νήπιος

Revision as of 17:28, 21 November 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Arist.''Pol.''" to "Arist.''Pol.''")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

English (LSJ)

νηπία (Sor.1.7, al.), Ion. νηπίη, νήπιον, also νήπιος, νήπιον Lyc.638:—
A infant, child, freq. in Hom., νήπιον, οὔ πω εἰδόθ' ὁμοιίου πολέμοιο Il.9.440; νήπια τέκνα 2.136, etc.; βρέφος ἔτ' ὄντα ν. E.Ion1399, cf. Andr.755, etc.; νηπίους ἔτι Id.Heracl.956; τὸ ν. Pl.Ax.366d; ἁρμόττουσα τοῖς ν. [πλαταγή] Arist.Pol.1340b30; ἐκ νηπίου = from a child, from infancy, [τὸ ἡδὺ] ἐκ νηπίου ἡμῖν συντέθραπται Id.EN1105a2; ἐκ νηπίων Plb.4.20.8; ἐκ νηπίου ἡλικίας PFlor.36.5 (iv A.D.); infant in law, minor, ἐφ' ὅσον ὁ κληρονόμος ν. ἐστιν Ep.Gal.4.1; of children up to puberty, αἱ τῶν ν. ἐκλάμψιες Hp.Epid.6.1.4 (cf. Herophil. ap. Gal.17(1).826); but of the foetus in its early stage, Hp.Aph.4.1 (cf. Gal.17(1).653).
2 less freq. of animals, Il.2.311, 11.113; νήπια alone, the young of an animal, 17.134.
3 of plants, Thphr.HP8.1.7.
II metaph.,
1 of the understanding, childish, silly, Od.13.237; μέγα ν. Il.16.46, cf. Od.9.44; simply, without foresight, blind, Il.22.445; ἀνὴρ ν. Heraclit.79, cf. Emp.11.1, Pi.P.3.82, A.Pr.443, Democr.76, etc.; ν. ὃς… γονέων ἐπιλάθεται S.El.145 (lyr.); οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ'… μέγαν no child before and now full-grown (i.e. in mind), Id.OT 652 (lyr.); of words, νήπια βάζεις Pi.Fr.157; ἀντιτείνειν νήπι' ἀντὶ νηπίων = return childishness with childishness E.Med.891; μηδὲν εἴπῃς ν. Ar.Nu.105.
2 of bodily strength, like that of a child, βίη δέ τε ν. αὐτῶν Il.11.561.

German (Pape)

[Seite 253] att. auch 2 Endgn (νη – ἔπος, εἰπεῖν) eigentlich vom ersten Kindesalter, wie infans, vom Kinde, das noch nicht sprechen kann, unmündig, νήπια τέκνα, Il. 2, 136, öfter; aber auch weiter hinausgehend, νήπιον, οὔπω εἰδόθ' ὁμοιΐου πολέμοιο, 9, 440; selten von jungen Tieren, νήπια τέκνα, 2, 311. 11, 113; auch νήπια allein, die Jungen, 17, 134. Dah. βία νηπίη, die schwache Kraft des Kindes, Il. 11, 561. – Häufig übertr. auf den Verstand, kindisch, unerfahren, thöricht, μέγα νήπιος, 16, 46 Od. 9, 44, öfter bei Hes.; auch = ahnungslos, der Zukunft unkundig, Il. 22, 445; νήπια βάζεις, auch Pind. frg. 128; νήπιοι, P. 3, 82; νηπίους ὄντας τὸ πρὶν ἔννους ἔθηκα, Aesch. Prom. 441; vgl. Soph. O. R. 652 El. 142; αἴσθημά τι κἀν νηπίοις γε τῶν κακῶν ἐγγίγνεται, Eur. I. A. 1244, vgl. Med. 891; νήπιον εἰπεῖν τι, Ar. Nubb. 106; νηπίου δίκην, νηπίων φόβητρα, Plat. Ax. 365 c 367 a; und bei Sp., ὡς παιδίῳ νηπίῳ χρήσασθαί τινι, Pol. 5, 29, 2; ἐκ νηπίων, von Jugend auf, 4, 20, 8; Luc. Halc. 5.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
propr. qui ne parle pas, d'où
I. qui est en bas âge;
II. fig. 1 puéril, enfantin, sot ; fou;
2 faible.
Étymologie: νη-, ἔπος.

Russian (Dvoretsky)

νήπιος:
1 находящийся в младенческом возрасте, малолетний, маленький (τέκνα Hom.; βρέφος Eur.);
2 неразумный Hom.;
3 детский, т. е. слабый (βία Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

νήπιος: α, Ἰων. η, ον, καὶ ος, ον Λυκόφρ. 638· - ὁ ἐν μικρᾷ βρεφικῇ ἡλικίᾳ ὤν, συχν. παρ’ Ὁμ., ἰδίως ἐπὶ τοῦ οὔπω δυναμένου φέρειν ὅπλα, τοῦ λίαν νέου, νήπιον, οὔπω εἰδόθ’ ὁμοιίου πολέμοιο Ἰλ. Ι. 440· νήπια τέκνα Β. 136, κτλ.· οὕτω, τὸν οὔτε πρὶν νήπιον, νῦν τ’ ἐν ὅρκῳ καταίδεσαι μέγαν, τὸν οὔτε πρότερον μωρόν, νῦν δὲ μέγαν ἕνεκα τοῦ ὅρκου σεβάσθητι (ἐπὶ μεταφορ. ἐννοίας), Σοφ. Ο. Τ. 652· βρέφος ἔτ’ ὄντα ν. Εὐρ. Ἴων 1399, πρβλ. Ἀνδρ. 755, κτλ.· νηπίους ἔτι ὁ αὐτ. ἐν Ἡρακλ. 956· τὸ νήπιον Πλάτ. Ἀξίοχ. 366D· ἡ τοῖς ν. ἁρμόττουσα [πλαταγὴ] Ἀριστ. Πολιτικ. 8. 6, 2· ἐκ νηπίου, ἐκ νηπιότητος, ἐκ μικρᾶς ἡλικίας, τὸ ἡδὺ ἐκ ν. ἡμῖν συντέθραπται Ἠθ. Νικ. 2. 3, 8· οὕτως, ἐκ νηπίων Πολύβ. 4. 20, 8· 2) σπανιώτερον ἐπὶ ζῴων, ἔνθα δ’ ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα Ἰλ. Β. 311, Λ. 113· ὡσαύτως μόνον νήπια, τὰ μικρὰ τέκνα ζῴου, τὰ νεογνά, Ρ. 134· - ὁ Θεόφρ. πρῶτος μετεχειρίσθη τὴν λέξιν, π. Φυτ. Ἱστ. 8. 1, 7. ΙΙ. μεταφορ., 1) ἐπὶ διανοητικῆς καταστάσεως, παιδαριώδης, ἀνόητος, ἄφρων, συχν. παρ’ Ὁμ. καὶ Ἡσ.· μέγα νήπιος Ἰλ. Π. 46, Ὀδ. Ι. 44· ὡσαύτως ὁ μὴ προνοῶν, τυφλὸς πρὸς τὸ μέλλον, Ἰλ. Χ. 445, Ὀδ. Ν. 237· οὕτω παρὰ Πινδ. ἐν Π. 3. 146, Αἰσχύλ. Πρ. 443, κτλ.· ν. ὅς... γονέων ἐπιλάθεται Σοφ. Ἠλ. 145: - ἐπὶ λέξεων, νήπια βάζειν Πινδ. Ἀποσπ. 128· νήπι’ ἀντὶ νηπίων Εὐρ. Μήδ. 891· μηδὲν εἴπῃς ν. Ἀριστοφ. Νεφ. 105. 2) ἐπὶ σωματικῆς δυνάμεως, βίη δὲ τε νηπίη αὐτῶν, παιδική, οὐχὶ μεγάλη, Ἰλ. Λ. 561.

English (Autenrieth)

epithet of little children or young animals, ‘infant,’ ‘helpless,’ νήπια τέκνα, Il. 9.440, Β 311, Il. 11.113; often fig., indicating the blind unconsciousness on the part of men that suggests an analogy between the relation of men to higher powers and that of infants to adults, ‘helpless,’ ‘unwitting,’ and sometimes disparagingly, ‘simple,’ ‘childish,’ Il. 11.561, Il. 22.445.

English (Slater)

νήπῐος foolish τὰ μὲν ὦν οὐ δύνανται νήπιοι κόσμῳ φέρειν (P. 3.82) “ὦ τάλας ἐφάμερε, νήπια βάζεις” (Kuster: νήπιε codd.) fr. 157.

Spanish

niño pequeño

English (Strong)

from an obsolete particle ne- (implying negation) and ἔπος; not speaking, i.e. an infant (minor); figuratively, a simple-minded person, an immature Christian: babe, child (+ -ish).

English (Thayer)

νήπια, νήπιον (from νή, an insep. neg. prefix (Latin nefas, nequam, nisi, etc. cf. Curtius, § 437), and ἔπος); as in Greek writers from Homer down,
a. an infant, little child: Sept. especially for עולֵל and עולָל.
b. a minor, not of age: Lightfoot at the passage).
c. metaphorically, childish, untaught, unskilled (the Sept. for פְּתִי, τέλειοι, the more advanced in understanding and knowledge, Philo de agric. § 2); νηπίοις ἐν Χριστῷ, in things pertaining to Christ, L WH (cf. the latter's note at the passage) have hastily received νήπιοι for the common reading ἤπιοι.

Greek Monolingual

-α, -ο (ΑΜ νήπιος, -ία, -ον, Α και νήπιος, -ον, Α θηλ. ιων. τ. νηπίη, Μ και νηπίος, -ον, Μ ουδ. και νήφιο)
1. το ουδ. ως ουσ. το νήπιο(ν)
α) παιδί νηπιακής ηλικίας
β) (για πρόσ.) μτφ. πολύ νεαρός, ανήλικος
γ) μτφ. άμυαλος, ανώριμοςνήπιος, οὐδὲ τὸ οἶδε κατὰ φρένα», Ομ. Ιλ.)
2. (ως επίθ. και ως ουσ.) α) άπειρος σε κάτι αμαθής
β) ανόητος, απερίσκεπτος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. (με περιλπτ. σημ.) α) το σύνολο τών μικρών παιδιών μιας οικογένειας ή ομάδας
β) το σύνολο τών μελών μιας οικογένειας
αρχ.
1. (για λόγια) μωρός, ανόητος («νήπια βάζεις», Πίνδ.)
2. ασθενικός, ανίσχυρος
3. αυτός που δεν προνοεί για το μέλλον
4. αυτός που εισέρχεται για πρώτη φορά στα μυστήρια της χριστιανικής ζωής
5. διστακτικός, αναποφάσιστος
6. φρ. α) «νήπια τέκνα» ή απλώς «νήπια»
i) τα νεογνά τών ζώων («ἔνθα δ' ἔσαν στρουθοῖο νεοσσοί, νήπια τέκνα», Ομ. Ιλ.)
ii) (για φυτά) νέο βλάστημα, νέα φύτρα
β) «εκ νηπίου» ή «εκ νηπίων» — από τη νηπιακή ηλικία
γ) «αἱ τῶν νηπίων ἐκλάμψεις» — η πρόωρη ανάπτυξη τών παιδιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η άποψη ότι η λ. είναι σύνθ. < στερ. πρόθημα νη- + (F)ἔπος «λόγος» δεν μπορεί να γίνει ανεπιφύλακτα αποδεκτή, καθώς μία τέτοια ετυμολ. της λ. θα προϋπέθετε τη σημ. «αυτός που δεν ξέρει να μιλήσει», που παραδίδεται μόνο από τον Ησύχιο: «νηπύτιον
νήπιον, ἄφωνον». Επίσης, η σύνδεση της λ. με το ρ. ἠπύω «φωνάζω, προσκαλώ» (πρβλ. νηπύτιος) δεν φαίνεται πειστική, καθώς προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες σχετικές με την ικανότητα του παιδιού να μιλήσει ή να φωνάξει κατά τη νηπιακή ηλικία. Εξίσου αβέβαιες θεωρούνται η σύνδεση της λ. με τη γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχιος «ἀνηπελίη
ἀσθένεια» ή η ανάλυσή της στο στερ. πρόθημα νη- + ήπιος ή στο στερ. πρόθημα νη- + ἄπιος (πρβλ. λατ. apiscor «επιτυγχάνω»).
ΠΑΡ. νηπιάζω, νηπιώδης
αρχ.
νηπίαρχος, νηπιέη, νηπιεύομαι, νηπύτιος
αρχ.-μσν.
νηπιότης
μσν.
νηπιόεις
μσν.- νεοελλ.
νηπιόθεν
νεοελλ.
νηπιακός.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νηπιοκτόνος
αρχ.
νηπιοτροφώ, νηπιόφρων
αρχ.-μσν.
νηπιοπρεπής
μσν.
νηπιόβουλος, νηπιοδύναμος, νηπιόλεκτος, νηπιοφανής
νεοελλ.
νηπιαγωγός, νηπιοβάπτισμα, νηπιοβαπτισμός, νηπιοκόμος, νυπιολογία].

Greek Monotonic

νήπιος: -α (νη-, ἔπος), Ιων. -η, -ον, και -ος, -ον,
I. αυτός που δεν μιλάει ακόμη, Λατ. infans, σε Όμηρ.· νήπια τέκνα, βρέφος νήπιον, σε Ευρ.· επίσης, νήπια, νεαρά ζώα, σε Ομήρ. Ιλ.
II. μεταφ., αυτός που σκέφτεται σαν παιδί, παιδιάστικος, ανόητος, άφρων, σε Όμηρ., Ησίοδ.· αυτός που δεν προνοεί, σε Όμηρ., Αισχύλ.

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: still immature, young, weak, childish, unwise, foolish (Il.).
Compounds: As 1. member a.o. in νηπιό-φρων childish being, thoughtless (Str.).
Derivatives: νηπιέη f. childishness, childish behaviour, thoughtlessness (Hom.) with Aeol. -έη for -ίη, prob. after ἠνορέη (Leumann Hom. Wörter 110 A. 72, Chantraine Gramm. hom. 1, 83, Porzig Satzinhalte 206); after it νηπίεος = νήπιος (Opp.); νηπιότης f. childishness (Pl., Arist.); νηπιάζω be childish (Hp. Ep., Erinn., 1 Ep. Kor. 14, 20 u.a.). -- Expressive enlargements: 1. νηπίαχος id. (Il.; Chantraine Form. 403) with -αχεύω be childish, play childrens plays (X 502, verse-end; metr. conditioned, Chantraine Gramm. hom. 1, 95 a. 368), -άχω id. (A. R., Mosch., Opp.), prob. after στενάχω, ἰάχω; s. also Schwyzer 722f. -- 2. νηπύτιος id. (Il., Ar. Nu. 868, Orph.) mit -ίη (A. R.), -ιεύομαι (AP); cf. below.
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Unexplained. Unconvincing attempts by Osthoff MU 4, 66f. a. 86f. (s. Bq and WP. 2, 13) and Specht KZ 56, 122f.: to ἀνηπελίη ἀσθένεια H., ὀλιγηπελέων (s.v.) etc. (agreeing Fraenkel, e.g. Gnomon 21, 39; doubts by Kretschmer Glotta 20, 253); in νηπ-ύτιος Specht sees a correspondence with the Lith. diminutive suffix -utis (e.g. maž-ùtis small). Not better Lacroix Mél. Desrousseaux 261ff.: from ν(ε)- not and ἔπιος; Pisani Arch. glottol. it. 31, 49ff.: from ν(ε)- and *ἄπιος (to Lat. apiscor etc.) [Note that Greek has no certain instances of νε-'.

Middle Liddell

[νη-, ἔπος
I. not yet speaking, Lat. infans, Hom.; νήπια τέκνα, βρέφος ν. Eur.:—also νήπια young animals, Il.
II. metaph. like a child, childish, silly, Hom., Hes.; without forethought, Hom., Aesch.

Frisk Etymology German

νήπιος: {nḗpios}
Meaning: noch unmündig, jung, schwach, kindisch, unverständig, töricht (seit Il.).
Composita: Als Vorderglied u.a. in νηπιόφρων kindischen Wesens, unbesonnen (Str.).
Derivative: Davon νηπιέη f. Kindlichkeit, kindisches Verhalten, Unverstand, pl. Kindereien (Hom.) nnt äol. -έη für -ίη, wohl nach ἠνορέη (Leumann Hom. Wörter 110 A. 72 m. Lit., Chantraine Gramm. hom. 1, 83, Porzig Satzinhalte 206); danach νηπίεος = νήπιος (Opp.); νηπιότης f. Kindheit, Kindlichkeit (Pl., Arist. u.a.); νηπιάζω kindisch sein, ein Kind sein (Hp. Ep., Erinn., 1 Ep. Kor. 14, 20 u.a.). — Expressive Erweiterungen: 1. νηπίαχος ib. (ep. poet. seit Il.; Chantraine Form. 403) mit -αχεύω kindisch sein, Kinderspiele treiben (X 502, Versende; metr. bedingt, Chantraine Gramm. hom. 1, 95 u. 368), -άχω ib. (A. R., Mosch., Opp.), wohl nach στενάχω, ἰάχω; s. noch Schwyzer 722f. — 2. νηπύτιος ib. (Il., Ar. Nu. 868, Orph.) mit -ίη (A. R.), -ιεύομαι (AP); vgl. unten.
Etymology: Unerklärt. Unbefriedigende Versuche von Osthoff MU 4, 66f. u. 86f. (s. Bq und WP. 2, 13) und Specht KZ 56, 122f.: zu ἀνηπελίη· ἀσθένεια H., ὀλιγηπελέων (s.d.) usw. (zustimmend Fraenkel, z.B. Gnomon 21, 39; Zweifel bei Kretschmer Glotta 20, 253); in νηπύτιος sieht Specht eine Entsprechung zum lit. Deminutivsuffix -utis (z.B. maž-ùtis klein). Nicht besser Lacroix Mél. Desrousseaux 261ff.: von ν(ε)- nicht und ἔπιος; Pisani Arch. glottol. it. 31, 49ff.: von ν(ε)- und *ἄπιος (zu lat. apiscor usw.).
Page 2,315

Chinese

原文音譯:n»pioj 尼披哦士
詞類次數:名詞(14)
原文字根:(反-說者) 相當於: (טַף‎)
字義溯源:不能說話的,嬰孩,孩子,小孩子,孩童,未成年者,無知的;由(νή)X*=不)與(ἔπος)=話語)組成;而 (ἔπος)出自(λέγω)*=講)。參讀 (βρέφος)同義字
同源字:1) (νηπιάζω)言行如嬰孩 2) (νήπιος)不能說話的 3) (νηστεία)禁戒 4) (νηστεύω)禁戒食物 5) (νῆστις)未進食
出現次數:總共(14);太(2);路(1);羅(1);林前(6);加(2);弗(1);來(1)
譯字彙編
1) 孩子(5) 林前13:11; 林前13:11; 林前13:11; 林前13:11; 林前13:11;
2) 嬰孩(4) 太21:16; 路10:21; 林前3:1; 來5:13;
3) 孩童(2) 加4:1; 加4:3;
4) 小孩子(1) 弗4:14;
5) 小孩子的(1) 羅2:20;
6) 向嬰孩(1) 太11:25

English (Woodhouse)

infant, trifling, young, child in arms, in one's infancy, little child, of a babe, of a child, of infants

Mantoulidis Etymological

(=αὐτός πού δέ μιλάει, βρέφος). Ἀπό τό νη (ἀρνητικό προθεματικό μόριο) + ἔπος (=λόγος) τοῦ λέγω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

-ον niño pequeño ref. a Helios κλῦθί μοι, ... ὁ νήπιος ἀνατέλλων escúchame, tú que surges como un niño pequeño P II 119 P III 153 ἔχεις ἐν τοῖς πρὸς βορρᾶ μέρεσι μορφὴν νηπίου παιδὸς ἐπὶ λωτῷ καθημένου en las regiones del norte tienes la forma de un niño sentado sobre el loto P II 107 ref. a Eros σὺ εἶ ὁ ν., ὁ ζῶν θεός tú eres el niño pequeño, el dios que vive P XII 79 P IV 1783

Translations

child

Abkhaz: аԥшқа, асаби; Adyghe: сабый; Afrikaans: kind; Albanian: fëmijë, bemile, kalaman; Amharic: ልጅ, ብላቴና; Arabic: وَلَد‎, اِبْن‎, اِبْنَة‎; Aramaic Classical Syriac: ܙܪܥܐ‎; Armenian: երեխա, զավակ; Assamese: ল'ৰা-ছোৱালী, ছলি, শিশু; Asturian: fíu, fía; Avar: лъимер; Azerbaijani: uşaq, bala, çağa, övlad; Baluchi: چک‎; Bashkir: бала; Basque: sein, ume; Belarusian: дзіця, дзіцё, рабёнак; Bengali: শিশু, ওলদ; Borôro: ore; Bouyei: leg; Breton: bugel; Bulgarian: дете, рожба; Burmese: ကလေး; Catalan: nen, nena, fill, filla; Central Melanau: aneak; Chechen: бер; Cherokee: ᎠᏳᎴ, ᎠᏲᏟ; Chickasaw: chipota, inchipota; Chinese Cantonese: 仔女, 細路, 細蚊仔, 細路哥, 細路仔; Dungan: хэзы, щёхэр, вава, ва; Hakka: 細人仔, 细人仔; Mandarin: 小孩, 小孩子, 孩子, 小孩兒, 小孩儿; Min Dong: 伲囝; Min Nan: 囡仔; Teochew: 孥囝; Wu: 小囡; Chuanqiandian Cluster Miao: lx; Chuvash: ача; Cornish: flogh; Crimean Tatar: bala, evlât; Czech: dítě; Danish: barn, børn; Dutch: kind; Elfdalian: kripp; Eshtehardi: لَزَک‎; Esperanto: infano, infanino; Estonian: laps; Ewe: vi; Faroese: barn; Finnish: lapsi, kakara, mukula, muksu, nappula, skidi, pentu, tytär, tyttö, poika, nahkapokaali, ipana, nulikka, natiainen, vaahtosammutin, penikka, penska, napero, kersa, räkänokka, riiviö, piltti, taapero, junnu, toukka, kakru, pirpana, tenava, vekara; French: enfant; Galician: nena, neno; Georgian: ბავშვი, შვილი, ძე, ასული; German: Kind; Alemannic German: Chind; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍃𐍄𐍃, 𐌱𐌰𐍂𐌽; Greek: παιδί, τέκνο; Ancient Greek: παῖς, παιδίον, τέκνον, γόνος; Greenlandic: meeraq; Gujarati: બાળક; Haitian Creole: timoun; Hausa: ya'ya; Hawaiian: keiki; Hebrew: יֶלֶד‎, יַלְדָּה‎, בֵּן‎, בַּת‎; Hindi: बच्चा, बेटा, बेटी, शिशु, बालक, लड़का, लड़की, छोरा, छोरी, बच्ची, बचा, बालक, बालकी, बालिका; Hungarian: gyerek, gyermek; Iban: anak; Icelandic: barn, krakki; Ido: infanto, infantulo, infantino, puero, puerulo, puerino, filio, filiulo, filiino; Ilocano: anak; Inari Sami: páárnáš; Indonesian: anak, kanak; Ingrian: lapsi; Interlingua: filia; Irish: páiste, clann; Italian: bambino, bambina, figlio, figlia; Jamaican Creole: pickney; Japanese: 子供, 子; Javanese: anak, putra, bocah, laré; Judeo-Tat: гIэиль; Kabuverdianu: fidju; Kabyle: agrud; Kalenjin: lakwet; Kannada: ಹಸುಳೆ, ಮಗು; Kashubian: òtrok; Kazakh: бала; Khmer: កូន; Kikuyu: mwana Korean: 어린이, 아이, 애; Krio: pikin; Kumyk: яш; Kurdish Central Kurdish: منداڵ‎, مناڵ‎, زارۆک‎; Northern Kurdish: zarok; Kyrgyz: бала, наристе; Ladino: kreatura, kriatura; Laboya: ana; Lao: ເດັກນ້ອຍ, ລູກ, ເດັກ; Latgalian: bārns; Latin: filius, filia; Latvian: bērns; Lezgi: аял; Lithuanian: vaikas; Livonian: läpš; Low German: Kind; Luhya: omwana; Luo: nyithindo; Luxembourgish: Kand; Lü: ᦟᦴᧅ; Macedonian: дете, чедо; Malay: budak, anak; Rumi: anak; Jawi: انق‎; Malayalam: കുട്ടി; Maltese: tfal, ibna, tifel; Maori: pangore, tamaiti; Mari: ньога; Maricopa: humar; Mazanderani: وچه‎; Middle English: child, barn; Middle Korean: 아ᄒᆡ〮; Mirandese: criança; Mon: ကွေန်; Mongolian: хүүхэд; Mwani: mwana; Nama: ǀgôa-i; Navajo: awééʼ, áłchíní; Ngarrindjeri: porli; Nigerian Pidgin: pikin; Norman: êfant, avé, mousse; North Frisian Föhr-Amrum: jongen; Mooring: bjarn; Sylt: Jungen; Northern Ohlone: šiiniinikma; Northern Sami: mánná; Northern Thai: ᩃᩪᨠ, ᨯᩮᩢ᩠ᨠ; Norwegian Bokmål: barn; Nynorsk: barn; Nyunga: koorlingah; O'odham: ali; Old Church Slavonic: чѧдо, дѣтѧ; Old English: ċild, bearn; Old Norse: barn; Old Prussian: malnīks; Pali Devanagari: दारको; Pali Latin: darako; Pashto: ماشوم‎, کوچنۍ‎; Pennsylvania German: Kind; Persian: بچه‎, کودک‎, فرزند‎, کر‎; Pite Sami: mánná; Pitjantjatjara: tjitji; Plautdietsch: Kjint; Polabian: våtrük; Polish: dziecko, dziecię; Portuguese: filho, filha, criança; Punjabi: ਬੱਚਾ; Quechua: wamra; Romanian: fiu, fiică, copil, copilă; Romansch: uffant, affon, unfànt, unfant, iffaunt; Russian: ребёнок, дитя, чадо; Rusyn: дїтя, дїтина; Saek: แด๊ก; Samogitian: vāks; Sanskrit: शिशु, बालक, जात or; Santali: ᱜᱳᱱ; Scots: bairn; Scottish Gaelic: pàisde, leanabh; Seraiki: ٻال‎; Serbo-Croatian Cyrillic: дете, дијете, чедо; Roman: dete, dijete, čedo; Shan: လုၵ်ႈ; Sindhi: ٻارُ‎; Sinhalese: ළමයා; Skolt Sami: päärnaž; Slovak: dieťa; Slovene: otrok, dete; Slovincian: vuôtrôk; Somali: caruur, canug; Sorbian Lower Sorbian: źiśe, góle; Upper Sorbian: dźěćo; Sotho: ngwana; Southern Amami-Oshima: warabɨ; Spanish: hijo, hija, niño, niña; Sundanese: murangkalih; Swahili: mtoto, mwana; Swedish: barn; Sylheti: ꠛꠣꠁꠌ꠆ꠌꠣ, ꠢꠥꠞꠥꠔꠣ; Tagalog: anak; Tai Dam: ꪩꪴꪀ; Tai Nüa: ᥘᥧᥐ; Tajik: кӯдак; Talysh: باله‎, خردن‎; Tamil: குழந்தை, மக; Taos: ȕ'úna; Tatar: бала; Telugu: పాప; Thai: ลูก, เด็ก, ศิศุ; Tibetan: ཕྲུ་གུ, ཨ་བ; Tigrinya: ሕጻን, ቆልዓ; Tok Pisin: pikinini; Turkish: çocuk; Turkmen: çaga; Tuvan: уруг; Ugaritic: 𐎊𐎍𐎄; Ukrainian: дитина, дитя, дитятко; Urdu: بچہ‎, بیٹا‎, بیٹی‎; Uyghur: بالا‎; Uzbek: bola; Veps: laps'; Vietnamese: đứa bé, đứa trẻ, con; Volapük: cil, hicil, jicil, son, daut, jison, cilef; Votic: lahsi; Welsh: plentyn; West Frisian: bern; Westrobothnian: bån, omaga, gnadd, kläpp; Wolof: xale, gune; Wutunhua: galamala; Xhosa: umntwana; Yiddish: קינד‎; Yoruba: o̩mo̩, èwe, ọmọ; Zazaki: qeç, tut, lorek; Zealandic: kind; Zhuang: lwg, lwgnyez; Zulu: umntwana, ingane; ǃXóõ: ʘqa̰a

infant

Albanian: foshnjë; Arabic: رَضِيع‎; Armenian: երեխա, մանուկ; Azerbaijani: körpə; Belarusian: немаўля, немаўлё, маладзенец, нованароджаны; Bengali: বাচ্চা; Bikol Central: umboy; Bulgarian: бебе, пеленаче, дзіцяня, дзіцянё, дзіця, кърмаче, новородено; Burmese: ကလေး, နို့စို့ကလေး; Catalan: infant, nen, nena, nadó; Cherokee: ᎤᏍᏗᎢ; Chinese Mandarin: 嬰兒, 婴儿; Czech: kojenec, nemluvně; Danish: spædbarn; Dutch: zuigeling; Esperanto: bebo, infaneto; Estonian: rinnalaps, imik; Faroese: barn, pinkubarn, smábarn; Finnish: pikkulapsi, imeväinen; French: nourrisson, enfant en bas âge, poupon; Galician: bebé, neno de peito, nena de peito; Georgian: ჩვილი; German: Säugling, Wickelkind, Kind, Kleinkind, kleines Kind, Kriechling, Baby; Greek: βρέφος, νήπιο; Ancient Greek: βρέφος, νήπιον, νήπιος; Hebrew: עוֹלָל‎, תִּינוֹק‎; Hindi: शिशु; Hungarian: csecsemő, kisbaba; Interlingua: infante; Italian: bambino, bambina, infante; Japanese: 赤ちゃん, 赤ん坊, 幼児, 乳児, 乳飲み子; Khmer: កូនង៉ែត, កូនង៉ា, ង៉ា, ង៉ែត, ទារក, ទារិកា, កូនខ្ចី; Korean: 유아(乳兒), 젖먹이, 아기; Kyrgyz: наристе, бала; Latin: infans; Latvian: zīdainis; Lithuanian: žinduklis; Livonian: imbiläpš; Macedonian: бебе, детенце, мало, доенче; Maori: kōhungahunga, piripoho; Middle English: infaunt; Mongolian Cyrillic: нялх хүүхэд, маамуу; Nahuatl: cozcapantica; Norwegian: spedbarn; Occitan: nene, nenon, nenet, toston; Persian: طفل‎, کودک‎, نوزاد‎; Polish: niemowlę, niemowlak; Portuguese: infante; Romanian: bebeluș, copilaș, sugar; Russian: младенец, ребёнок, дитя, новорождённый; Scottish Gaelic: maothran; Serbo-Croatian Cyrillic: беба, малѝша̄н, детенце, дјетенце, новоро̀ђе̄нче, о̀до̄јче, до̀је̄нче; Roman: béba, malìšān, deténce, djeténce, novoròđēnče, òdōjče, dòjēnče; Slovak: dojča, nemluvňa; Slovene: dojenček; Spanish: nene, infante; Sundanese: ᮇᮛᮧᮊ᮪; Swahili: watoto wachanga; Swedish: spädbarn; Tagalog: sanggol; Tajik: кудак; Telugu: శిశువు, పసిపాప; Thai: เด็กอ่อน, เด็กน้อย, ทารก, ทาริกา; Turkish: bebek; Ukrainian: немовля, немовлятко, малюк, дитятко, дитина, лялька, новонароджений; Uzbek: goʻdak; Vietnamese: trẻ sơ sinh; Yakut: кыһыл оҕо, ньирэй оҕо; Yiddish: ייפֿעלע‎, עופֿעלע‎; Zulu: ingane

childish

Aghwan: 𐕘𐔰𐕙𐔴𐕒𐕡𐕎𐕒𐕡𐕎; Armenian: երեխայական, մանկական, տհաս; Belarusian: дзіцячы, інфантыльны; Bulgarian: детински, инфантилен; Chinese Mandarin: 幼稚, 孩子氣, 孩子气; Czech: dětinský; Dutch: kinderachtig, infantiel; Esperanto: infanaĵa; Estonian: lapsik; Finnish: lapsellinen; French: puéril, gamin; German: kindisch; Greek: παιδιάστικος, παιδαριώδης; Ancient Greek: βρεφικός, βρεφῶδες, βρεφώδης, μειρακιῶδες, μειρακιώδης, νηπίαχος, νηπιαχῶδες, νηπιαχώδης, νηπίεος, νηπιοπρεπής, νήπιος, νηπιόφρων, νηπύτιος, παιδαρικός, παιδαριῶδες, παιδαριώδης, παιδικός, παιδνός; Hebrew: ילדותי‎; Hungarian: gyerekes; Ido: puerala, pueratra; Indonesian: kekanak-kanakan; Irish: leanbaí, páistiúil; Italian: infantile, bambinesco, puerile; Japanese: 幼稚, 子供っぽい, 子供じみた; Khmer: ង៉ែត; Latin: puerilis; Lithuanian: vaikiškas; Macedonian: детински, детинест; Malayalam: ബാലിശ, ബാലിശമായ; Manchu: ᠵᡠᠰᡝᡴᡳ; Maori: ngākau pāpaku; Middle English: childissh; Norwegian Bokmål: barnslig; Nynorsk: barnsleg; Old English: ċildisċ; Old Norse: bernskr, bernskligr; Persian: بچه‌گانه‎; Polish: dziecinny, infantylny; Portuguese: infantil, imaturo; Romanian: copilăros, imatur, pueril, infantil; Russian: ребяческий, инфантильный, детский; Slovene: otróčji; Sorbian Lower Sorbian: źiśecy; Spanish: infantil, infantiloide, pueril, aniñado, niñato; Swedish: barnslig, pueril; Turkish: çocuksu, çocuğumsu; Ukrainian: дитинячий, дитячий, інфантильний; Welsh: plentynnaidd

ignorant

Albanian: injorant; Arabic: جَاهِل‎; Egyptian Arabic: جاهل‎; Hijazi Arabic: جاهل‎; Armenian: տգետ, անգրագետ; Asturian: inorante; Azerbaijani: cahil; Bashkir: наҙан; Belarusian: невуцкі, неадукаваны, няграматны, няпісьменны, цёмны; Bulgarian: неграмотен, необразован, неук; Catalan: ignorant; Chinese Mandarin: 無知, 无知; Czech: ignorantský, nevzdělaný, neznalý; Dutch: onwetend, ignorant; Finnish: tietämätön; French: ignorant; Galician: ignorante; German: ignorant; Gothic: 𐌿𐌽𐍆𐍂𐍉𐌸𐍃; Greek: αδαής; Ancient Greek: ἀγνώς, ἄγνωστος, ἄγνωτος, ἀδαήμων, ἀδαής, ἀδηνής, ἀδίδακτος, ἄιδρις, ἄϊδρις, ἀμαθής, ἀνάγωγος, ἀνεπιγνώμων, ἀνεπινόητος, ἀνεπιστάμων, ἀνεπιστήμων, ἀπαίδευτος, ἄπειρος, ἀπείρων, ἀπευθής, νήπιος; Hungarian: tudatlan, tájékozatlan; Indonesian: bebal; Irish: ainbhiosach, aibéiseach; Italian: ignorante; Japanese: 無知; Kazakh: бейхабар; Korean: 무지하다; Kurdish Central Kurdish: نەزان‎; Northern Kurdish: nezan; Latin: inscitus, ignarus; Macedonian: неук; Malay: jahil; Malayalam: പാമരൻ; Middle English: bestial; Norman: innouothant; Norwegian Bokmål: uvitende; Occitan: ignorant; Old English: unġewiss; Persian: نادان‎, عامی‎; Polish: ignorancki; Portuguese: ignorante; Romanian: ignorant; Russian: невежественный, необразованный, неграмотный, тёмный; Scottish Gaelic: ainfhiosach, ainfhiosrach; Slovak: nevzdelaný; Slovene: neveden; Spanish: ignorante, ignaro; Swedish: ovetande, okunnig; Tagalog: bano; Turkish: cahil; Ukrainian: неуцький, неосві́чений, неодукований, неписьменний, неграмотний, темний; Vietnamese: ngu dốt, dốt nát, mù chữ