προΐημι
Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid
English (LSJ)
3 pres.
A προΐει Il.2.752; 3sg. subj. προϊῇ (v.l. 3 opt. προΐοι) h.Ven.152: impf. προΐειν, εις, ει, Il.1.326,336, Od.9.88, 10.100, etc.: fut. προήσω: aor. 1 προῆκα, Ep. προέηκα, both in Hom.: aor. 2 ind. 3pl. πρόεσαν Od.8.399; opt. προεῖεν X.An. 7.2.15 codd.; imper. πρόες Il.16.241 (on the accent, v. Hdn.Gr.2.931), 3sg. προέτω 11.796; inf. προέμεν for προεῖναι, Od.10.155:—Med., aor. 1 προηκάμην D.19.78,84, 32.15, etc.: aor. 2 opt. πρόοιντο or προοῖντο Th.1.120, D.18.254, cf. X.An.1.9.10:—Pass., pf. προεῖμαι, plpf. προεῖτο, D. (v. infr. 11.1). [On the quantity, v. ἵημι.]:—send forth, send forward, Il.1.195 (tm.), 326, 336, etc.; esp. send troops forward, X. Cyr. 7.1.22,27 : also, send a thing or person to another, ἀγγελίας Od.2.92; ἐπ' Αἴαντα . . κήρυκα Il.12.342; τῷ κῦδος ἅμα πρόες 16.241: in Hom. freq. with inf. added to define the action, Ταλθύβιον προΐει . . ἰέναι Il.3.118; αἰετὼ . . προέηκε πέτεσθαι Od.2.147; [οὖρον] προέηκεν ἀῆναι 3.183; π. τινὰ διδασκέμεναι, μυθήσασθαι, πυθέσθαι, Il.9.442, 11.201, 649; ἑτάρους π. πεύθεσθαι Od.9.88; so βασιλευέμεν τοι προήσειν will allow thee to... Pi.P.4.166. 2 dismiss, let go, τινα Il.4.398; τήνδε θεῷ πρόες let her go to the god, i.e. in reverence to him, 1.127. 3 let loose, let fall, esp. thoughtlessly, ἔπος προέηκε let drop a word, Od.14.466; φήμην 20.105; πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε he let the helm slip from his hands, 5.316: with inf., πόδα προέηκε φέρεσθαι let slip his foot so that it fell, 19.468. 4 with direct purpose, cast, of a fisherman, ἐς πόντον π. βοὸς κέρας 12.253. 5 of missiles, discharge, shoot, ἔγχος, βέλος, ὀϊστόν, etc., Il.5.15, 280, 11.270, 13.662, etc.; ἀκόντια π. ἐπὶ τὸν νεβρόν f.l. in X.Cyn.9. 6 of a river, ἐς Πηνειὸν προΐει ὕδωρ it pours its water into the Peneius, Il.2.752, cf. Hes.Fr.37, E.Hipp. 124 (lyr.). II give up, deliver, betray one to his enemy, Hdt.1.159, 3.137; χρήματα μέν σφι π. offering to give them... Id.1.24, cf. Ar.Nu.1214; τὰς ναῦς π. τινί Th.8.32: with an inf. added, γυναῖκα . . π. ἀπάγεσθαι Hdt.2.115:—Pass., to be given or thrown away, εἰ ταῦτα προεῖτ' ἀκονιτεί D.18.200; καιροὶ προεῖνται Id.19.8, cf. 25.10. 2 ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ π. αὑτούς devote themselves to... X.Cyr.7.5.76. B in Prose mostly in Med. (not found in Hom.), send forward from oneself, drive forward, τὸν λαγὼ εἰς τὰς ἄρκυς X.Cyn.6.10 (s. v.l.): c. inf., τοὺς ἐρῶντας ἵμερος δρᾶν προΐεται forces them on to do, S.Fr.149.9 codd. Stob. 2 of sounds, utter, τὴν φωνήν Aeschin.2.23, etc.; λόγον Ti.Locr.100c; ῥῆμα D.19.118; π. πᾶσαν φωνήν use all sorts of entreaties, Plb.3.84.10, etc.; π. τῶν ἀπορρήτων οὐδὲν οὐδενί Id.3.20.3, etc. 3 emit, π. γονήν, σπέρμα, κόπρον, βλαστούς, etc.,Arist.GA719b3, 721a30, HA554b1, Thphr. CP1.12.9, etc.; κλημάτια . . προϊέμενα ῥίζας Dsc.4.29. II give up, let go, προέμενον αὐτῇ (sc. τὴν χεῖρα) Hdt. 2.121.έ; give up to the enemy, Κέρκυραν τοῖς Κορινθίοις Th.1.44, cf. D.18.72, 21.213; abandon, Id.19.152; π. σφᾶς αὐτούς gave themselves up as lost, Th.2.51; αὑτὸν τοῖς πολεμίοις X.An.5.8.14; σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα Polyaen.4.3.4; τὸν βίον Plu.Ant.53: abs., give up hope, Jul.Or.8.250a. 2 desert, abandon, εἰ τὰ κάτω προοῖντο Th.1.120, cf. 6.78, X.An.1.9.10, etc.; οὐδαμῇ προΐενθ' αὑτούς did not lose themselves (i.e. take bribes), D.19.139; τι τῶν πρὸς τὴν πολιτείαν Arist.Pol.1307b4. 3 give away, give freely, ἔρανον τῇ πόλει Th. 2.43; τὰ ἑαυτῶν D.34.52; ὑμῖν οὐδὲν προεῖνται τῶν σφετέρων Lys. 21.12; ἀπὸ τῶν ἰδίων D.18.114; εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῦ without a stipulated fee, leaving it to one's honour, Pl.Grg.520c, cf. Phdr. 231c, X.An.7.7.47; give up without payment received, τὴν ἀλλαγήν Pl.Lg.849e. b spend lavishly, μέγεθος χρημάτων οὐδενὶ λόγῳ Procop. Arc.26.23. c pay, in kind or in money, PHib.1.76.2 (iii B.C.), UPZ23.18 and 26, 26.12 (ii B.C.), PAmh.61.11 (ii B.C.), SIG694.60 (Elaea, ii B.C.). 4 throw off, θοἰμάτιον D.21.216 (προϊέμενον χλάμυν is f.l. in Sapph.64). 5 throw away, τὰ ἴδια X.Cyn.12.11 codd.; π. τὸν καιρόν, τὸ παρόν, Lycurg.126, D.1.9; καθ' ἕκαστον ἀεί τι τῶν πραγμάτων ib.14; πολλὰ τῶν κοινῶν Id.18.134; εἰ οὗτοι χρήματα . . μὴ προοῖντ' ἄν, πῶς ὑμῖν. καλὸν τὸν ὅρκον προέσθαι; Id.21.212; μηδενὸς κέρδους τὰ κοινὰ δίκαια π. Id.6.10; τὰ πατρῷα, τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρά, Aeschin.3.173, 234; πόλεων . . ὧν ἦμέν ποτε κύριοι . . προϊεμένους (gen. by attraction of the relat. ὧν) D.2.2; τὴν ψυχὴν π. Porph.Abst. 2.13: abs., throw away one's advantage, Arist.Rh.1398a2, cf.EN1114a17 (less freq. neglect a disadvantage, π. κακόν τι Lib.Or.21.27); to be lavish, Arist. Rh.1366b7. 6 with part., inf., or Adj., ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους suffer us to be wronged, Th.2.73, cf. Plb.30.7.4; προέμενοι ἀπολέσθαι αὐτούς X.HG2.3.35; π. τισὶν ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι D.16.3, cf. Lys.13.23, etc.; π. τὰ ἴδια ἀνομοθέτητα Pl.Lg.780a; also τοὺς Ἕλληνας εἰς ὅουλείαν π. D.10.25, cf. 5.15. 7 suffer to escape, ἐκ τοιούτων τοὺς ὑπεναντίους Plb.3.94.8; τινὰ ἐκ τῆς πόλεως Id.4.4.3; let pass, διὰ κενῆς τὸν χρόνον Id.3.70.10; let slip, utter, μαλθακοὺς λόγους φρενός dub. in E.Med.1052. 8 rarely in good sense, confide, entrust to one, X. Cyr. 5.2.9; τὰ τέκνα τισὶν εἰς ὁμηρίαν Plb.28.4.7: abs., X.An.7.3.31. 9 lend on risk, Pl.Demod.384c, D.36.6.
German (Pape)
[Seite 725] (s. ἵημι), 1) act., vor-, vorausschicken, entsenden, vorwärts; Menschen, ἐγὼν ἑτάρους προΐειν (imperf.), Od. 9, 88. 10, 100 u. öfter; σὺ δέ με προΐεις, 24, 333; ὃ σφῶϊ προΐει, Il. 1, 336, u. öfter; τίπτε δέ σε πρόεσαν μνηστῆρες, Od. 4, 681; Ζεύς με πατὴρ προέηκε, Il. 11, 201; – auch leblose Dinge, wie προΐει δολιχόσκιον ἔγχος, er entsendete, schleuderte vorwärts die Lanze, 3, 346 u. öfter, wie ὀϊστόν, 13, 662; ὀκτὼ γὰρ προέηκα τανυγλώχινας ὀϊστούς, 8, 297; ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας, wirst hinein, Od. 12, 253; φήμην δ' ἐξ οἴκοιο γυνὴ προέηκεν, 20, 105, sie ließ ein vorbedeutendes Wort hören; ἔπος προέηκε, er ließ ein Wort fallen ohne Absicht, 14, 466; auch ertheilen, verleihen, κῦδος, Il. 16, 241; ἀγγελίας, Od. 2, 92; τήνδε θεῷ πρόες, diese entsende dem Gotte, laß sie dem Gotte zu Ehren los, Il. 1, 127; πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε, er ließ das Steuer aus den Händen fahren, Od. 5, 316; auch mit einem hinzutretenden inf., πόδα προέηκε φέρεσθαι, sie ließ den Fuß fahren, so daß er hinfiel, 19, 468; vgl. αἰετὼ προέηκε πετέσθαι, er entsendete die Adler zu fliegen, daß sie flogen, 2, 147; προέηκεν ἀῆναι, 3, 183. 10, 25. Von einem Flusse, ὕδωρ προΐει (hier praes.) ἐς Πηνειόν, er ergießt sein Wasser in den Peneios, Il. 2, 752; vgl. Hes. frg. bei Schol. Venet. Il. 2, 522; vgl. Eur. πέτρα ῥυτὰν παγὰν προϊεῖσα κρημνῶν, Hipp. 124. – So auch andere Dichter, προῆκαν υἱόν Pind. Ol. 1, 65, βασιλευέμεν τοι προήσειν P. 4, 166. – Uebh. preisgeben, dem Feinde verrathen, Her. 3, 137; χρήματα, sein Vermögen preisgeben, 1, 24; ἑαυτὸν ἐπί τι, εἴς τι, sich hineinstürzen in Etwas, sich einer Sache hingeben, Xen. Cyr. 7, 5, 76; – erlauben, ἐθύετο, εἰ προεῖεν αὐτῷ οἱ θεοὶ πειρᾶσθαι, An. 7, 2, 15. – 2) med προΐεμαι, von sich schicken, schleudern, βέλη, Pol. 3, 73, 3; φωνήν, 2, 29, 6; wie πᾶσαν φωνήν, 3, 84, 10, u. öfter, auf alle mögliche Art sprechen, bes. bitten; σπέρμα, S. Emp. adv. phys. 1, 101; – das Seinige von sich werfen, verschwenden, verschleudern, λόγους προέσθαι, vergebliche Worte machen, Eur. Med. 1020 (aber Tim. Locr. 100 c, οὐδὲ λόγον ἔτι προέσθαι δυνάσεται, ein Wort vorbringen); προέσθαι τὴν εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῦ, Plat. Gorg. 520 c, wie τούς σοι προεμένους εὐεργεσίαν Xen. An. 7, 7, 47, eine Wohlthat Jemandem zukommen lassen, wenn man nicht auf Ersatz rechnen kann; vgl. noch 7, 3, 31, wo οὐδὲν προσαιτοῦντες vorausgeht; προεμένου σοῦ ἃ περὶ πλείστου ποιεῖ, Plat. Phaed. 232 c; übh. schenken, geben, immer mit dem Nebenbegriffe des Freiwilligen, κάλλιστον ἔρανον αὐτῇ προιέμενοι, Thuc. 2, 43; τὴν Κέρκυραν ἐβούλοντο μὴ προέσθαι τοῖς Κορινθίοις, preisgeben, 1, 44; ἐφ' οἷς ἀπὸ τῶν ἰδίων προεῖτο, Dem. 18, 114; dah. Etwas überlassen, ehe es bezahlt ist, Plat. Legg. VIII, 849 e, vgl. Demodoc. 384 c, σὺ μὲν χρήσασθαι ἐθέλων, ὁ δέ σοι μὴ προέσθαι, überlassen, leihen; auch einfach lassen, προέμενος τὰ ἴδια ἀνομοθέτητα, Legg. VI, 780 a; zulassen, mit folgdm partic., Ἀθηναῖοί φασιν ἐν οὐδενὶ ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους, Thuc. 2, 73; – verrathen, ἔλεγεν, ὅτι οὐκ ἄν ποτε πρόοιτο (so ist der eigentlich attische Accent, nicht προοῖτο), ἐπεὶ ἅπαξ αὐτοῖς φίλος ἐγένετο, Xen. An. 1, 9, 10; im Ggstz von κτήσασθαι, Cyr. 4, 2, 44; τὰ τέκνα Ῥωμαίοις εἰς ὁμηρίαν, zu Geiseln überlassen, Pol. 28, 4, 7; auch τοὺς καιρούς, den günstigen Zeitpunkt vorübergehen lassen, 1, 74, 13; den Feind entwischen lassen, 1, 79, 3; vernachlässigen, τὴν πόλιν 1, 9, 10, u. öfter; vgl. noch Dem. τὸ παρὸν ἀεὶ προιέμενοι 1, 9, τῆς ἰδίας ῥᾳθυμίας ἕνεκα τοὺς ἄλλους Ἕλληνας ἅπαντας εἰς δουλείαν προέσθαι 10, 25, ἀφ' ἧς ἀγνοίας πολλὰ προΐεσθε τῶν κοινῶν 18, 134; auch im eigtl. Sinne, θοἰμάτιον προέσθαι, das Kleid fahren lassen, 21, 216; προέσθαι τὸν βίον, Plut. Anton. 53.
Greek (Liddell-Scott)
προΐημι: γ΄ πρόσωπ. προΐει ὥσπερ ἐκ ῥήματ. προΐω, Ἰλ. Β. 752· γ΄ εὐκτ. προΐοι Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 153· Ἀττ. παρατ. προΐειν, εις, ει, ἤδη κατὰ διόρθωσιν καὶ παρ’ Ὁμ., Ἰλ. Α. 326, 336, Ὀδ. Ι. 88, Κ. 100, κτλ.· ― μέλλ. προήσω· ― ἀόρ. α΄ προῆκα, Ἐπικ. προέηκα, ἀμφότερα παρ’ Ὁμ.: ― ἀόρ. β΄ ὁριστ. γ΄ πληθ. πρόεσαν Ὀδ. Θ. 399· εὐκτ. προεῖεν Ξεν. Ἀν. 7. 2, 15· προστ. πρόες (Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 24, ἀλλὰ προὲς Ἀρκάδ. 174), γ΄ ἑνικ. προέτω, Ἰλ. Λ. 796· ἀπαρ. προέμεν ἀντὶ προεῖναι, Ὀδ. Κ. 155. ― Μέσ., ἀόρ. α΄ προηκάμην Δημ. 365. 28., 367. 17., 886. 16, κτλ.· ἀόρ. β΄ εὐκτ. πρόοιντο ἢ πρόειντο ὁ αὐτ. 311. 27· πρβλ. Ξεν. Ἀν. 1. 9, 10. ― Παθ., πρκμ. προεῖμαι, ὑπερσ. προεῖτο, Δημ., ἴδε κατωτ. ΙΙ. 1. [Περὶ τῆς ποσότητος ἴδε ἵημι]. Προπέμπω, προαποστέλλω, ἦλθε δ’ Ἀθήνη οὐρανόθεν· πρὸ γὰρ ἧκε θεὰ λευκώλενος Ἥρη Ἰλ. Α. 195· ὡς εἰπὼν προΐει 326· ὃς σφῷϊ προΐει 336, Λ. 201· δὴ τότ’ ἐγὼν ἑτάρους προΐειν πεύθεσθαι ἰόντας Ὀδ. Ι. 88, κτλ.· μάλιστα, προαποστέλλω στρατεύματα ἐμπρός, Ξεν. Κύρ. 7. 1, 22, 27, πρβλ. Ἰλ. Μ. 342· ὡσαύτως, προπέμπω τι εἴς τινα, ἀγγελίας Ὀδ. Β. 92· φήμην Π. 105· τῷ κῦδος ἅμα πρόες Ἰλ. Π. 241· ― παρ’ Ὁμ. συχν. προστίθεται ἀπαρέμφ. πρὸς καθορισμὸν τῆς ἐνεργείας, Ταλθύβιον προΐει ἰέναι Ἰλ. Γ. 118· αἰετώ... προέηκε πέτεσθαι Ὀδ. Β. 147· οὖρον προέηκεν ἀῆναι Γ. 183· πρ. τινὰ διδασκέμεναι, μυθήσασθαι, πυθέσθαι, κτλ., Ἰλ. Ι. 442, Λ. 201, 649, κτλ.· οὕτω, βασιλευέμεν τοι προήσειν Πινδ. Π. 4. 295, πρβλ. Ξεν. Ἀνάβ. 7. 2, 15. 2) ἀποπέμπω, ἀπολύω, ἀφίνω τινὰ νὰ ἀπέλθῃ, Μαίον’ ἄρα προέηκε, θεῶν τεράεσσι πιθήσας Ἰλ. Δ. 398· ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν τήνδε θεῷ πρόες, πρόπεμψον τῷ θεῷ, δηλ. τῷ Ἀπόλλωνι, Α. 127. 3) ἀφίνω τι νὰ πέσῃ, μάλιστα ἀπερισκέπτως, ἔπος προέηκε, ἀφῆκε νὰ πέσῃ λόγος, «ἐπέταξ’ ἕνα λόγον», καί τι ἔπος προέηκεν, ὅπερ τ’ ἄρρητον ἄμεινον Ὀδ. Ξ. 466, πρβλ. Υ. 105· οὕτω, πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε, ἀφῆκε νὰ πέσῃ τὸ πηδάλιον ἐκ τῶν χειρῶν του, Ε. 316· καὶ μετ’ ἀπαρεμφ., πόδα προέηκε φέρεσθαι· ἐν λέβητι δὲ πέσε κνήμη, ἀφῆκε τὸν πόδα (τοῦ Ὀδυσ.) νὰ φέρηται· ἔπεσε δὲ ἡ κνήμη ἐντὸς τοῦ λέβητος, Τ. 468· ― ὡσαύτως, δάκρυα προῆκεν Εὐρ. Ι. Α. 1550. 4) ἐπὶ ἁλιέως, ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας Ὀδ. Μ. 253. 5) ῥίπτω, ἐξακοντίζω, βέλος, ἔγχος, ὀϊστόν, κτλ., Ἰλ. Ε. 15, 280, 290, κτλ.· ἀκόντια πρ. ἐπὶ τὸν νεβρὸν Ξεν. Κυν. 9, 4. 6) ἐπὶ ποταμοῦ, ὕδωρ προΐει ἐς Πηνειόν, χύνει τὸ ὕδωρ αὑτοῦ εἰς τὸν Πηνειόν, Ἰλ. Β. 752, πρβλ. Ἡσ. Ἀποσπ. 6 (Σχόλ. Ἑνετ. εἰς Ἰλ. Β. 522), Εὐρ. Ἱππ. 124. 7) ἐπὶ ὑγρῶν, ἐκπέμπω, ἐκβάλλω, ἐκχέω, σπέρμα, κόπρον, περίττωμα, κάθαρσιν, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 22, 1., 5. 18, κτλ.· ἀπολ., ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, προΐεσθαι εἰς τὰ στρώματα Μάχων παρ’ Ἀθην. 578Ε. ΙΙ. παραδίδω, προδίδω εἰς τὸν ἐχθρόν, Ἡρόδ. 1. 159, 3. 137· χρήματα μέν σφι προϊέντα, προτείνοντα νὰ δώσῃ εἰς αὐτοὺς χρήματα, Α. 24, πρβλ. Ἀριστοφ. Νεφ. 1214· τὰς ναῦς πρ. τινὶ Θουκ. 8. 32· προστιθεμένης ἀπαρεμφ., γυναῖκα πρ… ἀπάγεσθαι Ἡρόδ. 2. 115. ― Παθητ., παρέχομαι ἢ ῥίπτομαι μακράν, εἰ προεῖτο ταῦτα ἀκονιτεὶ Δημ. 295. 7, πρβλ. 343. 19., 772. 19· ἴδε κατωτ. Β. ΙΙ. 2 καὶ 3. 2) ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ προϊέναι αὑτούς, νὰ παραδώσωμεν ἑαυτοὺς εἰς τὰς προσωρινὰς ἡδονάς, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 76. Β. παρὰ τοῖς πεζογράφοις ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ (ὅπερ οὐδέποτε συμβαίνει παρ’ Ὁμήρῳ), διώκω πρός τι μέρος, τὸν λαγῶ εἰς τὰς ἄρκυς Ξεν. Κυν. 6. 10· μετ’ ἀπαρεμφ., τοὺς ἑρῶντας ἵμερος δρᾶν προΐεται, τοὺς κάμνει νά…, Σοφ. Ἀποσπ. 162· ― ἐπὶ ἤχων, ἐκφωνῶ, ἐκβάλλω, ἐκπέμπω, τὴν φωνὴν Αἰσχίν. 31. 20, κτλ.· λόγον Τίμ. Λοκρ. 100C· ῥῆμα Δημ. 377. 10· πρ. πᾶσαν φωνήν, μεταχειρίζομαι πᾶν εἶδος παρακλήσεως, Πολύβ. 3. 84, 10, κτλ.· πρ. τὰ ἀπόρρητα ὁ αὐτ. 3. 20, 3, κτλ.· ― πρ. γονήν, σπέρμα, κόπρον, οὖρον, κτλ., ἐκπέμπω, ἐκβάλλω, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 2. 4, 14, κ. ἀλλ. ΙΙ. παραδίδωμι, ἀφίνω, προέμενον αὐτῇ (ἐξυπακ. τὴν χεῖρα) Ἡρόδ. 2. 121. 5· παραδίδω εἰς τὸν ἐχθρόν, Κέρκυραν τοῖς Κορινθίοις Θουκ. 1. 24, πρβλ. 120, Δημ. 249. 4., 582 ἐν τέλ., κτλ.· πρ. σφᾶς αὑτούς, παρέδωκαν ἑαυτούς, ἀπέβαλον πᾶσαν ἐλπίδα, Θουκ. 2. 51, πρβλ. 6. 78· σφᾶς αὐτοὺς καὶ τὰ ὅπλα Πολύαιν. 4. 3, 4. 2) ἐγκαταλείπω, ἀφίνω, εἰ τὰ κάτω πρόοιντο Θουκ. 1. 120, πρβλ. 2. 73, Ξεν. Ἀν. 1. 9, 10, κτλ.· οὐδαμῇ προΐεντο ἑαυτούς, δὲν ἐγκατέλειπον ἑαυτοὺς (δηλ. δὲν ἐλάμβανον δῶρα), Δημ. 384. 15. 3) χαρίζομαι, παρέχω, δωροῦμαι, παραχωρῶ, ἔρανόν τινι Θουκ. 2. 43· τὰ ἑαυτῶν Δημ. 922. 19, πρβλ. 946. 10· προέσθαι τινί τι τῶν σφετέρων Λυσί. 162. 35· ἀπὸ τῶν ἰδίων Δημ. 264. 23· εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῦ, δηλ. χάριν τιμῆς, Πλάτ. Γοργ. 520C, πρβλ. Φαῖδρ. 231 C, Ξεν. Ἀν. 7. 7, 47, παρέχω, παραδίδωμί τι ἄνευ πληρωμῆς ἢ ἀντιτίμου, Πλάτ. Νόμ. 849Ε. 4) ἀποβάλλω, ἀπορρίπτω, «βγάζω», «πετῶ», θοἰμάτιον Δημ. 583. 20· καὶ ἐπὶ κακῆς σημασίας, ῥίπτω μακράν, «πετῶ», λόγους προέσθαι Εlmsl. εἰς Εὐρ. Μήδ. 1020 (ἴδε ἀνωτ. Ι. 3)· τὰ ἴδια Ξεν. Κυν. 12, 11, κτλ.· πρ. τὸν καιρόν, τὸ παρὸν Λυκοῦργ. 165. 36, Δημ. 11. 22· τὰ πράγματα, τὰ κοινὰ Δημ. 13. 8., 271. 24· εἰ οὗτοι χρήματα… μὴ πρόοιντ’ ἄν, πῶς ὑμῖν καλὸν τὸν ὅρκον προέσθαι; ὁ αὐτ. 582. 26· μηδενὸς κέρδους τὰ κοινὰ δίκαια πρ. ὁ αὐτ. 68. 4· τὰ πατρῷα, τὰ τῆς δημοκρατίας ἰσχυρὰ Αἰσχίν. 78. 27., 87. 16· ἐν Δημ. 18. 15, πόλεων… ὧν ἦμέν ποτε κύριοι… προϊεμένους, ἡ γεν. ὀφείλεται εἰς ἕλξιν τοῦ ἀναφορ. ὧν· ― ἀπολ., ἀπορρίπτω τὰς ὠφελείας, τὰ πλεονεκτήματά μου, Ἰφικρ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ρητ. 2. 23, 6· εἶμαι δαψιλής, αὐτόθι 1. 9, 6. 5) ἐνίοτε προστίθεται κατηγορημ. μετοχή, ἡμᾶς προέσθαι ἀδικουμένους, μᾶς ἐγκατέλιπον νὰ ἀδικώμεθα, Θουκ. 2. 73, πρβλ. Πολύβ. 30. 7, 4· προέμενοι αὐτοὺς ἀπολέσθαι Ξεν. Ἑλλ. 2. 3. 35· πρ. τινὶ ὑμᾶς ἐξαπατῆσαι Δημ. 202. 20, πρβλ. Λυσί. 131 ἐν τέλ., κτλ.· πρ. τὰ ἴδια ἀνομοθέτητα Πλάτ. Νόμ. 780Α· μετὰ προθέσ., τοὺς Ἕλληνας πρ. εἰς δουλείαν Δημ. 138. 5, πρβλ. 61. 6. 6) ἀφίνω τινὰ νὰ ἐκφύγῃ, τοὺς ὑπεναντίους Πολύβ. 3. 94, 8, πρβλ. 4. 4, 3· ἀφίνω νὰ παρέλθῃ, τὸν χρόνον ὁ αὐτ. 3. 70, 10. 7) σπανίως ἐπὶ καλῆς σημασίας, ἐμπιστεύω εἴς τινα, παραδίδω εἴς τινα, Ξεν. Κύρ. 5. 2, 9· ἑαυτόν τινι ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 5. 8, 14., ἀπολ., αὐτόθι 7. 3, 31. 8) δανείζω, Πλάτ. Δημόδ. 384C. ΙΙΙ. ἀμελῶ, παραμελῶ, περιφρονῶ, τι Ἀριστ. Πολιτ. 2. 11, 12, πρβλ. 5. 7, 11· ― ἀπολ., παραμελῶ πᾶσαν νουθεσίαν, εἶμαι ἀπερίσκεπτος, Δημ. 388. 23, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 3. 5, 14.
French (Bailly abrégé)
f. προήσω, ao. προῆκα, etc.
I. envoyer en avant : ἐπ’ Αἴαντα κήρυκα IL députer un héraut auprès d’Ajax ; τινα προϊέναι IL envoyer qqn pour aller ; pousser devant soi, brandir, lancer, projeter, acc.;
II. laisser aller :
1 laisser tomber, lâcher : πηδάλιον ἐκ χειρῶν OD laisser tomber le gouvernail de ses mains ; ἔπος OD laisser échapper une parole;
2 renvoyer, congédier, laisser partir : τινά, qqn ; céder, abandonner : τινα θεῷ IL abandonner qqn à un dieu ; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδύ XÉN s’abandonner au plaisir du moment;
3 concéder, permettre : τινί τι qch à qqn ; ἐθύετο εἰ προεῖεν αὐτῷ οἱ θεοί avec l’inf. XÉN il offrit un sacrifice dans l’espoir que les dieux lui accorderaient de, etc.
Moy. προΐεμαι (f. προήσομαι, ao.2 προείμην, etc.);
I. envoyer ou jeter devant soi, acc.;
II. jeter hors de soi, émettre, acc.;
III. laisser aller :
1 laisser échapper l’occasion, acc.;
2 laisser sans faire attention, négliger, acc.;
3 négliger, délaisser, acc.;
4 dépenser en pure perte, perdre, acc.;
5 abandonner, céder, concéder : ἀπὸ τῶν ἰδίων DÉM abandonner de sa propre fortune;
6 abandonner, délaisser, acc. : φασὶν ἐν οὐδενὶ ἡμᾶς πρόεσθαι ἀδικουμένους THC ils promettent de ne pas nous abandonner, si nous sommes lésés.
Étymologie: πρό, ἵημι.
English (Autenrieth)
προΐησι, 3 pl. προϊεῖσι, imp. προΐει, part. προϊεῖσα, ipf. προΐειν, -εις, -ει (-ην, -ης, -η), aor. προέηκα, προῆκε, 3 pl. πρόεσαν, imp. πρόες, -έτω, inf. προέμεν: let go forth, send forth, τινά, w. inf. of purpose, Il. 10.125, Od. 10.25; so of missiles, water, ‘pour,’ etc., Il. 8.297, Il. 2.752; ‘let drop,’ ‘let fall,’ Od. 5.316, Od. 19.468; fig., φήμην, ἔπος, Od. 20.105, Od. 14.466; κῦδός τινι, ‘bestow,’ Il. 16.241.
Greek Monolingual
Α ἵημι
1. αποστέλλω κάποιον εκ τών προτέρων ή στέλνω κάτι από πριν («αἶψα δ’ ἐπ' Αἴαντα προΐεις κήρυκα θοώτην», Ομ. Ιλ.)
2. αφήνω κάποιον να πάει κάπου («Μαίον' ἄρα προέηκε, θεῶν τετράεσσι πιθήσας», Ομ. Ιλ.)
3. αφήνω κάτι να πέσει («πηδάλιον ἐκ χειρῶν προέηκε», Ομ. Οδ.)
4. (για αλιέα) πετώ στη θάλασσα («ἁλιεύς... ἐς πόντον προΐησι βοὸς κέρας ἀγραύλοιο», Ομ. Οδ.)
5. εκσφενδονίζω κάτι προς τα εμπρός («Φηγεύς ῥα πρότερος προΐει δολιχόσκιον ἔγχος», Ομ. Ιλ.)
6. (για ποταμό) εκβάλλω, χύνω («ὅς ρ' ἐς Πηνειὸν προΐει καλλίρροον ὕδωρ», Ομ. Ιλ.)
7. προδίδω («οἱ δέ μιν ἐξαιτέονται προεῑναι κελεύοντες Κυμαίους», Ηρόδ.)
8. (με αυτοπαθή αντων.) επιδίδομαι, αφοσιώνομαι σε κάτι («οὔκουν δεῑ ἀμελεῑν οὐδ' ἐπὶ τὸ αὐτίκα ἡδὺ προϊέναι αὑτούς», Ξεν.)
9. μέσ. προΐεμαι
α) (σχετικά με εκρίμματα, βλαστούς κ.λπ.) χύνω, αποβάλλω ή βγάζω (α. «κόπρον δὲ προΐεται, ἕως ἂν ῇ σκωλήκιον», Αριστοτ.
β. «αἳ διαθερμαινόμεναι τῇ ὥρᾳ προΐενται τοὺς βλαστούς», θεόφρ.)
β) (σχετικά με ήχο) εκφωνώ, εκπέμπω («καὶ πᾱσαν προϊέμενοι φωνήν», Πολ.)
γ) διώχνω προς κάποιο μέρος
δ) αφήνω, παραδίδω («τὴν Κέρκυραν έβούλοντο μὴ προέσθαι τοῑς Κορινθίοις», Θουκ.)
ε) αφήνω, εγκαταλείπω
στ) αφήνω κάποιον να διαφύγει
ζ) αφήνω να παρέλθει («μὴ προΐεσθαι διὰ κενῆς τὸν χρόνον», Πολ.)
η) (σπαν. με καλή σημ.) εμπιστεύομαι σε κάποιον
θ) δωρίζω, παραχωρώ, χαρίζω («προέσθαι τὴν εὐεργεσίαν ἄνευ μισθοῡ», Πλάτ.)
ι) παραδίδω κάτι χωρίς πληρωμή
ια) δανείζω
ιβ) αποβάλλω, απορρίπτω («θοἰμάτιον προέσθαι καὶ μικροῡ γυμνόν ἐν τῷ χιτωνίσκω γενέσθαι», Δημοσθ.)
ιγ) χάνω («εἰ γὰρ προήσεσθε τοῡτον τὸν καιρόν», Λυκούργ.)
ιδ) είμαι απερίσκεπτος («μὴ προέσθαι μηδ' ἐᾱσαι κατασχεῑν Φίλιππον», Δημόσθ.)
10. φρ. «προΐημι ἔπος» — πετώ έναν λόγο απερίσκεπτα.