φρίσσω
English (LSJ)
Att. φρίττω Pl.R.387c: fut. A φρίξω Gal.13.365: aor. ἔφριξα Il.13.339, etc.: pf. πέφρῑκα 11.383, etc.; poet. part. πεφρίκοντες Pi.P.4.183: plpf. ἐπεφρίκει Plu.2.781e, Alciphr.1.1:—Med., aor. 1 ἐφριξάμην f.l. in Polyaen.4.6.7. [ῑ by nature, hence to be accented φρῖσσον in Hes.Sc.171, φρῖξαι S.El.1408 (lyr.)]:—to be rough or uneven on the surface, bristle, φρίσσουσιν ἄρουραι (sc. σταχύεσσι) Il.23.599; φρίξας κάρπιμος στάχυς E.Supp.31; of a line of battle, ἔφριξεν μάχη ἐγχείῃσιν Il.13.339; φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι 4.282, cf. 7.62; φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, of the crest of a helmet, S.Fr.341; of a tree, φρίσσουσα ζεφύροις Pl.Eleg.25; φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pi.I.6(5).40; χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν αἰθήρ, of a crowd holding up their hands to vote, A.Supp.608; of hair, mane, or bristles, bristle up, stand on end, μηδ' ὀρθαὶ φρίσσωσιν [τρίχες] Hes.Op.540, cf. Arist.HA560b8, Pr.888a38; ἔφριξαν ἔθειραι Theoc. 25.244; of foliage, φύλλα πεφρικότα, opp. κεκλιμένα, Thphr.HP3.9.4: c.acc. of respect, φρίξας εὖ λοφιήν having set up his bristly mane, Od.19.446; φ. τρίχας Hes.Sc.391; φ. νῶτον, αὐχένας, Il.13.473, Hes.Sc.171; χαίταν Ar.Ra.822 (lyr.); also πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες bristling on their backs with feathers, Pi.P.4.183; λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός E.Ph.1121. 2 ἄσθματι φρίσσων πνοάς ruckling in his throat, of one just dying, dub.l. in Pi.N.10.74. 3 of the rippling surface of smooth water (cf. φρίξ 1), φ. θάλασσαι . . πνοιῇσι D.P.112, cf. Alciphr.1.1; of breakers, ῥηγμῖνες φ. A.R.4.1575, cf. Ael.NA7.33; also of rain, φρίσσοντες ὄμβροι Pi.P.4.81, expld. by Sch. as φρίσσειν ποιοῦντες, cf. ὁπόταν . . φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχῃ Id.Parth.2.18. II freq. of a feeling of chill, shiver, shudder: 1 of the effect of cold, shiver, Hes.Op.512, Hp.Aff. 11, Arist.Pr.963a33, 965a33; χωρὶς τοῦ φρῖξαι unless he catch a chill, Gal.10.803; of the teeth, chatter, D.H.Rh.10.9. 2 of the effect of fear, shudder, S.El.1408 (lyr.), Tr.1044; πέφρικ' ἐγὼ μέν, αὖός εἰμι τῷ δέει Men.Epit.480; φ. γαῖα πόντος τε h.Hom.27.8; ἅλω δὲ πολλὴν . . ἔφριζα δινήσαντος I shuddered when he swung the vast shield round, A.Th.490; οὐ φρίττουσιν (sc. animals) ὡς φρίττουσιν οἱ ἄνθρωποι Phld.D.1.12: c. acc., shudder at one, οἵ τέ σε πεφρίκασι Il.11.383; πάντες δέ με πεφρίκασιν 24.775, cf. Pi.O.7.38, S.Ant.997, Ar.Nu.1133; τῶν δημοτέων φ. τὸν ἥκιστον Herod.2.30; τοὺς τελώνας πᾶσα νῦν θύρη φρίσσει Id.6.64; πεφρικέναι τὸν θάνατον Phld.Mort. 39; φρίττουσι τὴν σύντροφόν τε καὶ φίλην οἱ ἰχθύες θάλατταν Ael.NA9.57: c. acc. et inf., πέφρικα . . Ἐρινὺν τελέσαι I tremble at the thought of her accomplishing... A.Th.720 (lyr.) (but not c. dat., for ἐρετμοῖσι φρίξουσι they shall shudder at the oars is f.l. for φρύξουσι in Orac. ap. Hdt.8.96): c. part., πέφρικα λεύσσων I shudder at seeing, A.Supp.346; φ. σε δερκομένα Id.Pr.540 (lyr.), cf. 695 (lyr.): c. inf., fear to do, D.21.135: c. Prep., φ. πρὸς τοὺς πόνους Plu.2.8f; φ. πρὸς τὴν ἀκοὴν τῆς Ῥωμαίων τέχνης Lib.Or.24.16; φ. ὑπὲρ ὧν προσήκει παθεῖν D.51.9. 3 feel a holy thrill or awe at, ἐν ἱερῷ φ. ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Plu.2.26b; τοὺς θεοὺς πέφρικα Jul.Or.7.212b, al. 4 thrill with passionate joy, ἔφριξ' ἔρωτι S.Aj.693, A.Fr.387.—Rare in early Prose, exc. in the sense of shuddering, fearing, Pl.R.387c, Phdr.251a, D.ll.cc.
German (Pape)
[Seite 1307] att. -ττω, aor. φρῖξαι, Soph. El. 400, perf. πέφρικα, mit dem dor. partic. πεφρίκοντες, Pind. P. 4, 183, – rauh u. uneben sein, emporstarren, sich emporsträuben; φρίσσουσιν ἄρουραι, die Saatfelder starren von Aehren, Il. 23, 599; vollständig ἄρουρα, λήϊον φρίσσει ἀσταχύεσσιν, vgl. φρίξας κάρπιμος στάχυς Eur. Suppl. 31. – Aehnlich μάχη ἔφριξεν ἐγχείῃσιν Il. 13, 339, wie φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι, von Lanzen starrend, wie wir von einem Lanzenwalde sprechen, 4, 282; στίχες ἀσπίσι καὶ κορύθεσσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι 7, 62; vgl. λόχον πυκναῖσιν ἀσπίσιν πεφρικότα Eur. Phoen. 1112; Pind. vrbdt φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν I. 5, 37; πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντας P. 4, 183. Oft von sich emporsträubenden Haaren u. Mähnen, φρίσσουσι τρίχες Hes. O. 542; φρίσσουσιν ἔθειραι, die Haare sträuben sich empor; auch c. accus., φρίσσειν λοφιήν, τρίχας, entweder an den Haaren emporstarren oder die Haare emporrichten, aufsträuben, also trans., Od 19, 446, Hes. Sc. 391; eben so νῶτον od. αὐχένας φρίσσειν, Il. 13, 473, Hes. Sc. 171; vgl. αὐχενίους χαίτας πεφρικώς Archi. 12 (XV, 51); Paul. Sil. 44 (VI, 168); auch φρίσσω ταῖς θριξίν, die Haare sträuben sich mir empor, Soph. tr. 314; ἀκάνθαις Luc. Dom. 22. Auch von Bäumen, πεύκη φρίσσουσα Ζεφύροις Plat. 13 (Plan. 13); von rauhen, hohen Ufern, ἑκάτερ θε ῥηγμῖνες φρίσσουσι Ap. Rh. 4, 1575. – Von der Empfindung des Frostes u. Schreckens, wobei sich die Haut zusammenzieht, rauh wird, indem sie die sogenannte Gänsehaut überläuft, u. die Haare sich emporrichten; Frost empfinden, von Frost schauern, frieren, Hes. O. 512; auch vom Fieberfroste n. aus andern Ursachen, φθονεροῖς φρίσσοντα γενείοις, vom rauhen Barte, Strat. 13 (XII, 27); – zusammenschauern, erschrecken, H. h. 27, 8; u. c. accus., τινά, vor Einem erschrecken, ihn fürchten, Il. 11, 383. 24, 775; ἔφριξέ νιν Pind. Ol. 7, 38; τὸν φρίξαν κύνες I. 1, 13, u. oft; selten τινός, ἅλω δὲ πολλήν, ἀσπίδος κύκλον λέγω, ἔφριξα δινήσαντος Aesch. Spt. 472; cum partic., πέφρικα λεύσσων τάσδ' ἕδρας Suppl. 341; Plat. Rep. III, 387 c Phaedr. 251 a. Auch vor heiliger Ehrfurcht schaudern, vom frommen Schauer beim Nahen der Gottheit, Jac. A. P. p. 1057; seltner vor Freude, Wonne schaudern, ἔφριξ' ἔρωτι Soph. Ai. 678. – C. inf. = sich scheuen, Etwas zu thun.
Greek (Liddell-Scott)
φρίσσω: Ἀττικ. φρίττω Πλάτ. Πολ. 287C· μέλλ. φρίξω, Χρησμ. Σιβ. 3. 679, κλπ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2· ― ἀόρ. ἔφριξα Ἰλ., Ἀττ.· ― πρκμ. πέφρῑκα, Ὅμηρ., Ἀττικ.· μετὰ ποιητικ. μετοχ. πεφρίκοντες, Πινδ. Π. 4. 326· ὑπερσ. ἐπεφρίκει Πλούτ. 2. 781Ε, Ἀλκίφρων 1. 1. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ ἐφριξάμην Πολύαιν. 4. 6, 7. (Ἐκ τῆς √ΦΡΙΚ παράγονται ὡσαύτως αἱ λ. φρίξ, φρίκη, φριξός· ἴσως συγγενὲς τῇ √FΡΙΓ, ἴδε ἐν λέξ. ῥιγέω). [ῑ φύσει, ὅθεν νεώτεροι ἐκδόται γράφουσι φρῖσσον ἐν Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· φρῖξαι ἐν Πινδ. Ι. 1. 16, Σοφ. Ἠλ. 1407]. Κινοῦμαι ὡς ἡ ἐλαφρῶς κυμαινομένη θάλασσα, ἡ ἐπιφάνειά μου καθίσταται ἀνώμαλος καὶ κυματοειδής, συνταράσσομαι, ἀνορθοῦμαι, Λατ. horrere, φρίσσουσιν ἄρουραι (ἐξυπακ. σταχύεσσι), «ὅτι πεπύκνωνται διανεστηκότες ταῖς χώραις οἱ στάχυες» (Σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 599· οὕτω, φρίξας κάρπιμος στάχυς Εὐρ. Ἱκέτ. 31· ἐπὶ παρατάξεως εἰς μάχην, ἔφριξε δὲ μάχη... ἐγχείῃσι, «ἐπυκνώθη δὲ ἡ μάχη τῇ τῶν δοράτων ἀνατάσει· φρίσσειν γὰρ τὸ ὀρθοῦσθαι πυκνῶς» (Σχόλ.), Ἰλ. Ν. 339· φάλαγγες σάκεσίν τε καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι, «τῇ ἀνατάσει τῶν δοράτων πεπυκνωμέναι» (Σχόλ.), Δ. 282, πρβλ. Η. 62· φρίξας εὐλόφῳ σφηκώματι, ἐπὶ τοῦ λόφου τῆς περικεφαλαίας, Σοφ. Ἀποσπ. 314· οὕτως ἐπὶ δένδρου, πεύκη φρίσσουσα Ζεφύροις Ἀνθ. Πλαν. 13· (ἀκριβῶς ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horret ager aristis, καὶ τοῦ Ὁρατίου horrentia pilis agmina)· οὕτω, φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα (πρβλ. τὸ τοῦ Ἰουβεναλίου inaequales beryllo phialae), Πινδ. Ι. 6 (5). 59· χερσὶ δεξιωνύμοις ἔφριξεν αἰθήρ, ἐπὶ πλήθους ἀνθρώπων ὑψούντων τὴν χεῖρα ὅπως δείξωσι τίνα γνώμην ἀσπάζονται, Αἰσχύλ. Ἱκ. 608· ἐπὶ τριχῶν κόμης ἢ χαίτης, ἀνορθοῦμαι, σηκώνομαι, φρίσσουσιν τρίχες Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 538· φρίσσουσιν ἕθειραι Θεόκρ. 25. 244· ἐπὶ φυλλώματος, φύλλα πεφρικότα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ κεκλιμένα, Θεοφρ. περὶ Φυτ. Ἱστ. 3. 9, 4· ― μετὰ συστοίχ. αἰτ., φρίσσειν λοφιήν, ἀνορθοῦν τὴν ἑαυτοῦ χαίτην, Ὀδ. Τ. 446· φρ. τρίχας Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 391· φρ. νῶτον, αὐχένας Ἰλ. Ν. 473, Ἡσιόδ. Ἀσπ. Ἡρ. 171· χαίτην Ἀριστοφ. Βάτρ. 822· ― ὡσαύτως, πτεροῖσι νῶτα πεφρίκοντες, ἔχοντες ἀνωρθωμένα τὰ κατὰ τὰ νῶτα πτερά, Πινδ. Π. 4. 326· λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικὸς Εὐρ. Φοίν. 1121. 2) φρίσσοντας ὄμβρους, «τοὺς φρίσσειν ποιοῦντας ὄμβρους» (Σχόλ.), ὡς τὸ τοῦ Οὐεργιλίου horrida grando, Πινδ. Π. 4. 144. 3) ἄσθματι φρίσσοντα πνοάς, πνευστιῶντα, ἀναπνέοντα μετ’ ἀγωνίας, ἐπὶ ἀνθρώπου ἀποθνήσκοντος, ὁ αὐτ. ἐν Ν. 10. 140. 4) λέγεται ἐπὶ τῆς ἐλαφρῶς κυμαινομένης ἐπιφανείας ἡσύχου καὶ γαληνίου ὕδατος (πρβλ. φρὶξ Ι), φρίσ. θάλασσαι πνοιῇσι Διον. Π. 112, πρβλ. Ἀλκίφρονα 1. 1· καὶ ἐπὶ τῶν κυμάτων, Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1575, Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 33. ΙΙ. συχνάκις λέγεται ἐπὶ τοῦ αἰσθήματος τοῦ ῥίγους, ὅτε ἡ ἐπιδερμὶς συστέλλεται καὶ καθίσταται ἀνώμαλος, αἱ δὲ τρίχες ἀνορθοῦνται, «ἀνατριχιάζω», ὡς ἐν τῇ Λατιν. horrent comae, steterunt comae, (ἴδε Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 2. 20, Προβλ. 8. 12., 33. 16., 35. 9, κ. ἀλλ.)· 1) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ ψύχους, φρικιῶ, «τρεμουλιάζω», Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 510· ἐπὶ τῶν ὀδόντων ὅταν συγκρούωνται πρὸς ἀλλήλους ἐκ τοῦ ψύχους, Διον. Ἁλ. π. Ρητ. 9. 2) ἐπὶ τοῦ ἀποτελέσματος τοῦ φόβου, «ἀνατριχιάζω», φρικιῶ, Σοφ. Ἠλ. 1408, Τρ. 1044· ὑπό τινος Ὕμν. Ὁμ. 27. 8· ἅλω δὲ πολλήν... ἔφριξα δινήσαντος, κατελήφθην ὑπὸ φρικιάσεως ὅτε περιέστρεψε τὴν μεγάλην ἀσπίδα, Αἰσχύλ. Θήβ. 490· ― ὡσαύτως μετ’ αἰτ., ἀνατριχιάζω, τρέμω ἐνώπιόν τινος, οἵτε σε πεφρίκασι Ἰλ. Λ. 383· πάντες δὲ με πεφρίκασι Ω. 775, πρβλ. Πινδ. Ο. 7. 70, Σοφ. Ἀντιγ. 997· πέφρικα... Ἐρινὺν τελέσαι, τρέμω συλλογιζόμενος ὅτι ἡ Ἐρινὺς θά..., Αἰσχύλ. Θήβ. 720, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1133· ― οὕτω μετὰ δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θὰ καταληφθῶσιν ὑπὸ φρίκης ἐπὶ τῇ θέᾳ τῶν κωπῶν, Ἡρόδ. 8. 96 (ἀλλ’ ἴδε φρύγω)· ― ὡσαύτως μετὰ μετοχ., πέφρικα λεύσσων, ὑπὸ φρίκης καταλαμβάνομαι βλέπων, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 345· φρ. σε δερκομένη ὁ αὐτ. ἐν Πρ. 540, 695· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., φοβοῦμαι νὰ πράξω τι, Δημ. 559. 8· ― ὡσαύτως μετὰ προθέσ., φρ. πρὸς τοὺς πόνους Πλούτ. 2. 8F· φρ. ὑπὲρ ὧν προσήκει παθεῖν Δημ. 1230. 24. 3) καταλαμβάνομαι ὑπὸ φρικιάσεως εἰσερχόμενος εἰς ναὸν ἕνεκα μεγάλης δεισιδαιμονίας, μηδὲ ὥσπερ ὑπὸ δεισιδαιμονίας ἐν ἱερῷ φρίττειν ἅπαντα καὶ προσκυνεῖν Πλούτ. 2. 26Β, Ἰακωψ. Ἀνθ. Π. σ 1057. 4) «ἀνατριχιάζω» ἐξ ὑπερβαλλούσης χαρᾶς, χαίρω ὑπερβαλλόντως, ἔφριξ’ ἔρωτι Σοφ. Αἴ. 693, πρβλ. Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 384, Ἑρμηνευτ. εἰς Εὐρ. Ἑλ. 632. ― Παρὰ τοῖς πεζογράφοις σπάνιον πλὴν ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ τρομάζω, φρίττω, φοβοῦμαι, Πλάτ. Πολ. 387C, Φαῖδρ. 251Α, Δημ. ἔνθ’ ἀνωτ.· πρβλ. φρίξ, φρίκη.
French (Bailly abrégé)
f. φρίξω, ao. ἔφριξα, pf. πέφρικα au sens d’un prés.
1 se hérisser ; au pf. être hérissé : φρίσσουσιν ἄρουραι IL les champs se hérissent d’épis ; φάλαγγες ἔγχεσι πεφρικυῖαι IL bataillons hérissés de lances;
2 p. anal. frissonner, frémir ; φρίσσω δέ σε δερκομένη ESCHL je frissonne en te voyant ; avec acc. : φρίσσειν τινα ou τι, πρός τι frissonner à la vue ou à la pensée de qch ; particul. frissonner d’une crainte religieuse, d’une sainte horreur.
Étymologie: φρίξ, de la R. Φρικ, se hérisser, pê apparenté à la R. Φριγ > Ῥιγ, frissonner de froid ; cf. ῥῖγος, lat. frigus.
English (Autenrieth)
aor. ἔφριξεν, part. φρίξᾶς, perf. πεφρίκᾶσι, part. -υῖαι: grow rough, bristle, as the fields with grain, the battle-field with spears, Il. 23.599, Il. 13.339; the wild boar as to his back or crest, λοφιήν, νῶτον, τ , Il. 13.473; shudder, shudder at (cf. ‘goose-flesh’), Il. 11.383, Il. 24.775.
English (Slater)
φρίσσω (φρίσσων, -οντα, -οντας: aor. ἔφριξε, φρῖξαν: redupl. aor. πεφρίκοντας: pf. πεφρῖκυῖαν)
a bristle with c. dat. ἄνδρας πτεροῖσιν νῶτα πεφρίκοντας ἄμφω πορφυρέοις (P. 4.183) met., οἰνοδόκον φιάλαν χρυσῷ πεφρικυῖαν (I. 6.40)
b shudder at, before c. acc. Οὐρανὸς δ' ἔφριξέ νιν καὶ Γαῖα μάτηρ (O. 7.38) παῖδα, θρασεῖαι τόν ποτε Γηρυόνα φρῖξαν κύνες (I. 1.13)
c make to shiver καί μιν οὔπω τεθναότ, ἄσθματι δὲ φρίσσοντα πνοὰς ἔκιχεν his breath shaken by gasps (N. 10.74) part., abs., chilling, φρίσσοντας ὄμβρους (P. 4.81) ὁπόταν τε χειμῶνος σθένει φρίσσων Βορέας ἐπισπέρχησ' Παρθ. 2. 18.
English (Strong)
apparently a primary verb; to "bristle" or chill, i.e. shudder (fear): tremble.
English (Thayer)
very often in Greek writings from Homer down; to be rough, Latin horreo, horresco, i. e.
1. to bristle, stiffen, stand up: ἔφριξαν μου τρίχες, Sept.; with ὀρθαί added, Hesiod, Works, 510; ὀρθάς ... φρισσει τρίχας (cognate accusative of the part affected), Hesiod scut. 391; with cold, διά τό ψῦχος, Plutarch, quaest. nat. 13,2, p. 915b.
2. to shudder, to be struck with extreme fear, to be horrified: absolutely, horreo, horresco, construction with an accusative of the object exciting the fear, Homer, Iliad 11,383, and often.
Greek Monolingual
ΝΜΑ
βλ. φρίττω.
Greek Monotonic
φρίσσω: Αττ. φρίττω (√ΦΡΙ-Κ), μέλ. φρίξω, αόρ. αʹ ἔφριξα, παρακ. πέφρῑκα· με ποιητ. μτχ. πεφρίκοντες, σε Πίνδ.
I. 1. γίνομαι ανώμαλος ή κυματοειδής στην επιφάνεια, ορθώνομαι, Λατ. horrere, λέγεται για χωράφι με στάχυα, σε Ομηρ. Ιλ., Ευρ.· λέγεται για τη γραμμή στη μάχη, σε Ομήρ. Ιλ.· χρησιμοποιείται για τα μαλλιά ή τη χαίτη, ορθώνομαι, αναταράσσομαι, σε Ησίοδ., Θεόκρ.· με σύστ. αντ., φρίσσειν λοφιήν, ανασηκώνει τη χαίτη των μαλλιών του, σε Ομήρ. Οδ.· φρίσσω νῶτον, σε Ομήρ. Ιλ.· χαίταν, σε Αριστοφ.
2. φρίσσοντες ὄμβροι, όπως το horrida grando του Βιργ., σε Πίνδ.
3. ἄσθματι φρίσσων πνοάς, αναπνέει με αγωνία, λέγεται για κάποιον που μόλις πεθαίνει, στον ίδ.
II. χρησιμοποιείται για το αίσθημα του ρίγους, όταν το δέρμα κάποιου συστέλλεται και δημιουργείται αυτό που λέμε ανατριχίλα, ή όταν τα μαλλιά σηκώνονται·
1. από την επίδραση του κρύου, τρέμω, σε Ησίοδ.
2. από την επίδραση του φόβου, τρέμω, ταράζομαι, σε Αισχύλ., Σοφ.· με αιτ., τρέμω μπροστά σε κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ.· πέφρικα Ἐρινὺν τελέσαι, τρέμω στη σκέψη της πραγματοποίησης (της εμφάνισής της), σε Αισχύλ.· ομοίως με δοτ., ἐρετμοῖς φρίξουσιν, θα ταραχτούν από τη θέα των κωπηλατών, σε Χρησμ. παρ' Ηροδ.· επίσης με μτχ., πέφρικα λεύσσων, ταράχτηκα από το κοίταγμα (τη θέα), σε Αισχύλ.· με απαρ., φοβάμαι να κάνω κάτι, σε Δημ.
3. ανατριχιάζω από υπερβάλλουσα χαρά, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
φρίσσω: атт. φρίττω (fut. φρίξω, pf. πέφρῑκα)
1) становиться (подниматься) дыбом, щетиниться: λέοντος δέρος χαίτῃ πεφρικός Eur. пушистая львиная шкура; ὄρνις φρίσσων Plut. нахохлившаяся птица; ἔφριξαν ἔθειραι Theocr. шерсть поднялась дыбом (у разъяренного льва); νῶτον φ. Hom. (о кабане) ощетинить спину; ἄρουραι φρίσσουσιν Hom. поля, где колосятся (досл. щетинятся) хлеба; στίχες ἀσπίσι καὶ ἔγχεσι πεφρικυῖαι Hom. ряды (войск), ощетинившиеся щитами и копьями; φιάλα χρυσῷ πεφρικυῖα Pind. чаша с золотыми выпуклыми украшениями; φρίσσοντες ὄμβροι Pind. ливни;
2) дрожать, трепетать, содрогаться (ῥιγοῦν καὶ τρέμειν καὶ φ. Plut.): φ. τι Soph., Eur., Plut., ὑπέρ τινος Dem. и προς τι Plut. дрожать перед чем-л., при виде чего-л. или при воспоминании о чем-л.; ἤκουσ᾽ ἀνήκουστα ὥστε φρῖξαι Soph. я услышал (столь) ужасное, что дрожу; πέφρικα τὰν θεόν Aesch. я охвачен трепетом перед богиней; ὃ τίς οὐκ ἂν ἔφριξε ποιῆσαι; Dem. кто не содрогнулся бы (перед перспективой) сделать это?; φ. καὶ προσκυνεῖν τι Plut. в благоговейном ужасе повергаться ниц перед чем-л.
Middle Liddell
I. to be rough or uneven on the surface, to bristle, Lat. horrere, of a corn-field, Il., Eur.; of a line of battle, Il.; of hair or bristles, to bristle up, stand on end, Hes., Theocr.;—c. acc. cogn., φρίσσειν λοφιήν to set up his bristly mane, Od.; φρ. νῶτον Il.; χαίτην Ar.
2. φρίσσοντες ὄμβροι, like Virgil's horrida grando, Pind.
3. ἄσθματι φρίσσων πνοάς ruckling in his throat, of one just dying, Pind.
II. of a feeling of chill, when one's skin contracts and forms what we call goose-skin, or when the hair stands up on end:
1. of the effect of cold, to shiver, Hes.
2. of the effect of fear, to shiver, shudder, Aesch., Soph.: c. acc. to shudder at one, Il., Soph.; πέφρικα Ἐρινὺν τελέσαι I tremble at the thought of her accomplishing, Aesch.;—so c. dat., ἐρετμοῖς φρίξουσιν they shall shudder at the oars, Orac. ap. Hdt.:—also c. part., πέφρικα λεύσσων I shudder at seeing, Aesch.; and c. inf. to fear to do, Dem.
3. to thrill with passionate joy, Soph.
Chinese
原文音譯:fr⋯ssw 弗里所
詞類次數:動詞(1)
原文字根:戰慓
字義溯源:毛髮豎立^,寒慓,搖動,戰驚
出現次數:總共(1);雅(1)
譯字彙編:
1) 戰驚(1) 雅2:19