καυχάομαι
English (LSJ)
Dor. καυχέομαι Theoc.5.77; 2sg. καυχᾶσαι in late Gr., as Ep.Rom.2.17, 23, etc.: fut. καυχήσομαι Hdt.7.39, Eup.134, Epicr.6: aor. ἐκαυχησάμην Arist.Pol.1311b4; Aeol.opt. καυχάσαιτο Sapph.Supp.4.2: pf. κεκαύχημαι 2 Ep.Cor.7.14:—Act., EM527.1:—speak loud, be loud-tongued, κ. παρὰ καιρόν Pi.O.9.38, cf. Eup.l.c., etc.; boast, vaunt oneself, ἐπ' αἰζηοῖσι κ. μέγα Cratin.95, cf. Lycurg.Fr.78; εἴς τι Arist. l. c.; ἔν τινι Ep.Rom.ll.cc.: c.acc. et inf., aor. or pres., boast that... Hdt. l. c., Epicr. l. c., etc.: c. part., boast of doing or being, Men.Mon.616, D.H.8.30; ὅτι… Str.13.1.27: c. acc., boast of, Philem.141, 2 Ep.Cor.9.2: c.gen., ὧν Ἱππίας ἐκαυχᾶτο Phld. Vit. p.35 J.: c. dat., κάλλει AP12.234 (Strat.).
German (Pape)
[Seite 1408] (vgl. εὔχομαι, αὐχέω), sich rühmen, prahlen; Pind. Ol. 9, 41; εὐεργεσίῃσι βασιλῆα οὐ καυχήσεαι ὑπερβαλέσθαι Her. 7, 39; ἐπί τινι Lycurg. in B. A. 275, 4; Eupol. Poll. 9, 146; c. partic., D. Hal. 8, 30; auch τὸ δύνασθαι, er rühmte sich, daß er könne, Ath. XIV, 627 c; – transit., rühmen, τὴν προθυμίαν ὑμῶν καυχῶμαι II. Cor. 9. 2.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
f. καυχήσομαι, ao. ἐκαυχησάμην, pf. inus.
se vanter, se glorifier.
Étymologie: DELG cf. arm. xausim « parler », lit. šaukiù, šaukti « crier ».
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καυχάομαι, Dor. καυχέομαι, 2 sing. later καυχᾶσαι opscheppen:; κ. εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ opscheppen over diens jeugdige schoonheid Aristot. Pol. 1311b4; κοὐδὲν καυχέομαι en ik schep helemaal niet op Theocr. 5.77; met AcI.:. βασιλέα οὐ καυχήσεαι ὑπερβαλέσθαι jij zult niet kunnen opscheppen dat je de koning overtroffen hebt Hdt. 7.39.2. trots zijn:; κ. ἐν θεῷ zich op God laten voorstaan NT Rom. 2.17; ook met acc.: τὴν προθυμίαν ὑμῶν ἥν... καυχῶμαι uw bereidheid waar ik trots op ben NT 2 Cor. 9.2.
Russian (Dvoretsky)
καυχάομαι: хвастаться, хвалиться (εἴς τι Arst., NT, ἐπί и ἔν τινι, κατά τι, τι περί и ὑπέρ τινος NT; εἰς τὰ ἄμετρα NT): κ. ὑπερβαλέσθαι τινά τινι Her. хвалиться превосходством над кем-л. в чем-л.; τὸ κ. Pind. = καύχα.
English (Slater)
καυχάομαι vaunt καὶ τὸ καυχᾶσθαι παρὰ καιρὸν μανίαισιν ὑποκρέκει (O. 9.38)
English (Strong)
from some (obsolete) base akin to that of aucheo (to boast) and εὔχομαι; to vaunt (in a good or a bad sense): (make) boast, glory, joy, rejoice.
English (Thayer)
καυχῶμαι, 2nd person singular καυχᾶσαι (κατακαυχάομαι); future καυχήσομαι; 1st aorist ἐκαυχησαμην; perfect κεκαύχημαι; (καύχη a boast); (from Pindar and Herodotus down); the Sept. mostly for הִתְהַלֵּל; in the N.T. often used by Paul (some 35 times; by James twice); to glory (whether with reason or without): absolutely, L (stereotype edition, WH (see καίω)); 2 Corinthians 10:(τί (accusative of the thing (cf. Winer's Grammar, 222 (209))), to glory (on account) of a thing: ἥν καυχῶμαι ὑπέρ ὑμῶν Μακεδόσιν, which I boast of on your behalf unto the Macedonians (Buttmann, § 133,1); cf. Lucian, ocyp. 120); followed by ἐν with the dative of the object (Winer's Grammar, § 33d.; Buttmann, § 133,23), to glory in a thing (by a usage foreign to classical Greek; but the Latin says glorior in aliquo): Buttmann, 106 (92)); R G; ἐν Θεῷ, ἐν τῷ Θεῷ, in God, i. e. the knowledge of God, intimacy with him, his favors, etc. ἐν τοῖς θεοῖς, Theophilus ad Autol. 1,1, 1); ἐν κυρίῳ, ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ἐπί with the dative of the object (cf. Winer's Grammar, § 33d.; Buttmann, § 133,23), Diodorus 16:70); περί τίνος, εἰς τί, in regard of, in reference to, Aristotle, pol. 5,10, p. 1311,4). ὑπέρ with the genitive of person, to one's advantage, to the praise of one (on one's behalf): ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ, as though standing in his presence, Buttmann, 17,3 (150). Compare: ἐνκαυχάομαι, κατακαυχάομαι.)
Greek Monotonic
καυχάομαι: βʹ ενικ. καυχᾶσαι στα μεταγεν. ελλην.· μέλ. -ήσομαι, αόρ. αʹ ἐνκαυχησάμην, παρακ. κεκαύχημαι· (συγγενές προς το αὐχέω, εὔχομαι)· μιλώ δυνατά, έχω δυνατή φωνή, σε Πίνδ.· καυχιέμαι ή κομπάζω για τον εαυτό μου, με απαρ., παινεύομαι ότι..., σε Ηρόδ.· με αιτ., καμαρώνω για κάτι, με αιτ., σε Καινή Διαθήκη
Greek Monolingual
και καυχώμαι και καυκιέμαι και καυκιούμαι και καυκούμαι (ΑΜ καυχῶμαι, καυχάομαι, Α δωρ. τ. καυχέομαι)
μιλώ με υπερηφάνεια για τον εαυτό μου, μεγαλαυχώ, κομπάζω, παινεύομαι (α. «του αρέσει να καυχιέται για τα κατορθώματά του» β. «διὰ τὸ καυχήσασθαι εἰς τὴν ἡλικίαν αὐτοῦ», Αριστοτ.)
νεοελλ.
παινεύω, μιλώ υμνητικά, διαλαλώ κάτι
μσν.
1. (μτβ.) ελπίζω σε κάτι, αισιοδοξώ, φιλοδοξώ
2. (αμτβ.) θριαμβεύω («καυχᾱται ἡ Ῥωμανία ἐχθροὺς καθυποτάσσουσα», Διγ. Ακρ.)
3. ενεργ. καυχῶ, -άω
εξυμνώ
αρχ.
μιλώ δυνατά, μεγαλοφώνως.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ανάγεται σε ΙΕ ρίζα ĝhau- «φωνάζω», από την οποία σχηματίστηκε με εκφραστικό αναδιπλασιασμό (ĝhau-ĝhaw-). Συνδέεται με το λιθουαν. šaukin «φωνάζω», το αρχ. ιρλδ. guth «φωνή», το αρμ. xausim «μιλώ» κ.ά. Στη Μεσαιωνική Ελληνική χρησιμοποιήθηκε και στην ενεργητική φωνή (καυχῶ), ενώ στη Νέα Ελληνική μεταπλάστηκε από -άομαι / -ῶμαι σε -ιέμαι (πρβλ. αγαπώμαι - αγαπιέμαι).
ΠΑΡ. καύχημα, καύχηση (ις)
αρχ.
καυχάς, καύχη, καυχήμων, καυχητής
αρχ.-μσν.
καύχος (II)
μσν.- νεοελλ.
καυχησιά.
ΣΥΝΘ. αρχ. εγκαυχώμαι, εκκαυχώμαι, κατακαυχώμαι].
Greek (Liddell-Scott)
καυχάομαι: β΄ ἑν. καυχᾶσαι παρὰ μεταγεν., ὡς Ἐπιστ. π. Ρωμ. β΄, 17. 23, κτλ.· μέλλ. -ήσομαι, Ἡρόδ., Ἐπικρ. ἐν «Ἐμπορ.» 1· ἀόρ. ἐκαυχησάμην, Εὔπολ. ἐν «Δημ.» 31, Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16· πρκμ. κεκαύχημαι 2 Ἐπιστ. π. Κορ. ζ΄, 14. (Συγγενὲς τῷ αὐχέω, εὔχομαι). Ὁμιλῶ μεγαλοφώνως, λέγω λόγους μεγάλους, κομπάζω, μεγαλορρημονῶ, Πινδ. Ο. 9. 58, Εὔπολ. ἐν «Δημ.» 31, κτλ.· καυχῶμαι, ἀλαζονεύομαι, ἐπ’ αἰζηοῖσι κ. μέγα Κρατῖν. ἐν «Λάκων.» 1, πρβλ. Λυκοῦργ. ἐν τοῖς Α. Β. 275· εἴς τι Ἀριστ. Πολ. 5. 10, 16·- μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., καυχῶμαι ὅτι…, Ἡρόδ. 7. 39, Ἐπικρ., ἔνθ’ ἀνωτ., κτλ.·- μετὰ μετοχ., καυχῶμαι ὅτι κάμνω ἢ εἶμαι…, Μενάνδρ. Μονόστιχ. 616·- μετ’ αἰτ., καυχῶμαι ἐπί τινι, Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 18, 2 Ἐπιστ. π. Κορ. 9. 2.- Δὲν ἀπαντᾷ παρὰ τοῖς δοκιμωτάτοις τῶν Ἀττ. πεζογράφων.
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: boast, be proud (Pi., Sapph.).
Other forms: Aor. καυχήσασθαι (καυχάσ[α]ιτο Sapph. Supp. 4, 21), fut. καυχήσομαι, perf. κεκαύχημαι (2 Ep. Cor. 7, 14),
Compounds: also with ἐκ-, ἐν-, κατα-,
Derivatives: καύχα f. ostentation (Pi. Nem. 9, 6; backformation), καῦχος n. object of boasting (Syria Vp; backformation); καύχημα, -αμα id. (Pi.) with καυχηματίας boaster (Ptol., sch.) and καυχηματικός (sch.), καύχησις boasting (hell.); καυχήμων boasting (Babr.); καυχητής boaster with καυχητικός, καυχητιάω (sch., EM).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Expressive iterative formation (cf. Schwyzer 717ff.) with several possible connections: to Arm. xausim speak (IE. *khauḱ-?; Pedersen KZ 39, 335) and Lith. šaukiù, šaũkti cry, call loudly (Prellwitz Wb; for the meaning cf. εὔχομαι). (Not to Skt. hávate, Av. zavaiti call etc., OCS zovǫ, zъvati call, Arm. jaunem dedicate etc., which continue *gheuH-.) So no direct parallel; the -au- remains unexplained.
Middle Liddell
καυχάομαι, [2nd sg. καυχᾶσαι in late Gr.] akin to αὐχέω, εὔχομαι
to speak loud, be loud-tongued, Pind.: to boast or vaunt oneself, c. inf., to boast that, Hdt.:— c. acc. to boast of a thing, c. acc., NTest. [from καύχη
Frisk Etymology German
καυχάομαι: {kaukháomai}
Forms: Aor. καυχήσασθαι (καυχάσ[α]ιτο Sapph. Supp. 4, 21), Fut. καυχήσομαι, Perf. κεκαύχημαι (2 Ep. Cor. 7, 14),
Grammar: v.
Meaning: sich rühmen, prahlen (Pi., Sapph., ion. att.).
Composita: auch mit ἐκ-, ἐν-, κατα-,
Derivative: Ableitungen: καύχα f. Prahlerei (Pi. Nem. 9, 6; Rückbildung), καῦχος n. Gegenstand des Prahlens (Syrien Vp; Rückbildung); καύχημα, -αμα ib. (Pi., spät) mit καυχηματίας Prahler (Ptol., Sch.) und καυχηματικός (Sch.), καύχησις das Rühmen (hell. u. spät); καυχήμων sich rühmend, prahlend (Babr. u. a.); καυχητής Prahler mit καυχητικός, καυχητιάω (Sch., EM).
Etymology: Expressive Iterativbildung (vgl. Schwyzer 717ff.) mit mehreren Anknüpfungsmöglichkeiten: zu arm. xausim sprechen (mit Umstellung der Gutturale, idg. *qhauḱ-; Pedersen KZ 39, 335) und lit. šaukiù, šaũkti schreien, laut rufen (Prellwitz Wb; zur Bedeutung vgl. εὔχομαι); zu aind. hávate, aw. zavaiti anrufen, aksl. zovǫ, zъvati rufen, arm. jaunem weihen usw.; dabei wäre eine ähnliche Reduplikation wie in aw. zao-zao-mi nachrufen anzunehmen (Persson Beitr. 1, 118ff. m. Lit. und weiteren Einzelheiten).
Page 1,803-804
Chinese
原文音譯:kauc£omai 考哈哦買
詞類次數:動詞(38)
原文字根:自誇 相當於: (הָלַל / הַלְלוּיָהּ) (כָּבֹוד) (שָׁבַח)
字義溯源:誇耀,誇獎,誇口,誇,可誇,自誇,歡喜,喜樂,為樂,榮耀;源自(αὐτόχειρ)X*=自誇),或出自(εὔχομαι)=願望)。參讀 (κατακαυχάομαι / ἐγκαυχάομαι)同義字
同源字:1) (ἐγκαυχάομαι)自豪 2) (κατακαυχάομαι / ἐγκαυχάομαι)誇勝 3) (καυχάομαι)誇耀 4) (καύχημα)自誇 5) (καύχησις)誇口
出現次數:總共(38);羅(5);林前(6);林後(21);加(2);弗(1);腓(1);雅(2)
譯字彙編:
1) 誇口(8) 羅2:17; 羅2:23; 林後10:16; 林後11:30; 林後12:6; 加6:13; 加6:14; 腓3:3;
2) 自誇(6) 林前1:29; 林前4:7; 林後11:16; 林後11:18; 林後12:1; 弗2:9;
3) 我⋯誇口(2) 林後10:8; 林後12:9;
4) 而誇耀(2) 林前13:3; 林後12:11;
5) 當⋯誇口(2) 林前1:31; 林後10:17;
6) 歡喜(2) 羅5:2; 羅5:3;
7) 誇口的(2) 林前1:31; 林後10:17;
8) 我們⋯誇口(1) 林後10:15;
9) 願⋯誇口(1) 林後10:13;
10) 我⋯可誇的(1) 林後12:5;
11) 你們⋯誇口(1) 雅4:16;
12) 該讓⋯喜樂(1) 雅1:9;
13) 他們⋯所誇的(1) 林後11:12;
14) 我⋯誇獎了(1) 林後7:14;
15) 要自誇(1) 林後11:18;
16) 誇口的人(1) 林後5:12;
17) 我要誇(1) 林後11:30;
18) 我要誇口(1) 林後12:5;
19) 可以⋯誇口(1) 林前3:21;
20) 為樂(1) 羅5:11;
21) 我⋯誇獎(1) 林後9:2
Translations
brag
Arabic: تَبَاهَى; Azerbaijani: öyünmək, güvənmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Bulgarian: хваля се, перча се; Catalan: gallejar, fer el gallet, vantar-se, presumir; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸; Czech: chvástat se; Danish: prale, blære sig; Dutch: opscheppen; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia; French: fanfaronner, se vanter; German: angeben, prahlen; Ancient Greek: ἀλαζονεύομαι, ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, βρυάζω, γαυριάω, διακομπάζω, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐγκαυχάομαι, ἐγκομπάζω, ἐκκαυχάομαι, ἐκκαυχῶμαι, ἐκκομπάζω, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναλαζονεύομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξαυχέω, ἐξαυχῶ, ἐξεπεύχομαι, ἐπαλαζονεύομαι, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, ἐπικομπέω, ἐπικομπῶ, εὐχετάομαι, εὐχετῶμαι, εὔχομαι, καλλωπίζομαι, κατακαυχάομαι, κατακαυχῶμαι, κατακομπολακυθέω, κατακομπολακυθῶ, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχητιάω, καυχητιῶ, καυχῶμαι, κομπάζομαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαλαυχῶ, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ, ὑπερηφανεύομαι; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish: braigeáil; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Korean: 자랑하다, 나대다; Latin: glorior; Malayalam: പൊങ്ങച്ചം പറയുക, വീമ്പ് പറയുക; Maori: whakatāwāhi, whakameremere; Norwegian Bokmål: skryte; Old English: ġielpan; Persian: لافیدن; Polish: przechwalać się, chełpić się; Portuguese: gabar-se, vangloriar-se; Romanian: lăuda; Russian: хвастаться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се, хвалисати се, хвастати се; Roman: hvaliti se, hvalisati se, hvastati se; Sicilian: spacchiàrisi, fari u sbregs, fari u sbrècchisi; Slovak: vychvaľovať sa, chvastať sa; Spanish: fanfarronear, presumir, jactarse, echarse flores; Swedish: skryta; Telugu: గప్పాలు; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Westrobothnian: brega
boast
Albanian: lëvdohem; Arabic: تَبَاهَى; Armenian: պարծենալ, գլուխ գովալ; Azerbaijani: öyünmək, lovğalanmaq, maxtanmaq; Belarusian: хвалі́цца, пахваляцца, выхваляцца, хістацца; Bulgarian: хваля се, похвалвам се, похваля се; Burmese: ဝါ, ကြွား, ဝင့်, အကြွား; Catalan: vanar-se, vantar-se, presumir; Cebuano: hambug; Chinese Mandarin: 吹牛, 吹噓, 吹嘘, 自誇, 自夸, 自詡; Czech: chlubit se, vychloubat se, chválit se; Danish: prale; Dutch: opscheppen; Estonian: praalima, hooplema, kiitlema; Ewe: ƒo aɖegbe; Esperanto: fieri, fanfaroni; Finnish: kerskailla, kerskua, rehennellä, leuhkia, lesottaa; French: se vanter; Galician: chufar, gabar; German: angeben, prahlen; Greek: κομπάζω, υπερηφανεύομαι; Ancient Greek: ἀπειλέω, ἀπειλῶ, ἀποϝηλέω, αὐχέω, αὐχῶ, ἐγκαλλωπίζομαι, ἐμπερπερεύομαι, ἐναβρύνομαι, ἐναυχέω, ἐναυχῶ, ἐξεύχομαι, ἐπαινέω, ἐπαίνημι, ἐπαινίω, ἐπαινῶ, ἐπεύχομαι, ἐπικομπάζω, εὐχετάομαι, εὔχομαι, θρασύνω, καλλωπίζομαι, καταλαζονεύομαι, καταπερπερεύομαι, κατεύχομαι, καυχάομαι, καυχῶμαι, κομπάζω, κομπέω, κομπῶ, κρημνοκοπέω, κρημνοκοπῶ, κυδάνω, λαβρηγορέω, λαβρηγορῶ, μεγαλαυχέω, μεγαληγορέω, μεγαληγορῶ, μεγαλορρημονέω, μεγαλορρημονῶ, μεγαλύνω, περπερεύομαι, ῥαχίζω, σαλακίζομαι, σαλακωνεύομαι, σαλακωνίζω, σεμνοκομπέω, σεμνοκομπῶ, στομφόω, στομφῶ; Hebrew: התרברב, הִתְפָּאֵר; Hindi: डींग मारना; Hungarian: dicsekszik, henceg, nagyzol, kérkedik, hetvenkedik, felvág, hivalkodik; Irish Old Irish: ar·báigi; Italian: vantarsi; Japanese: 自慢する, 力む; Khmer: បញ្ចើ, អួត, បង្អួត, បំផ្លើស; Korean: 자랑하다, 자만하다, 뽐내다; Lao: ເວົ້າອາດ, ຄຸຍໂມ້, ຄຸຍໂຕ; Latin: glorior; Latvian: lielīties, dižoties, plātīties; Lithuanian: didžiuotis; Macedonian: се фали; Malayalam: വീമ്പടിക്കുക; Maori: whakamānunu, whakatāwāhi, tamarahi, whakanuka; Norwegian Bokmål: skryte; Occitan: se bragar, se vantar, se conflejar; Old English: ġielpan; Polish: przechwalać się, szczycić się, chlubić się, chwalić się; Portuguese: ostentar, exibir-se, gabar; Romanian: a se lăuda; Russian: хвастаться, хвастать, бахвалиться, хвалиться; Serbo-Croatian Cyrillic: хвалити се; Roman: hvaliti se; Slovak: chvastať sa, vychvaľovať sa, pýšiť sa, vystatovať sa, vyťahovať sa, chváliť sa; Slovene: hvaliti se, bahati se; Spanish: presumir, alardear, fanfarronear, vanagloriarse de, ostentar, jactarse de, ufanarse, fardar; Swedish: skryta, skrävla; Telugu: గప్పాలు; Thai: โม้, คุยโว, โอ้อวด; Turkish: böbürlenmek, iftihar etmek, övünmek; Ukrainian: хизуватися, хвалитися, хвастатися; Vietnamese: khoe khoang, khoác lác, nói khoác; Welsh: brolio; Westrobothnian: brega