεφύρας 9, 106, noch aufgeschlagen; τὴν ἁρμονίαν Ar. Nubb. 968, sie gehörig temperiren; vgl. ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος ἡμῶν ὑπὸ θερμοῦ καὶ ψυχροῦ Plat. Phaed. 86 b; – φωνὴν ἐντεινάμενος, anstrengen, sie erheben, Aesch. 2, 157; ohne den Zusatz, μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον, mit mehr Nachdruck, heftiger, Plat. Rep. VII, 536 c; τὴν πολιορκίαν, die Belagerung nachdrücklich betreiben, Plut. Luc. 14; – ἐντεινόμενα, Ggstz ἀνιέμενα, Xen. Mem. 3, 10, 7; von den Gliedern, bes. vom männlichen Gliede, Arist. probl. 4, 22; D. Sic. 1, 88. 4, 6; πρόσωπον ἐντεταμένον, ein ernsthaftes Gesicht, Luc. vit. auct. 10. – Geistig, sich anstrengen, πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον Xen. Oec. 21, 9; τῇ διανοίᾳ περί τι ἐντεταμένος Pol. 10, 3, 1; a. Sp.; θυμόν, erregen, Plut. am. et ad. discr. 29, wie ὀργήν coh. ira E. – 3) πληγὰς ἀλλήλοις ἐνέτειναν, sie versetzten sich Hiebe, Schläge, Xen. An. 2, 4, 11; D. Hal. 2, 9 u. öfter; auch ohne Zusatz, Plat. Minos 321 a; D. C. 57, 22; – ἵππον τῷ ἀγωγεῖ, das Pferd mit dem Leitseil vorwärts ziehen, Xen. Hipp. 8, 3. – 41 Intrans., πήδησις ἐντείνουσα, Ggstz κατασβεννυμένη, sich steigernd, Plut. S. N. V. 22 (p. 271); – anstreben, Eur. Or. 698.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντείνω: μέλλ. ἐντενῶ: πρκμ. ἐντέτακα, παθ. ἐντέταμαι. Τανύω τι ἔν τινι, τεντώνω αὐτὸ καλῶς, κυρίως ἐπὶ ἔργου γινομένου διὰ σχοινίων ἢ ἱμάντων: 1) ἐνέτεινε τὸν θρόνον ἱμᾶσι, ἔπλεξε μὲ λωρία (τανύσας αὐτὰ) τὸ μέρος τοῦ θρόνου ἔνθα κάθηταί τις, Ἡρόδ. 5. 25 (πρβλ. ἐντανύωδίφρος δὲ χρυσέοισι καὶ ἀργυρέοισιν ἱμᾶσιν ἐντέταται, εἶναι πεπλεγμένος διὰ χρυσῶν καὶ ἀργυρῶν ἱμάντων, Ἰλ. Ε. 728· ἀμφὶ δέ οἱ κυνέην κεφαλῆφιν ἔθηκε ῥινοῦ ποιητήν· πολέσιν δ’ ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς, «περικεφαλαίαν δὲ αὐτῷ περιέθηκε τῇ κεφαλῇ ἐκ δέρματος πεποιημένην, πολλοῖς δὲ ἔνθοδεν λώροις ἐνέσφικτο ἰσχυρῶς» (Θ. Γαζῆς), Κ. 263· οὕτω, τὰς γεφύρας ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν, δηλ. οὐχὶ λελυμένας, διότι συνίστατο ἐκ σχεδιῶν, αἵτινες συνεκρατοῦντο διὰ μακρῶν κάλων τεταμένων ἐκ τῆς μιᾶς ξηρᾶς εἰς τὴν ἄλλην, Ἡρόδ. 9. 106· νηυσὶ διέβησαν ἐς Ἄβυδον· τὰς γὰρ σχεδίας οὐκ εὗρον ἔτι ἐντεταμένας, ἀλλ’ ὑπὸ τοῦ χειμῶνος διαλελυμένας ὁ αὐτ. 8. 117· ἄνω τοῦ βόθρου κλίνην ἔθηκεν οὐκ ἐντεταμένην, ἀλλὰ στρώμασι ποικίλοις κεκοσμημένην, οὐχὶ τετανυσμένην διὰ σχοινίων ἢ ἱμάντων, ἀλλ’ ἀνοικτὴν κάτωθεν, Πολύαιν. 7. 14· εἰ ἡ ἔντασις χρηστῶς ἐνταθείη Ἱππ. π. Ἀγμ. 772· ὥσπερ ἐντεταμένου τοῦ σώματος ἡμῶν, ἡρμοσμένου (χορδισμένου) ὡς ἡ λύρα, Πλάτ. Φαίδ. 86Β, πρβλ. 92Β. 2) τανύω, τεντώνω τόξον ὅπως τοξεύσω (πρβλ. ἐντανύω), Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 78, πρβλ. Εὐρ. Ἱκ. 745, 886· ὡσαύτως ἐν τῷ Μέσῳ τύπῳ, ὅθι δὴ δίδυμ’ Ἔρως ὁ χρυσοκόμας τόξ’ ἐντείνεται χαρίτων Εὐρ. Ι. Α. 550, Ξεν. Κύρ. 4. 1, 3. ― Παθ., τόξα ἐντεταμένα Ἡρόδ. 2. 173· ἐντεῦθεν κωμικῶς, κέντρον ἐντέταται Ἀριστοφ. Σφ. 407. 3) ἐντείνειν ναῦν ποδί, ποιεῖν τὴν ναῦν τρέχειν ταχέως διὰ τῆς ἐντάσεως τῶν ἱστίων, καὶ ναῦς γὰρ ἐνταθεῖσα πρὸς βίαν ποδὶ ἔβαψεν, καὶ πλοῖον βιασθὲν νὰ τρέχῃ ταχέως διὰ τῆς ἐντάσεως τοῦ σχοινίου τοῦ δεδεμένου εἰς τὴν ἄκραν τοῦ ἱστίου βυθίζεται, Εὐρ. Ὀρ. 706. 4) ἐπὶ ἵππου, ἔπειτα δὲ ἐντείνειν δεῖ (τὸν ἵππον) τῷ ἀγωγεῖ ὡς διάλληται, ἔπειτα δὲ δι’ ἐντεταμένων ἡνιῶν πρέπει νὰ βιάσῃς αὐτὸν νὰ διαπηδήσῃ (τὴν τάφρον), Ξεν. π. Ἱππικ. 8. 3. 5) δένω σφιγκτά, βοῦν... ἐντ. βρόχοις Εὐρ. Ἀνδρ. 720. ΙΙ. μεταφ., ὑποβάλλω τι εἰς ἰσχυρὰν ἐνέργειαν ἢ ἔντασιν, ἐντείνω τὰς ἀκοάς, προσηλώνω τὰ ὦτά μου, οἱ δὲ ἐντείναντες τὰς ἀκοὰς προσεῖχον Πολύαιν. 1. 21, 2· ἑαυτὸν Πλούτ. 2. 795Ε· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, φωνὴν ἐντεινάμενος Αἰσχίν. 49. 15· οὕτως, ἐντεινάμενος τὴν φωνὴν εἶπεν Πλάτ. Πολ. 536C· ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν, ὑψῶσαντες τὸν τόνον τῆς ἁρμονίας, Ἀριστοφ. Νεφ. 968· ― καὶ ἐν τῷ παθ., πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον, πρόθυμοι καὶ ἕτοιμοι εἰς τὸ ἔργον, Ξεν. Οἰκ. 21, 9· περί τι Πολύβ. 10. 3, 1· ἐντεινόμενος, πρόθυμος, ἀντίθετ. τῷ ἀνιέμενος, Ξεν. Ἀπομν. 3. 10, 7, Κυν. 7, 8· πρόσωπον ἐντεταμένον, σοβαρόν, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 10· πρβλ. ἐντεταμένως. 2) κάμνω ἔντονον, ἐπιδιώκω συντόνως, τὴν πολιορκίαν Πλουτ. Λούκουλλ. 14· διεγείρω, θυμὸν ἀνόητον Πλούτ. 2. 61Ε, πρβλ. 464Β. 3) οὕτω καὶ ἀμεταβ. ἐν τῷ ἐνεργ., ἐπιμένω εἴς τι, εὑρίσκομαι ἐν ὀργῇ, εἰ δ’ ἡσύχως τις αὑτὸν ἐντείνοντι (τῷ δήμῳ) μὲν χαλῶν, «εἰ δέ τις ἡσύχως καθ’ αὑτὸν ἐνδιδοὺς ὑποτάσσοιτο τῷ δήμῳ θυμουμένῳ, ― ἴσως ἂν καταπαύσειε τῆς ὀργῆς δηλονότι» (Σχόλ.), Εὐρ. Ὀρ. 698, Ἀποσπ. 341. ΙΙΙ. πληγὰς ἐντείνειν, πληγὰς ἐμβάλλειν, Λατ. plagam intendere, πληγὰς ἐνέτεινον ἀλλήλοις, ἐξυλοκοποῦντο, «ταῖς ἔδινεν ὁ ἕνας τὸν ἄλλον», Ξεν. Ἀν. 2. 4, 11, Λυσ. Ἀποσπ. 45. 4 (118)· ὡσαύτως ἄνευ τῆς λέξεως πληγή, ἐπιτίθεμαι κατά τινος, προσβάλλω, ἐντείνοντες ἡμεῖς τὸν Μίνων τιμωρούμεθα Πλάτ. Μίνως 321Α, πὺξ αὐτῷ ἐνέτεινε Δίων Κ. 57. 22. IV. θέτω ἐντὸς ἀκριβῶς, ἐς κύκλον ἐντ. τρίγωνον, τιθέναι τρίγωνον ἐν κύκλῳ, Πλάτ. Μένων 87Α· ἰδίως, τὸν πεζὸν λόγον τρέπω εἰς ποίησιν, στιχουργῶ, Λατ. versu includere, astringere, ἐντείνειν τοὺς Αἰσώπου λόγους ὁ αὐτ. Φαίδων 60D· ταῦτα ἐντείνας εἰς ἐλεγεῖον ὁ αὐτ. Ἵππαρχ. 228D· τοὺς νόμους εἰς ἔπος Πλουτ. Σόλων 3· ὡσαύτως προσαρμόζω εἰς μουσικήν, ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα Πλάτ. Πρωτ. 326Β· πρβλ. ἔντονος. ― Κατὰ Σουΐδ. «ἐντείνας ἑαυτόν· Διόδωρος, ‘ἐς τὸν στρατιωτικὸν καὶ εὐτελῆ βίον ἐντείνας’ ἀντὶ ἐπιδούς».

French (Bailly abrégé)

I. tr. 1 tendre dans, maintenir ou assujettir dans : δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται IL le siège du char est assujetti par des courroies, sel. d’autres est formé de bandes de cuir fortement tendues ; fig. νόμους εἰς ἔπος PLUT versifier les lois litt. les assujettir à la mesure des vers ; abs. τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους PLAT versifier les récits d’Ésope;
2 tendre sur : θρόνον (ἱμᾶσι) HDT couvrir un siège de bandes de cuir fortement tendues ; γεφύρας HDT jeter un pont (sur le fleuve);
3 tendre contre : πληγάς τινι XÉN allonger ou asséner des coups à qqn;
4 tendre fortement : πρόσωπον ἐντεταμένον LUC visage rigide, càd d’aspect sérieux ou sévère ; fig. ἐντείνειν πολιορκίαν PLUT mener un siège avec vigueur;
II. intr. se tendre, càd devenir véhément;
Moy. ἐντείνομαι;
1 tendre pour soi : τόξον XÉN tendre son arc ; fig. φωνήν ESCHN sa voix, càd la forcer, la grossir ; ou sans rég., ἐντεταμένος εἶπον PLAT ayant grossi ma voix, je dis;
2 se tendre : fig. εἴς τι tendre ses forces son esprit, son attention sur qch, s’appliquer à qch.
Étymologie: ἐν, τείνω.

English (Autenrieth)

only pass. perf. and plup.: stretch within; δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, ‘is plaitedwith gold and silver straps, Il. 5.728 ; κυνέη ἱμᾶσιν ἐντέτατο, ‘was lined with tightly-stretched straps,’ Il. 10.263, cf. Il. 23.335, 436.

Spanish (DGE)

A tr.
I 1tensar, tender cuerdas, cabos, correas, etc. τόξον ... ἐντείνων A.Fr.83, cf. E.Supp.886, Pl.Amat.135a, Ach.Tat.8.12.5, c. giro prep. de direcc. ἐντενεῖς τὸ τόξον σου ἐπὶ σκῆπτρα LXX Hb.3.9, en una cítara μίαν μόνην χορδὴν ἐνέτεινε Plu.2.238c, en v. pas. (τόξα) ἐντεταμένα Hdt.2.173, cf. Luc.Scyth.2, Str.2.5.22, LXX Is.5.28, Gr.Naz.M.36.568C, τῆς νεάτης ἐντεταμένης Arist.Pr.921b27, (χορδάς) κατά τε τὰς λύρας καὶ κιθάρας ὑπὸ τῶν τεχνιτῶν ἐντειναμένας Gal.7.639
fig. del dardo del amor ἔντεινόν σου τὸ τόξον εἰς τὴν καρ[δίαν Ματ] ρώνας Suppl.Mag.49.54
en v. med. mismo sent. τόξα ἐντείνασθαι X.Cyr.4.1.3, Ἔρως ... τόξ' ἐντείνεται E.IA 549.
2 sujetar, mantener tirante mediante correas ἐνέτεινε τὸν θρόνον Hdt.5.25, τὰς κλίνας Arist.Mech.856b2, anim. βοῦν ἢ λέοντ' ἤλπιζες ἐντείνειν βρόχοις; E.Andr.720, ἐ. ἵππον τῷ ἀγωγεῖ sujetar un caballo fuertemente por las riendas X.Eq.8.3, en v. pas. εἰ ... ἡ ἔντασις τῶν ῥάβδων χρηστῶς ἐνταθείη Hp.Fract.30, κλίνη ἐντεταμένη Polyaen.7.14.1
esp. en perf. pas. estar sujeto, estar tirante δίφρος ... ἱμᾶσιν ἐντέταται la caja del carro está sujeta con correas, Il.5.728, (κυνέη) ἔντοσθεν ἱμᾶσιν ἐντέτατο στερεῶς Il.10.263, (τὰς γεφύρας) ἐδόκεον ἐντεταμένας εὑρήσειν Hdt.9.106, σχεδίαι ἐντεταμέναι Hdt.8.117.
3 asestar c. el ac. πληγήν, πληγάς y dat. de pers. πληγὰς ἐνέτεινον ἀλλήλοις se dieron golpes unos a otros X.An.2.4.11, πληγὰς ἐνέτειναν ἐμοί D.54.5, cf. SB 5235.6, 10244.2 (ambos I d.C.), Chrys.M.63.552, sin dat. expreso, Lys.Fr.119.4S., Chrys.M.57.237, c. dat. de pers. e instrum. πληγὰς αὐτῷ ἐνέτεινα ἐς τὰς πυγὰς τῷ σανδάλῳ le di unos azotes en el culo con una sandalia Luc.DDeor.19.1, πληγὰς ... εἰς τὸ πρόσωπον Chrys.M.58.734
abs. golpear πύξ αὐτῷ ἐνέτεινε le golpeó con el puño, le dió un puñetazo D.C.57.22.1, cf. Synes.Ep.104 (p.179).
II c. valor intensivo
1 tensar demasiado, forzar en v. pas. ναῦς ... ἐνταθεῖσα ... ποδὶ ἔβαψεν la nave hace agua cuando ha sido demasiado tensada con el cabo (e.e. la vela), E.Or.706, de músculos y otras partes del cuerpo ὅταν ... τοὺς μῦς ἐντείνωμεν σφοδρῶς cuando tensamos los músculos demasiado Gal.3.562, fig. τόξον ἐντείνοντες τοῦ καιροῦ πέρα tensando el arco más allá de lo oportuno E.Supp.745.
2 intensificar (ἥλιος) μᾶλλον ἐντείνει τὸ καῦμα Plu.2.658c
fig. de sentimientos excitar, exaltar (δήμῳ) ... αὑτὸν ἐντείνοντι E.Or.698, θυμὸν ἐντείνων ἀνόητον Plu.2.61e, cf. 464b
abs. provocar excitación Κύπρις ... μᾶλλον ἐντείνειν φιλεῖ E.Fr.340.
3 ref. a los sentidos agudizar ἐντείναντες τὰς ἀκοάς προσεῖχον habiendo agudizado el oído prestaron atención Polyaen.1.21.2, τὴν ὄψιν S.E.M.7.258
de la voz y el sonido alzar, elevar ἐνέτεινε τὴν φωνήν alzó la voz Plu.Cat.Mi.68, D.C.36.6
en v. med. mismo sent. ἐντεινάμενος φωνήν Aeschin.2.157, ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν elevando el tono Ar.Nu.968
uso fig. ἐνέτειναν τὴν γλῶσσαν αὐτῶν ὡς τόξον LXX Ie.9.2.
4 de pers., c. refl. esforzarse, poner empeño, ocuparse εἰς ὃ μάλιστα ... ὁ Λυκοῦργος ἐντείνας ἑαυτόν Plu.2.795e, cf. PSI 491.6 (III a.C.)
intensificar, llevar a cabo vigorosamente τὴν ἀπόδειξιν Plu.2.614d, τὴν πολιορκίαν Plu.Luc.14.
III c. valor ‘dentro de’ e idea de ‘adaptación a un patrón’
1 geom. colocar dentro de, inscribir en v. pas. ἐς τὸνδε τὸν κύκλον τόδε τὸ χωρίον τρίγωνον ἐνταθῆναι Pl.Men.87a.
2 lit. poner en verso, versificar ἐντείνας τοὺς Αἰσώπου λόγους Pl.Phd.60d, ταῦτα ... ἐντείνας εἰς ἐλεγεῖον Pl.Hipparch.228d, τοὺς νόμους εἰς ἔπος Plu.Sol.3, τὴν παραίνεσιν Iul.Or.9.188a
ref. la tragedia sacar a escena, poner en escena τὸν Μίνων Pl.Min.321a.
3 mús. llevar o poner en música, musicar ποιήματα ... εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐντείνοντες adaptando los poemas a la música de cítara Pl.Prt.326b
tb. en v. med. Ἰθάκην ἐνετείνατο ... Ὅμηρος ᾠδῇσιν Hermesian.7.29.
B intr., gener. en v. med.
I sent. fís., c. suj. de partes del cuerpo
1 tensarse, frec. en perf. estar tenso, en tensión ἐν τοῖς σώμασι ... τὰ ἐντεινόμενα las partes del cuerpo que están en tensión op. ἀνιέμενα, X.Mem.3.10.7, ἐντεταμένου τοῦ σώματος en compar. c. las cuerdas de la lira, Pl.Phd.86b, cf. 92a, τράχηλος ἐντε[τα] μένος cuello en tensión Phld.Ir.fr.6.16, πρόσωπον ἐντεταμένον de un rostro tenso, serio, Luc.Vit.Auct.10, βλέφαρα ἐντεταμένα párpados atirantados tal vez de ojos rasgados, Adam.2.51.
2 ref. al pene estar o ponerse tenso, erecto c. suj. de animados tener una erección cóm. κέντρον ἐντέτατ' ὀξύ Ar.V.407 (cód., pero cf. ἐντατέον), ἐντείνεται τὸ αἰδοῖον Gal.4.220, frec. en perf. ὡς ἐντέταμαι ... ἔμβλεπε AP 16.236 (Leon.), εἰκόνες ἐντεταμέναι D.S.1.88, ἐντεταμένην ἔχων τὴν αἰσχύνην Plu.Fr.24, cf. tb. en v. act., Arist.Pr.879a11.
II sent. intelectual y anímico, c. suj. de pers. o anim.
1 estar atento, prestar atención ἔντειναι ὡς ἡμῖν αὐτή ἐστιν ἡ ἀγωνία presta atención, porque estamos verdaderamente angustiados, BGU 1911.12 (III a.C.), μάλιστα ἐνταθέντες ποιήσατε καθότι προγέγραφα SB 10867.7 (III a.C.), c. περί y gen. περὶ ὑμῶ[ν] ἐντείνεσθε PPetr.2.40a.28 (III a.C.), ἂμ μὴ σὺ ἐνταθῇς περὶ αὐτοῦ si tú no te ocupas de él, PSI 340.2 (III a.C.)
estar concentrado τῇ διανοίᾳ περὶ τὸ προτεθὲν ἐντεταμένος concentrado con la mente en lo que tenía delante Plb.10.3.1.
2 excitarse μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον Pl.R.536c, (σκύλακες) ἐντεινόμεναι ῥήγνυνται excitándose los perros se lesionan X.Cyn.7.8, πρόθυμοι καὶ ἐντεταμένοι εἰς τὸ ἔργον X.Oec.21.9.

Greek Monolingual

(AM ἐντείνω)
Ι. 1. τεντώνω, τανύωεντείνω τη χορδή», «ἱμάντας ἔταμε καὶ ἐνέτεινε τὸν θρόνον»)
2. επιτείνω, δυναμώνωεντείνω τις προσπάθειές μου»)
3. διεξάγω με μεγαλύτερη έντασηεντείνω την πολιορκία», «εντείνεται η κακοκαιρία»)
αρχ.
1. τεντώνω τη νευρά του τόξου
2. δένω σφιχτά
3. επιδιώκω, διεγείρω
4. επιτίθεμαι, χτυπώ
5. προσαρμόζω, τοποθετώ
6. εγγράφω (τρίγωνο σε κύκλο)
7. μελοποιώ
ΙΙ. (μτχ. παθ. παρακμ.) ἐντεταμένος
αυτός που έχει τεντωθεί
αρχ.
εστυμένος, με στύση του πέους.
επίρρ...
ἐντεταμένως (AM)
με ένταση.

Greek Monotonic

ἐντείνω: μέλ. -τενῶ, παρακ. -τέτᾰκα, Παθ. -τέτᾰμαι·
I. 1. τεντώνω ή εκτείνω γερά — Παθ., δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται, είναι κολλημένος πάνω σε σφιχτά, γερά τεντωμένους ιμάντες, σε Ομήρ. Ιλ.· γέφυραι ἐντεταμέναι, γέφυρα που έχει πολύ σφιχτά προσδεδεμένα τα καλώδια στήριξής της, σε Ηρόδ.· ἐντεταμένου τοῦσώματος, όντας τεντωμένο, σφιχτό, σφριγηλό, αναζωογονημένο, σε Πλάτ.
2. τεντώνω τόξο δυνατά, δηλ. το χορδίζω, του τοποθετώ χορδές, το τεντώνω για να τοξεύσω (πρβλ. ἐντανύω), σε Ευρ.· ομοίως και στη Μέσ., τεντώνω το τόξο μου, στον ίδ. — Παθ., τόξα ἐντεταμένα, τόξα που έχουν ήδη τεντωθεί, σε Ηρόδ.
3. ἐντείνειν ναῦν ποδί, κάνω γρήγορο το ταξίδι ενός πλοίου με το πόδι του ιστίου, τη σκότα, σε Ευρ.
4. δένω γερά, στον ίδ.
II. 1. μεταφ., εντείνω, ασκώ δύναμη, προσπαθώ, αγωνίζομαι· ομοίως και στη Μέσ., φωνὴν ἐντεινάμενος, σε Αισχίν.· ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν, υψώνοντας τον τόνο, σε Αριστοφ.· και στην Παθ., ἐντεινόμενος, βρισκόμενος υπό ένταση, σε εγρήγορση, πρόθυμος, σε Ξεν.
2. εξακολουθώ, συνεχίζω ρωμαλέα, σε Πλούτ.
3. ομοίως και αμτβ. στην Ενεργ., πασχίζω, μοχθώ, είμαι σφοδρός, βίαιος, φλογερός.
III. επεκτείνομαι, απλώνομαι προς ή εναντίον, πληγὴν ἐντείνειν τινί, Λατ. plagam intendere, καταφέρω χτύπημα, πλήγμα σε κάποιον, σε Ξεν.
IV. βάζω μέσα σε στίχους, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντείνω: (fut. ἐντενῶ, pf. ἐντέτᾰκα; pf. pass. ἐντέτᾰμαι)
1) натягивать (τόξον Aesch., Plat., med. Eur., Xen.; τὸξα ἐντεταμένα Her.; νεάτη ἐντεταμένη Arst.; τὰς μηχανάς Plut.): ναῦς ἐνταθεῖσα Eur. корабль с поднятыми парусами;
2) тянуть, подтягивать (ἵππον τῷ ἀγωγεῖ Xen.);
3) обтягивать, обвязывать (δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται Hom.; θρόνον, sc. ἱμᾶσιν Her.);
4) связывать (λέοντα βρόχοις Eur.);
5) протягивать, наводить (γεφύρας Her.);
6) мат. включать, вписывать (χωρίον τρίγωνον εἰς τὸν κύκλον Plat.);
7) напрягать; τὰ ἐντεινόμενα καὶ τὰ ἀνιέμενα ἐν τοῖς σώμασι Xen. напряженные и расслабленные мышцы тела; πρόσωπον ἐντεταμένον Luc. серьезное или суровое выражение лица;
8) med. (тж. ἐ. φωνήν Aesch. и τῇ φωνῇ Plut.) напрягать, повышать голос: μᾶλλον ἐντεινάμενος εἶπον Plat. повысив голос, он сказал;
9) возбуждать, поощрять, подбодрять (ψυχὴ μυρίαις ὁρμαῖς ἐντεταμένη Plut.);
10) досл. настраивать, перен. приводить в равновесие (τὸ ἐντεταμένον σῶμα Plat.);
11) med. запевать, петь или играть (ἁρμονίαν τινά Arph.);
12) (тж. ἐ. εἰς ἔπος Plut.) перелагать стихами (τοὺς τοῦ Αἰσώπου λόγους Plat.): ποιήματα εἰς τὰ κιθαρίσματα ἐ. Plat. класть стихотворения на музыку;
13) тж. med. прилагать усилия: ἐ. τὴν πολιορκίαν Plut. усиленно вести осаду; ἐντεταμένος εἰς τὸ ἔργον Xen. усердный в труде; τῇ διανοίᾳ περί τι ἐντεταμένος Polyb. напряженно обдумывающий что-л.;
14) с размаху наносить (πληγὰς ἀλλήλοις Xen.);
15) досл. бить, перен. карать (τινά Plat.);
16) упорствовать (ἐντείνοντι ὑπείκειν Eur.);
17) усиливаться (πήδησις ἐντείνουσα Plut.).

Middle Liddell

fut. -τενῶ perf. -τέτᾰκα pass. -τέτᾰμαι
I. to stretch or strain tightPass., δίφρος ἱμᾶσιν ἐντέταται is hung on tight-stretched straps, Il.; γέφυραι ἐντεταμέναι a bridge with the mooring-cables made taught, Hdt.; ἐντεταμένου τοῦ σώματος being braced up, Plat.
2. to stretch a bow tight, i. e. string it for shooting (cf. ἐντανύὠ, Eur.; so in Mid. to string one's bow, Eur.:—Pass., τόξα ἐντεταμένα bows ready strung, Hdt.
3. ἐντείνειν ναῦν ποδί to keep a ship's sail taught by the sheet, Eur.
4. to tie tight, Eur.
II. metaph. to strain, exert:—so in Mid., φωνὴν ἐντεινάμενος Aeschin.; ἐντεινάμενοι τὴν ἁρμονίαν pitching the tune high, Ar.:—and in Pass., ἐντεινόμενος, on the stretch, eager, Xen.
2. to carry on vigorously, Plut.
3. so intr. in Act. to exert oneself, be vehement, Eur.
III. to stretch out at or against, πληγὴν ἐντείνειν τινί, Lat. plagam intendere, to lay a blow on him, Xen.
IV. to put into verse, Plat.