ἔξω
English (LSJ)
Adv. of ἐξ, as εἴσω of εἰς:
I of place,
1 with Verbs of motion, out or out of, ἔξω ἰών Od.14.526; χωρεῖν ἔξω Hdt.1.10; πορεύεσθαι Pl.Phdr.247b; βλέπειν D.18.323; ἔξω τοὺς χριστιανούς (sc. φέρε) Luc.Alex.38, etc.
b as preposition, c. gen., ἔξω χροὸς ἕλκε Il.11.457; ἔξω βήτην μεγάροιο κιόντε Od.22.378; ἔξω or γῆς ἔξω βαλεῖν, A.Th. 1019, S.OT622, etc.: pleon. with ἐκ, κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρῴσκει = my heart is leaping forth from my bosom Il.10.94; ἐκ τῆς ταφῆς ἐκφέρειν ἔξω Hdt.3.16, cf. E.Hipp.650: ἐκπλώσαντες ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον = sailing outside the Hellespont, Hdt.5.103; ἔξω τὸν Ἑλλ. πλέων 7.58.
2 without any sense of motion, outside, Od.10.95, etc.; τὸ ἔξω the outside, Th.7.69; τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων their prominency, Pl.Tht.143e; τὰ ἔξω things outside the walls or house, Th.2.5, X.Oec.7.30; external things, Pl.Tht.198c; τὰ ἔξω πράγματα = foreign affairs, Th.1.68; οἱ ἔξω = those outside, Id.5.14; of exiles, Id.4.66, cf. S.OC444 (but in NT, the heathen, 1 Ep.Cor.5.12); ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη Hdt.1.202, cf. Pl.Criti.108e; ἡ ἔξω θάλασσα, opp. ἡ εἴσω, Aristid.Or.40(5).9; ἔξω τὴν χεῖρα ἔχειν = keep one's arm outside one's cloak, Aeschin.1.25.
b as preposition, c. gen., οἱ ἔξω γένους, opp. τὰ ἐγγενῆ, S.Ant.660; ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν Id.OT 1390; ἔξω τοξεύματος = out of range of arrows, Th.7.30; ἔξω βελῶν, τῶν β., X.Cyr.3.3.69, An.5.2.26; ἔξω τοῦ πολέμου = unconcerned with the war, Th.2.65; τοῦ πάσχειν κακῶς ἔξω γενήσεσθε D.4.34; τῶν ἔξω τοῦ πράγματος ὄντων persons unconcerned in the matter, Id.21.45, cf. ib.15; πράξεις ἔξω τῆς ὑποθέσεως λεγομένας away from the subject, Isoc.12.74; ἔξω τοῦ πράγματος Arist.Rh.1354a22; ἔξω τοῦ δικαστηρίου [ἔπαινοι] Luc.Hist.Conscr.59; ἔξω λόγου τίθεσθαι, θέσθαι, Plu.2.671a, Tim.36; ἔξω πάτου ὀνόματα out-of-the-way words, Luc.Hist.Conscr.44; ἔξω πίστεως beyond belief, Id.DMar.4.1; ἔξω φρενῶν = out of one's senses, Pi.O7.47; ἔξω ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν E.Ba.853; ἔξω σαυτοῦ γίγνῃ Pl.Ion 535b; ἔξω γνώμης E.Ion926; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς = unlike thy sire, S.Ph.904; ἔξω τῆς ἀνθρωπείας . . νομίσεως = alien to human belief, Th.5.105: prov., αἴρειν ἔξω πόδα πηλοῦ = keep clear of difficulties, Suid.; so ἔξω κομίζων πηλοῦ πόδα A.Ch.697; πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν Id.Pr.265; ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα E.Heracl.109.
II of time, beyond, over, ἔξω μέσου ἡμέρας X.Cyr.4.4.1; ἔξω τῆς ἡλικίας D.3.34; ἔξω πέντ' ἐτῶν Id.38.18.
III without, except, c. gen., ἔξω σεῦ Hdt.7.29, cf. 4.46; ἔξω ἤ . . Id.2.3, 7.228; ἔξω τοῦ πλεόνων ἄρξαι besides .., Th.5.97, cf. 26; ἔξω τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες = except the being first to do wrong, Epist. Philipp. ap. D.18.39, cf. PSI6.577.17, PCair.Zen.225.4.
IV τὰ κατὰ τὸν Φίλιππον ἔξω τελέως ἐστί, Philip is 'played out', Plb.5.28.4.—Cf. ἐξωτέρω, ἐξωτάτω.
German (Pape)
[Seite 890] (ἐξ), 1) außen, draußen, u. mit dem gen. außerhalb, außer; im Felde, im Freien, Od. 10, 95; Soph. O. R. 1410 u. A. Vom Verbannten, φυγὰς – ἔξω ἠλώμην Soph. O. C. 445; ἔξω δυστυχῆ τρίβει βίον El. 591; οἱ ὑπὲρ Ἡρακλείας στήλας ἔξω κατοικοῦντες Plat. Critia. 108 e; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα Her. 1, 202, das außerhalb der Säulen des Herakles liegende, auch einfach ἡ ἔξω genannt, Plut.; – oft mit dem Artikel, τὰ ἔξω τοῦ οὐρανοῦ Plat. Phaedr. 247 c; πρὸς τοὺς ἔξω ἐχθρούς Rep. VIII, 566 e; τὰ ἔξω, die Außendinge, Theaet. 198 c; – ἔξω εἶναι, γενέσθαι, ausgegangen sein, abwesendsein, Xen. Hell. 5, 4, 37 u. sonst; ἔξω βελῶν ἦσαν, außerhalb der Schußweite, Cyr. 3, 3, 69; ἔξω τὴν χεῖρα ἔχων λέγειν, außerhalb des Gewandes, frei die Hand haltend, Aesch. 1, 25; ἔξω τοῦ πράγματος λέγειν Lycurg. 11, was nicht zur Sache gehört, wie Lys. 3, 46; Isocr. 15, 104 u. Arist. rhet. 1, 1, 5; so ἔξω τοῦ πολέμου εἶναι Thuc. 2, 65. – Auch = ausgenommen, außer, ohne, Her. 1, 46. 7, 29; Thuc. 5, 26 u. Sp.; auch ἔξω ἤ, außer daß, Her. 7, 228. – 2) heraus, ins Freie, in die Fremde, Il. 17, 265. 24, 247 Od. 14, 526 u. sonst; τινός, heraus aus, Il. 10, 94 Od. 12, 94; ἔξω δόμων τε καὶ πάτρας ὠθεῖν τινα Aesch. Prom. 668; ἔξω κομίζων ὀλεθρίου πηλοῦ πόδα Ch. 686; ἔξω δωμάτων χωρεῖτε Eum. 170; ἔξω γῆς βαλεῖν Soph. O. R. 622, öfter, wie Eur.; Her. vrbdt ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλέων, 7, 58, vgl. 5, 103; auch ἐκ τῆς ταφῆς τὸν νέκυν ἐκφέρειν ἔξω 3, 16; vgl. Eur. Hipp. 650; ἐάν τις ἔξω ἀποδημῇ, außer Landes, Plat. Rep. IX, 579 c; ἔξω τῶν ὁρίων ἐκβάλλειν Legg. X, 909 c; = ἐκ, τοιαύτην ταραχὴν ἡμῖν ἔξω τοῦ λόγου ἀπελθεῖν Phil. 16 a. Oft übertr., θεσμῶν ἔξω φέρομαι Soph. Ant. 796; σὺ μὲν κομίζοις ἂν σεαυτὸν – ἔξω βαρείας αἰτίας ἐλεύθερον, mögst dich fern, frei halten von Schuld, ibd. 441; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος σὺ δρᾷς Phil. 892, du thust Nichts, das nicht mit der Art deines Vaters übereinstimmte. Wie Pind. ἔξω φρενῶν Ol. 7, 47, γνώμης Eur. Ion 926, so auch ἔξω ἑαυτῆς οὖσα ὑπὸ τοῦ κακοῦ, außer sich, von Sinnen, Dem. 19, 198; ἔξω τῶν ἐπιθυμιῶν ἐγένετο, war frei davon, Ath. XII, 552 f. – Von der Zeit, darüber hinaus, Xen. Cyr. 4, 4, 1; ἔξω μέσων νυκτῶν Dem. 54, 26, vgl. 38, 18. – Τὰ ἔξω τῶν ὀμμάτων, das Heroorstehen der Augen, Plat. Theaet. 143 e.
French (Bailly abrégé)
adv. et prép. avec le gén.;
I. avec idée de lieu;
1 au dehors : ἔξω ἰέναι OD, χωρεῖν HDT aller, s'avancer au dehors ; ἔξω βλέπειν DÉM regarder au dehors ; τὰ ἔξω πράγματα THC les affaires extérieures ; οἱ ἔξω THC les adversaires ou THC les exilés ; ἔξω χροὸς ἕλκειν IL tirer hors du corps ; ἔξω γῆς βαλεῖν ESCHL chasser hors du pays ; fig. ἔξω τινὸς εἶναι ou γίγνεσθαι être ou se trouver en dehors de qch, n'y être mêlé en rien ; ἔξω τοῦ λόγου λέγειν ISOCR parler en dehors du sujet ; ἔξω αὑτοῦ εἶναι ou γίγνεσθαι DÉM être hors de soi ; ἔξω τοῦ φυτεύσαντος SOPH (acte) en dehors du caractère, càd étranger au caractère de (ton) père;
2 au delà de : ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλεῖν HDT naviguer au delà de l'Hellespont ; sans mouv. ἔξω βελῶν XÉN, ἔξω τῶν βελῶν XÉN, ἔξω τοξεύματος hors de la portée des traits ; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα HDT ou simpl. ἡ ἔξω θάλασσα PLUT la mer d'au delà des colonnes (d'Hercule) càd l'Océan (p. opp. à ἡ ἐντὸς θάλασσα la mer intérieure, la mer Méditerranée);
3 en dehors de, à l'exception de, à part ; ἔξω ἤ HDT excepté;
II. avec idée de temps au delà de, après : ἔξω μέσου ἡμέρας XÉN passé le milieu du jour ; ἔξω τῆς ἡλικίας DÉM au delà de l'âge;
Cp. ἐξωτέρω, Sp. ἐξωτάτω.
Étymologie: ἐξ.
Russian (Dvoretsky)
ἔξω:
I adv.
1 вне, снаружи: οἱ ἔξω ἐχθροί Plat. внешние враги; στρατιᾶς οὔσης ἔξω Xen. когда войско находится в отсутствии; τὰ ἔξω μόρια τῶν ζῴων Arst. наружные части (органы) животных, преимущ. конечности; οἱ ἔξω τόποι Arst. чужая территория; τὰ ἔξω Plat., Arst. внешние предметы или обстоятельства; τὰ ἔξω πράγματα Thuc. внешние дела, сношения с заграницей; οἱ ἔξω Thuc. противники, тж. изгнанники, NT (sc. τῆς ἐκκλησίας) язычники; ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα, тж. ἡ ἔξω θάλασσα Plat. и ἡ ἔξω Plut. море за (Геракловыми) столпами, т. е. Атлантический океан; ἔξω λέγειν Arst. = ἔξω τοῦ λόγου λέγειν, см. ἔξω II; τὰ ἔξω κωλύοντα Arst. внешние препятствия;
2 (во)вне, наружу (ἰέναι Hom.; χωρεῖν Her.; πέμπειν Xen.; πορεύεσθαι Plat.; βλέπειν Dem.; αἱ θύραι αἱ ἀνοιγόμεναι ἔξω Arst.): τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων Plat. пучеглазие;
3 вдали, далеко (τρίβειν βίον Soph.; οἱ ἔξω κατοικοῦντες Plat.);
4 (с последующим союзом ἤ) за исключением, кроме Her.
II
1 praep. cum gen.; 1.1) из (ἁλὸς ἔξω, ἔξω βερέθρου Hom.; ἔξω δόμων ὠθεῖν τινα Aesch.; ἔξω γῆς βαλεῖν τινα Soph., Eur.; ἔξω τοῦ Πόντου ὀχεῖσθαι Xen.); 1.2) вне: ἔξω τινός εἶναι или γενέσθαι Thuc., Plat., Arst., Plut. быть вне чего-л., не вмешиваться во что-л., не иметь отношения к чему-л.; ἔξω τοῦ λόγου, τῆς ὑποθέσεως или τοῦ πράγματος λέγειν Lys., Isocr., Plat., Arst. говорить не на тему; ἔξω τοξεύματος Thuc. и ἔξω (τῶν) βελῶν Xen. вне досягаемости снарядов (стрел или копий); εἶναι или γενέσθαι ἔξω φρενῶν Pind., ἔξω τοῦ φρονεῖν и ἔξω γνώμης Eur. или ἔξω ἑαυτοῦ Dem. сойти с ума, обезуметь, быть вне себя; θεσμῶν ἔξω φέρεσθαι Soph. противиться предписаниям; οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος δρᾷς Soph. твои дела ничем не отличаются от отцовских; 1.3) после: ἔξω μέσου ἡμέρας Xen. после полудня; ἔξω πέντ᾽ ἐτῶν Dem. спустя пять лет; 1.4) кроме, за исключением (ἔξω σευ Her.; ἅπαντες ἔξω ὀλίγων Arst.);
2 praep. cum acc. из, за пределы (ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον πλεῖν Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἔξω: Ἐπίρρ. ἐκ τῆς προθ. ἐξ, ὡς τὸ εἴσω ἐκ τῆς εἰς, Ι. ἐπὶ τόπου, 1) μετὰ ῥημάτων κινήσεως, ἔξω ὡς καὶ νῦν, Λατ. foras, ἔξω ἰὼν Ὀδ. Ξ. 526· χωρεῖν ἔξω, Ἡρόδ. 1. 10· πορεύεσθαι Πλάτ. Φαῖδρ. 247Β· βλέπειν Δημ. 332. 15· ἔξω τοὺς χριστιανοὺς (ὑπον. φέρε) Λουκ. Ἀλέξ. 38, κτλ. β) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., ἔξω χροὸς ἕλκειν Ἰλ. Λ. 457, πρβλ. Ὀδ. Χ. 378· ἔξω ἢ ἔξω γῆς βαλεῖν Αἰσχύλ. Θήβ. 1014, Σοφ. Ο. Τ. 622, κτλ.· πλεοναστικῶς μετὰ τῆς ἐκ, κραδίη δέ μοι ἔξω στηθέων ἐκθρώσκει Ἰλ. Κ. 94· ἐκ τῆς ταφῆς... ἐκφέρειν ἔξω Ἡρόδ. 3. 16, πρβλ. Εὐρ. Ἱππ. 650· - παρ’ Ἡροδ. μετ’ αἰτιατ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον ἐκπλεῖν, ἔξω τοῦ Ἑλλησπ., 5. 103· ἔνθα ἡ αἰτ. δυνατὸν ν’ ἀνήκῃ καὶ εἰς τὸ ῥῆμα (ὡς ἐν τῷ ἐξέρχομαι Ι. 1. β)· ἀλλ’ ἐν 7. 58 ὑπάρχει, ἔξω τὸν Ἑλλ. πλέων, ὅπερ δεικνύει ὅτι ἡ αἰτ. ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἔξω· πρβλ. ἐκπλέω ΙΙ. 1. 2) ἄνευ ἐννοίας τινὸς κινήσεως, ὡς τὸ ἐκτός, Λατ. foris, αὐτὰρ ἐγὼν οἶος σχέθον ἔξω νῆα μέλαιναν Ὀδ. Κ. 95· τὸ ἔξω, τὸ ἔξω μέρος, Θουκ. 7. 69· τὸ ἔξω τῶν ὀμμάτων, τὸ ἐξέχον, Πλάτ. Θεαίτ. 143Ε· τὰ ἔξω, τὰ ἐκτὸς τῶν τειχῶν ἢ τῆς οἰκίας πράγματα, Θουκ. 2. 5, Ξεν. Οἰκ. 7, 30· ἐξωτερικὰ πράγματα, Πλάτ. Θεαίτ. 198C (παρὰ μεταγεν. ὡσαύτως, ἐξωτερικὴ γνῶσις, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἔσω)· τὰ ἔξω πράγματα, ἡ κατάστασις τῶν πραγμάτων ἐν ταῖς ἄλλαις πολιτείαις, ἀμαθίᾳ δὲ πλέονι πρὸς τὰ ἔξω πράγματα χρῆσθε Θουκ. 1. 68· - οἱ ἔξω, οἱ ἐκτὸς ὄντες, ὁ αὐτὸς 5. 14· ἐπὶ φυγάδων, οἱ δὲ φίλοι τῶν ἔξω 4. 66 (ἀλλ’ ἐν τῇ Κ. Δ. οἱ ἐθνικοί, Ἐπιστ. Α΄, πρὸς Κορινθ. ε΄, 12)· - ἡ ἔξω θάλασσα (παρ’ Ἡροδ. 1. 202, ἡ ἔξω στηλέων θάλασσα ἡ Ἀτλαντὶς καλεομένη), ὁ Ἀτλαντικὸς Ὠκεανός, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἡ ἐντὸς (ἡ Μεσόγειος θάλασσα), πρβλ. Πλάτ. Κριτί. 108Ε, Πλούτ. 2. 920F· ἔξω τὴν χεῖρα ἔχειν, δηλ. ἔξω τοῦ ἱματίου, Αἰσχίν. 1. 25. β) ὡς πρόθ. μετὰ γεν., οἱ ἔξω γένους, οἱ μὴ συγγενεῖς, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ ἐγγενῆ. εἰ γὰρ δὴ τά γ’ ἐγγενῆ φύσει ἄκοσμα θρέψω, κάρτα τοὺς ἔξω γένους Σοφ. Ἀντ. 660· ἔξω τῶν κακῶν οἰκεῖν, μακρὰν τῶν κακῶν, Σοφ. Ο. Τ. 1390· ἔξω τοξεύματος, ἔνθα οὐκ ἐξικνεῖται τόξευμα (πρβλ. ἐντός), ὁρμισάντων ἔξω τοξεύματος τὰ πλοῖα Θουκ. 7. 30· ἔξω βελῶν Ξεν. Κύρ. 3. 3, 69· ἔξω τῶν βελῶν ὁ αὐτὸς Ἀν. 5. 2, 26· καὶ ἄλλα ἔξω τοῦ πολέμου, μὴ ἔχοντα σχέσιν μὲ τὸν πόλεμον, Θουκ. 2. 65. ἀπαλλάσομαί τινος, τοῦ πάσχειν αὐτοὶ κακῶς ἔξω γενήσεσθε Δημ. 49. 26, κλπ.· τῶν ἔξω τοῦ πράγματος ὄντων, τῶν μὴ ἐνδιαφερομένων εἰς τὴν ὑπόθεσιν, ὁ αὐτὸς 528. 22· ἔξω τῆς ὑποθέσεως, τοῦ πράγματος λέγειν Ἰσοκρ. 247Ε, πρβλ. Δημ. 519. 21· τὰ ἔξω τοῦ πράγματος = τὰ ἀπροσδιόνυσα, Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 9· ἔξω τούτων, πλὴν τούτων, Θουκ. 5. 26, Ξεν., κλπ.· - ἔξω φρενῶν Πινδ. Ο. 7. 85· ἔξω ἐλαύνειν τοῦ φρονεῖν Εὐρ. Βάκχ. 853· ἔξω σαυτοῦ Πλάτ. Ἴων 535Β· ἔξω γνώμης Εὐρ. Ἴων 926· ἀλλ’ οὐδὲν ἔξω τοῦ φυτεύσαντος σύ γε δρᾷς, ἀλλὰ σὺ τοὐλάχιστον δὲν πράττεις τι ἀσύμφωνον πρὸς τὰς πράξεις τοῦ πατρός σου, Σοφ. Φ. 904· ἔξω τῆς ἀνθρωπείας... ἐς τὸ θεῖον νομίσεως, παρὰ τὰ νομιζόμενα παρὰ τοῖς ἀνθρώποις περὶ τοῦ θείου, Θουκ. 5. 105· - παροιμ., αἴρειν πόδαν ἔξω πηλοῦ, «ἐπὶ τῶν βουλομένων μὴ ἐν πράγμασιν εἶναι. Λέγεται δὲ καὶ ‘αἴρειν ἔξω πόδα αἰτίας’» Σουΐδ. ἐν λ. αἴρειν: οὕτως, ἔξω τοῦ πηλοῦ πόδα ἔχειν Αἰσχύλ. Χο. 697· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν ὁ αὐτ. Πρ. 263· ἔξω πραγμάτων ἔχειν πόδα Εὐρ. Ἡρακλ. 109· πρβλ. ἐκτός Ι. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, ἔξω μέσου ἡμέρας, μετὰ μεσημβρίαν, Ξεν. Κύρ. 4. 4, 1· ἔξω τῆς ἡλικίας, δηλ. τῆς στρατευσίμου, ὑπὲρ τὰ 45, Δημ. 38. 10· ἔξω πέντ’ ἐτῶν, μετὰ παρέλευσιν πέντε ἐτῶν, ὁ αὐτὸς 989. 27. ΙΙΙ. ἐκτός, πλήν, ἐξαιρέσει, μετὰ γεν., ἔξω σευ Ἡρόδ. 7. 29· ἔξω ἤ…, Λατ. praeterquam, αὐτόθι 228· ἔξω τοῦ πλεόνων ἄρξαι, ἐκτὸς τοῦ ὅτι, Θουκ. 5. 97· ἔξω τοῦ ἐφθακέναι ἀδικοῦντες, πλὴν ὅτι θὰ ἦτε πρῶτοι ἐν τῷ ἀδικεῖν, Δημ. 239. 10. - Περὶ τοῦ συγκρ. ἐξωτέρω καὶ τοῦ ὑπερθ. ἐξωτάτω, ἴδε τὰς λέξ.
English (Autenrieth)
outside, without, Il. 17.205, Od. 10.95; often of motion, forth, οἳ δ' ἴσαν ἔξω, Il. 24.247; freq. w. gen.
English (Slater)
ἔξω
a to the outside, outwards τὰ καλὰ τρέψαντες ἔξω (P. 3.83)
b prep. c. gen., outwith καὶ παρέλκει πραγμάτων ὀρθὰν ὁδὸν ἔξω φρενῶν (O. 7.47) ἔλπομαι μὴ χαλκοπάρᾳον ἄκονθ' ὡσείτ ἀγῶνος βαλεῖν ἔξω (P. 1.44) ἤ μέ τις ἄνεμος ἔξω πλόου ἔβαλεν; (P. 11.39) γλῶσσα δ' οὐκ ἔξω φρενῶν his words are at one with his thoughts (I. 6.72) ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω (Mitscherlich: ἔξωθεν codd.) fr. 124. 6.
English (Strong)
adverb from ἐκ; out(-side, of doors), literally or figuratively: away, forth, (with-)out (of, -ward), strange.
English (Thayer)
adverb (from ἐξ, as ἔσω and εἴσω from ἐς and εἰς);
1. without, out of doors;
a. adverbially: ἑστάναι, WH text omit the verse); καθῆσθαι, ὁ ἔξω, absolutely, he who is without, properly, of place; metaphorically, in plural, those who do not belong to the Christian church (cf. Lightfoot on Col. as below; Meyer on Mark as below): those who are not of the number of the apostles, WH marginal reading ἔξωθεν, which see). With a noun added: αἱ ἔξω πόλεις, foreign, ὁ ἔξω ἄνθρωπος, the outer Prayer of Manasseh, i. e. the body (see ἄνθρωπος, 1e.), without i. e. out of, outside of (Winer's Grammar, § 54,6): ἔξω has the force of the Latin foras (German hinaus, heraus), forth out, out of;
a. adverbially, after the verbs ἐξέρχομαι, ἄγω, προάγω, ἐξάγω, R G L brackets); βάλλω and ἐκβάλλω, R G; R G; δεῦρο ἔξω, ἔξω ποιεῖν τινα, ἀπελθεῖν, ἀποστέλλειν, ἐκβάλλειν, ἐξέρχεσθαι, ἐκπορεύεσθαι, ἐξάγειν, R G L Tr marginal reading); σύρειν τινα, έ῾λκειν τινα, Acts 21:30.
Greek Monotonic
ἔξω: επίρρ. της προθ. ἐξ, όπως το εἴσω της εἰς·
I. λέγεται για τόπο·
1. με ρήματα κίνησης, έξω, ἔξω ἰών, σε Ομήρ. Οδ.· χωρεῖν ἔξω, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., έξω από, σε Όμηρ. κ.λπ.· με αιτ., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον, έξω από τον Ελλήσποντο, σε Ηρόδ.
2. χωρίς σημασία κίνησης, όπως το ἐκτός, έξω, χωρίς, δίχως, σε Ομήρ. Οδ.· τὸ ἔξω, το εξωτερικό μέρος, σε Θουκ.· τὰ ἔξω, πράγματα εκτός των τειχών, στον ίδ.· τὰ ἔξω πράγματα, ξένες υποθέσεις, στον ίδ.· οἱ ἔξω, αυτοί που βρίσκονται εκτός, στον ίδ. (στην Κ.Δ. οι εθνικοί, οι ειδωλολάτρες)· — ἡ ἔξω θάλασσα, ο Ατλαντικός Ωκεανός, αντίθ. προς το ἡ ἐντὸς (η Μεσόγειος θάλασσα), σε Ηρόδ.· με γεν., οἱ ἔξω γένους, σε Σοφ.· ἔξω τοξεύματος, ἔξω βελῶν, εκτός πεδίου βολής, σε Θουκ., Ξεν.· ἔξω τινὸς εἶναι, μην έχοντας καμία σχέση με αυτό, σε Θουκ.· ἔξωτοῦ φρονεῖν, έξω από τη λογική, σε Ευρ.· παροιμ., ἔξω τοῦ πηλοῦ αἴρειν πόδα, το να κρατιέται κάποιος σε απόσταση, μακριά από τις δυσκολίες, σε Αισχύλ.· πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν, στον ίδ.
II. λέγεται για χρόνο, μετά, πέρα από, ἔξω μέσου ἡμέρας, σε Ξεν.
III. εκτός, πλην, με εξαίρεση, με γεν., σε Ηρόδ., Θουκ.
Frisk Etymological English
See also: s. ἐξ
Middle Liddell
[adverb of ἐξ, as εἴσω of εἰς]
I. of place
1. with Verbs of motion, out, ἔξω ἰών Od.; χωρεῖν ἔξω Hdt., etc.:—c. gen. out of, Hom., etc.:—c. acc., ἔξω τὸν Ἑλλήσποντον outside the H., Hdt.
2. without any sense of motion, like ἐκτός, outside, without, Od.: τὸ ἔξω the outside, Thuc.; τὰ ἔξω things outside the walls, Thuc.; τὰ ἔξω πράγματα foreign affairs, Thuc.;— οἱ ἔξω those outside, Thuc. (in NTest. the heathen); —ἡ ἔξω θάλασσα, the Ocean, opp. to ἡ ἐντός (the Mediterranean sea), Hdt.:—c. gen., οἱ ἔξω γένους Soph.; ἔξω τοξεύματος, ἔξω βελῶν out of shot, Thuc., Xen.; ἔξω τινὸς εἶναι to have nothing to do with it, Thuc.; ἔξω τοῦ φρονεῖν out of one's senses, Eur.:—proverb., ἔξω τοῦ πηλοῦ αἴρειν πόδα to keep clear of difficulties, Aesch.; πημάτων ἔξω πόδα ἔχειν Aesch.
II. of time, beyond, over, ἔξω μέσου ἡμέρας Xen.
III. without, but, except, c. gen., Hdt., Thuc.
Frisk Etymology German
ἔξω: {éksō}
Grammar: Adv. und Präp. m. Gen.
Meaning: außerhalb (seit Il.);
Derivative: dazu ἔξωθεν von außen her, draußen (ion. att.), auch ἔξοθεν (Stesich., Ibyk. u. a.; nach πόθεν u. a.); ἐξωτέρω, -τάτω u. a.
Etymology: Von ἐξ wie εἴσω von εἰς, ἄνω von ἀνά usw.; Schwyzer 550. — Dial. ἐξεῖ· ἔξω. Λάκωνες H. (nach ἐκεῖ u. a.), kret. ἔξοι (ἔνδοι usw., s. ἔνδον), lesb. ἐξός (ἐκτός u. a.). Schwyzer-Debrunner 538.
Page 1,530
Chinese
原文音譯:œxw 誒克所
詞類次數:副詞(54)
原文字根:出去 相當於: (חוּץ)
字義溯源:外,外面,在外面,出,去,出去,出來,外邊,在外邊,在⋯外,外人,開,棄,丟棄;源自(ἐκ / ἐκπερισσῶς / ἐκφωνέω)*=出,從)。在新約這字也當介詞與形容詞用
出現次數:總共(63);太(9);可(10);路(9);約(13);徒(10);林前(2);林後(1);西(1);帖前(1);來(3);約壹(1);啓(3)
譯字彙編:
1) 外(14) 太21:39; 可8:23; 可11:4; 可11:19; 路20:15; 約18:16; 徒7:58; 徒14:19; 徒16:13; 徒21:5; 來13:11; 來13:12; 來13:13; 啓14:20;
2) 出(8) 太21:17; 路4:29; 路22:62; 約11:43; 約19:5; 徒4:15; 徒21:30; 啓3:12;
3) 外面(7) 太26:69; 路1:10; 路13:28; 約18:29; 約20:11; 徒5:34; 啓22:15;
4) 在外面(6) 太5:13; 太12:46; 太12:47; 路13:25; 路14:35; 約15:6;
5) 出來(4) 約19:4; 約19:4; 約19:13; 徒16:30;
6) 出去(3) 約9:35; 約12:31; 徒9:40;
7) 外人(3) 可4:11; 西4:5; 帖前4:12;
8) 外邊的(3) 徒26:11; 林前5:12; 林前5:13;
9) 去(3) 太26:75; 可14:68; 約壹4:18;
10) 在外邊(2) 可3:31; 可3:32;
11) 開(2) 太10:14; 可5:10;
12) 外邊(2) 可1:45; 路8:20;
13) 在⋯之外(1) 路13:33;
14) 在⋯外(1) 可12:8;
15) 外面的(1) 林後4:16;
16) 棄了(1) 太13:48;
17) 出去了(1) 約9:34;
18) 棄(1) 約6:37
English (Woodhouse)
except, outside, beyond the reach of, free from, from home, out of doors, outside of, outside the scope of
Lexicon Thucydideum
extra, outside, beyond,
cum genit. vel enunciato vel subaud. with genitive or clause either expressed or understood 1.10.2, 1.13.5, 1.62.1. 1.62.3, 2.5.4, 2.9.2, 2.11.1, 2.15.4, 2.83.2, 2.83.5. 2.86.2. 2.86.5, 2.90.2, 3.3.3. 3.22.7, [nonnulli codd. several manuscripts ἔξωθεν] 4.8.8, 4.9.2, 4.42.3, 4.48.4. 4.92.5, 4.129.3. 5.36.1. 5.75.2. 5.79.2. 5.80.3, 5.82.4, 6.3.1. 6.44.3. 7.6.2, 7.30.2, 7.53.1, 7.57.11,
item likewise 7.58.3. Ibid. in the same place 8.67.2.— Transl. translate3.61.1,
extra rem propositam., beyond the matter proposed. 3.61.2, —
Absolute, absolutely 2.18.4, 2.54.1, 3.21.3, [vulgo commonly ἐς τὸ ἔξω]. 3.24.2, 3.81.2, 3.94.2, 4.84.2, 4.106.1, 6.3.2, 6.49.3, 6.50.1, 6.57.1, 7.4.3, 8.64.4, 8.100.3, 8.104.4.
Transl. translate 3.65.2, (cum extraneis, with outsiders) ii qui in agris sunt, those who are in the fields, 2.5.5, 4.104.1.
exules, exiles, 4.66.2, 5.14.3.
obsidentes, besiegers, 2.76.2,
ea quae in agris sunt, what is in the fields, 2.5.5, 4.103.5. 4.104.3, 6.59.2. 7.37.3.
exterior pars, outer part, 2.4.4, 2.4.6. 7.69.4, —
praeter, beyond, except, 1.9.4, 1.10.4, 5.26.2, 5.97.1.