ἀρέσκω
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
English (LSJ)
[ᾰ], impf.
A ἤρεσκον Th.5.37, etc.: fut. ἀρέσω D.39.33, Ep. ἀρέσσω (συν-) A.R.3.901: aor. ἤρεσα Hdt.8.19, Com.Adesp.19.4D., etc., Ep. ἄρεσσα A.R.3.301, inf. ἀρέσαι Il., X.: pf. ἀρήρεκα Corn.ND24, S.E.M.1.238:—Med., fut. ἀρέσομαι A.Supp.655 (lyr.), Ep. ἀρέσσομαι Il.4.362: aor. ἠρεσάμην, Ep. ἀρ- Hes.Sc.255, Ep. part. ἀρεσσάμενος Il. 9.112, Thgn.762: aor. Pass. in med. sense, S.Ant.500:—Pass., aor. ἠρέσθην Paus.2.13.8, J.AJ12.9.6. I of pers. only, make good, make amends, ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι Il.9.120:—Med., ταῦτα δ' ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ' εἴ τι κακὸν νῦν εἴρηται 4.362, cf. Od.22.55, Q.S.4.377, 9.510; σπονδὰς θεοῖς ἀρέσασθαι make full drink-offerings to the gods, Thgn. l.c. 2 in Hom. also freq. in Med., c. acc. pers. et dat. modi, appease, conciliate, αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι καὶ δώρῳ Od.8.396; τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι ὡς σὺ κελεύεις ib.402; ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν δώροισι Il.9.112, cf. 19.179; καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται A.Supp.655; καί σε φίλως θυέεσσιν ἀρέσσατο Maiist.11: c. gen. rei, ἀρέσαντο φρένας αἵματος they sated their heart with blood, Hes.Sc. 255. 3 after Hom., c. dat. pers., please, satisfy, οὔτε γάρ μοι Πολυκράτης ἤρεσκε δεσπόζων . . Hdt.3.142; δεῖ μ' ἀρέσκειν τοῖς κάτω S.Ant.75, cf. 89; ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν to be obsequious to them, E.Fr.93, cf. X.Mem.2.2.11; ἀ. τρόποις τινός conform to his ways, D.61.19; τὸ κολακεύειν νῦν ἀρέσκειν ὄνομ' ἔχει Anaxandr.42; πᾶσιν ἀρέσκω 1 Ep.Cor.10.33; ἑαυτοῖς Ep.Rom.15.1:—Med., μάλιστα ἠρέσκοντό <οἱ> οἱ ἀπ' Ἀθηνέων pleased him most, Hdt.6.128. II of things, c. dat. pers., please, εἴ τοι ἀρέσκει τὰ ἐγὼ λέγω Hdt.1.89; κάρτα οἱ ἤρεσε ἡ ὑποθήκη Id.8.58, cf. 3.40, 6.22; τῷ τοῦτ' ἤρεσεν; S. El.409; σοὶ ταῦτ' ἀρέσκει Id.Ant.211, etc.; τοῖς . . πρέσβεσιν ἤρεσκεν [the proposal] pleased them, Th.5.37, cf. Pl.Tht.157d, al.: also in aor. Pass., μηδ' ἀρεσθείη ποτέ (sc. μηδὲν τῶν σῶν λόγων) S.Ant. 500. III c. acc. pers., οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Id.Aj.584; οὐδέ σ' ἀρέσκει τὸ παρόν E.Hipp.185 (lyr.), cf.Or.210; τουτὶ . . μ' οὐκ ἀ. Ar.Pl.353, cf. Ach.189, Ra.103, Th.1.128; πότερός σε ὁ τρόπος ἀ.; Pl.Cra.433e, cf. 391c, R.557b, Tht.172d: hence in Pass., to be pleased, satisfied, οὐκ ἠρέσκετο λειπομένου Μαρδονίου ὑπὸ βασιλέος Hdt. 9.66; τῇ κρίσι with the decision, Id.3.34; διαίτῃ Σκυθικῇ Id.4.78; τοῖς λόγοις Th.1.129, cf. 2.68; τῇ σῇ συνουσίᾳ Pl.Thg.127b; later in aor., ἠρέσθη τῇ γνώμῃ J. l.c., al.; ἀρεσθεὶς τῷ πώματι Paus. l.c. IV ἀρέσκει is used impers. to express the opinion or resolution of a public body, ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν Hdt.8.19; ἢν δ' ἀρέσκῃ ταῦτ' Ἀθηναίοις Ar.Eq.1311; ἀρέσκει . . εἶναι Δελφῶν it is resolved that... SIG827D10; also of prevailing opinions, ἀρέσκει περὶ τρίψεως παραγγέλλοντας . . writers on massage lay down the rule that... Gal. 6.96; τὰ ἀρέσκοντα the dogmas of philosophers, Plu.2.448a, 1006d, etc.:—Med., ἐξεῖναι παρ' ὁποτέρους ἂν ἀρέσκηται ἐλθεῖν Th.1.35. V part. ἀρέσκων, ουσα, ον, grateful, acceptable, ὅσοις τάδ' ἔστ' ἀρέσκονθ' S.OT274; μηδὲν ἀρέσκον λέγειν Th.3.34; ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους Isoc.8.5. 2 of persons, acceptable, τὸν ἀρέσκοντα αὑτῷ προσλαμβάνειν Pl.Lg.951e; τῇ πόλει ἀ. Lys.19.13. (Cognate with ἀραρίσκω.)
German (Pape)
[Seite 348] (ἄρω), fut. ἀρέσω, aor. ἤρεσα, med. ἀρέσομαι, ἠρεσάμην, ep. ἀρέσσασθαι, perf. p. ἤρεσμαι; Sext. Emp. adv. Gr. führtauch ἀρήρεκα an; befriedigen; Hom. nicht oft: ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι, ich will wieder gut machen, Iliad. 9, 120. 19, 138; ταῦτα ὄπισθεν ἀρεσσόμεθα 4, 362; τὰ ὄπισθεν ἀρεσσόμεθα 6, 526; τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι, versöhnen, Od. 8, 402; ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον 22, 55; ὥς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν δώροισίν τεἔπεσσί τε Iliad. 9, 112; ὃ δή μοι δῶκας ἀρεσσάμενος ἐπέεσσιν Od. 8, 415; Εὐρύαλος δέ ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσιν καὶ δώρῳ 8, 396; ἔπειτά σε δαιτὶ ἀρεσάσθω Iliad. 19, 179. Oft bei den Att.: εἰ οὖν τί σε τούτων ἀρέσκει Thuc. 1, 128; ἐὰν ὁ λόγος αὐτοὺς ἀρέσῃ Plat. Theaet. 172 d, pass. zufriedengestellt werden, ἀρέσκομαι λόγοις Thuc. 1, 129; τῇ καταστάσει 2, 68; vgl. 5, 4. 8, 84; τῇ κρίσει, διαίτῃ, τοῖς πράγμασι Her. 3, 34. 4, 78. 9, 66; τῇ σῇ συνουσίᾳ, Gefallen finden daran, Plat. Theag. 127 b; Luc. ἀρέσκεσθαι καὶ ἀγαπᾶν τινί D. Mort. 26, 2. Med., καθαροῖς βωμοῖς θεούς Aesch. Suppl. 642; ἱεροῖς θεούς Xen. Mem. 4, 3, 16; wohlgefällig machen, σπονδὰς θεοῖς ἀρεσσάμενοι Theogn. 762; φρένας ἀρέσαντο αἴματος ἀνδρομέοιο, sie sättigten ihr Gelüst an Blut, Hes. Sc. 255; Pass., wohlgefällig werden, gefallen, Her. 6, 128. 9, 79; Thuc. 1, 35; so auch Soph. Ant. 496 ὡς ἐμοὶ τῶν σῶν λόγων ἀρεστὸν οὐδὲν μηδ' ἀρεσθείη ποτέ, wo Herm. ἀρεσθείην ändert. Am häufigsten in att. Prosa gefallen, meist τινί, obwohl die Atticisten τινά vorziehen; Plat. Theaet. 157 c Crit. 35 a; Xen. Mem. 2, 2, 12 u. oft; ἀρέσκει μοι, es beliebt mir; ἀρέσκον λέγειν Thuc. 3, 34; τὰ ἀρέσκοντα, bes. Lehrsätze der Philosophen, Plut. plac. ph.
Greek (Liddell-Scott)
ἀρέσκω: καὶ παρατ. ἤρεσκον, Σοφ. καὶ Ἀττ. πεζ.: μέλλ. ἀρέσω Δημ. 1004. 13, Ἐπ. ἀρέσσω Ἀπολλ. Ρόδ. (ἐν συνθέσ. συν-): ἀόρ. ἤρεσα Ἡρόδ., Ἀττ., Ἐπ. ἄρεσσα Ἀπολλ. Ρόδ.· ἀπαρ. ἀρέσαι Ἰλ., Ξεν.· πρκμ. ἀρήρεκα Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 238: ― Μέσ. μέλλ. ἀρέσομαι Αἰσχύλ. Ἱκ. 655, Ἐπ. ἀρέσσομαι Ἰλ. Δ. 362: ἀόρ. ἠρεσάμην, Ἐπ. ἀρ- Ἡσ. Ἀσπ. 255, Ἐπ. μετοχ. ἀρεσσάμενος Ἰλ. Ι. 112, Θέογν. (πρβλ. ἐξαρέσκομαι): ἀόρ, παθ. ἠρέσθη Ἰώσηπ. ἔνθα κατωτ., ἀρεσθεὶς Παυσ. ἔνθα κατωτέρω, μετὰ μέσ. σημασ. ἀρεσθείη Σοφ. Ἀντ. 500: ― (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε *ἄρω). 1) μετὰ προσωπικοῦ ὑποκειμένου, ἐπανορθῶ τὸ ἄτοπον ὅπερ ἔπραξα, συμβιβάζω τὸ πρᾶγμα, ἄψ ἐθέλω ἀρέσαι, «εἰς ἀρέσκειαν ἐλθεῖν φιλοφρόνως» (Σχόλ.) Ἰλ. Ι. 120., Τ. 138: ― οὕτως ἐν τῷ μέσ., ἄλλ’ ἴθι, ταῦτα δ’ ὄπισθεν ἀρεσσόμεθα, «ταῦτα ἐν τῷ μετὰ ταῦτα χρόνῳ ἐξιλεωσόμεθα, θεραπεύσομεν» (Σχόλ.), Δ. 362, πρβλ. Ὀδ. Χ. 55· σπονδὰς θεοῖς ἀρέσασθαι Θέογν. 760. 2) παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως ἐν μέσ. τύπ. μετ’ αἰτιατ. προσ. καὶ δοτ. τρόπου, καθησυχάζω, καταπραΰνω, ἀνακτῶμαι τὴν εὔνοιάν τινος, αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσιν καὶ δώρῳ Ὀδ. Θ. 396, (οὕτω, 402, τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι ὥς σὺ κελεύεις)· ὡς κέν μιν ἀρεσσάμενοι πεπίθωμεν δώροισι Ἰλ. Ι. 112, πρβλ. 19. 199· καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται Αἰσχύλ. Ἱκ. 655· μετὰ γεν. πράγμ., ἀρέσαντο φρένας αἵματος, ἐκόρεσαν τὴν καρδίαν των δι’ αἵματος, Ἡσ. Ἀσπ. 255. 3) μεθ’ Ὅμ., μετὰ δοτ. προσ. εὐχαριστῶ, εὐαρεστῶ, ἱκανοποιῶ, οὐ γὰρ μοι Πολυκράτης ἤρεσκε δεσπόζων Ἡρόδ. 3. 142· δεῖ μ’ ἀρέσκειν τοῖς κάτω Σοφ. Ἀντ. 75, πρβλ. 89· ἀεὶ δ’ ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσιν, νὰ εἶναί τις ἀρεστός, περιποιητικός, κολακευτικός, Εὐρ. Ἀποσπ. 94· ἀρέσκειν τρόποις τινός, συμμορφοῦσθαι πρὸς τοὺς τρόπους τινός, Δημ. 1406. ἐν τέλ.· τὸ γὰρ κολακεύειν νῦν ἀρέσκειν ὄνομ’ ἔχει Ἀναξανδρίδης ἐν «Σαμίᾳ» 1· πρβλ. ἄρεσκος: ― ὡσαύτως κατὰ μέσ. τύπον, μάλιστα ἠρέσκοντο [αὐτῷ] οἱ ἀπ’ Ἀθηνέων ἀπιγμένοι, πρὸ πάντων ἦσαν αὐτῷ ἀρεστοί οἱ ἐξ Ἀθηνῶν ἐλθόντες, Ἡρόδ. 6. 128. ΙΙ. ἔχον ὡς ὑποκείμενον πρᾶγμά τι, μετὰ δοτ. προσώπ. ταῦτα ἀρέσκει μοι Ἡρόδ. 1. 89· κάρτα οἱ ἤρεσε ἡ ὑποθήκη ὁ αὐτ. 8. 58, πρβλ. 3. 40., 6. 22· οὕτω παρ’ Ἀττ. τῷ ταῦτ’ ἤρεσεν; Σοφ. Ἠλ. 409· σοὶ ταῦτ’ ἀρέσκει ὁ αὐτ. Ἀντ. 211, κτλ.· τοῖς… πρέσβεσιν ἤρεσκεν [ἡ πρότασις], ἤρεσκεν αὐτοῖς, Θουκ. 5. 37, πρβλ. Πλάτ. Θεαίτ. 157D κ. ἀλλ.: ― ἐν Σοφ. Ἀντ. 500· ὁ παθ. ἀόρ. βεβαίως ἔχει τὴν αὐτὴν ἔννοιαν, μηδ’ ἀρεσθείη ποτὲ (ἐνν. μηδὲν τῶν σῶν λόγων), ἴδε διεξοδικὴν σημείωσιν τοῦ Jebb ἐν τόπῳ. ΙΙΙ. παρ’ Ἀττ. ὡσαύτως μετ’ αἰτ. προσ., οὐ γὰρ μ’ ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη Σοφ. Αἴ. 584· οὐδέ σ’ ἀρέσκει τὸ παρὸν Εὐρ. Ἱππ. 185, πρβλ. Ὀρ. 210· τουτί μ’ οὐκ ἀρέσκει Ἀριστοφ. Πλ. 353, πρβλ. Ἀχ. 189, Βατρ. 103, Θουκ. 1. 128· πότερός σε ὁ τρόπος ἀρ. Πλάτ. Κρατ. 433Ε, πρβλ. 391C, Πολ. 557Β, Θεαίτ. 172D: ― ἐντεῦθεν ἡ τοῦ παθ. χρῆσις, ἀρέσκομαι, εὐχαριστοῦμαι, ἱκανοποιοῦμαι, εἶμαι εὐχαριστημένος, τῇ κρίσει, μὲ τὴν ἀπόφασιν, Ἡρόδ. 3. 34· διαίτῃ Σκυθικῇ 4. 78, πρβλ. 7. 160., 9. 66· τοῖς λόγοις Θουκ. 1. 129, πρβλ. 2. 68· τῇ σῇ συνουσίᾳ Πλάτ. Θεαίτ. 127Β· μεταγεν. κατ’ ἀόρ., ἠρέσθη τῇ γνώμῃ Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ι. 12. 9, 6· ἀρεσθεὶς τῷ πώματι Παυσ. 2. 13, 8. IV. τὸ ἀρέσκει, κεῖται ὡς τὸ Λατ. placet, πρὸς δήλωσιν τῆς γνώμης ἢ ἀποφάσεως δημοσίου τινὸς σωματείου, ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν Ἡρόδ. 8. 19· ἢν δ’ ἀρέσκῃ ταῦτ’ Ἀθηναίοις Εὔπολ. (;) ἐν Ἀδήλ. 143. 20· ἀρέσκει... εἶναι Δελφῶν, ἀπεφασίσθη ὅτι..., Συλλ. Ἐπιγρ. 1711. 10· - οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, ἐξεῖναι παρ’ ὁποτέρους ἂν ἀρέσκηται ἐλθεῖν Θουκ. 1. 35. V. μετ. ἀρέσκων, ουσα, ον, ἀρεστός, εὐπρόσδεκτος, ὅσοις τάδ’ ἔστ’ ἀρέσκοντ’ Σοφ. Ο. Τ. 274· ἀρέσκον λέγειν Θουκ. 3. 34· ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους Ἰσοκρ. 159D· τὰ ἀρέσκοντα ἢ ἀρέσαντα, Λατ. placita, τὰ ἀρέσκοντα τοῖς φιλοσόφοις δόγματα, Πλούτ. 2. 348Α, 1006C. 2) ἐπὶ προσ., εὐαρεστῶν, δημοτικός, τῇ πόλει ἀρ. Λυσ. 153. 8, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 951Ε.
French (Bailly abrégé)
impf. ἤρεσκον, f. ἀρέσω, ao. ἤρεσα, pf. réc. ἀρήρεκα;
Pass. impf. ἠρεσκόμην, ao. ἠρέσθην, pf. inus.
I. intr. 1 donner satisfaction;
2 plaire à, τινι : ταὐτὰ ἀρέσκει μοι HDT (si) tu es du même avis que moi ; τῷ τοῦτ’ ἤρεσεν ; SOPH qui a pu trouver cela bon ? càd lui donner ce conseil ? Pass. être satisfait de, τινι ; ὅσοις τάδ’ ἔστ’ ἀρέσκοντα SOPH tous ceux qui approuvent ces imprécations (d’Œdipe) ; ἀρέσκον λέγειν THC agréable à dire ; ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν HDT ils décidèrent de faire ainsi ; abs. τὰ ἀρέσκοντα PLUT ou τὰ ἀρέσαντα PLUT ce qui plaît ou paraît bon (à chacun), càd les opinions, les doctrines (des philosophes);
II. tr. rendre (une chose) agréable (à qqn) ; Pass. être agréable, plaire;
Moy. ἀρέσκομαι (impf. ἠρεσκόμην, f. ἀρέσομαι, ao. ἠρεσάμην);
1 tr. se rendre favorable, se concilier : τινά τινι qqn (une divinité) au moyen de qch;
2 intr. être agréable, plaire : μάλιστα ἠρέσκοντο (αὐτῷ) οἱ ἀπ’ Ἀθηνέων HDT ceux d’Athènes (lui) plaisaient surtout.
Étymologie: DELG apparenté à ἀραρίσκω.
English (Autenrieth)
act. only aor. inf. ἀρέσαι, mid. fut. ἀρέσσομαι, aor. imp. ἀρε(ς)σάσθω, part. ἀρεσσάμενος: act., make amends, Il. 9.120, Il. 19.138; mid, make good (τὶ) for oneself or for each other, appease, reconcile (τινά); ταῦτα δ' ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ, ει τι κακὸν νῦν | εἴρηται, Il. 4.363; ἔπειτά σε δαιτὶ ἐνὶ κλισίῃς ἀρεσάσθω, with a feast of reconciliation, Il. 19.179.
Spanish (DGE)
• Prosodia: [ᾰ-]
• Morfología: [v. act. aor. ind. ἄρεσσαν A.R.3.301; perf. ind. ἀρήρεκεν S.E.M.1.238, inf. ἀρηρεκέναι Corn.ND 24; v. med. fut. ind. ἀρεσσόμεθα Il.4.362; aor. ind. ἀρέσαντο Hes.Sc.255, imperat. ἀρεσσάσθω Od.8.396, part. ἀρεσσάμενοι Il.9.112, Thgn.762; v. pas. aor. ind. ἠρέσθη I.AI 12.381, opt. ἀρεσθείη S.Ant.500, part. ἀρεσθείς Paus.2.13.8, Plot.1.6.8, Gp.5.6.6]
I en v. med.
1 c. ac. de cosa enmendar, arreglar ταῦτα δ' ὄπισθεν ἀρεσσόμεθ', εἴ τι κακὸν νῦν εἴρηται Il.4.362
•abs. dar una satisfacción ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι δόμεναί τ' ἀπερείσι' ἄποινα Il.9.120, ἄμμες ὄπισθεν ἀρεσσάμενοι κατὰ δῆμον (con idea de compensación monetaria) Od.22.55.
2 conciliarse a alguien con algo c. ac. de pers. y dat. instrum. μιν ἀρεσσάμενοι ... δώροισίν τ' ἀγανοῖσιν ἔπεσσί τε μειλιχίοισι Il.9.112, ἑ αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσι καὶ δώρῳ Od.8.396, καθαροῖσι βωμοῖς θεοὺς ἀρέσονται A.Supp.655, σε φίλως θυέεσσιν ἀρέσατο Maiist.40, τοὺς δὲ ... ἀρεσσάμεφιλότητι Q.S.4.377, (σε) δώροισιν ἀρεσσόμεθ' ἀπλήτοισι Q.S.9.510
•c. ac. de pers. y otras determ. τὸν ξεῖνον ἀρέσσομαι, ὡς σὺ κελεύεις Od.8.402, σε ... ἐνὶ κλισίῃς ἀρεσάσθω Il.19.179, φρένας ... ἀρέσαντο αἵματος Hes.Sc.255
•c. dat. de pers. y ac. int. σπονδὰς θεοῖσιν ἀρεσσάμενοι conciliándose a los dioses con libaciones Thgn.762.
II 1en v. act. ser grato, agradar c. suj. de pers. y dat. tb. de pers. οὔτε γὰρ μοι Πολυκράτης ἤρεσκε δεσπόζων Hdt.3.142, δεῖ μ' ἀρέσκειν τοῖς κάτω S.Ant.75, cf. 89, ἀεὶ δ' ἀρέσκειν τοῖς κρατοῦσι E.Fr.93, μηδενὶ ἀνθρώπων ... ἀρέσκειν X.Mem.2.2.11, τὸν ἀρέσκοντα αὑτῷ προσλαμβάνων eligiendo a uno que le sea grato Pl.Lg.951e, ὁρῶν αὐτοὺς ... τῇ πόλει ... ἀρέσκοντας Lys.19.13, αὐτοῖς Theopomp.Hist.162, πλήθει Sext.Sent.112, πᾶσιν 1Ep.Cor.10.33, ἑαυτοῖς Ep.Rom.15.1, ἀρέσασα σεμνῇ πόλει ICr.2.3.44.6 (Aptera III/IV d.C.)
•τὸ τοῖς ἁπάντων τρόποις ἀρέσκειν el acomodarse al carácter de todos D.61.19
•raro en v. med. μάλιστα ... ἠρέσκοντο <οἱ> οἱ ἀπ' Ἀθηνέων Hdt.6.128, ἀρεσκομένου Χαρίτεσσι AP 7.440 (Leon.)
•en v. act. con suj. de abstr. y dat. de pers. εἴ τοι ἀρέσκει τὰ ἐγὼ λέγω Hdt.1.89, ἐμοὶ δὲ αἱ σαὶ μεγάλαι εὐτυχίαι οὐκ ἀρέσκουσι Hdt.3.40, κάρτα τε τῷ Θεμιστοκλέϊ ἤρεσε ἡ ὑποθήκη Hdt.8.58, τῷ τοῦτ' ἤρεσεν; S.El.409, σοὶ ταῦτ' ἀρέσκει S.Ant.211, ἢν δ' ἀρέσκῃ ταῦτ' Ἀθηναίοις Ar.Eq.1311, τοῖς ... πρέσβεσιν ... ἤρεσκεν de una propuesta, Th.5.37, εἴ σοι ἀρέσκει τὸ μή τι εἶναι ... Pl.Tht.157d, εἴπερ ἤρεσκε αὐτῷ de una argumentación, Aristox.Harm.40.7, διὰ τὸ τοῖς πολλοῖς ἀρέσκειν τὰ ἀγεννῆ Aristid.Quint.61.24, τὰ ἄλλα μέρη ἀρέσκει μοι Hierocl.Facet.63, cf. 91, ἐὰν γὰρ ὁ λό[γο] ς ἀρέσει ὑμῖν PAnt.188.9 (VI d.C.)
•en part. c. dat. de pers. o abs. agradable ὅσοις τάδ' ἔστ' ἀρέσκονθ' S.OT 274, ἢν μηδὲν ἀρέσκον λέγῃ Th.3.34, ἀρέσκοντας ὑμῖν λόγους Isoc.8.5, περὶ τοῦ ἀρέ[σ] κοντος σοι χρώματος PAlex.Giss.45.4 (II d.C.), ἀρέσασά μοι τιμή SB 9825.4 (IV d.C.)
•en v. act. c. suj. de pers. y ac. tb. de pers. οὐ γάρ μ' ἀρέσκει τῷ λίαν παρειμένῳ no me es grato en su excesivo desmayo E.Or.210, ἐὰν ... ὁ ἐπελθὼν ... μᾶλλον ... ἡμᾶς ἀρέσῃ Pl.Tht.172d, τοὺς ἔμπροσθεν ἀρέσαντες αὐτοκράτορας Iust.Const.δέδωκεν 20a
•en v. act. c. suj. de abstr. y ac. οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου τεθηγμένη S.Ai.584, οὐδέ σ' ἀρέσκει τὸ παρόν E.Hipp.184, τουτὶ ... μ' οὐκ ἀρέσκει Ar.Pl.353, cf. Ach.189, σὲ δὲ ταῦτ' ἀρέσκει; Ar.Ra.103, εἰ ... τί σε τούτων ἀρέσκει Th.1.128, μᾶλλον σε ἀρέσκει ὁ τρόπος Pl.Cra.433e, σε ταῦτα ἀρέσκει Pl.Cra.391c, ἥτις ἕκαστον ἀρέσκοι Pl.R.557b, ἐὰν ἀρέ[σ] ῃ ἀναπλεῦσαί σε PSarap.83.16 (I/II d.C.)
•c. giro prep. ὅσα ἤρεσεν ἐν ὀφθαλμοῖς Ισραηλ cuantas cosas fueron gratas a los ojos de Israel LXX 2Re.3.19
•c. gen. ἤρεσεν ἐνώπιον κυρίου LXX 3Re.3.10
•abs. τὸ γὰρ κολακεύειν νῦν ἀρέσκειν ὄνομ' ἔχει Anaxandr.42 (cj.), tb. en v. med.-pas. μήδ' ἀρεσθείη ποτέ S.Ant.500, εἴρηται ... ἐξεῖναι παρ' ὁποτέρους ἂν ἀρέσκηται ἐλθεῖν se dice (en el tratado) que les está permitido irse con cualquiera de las dos partes que les sea grato Th.1.35.
2 en v. med.-pas. estar satisfecho de c. gen. οὐκ ἠρέσκετο ... λειπομένου Μαρδονίου ἀπὸ βασιλέος Hdt.9.66
•c. dat. de abstr. o cosa estar satisfecho con οὐκ ἀρεσκόμενος τῇ ... κρίσι Hdt.3.34, διαίτῃ μὲν οὐδαμῶς ἠρέσκετο Σκυθικῇ Hdt.4.78, τοῖς λόγοις ... ἀρέσκομαι Th.1.129, οὐκ ἀρεσκόμενος τῇ ἐν Ἄργει καταστάσει Th.2.68, εἰ οὗτος τε ἀρέσκοιτο τῇ σῇ συνουσίᾳ Pl.Thg.127b, πῶς ἂν εἶεν φίλοι μήτ' ἀρεσκόμενοι τοῖς αὐτοῖς; Arist.EN 1165b28, μὴ ἀρεσκόμενοι τοῖς παροῦσιν Aen.Tact.10.19, ἠρέσθη τό τε στράτευμα καὶ οἱ ἡγεμονες τῇ γνώμῃ I.AI 12.381, οὐκ ἀρεσθεὶς τῷ δοθέντι πώματι Paus.2.13.8.
III c. inf. acordar, decidir ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν les pareció bien hacer estas cosas e.d. acordaron hacer estas cosas Hdt.8.19, ἀρέσκει ... εἶναι ... se decide que, FD 4.293.10 (II d.C.)
•opinar ἀρέσκει περὶ τρίψεως παραγγέλλοντας δεῖν ἀεὶ συναρμόζειν ταῖς ποιότησι τὰς ποσότητας Gal.6.96
•τὰ ἀρέσκοντα los dogmas de los filósofos, Plu.2.448a, 1006d.
• Etimología: Prob. de la raíz de ἀρετή c. el suf. -sk-. Dud. rel. c. ἀραρίσκω q.u.
English (Strong)
probably from αἴρω (through the idea of exciting emotion); to be agreeable (or by implication, to seek to be so): please.
English (Thayer)
imperfect ἤρεσκον; future ἀρέσω; 1st aorist ἤρεσα; (ἈΡΩ (see ἄρα at the beginning)); (from Homer down);
a. to please: τίνι, ἐνώπιον τίνος, after the Hebrew בְּעֵינֵי, to strive to please; to accommodate oneself to the opinions, desires, interests of others: τίνι, πάντα πᾶσιν ἀρέσκω); ἀρέσκειν ἑαυτῷ, to please oneself and therefore to have an eye to one's own interests: Romans 15:1,3.
Greek Monotonic
ἀρέσκω: [ᾰ], παρατ. ἤρεσκον, μέλ. ἀρέσω, αόρ. αʹ ἤρεσα — Μέσ. μέλ. ἀρέσομαι, Επικ. ἀρέσσομαι, αόρ. αʹ ἠρεσάμην, Επικ. μτχ. ἀρεσσάμενος· Παθ. αόρ. αʹ με Μέσ. σημασία ἠρέσθην (*ἄρω)·
I. 1. επανορθώνω κάτι άτοπο που έπραξα, φέρνω τα πράγματα σε συμβιβασμό, σε εξισορρόπηση· ἂψ ἐθέλω ἀρέσαι, διορθώνω, επανορθώνω, σε Ομήρ. Ιλ. — Μέσ., ταῦταἀρεσσόμεθα, θα τα διορθώσουμε αυτά μεταξύ μας, σε Όμηρ.
2. Μέσ., καθησυχάζω, καταπραΰνω, κατευνάζω, καθησυχάζω, επανακτώ την εύνοια κάποιου· αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσιν, σε Ομήρ. Οδ.
3. μεταγεν. του Ομήρ., με δοτ. προσ., ευαρεστώ, ευχαριστώ, ικανοποιώ, κολακεύω κάποιον, σε Ηρόδ., Αττ.· ταῦτα ἀρέσκει μοι, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., στον ίδ.
II. στην Αττ. επίσης, με αιτ. προσ., οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου, σε Σοφ.· τουτί μ' οὐκ ἀρέσκει, σε Αριστοφ.· από όπου, στην Παθ., ευαρεστούμαι, ευχαριστιέμαι, ικανοποιούμαι με κάτι, με δοτ. πράγμ., σε Ηρόδ., Θουκ.
III. το ἀρέσκει (απρόσ.) χρησιμοποιείται όπως και το Λατ. placet, για να δηλώσει την απόφαση δημοσίου σώματος ή συνέλευσης, ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν, σε Ηρόδ.· ομοίως στη Μέσ., σε Θουκ.
IV.μτχ. ἀρέσκων, -ουσα, -ον, αυτός που προξενεί ευαρέσκεια, αρεστός, ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, σε Σοφ., Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀρέσκω: (ᾰ) (fut. ἀρέσω, aor. ἤρεσα, fut. med. ἀρέσομαι - эп. ἀρέσσομαι, pf. ἀρήρεκα)
1) улаживать, исправлять (ἄψ или ὄπισθέν τι Hom.);
2) умиротворять, удовлетворять, умилостивлять (τινὰ δώρῳ Hom.; βωμοῖς θεούς Aesch.; med. φρένα, αἵματος Hes.);
3) med. примирять с собой, располагать к себе (τινα δώροισιν Hom.; θεοὺς ἱεροῖς Xen.);
4) pass. удовлетворяться, быть довольным (τινι Her., Plat.);
5) реже med.-pass. быть угодным, быть по душе, нравиться (τινί Her., Thuc., Soph., Arph., Plat., реже τινά Soph., Eur., Plut.): τῷ τοῦτ᾽ ἤρεσεν; Soph. кому это оказалось по душе?, т. е. кому это пришло в голову?; μηδὲν ἀρέσκον λέγειν Thuc. делать неприемлемые предложения, т. е. не прийти к соглашению; τὰ ἀρέσκοντα и τὰ ἀρέσαντα Plut. личные мнения, взгляды;
6) быть приятным, угождать, сообразоваться, приноравливаться (τοῖς κρατοῦσιν Eur.; τρόποις τινός Dem.).
Frisk Etymological English
Grammatical information: v.
Meaning: please, satisfy (Il.).
Other forms: Aor. ἀρέσαι
Derivatives: With inorganic σ (Schwyzer 503), ἀρεστός pleasing (Hdt.), Ἀρέστωρ PN (Hes. u. a.) and ἀρέσμιον honorarium (Stiris). From the present-stem: ἄρεσκος obsequious (Arist.), ἀρεσκεία (Arist.).
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *h₂erh₁-?
Etymology: The word seems to have a disyllabic root, *h₂erh₁-, but connection with ἀρείων, ἀρε-τή is semantically not probable. Connection with ἀρ- in ἀραρίσκω is just a guess. Lit. Schwyzer 708 A. 8.
Middle Liddell
[*ἄρω]
I. to make good, make up, ἂψ ἀρέσαι to make amends, Il.:—Mid., ταῦτα ἀρεσσόμεθα this will we make up among ourselves, Hom.
2. Mid. to appease, conciliate, αὐτὸν ἀρεσσάσθω ἐπέεσσιν Od.
3. after Hom., c. dat. pers. to please, satisfy, flatter, Hdt., attic; ταῦτα ἀρέσκει μοι Hdt.;—so, in Mid., Hdt.
II. in attic also c. acc. pers., οὐ γάρ μ' ἀρέσκει γλῶσσά σου Soph.; τουτί μ' οὐκ ἀρ. Ar.: hence, in Pass., to be pleased, satisfied with a thing, c. dat. rei, Hdt., Thuc.
III. ἀρέσκει is used, like Lat. placet, to express the resolution of a public body, ταῦτα ἤρεσέ σφι ποιέειν Hdt.:—so in Mid., Thuc.
IV. part. ἀρέσκων, ουσα, ον, grateful, acceptable, Soph., Thuc.
Frisk Etymology German
ἀρέσκω: {aréskō}
Forms: Aor. ἀρέσαι
Grammar: v.
Meaning: befriedigen, gefallen (seit Il.).
Derivative: Vom Präsensstamm: ἄρεσκος gefällig, schmeichlerisch (Arist., Thphr.) und auch (nach den zahlreichen Abstrakta auf -εία, vgl. Chantraine Formation 89f.) ἀρεσκεία gefälliges, schmeichelndes Wesen (Arist., hell.). Eine retrograde Ableitung von ἀρεσκεία ist ἀρεσκεύομαι sich schmeichlerisch betragen (Klearch., Plu., M. Ant.) mit ἀρέσκευμα (Plu., Epikur.) und ἀρεσκευτικός, (M. Ant.). — Vom Verbalstamm: ἄρεσις Gefälligkeit (Priene IIa). Ebenso, mit "anorganischem" σ (Schwyzer 503, Chantraine 305), ἀρεστός angenehm, beliebt (ion., poet., hell.) und ἀρεστήρ m. "Versöhner", N. eines Opferkuchens zur Sühnung eines Gottes (Inschr., Ael. Dion. u. a.) mit ἀρεστήριος versöhnend (D. H.), ἀρεστηρία (θυσία) und ἀρεστήριον (Inschr.); dazu noch Ἀρέστωρ PN (Hes. u. a.) und ἀρέσμιον honorarium (Stiris, vgl. Schwyzer 493 A. 10).
Etymology : Das Präsens ἀρέσκω und der Aorist ἀρέσαι fußen auf einer zweisilbigen Wurzel, die auch in ἀρείων und ἀρετή (s. d.) vorliegt und eine Wechselform zu dem einsilbigen ἀρ- in ἀραρίσκω, ἀραρεῖν usw. (s. d.) darstellt. Vgl. die Lit. bei Schwyzer 708 A. 8.
Page 1,136
Chinese
原文音譯:¢ršskw 阿雷士可
詞類次數:動詞(17)
原文字根:取悅 相當於: (יָטַב) (יָשַׁר / שָׁרָה)
字義溯源:合意*,喜悅,喜歡,歡喜,尋求喜樂;或源自(αἴρω)=舉起,鼓舞情緒*)
同源字:1) (ἀνθρωπάρεσκος)求寵於人,討人喜悅 2) (ἀρεσκεία)滿足別人的願望,蒙喜悅 3) (ἀρέσκω)合意,喜悅 4) (ἀρεστός)合意的,喜悅的 5) (εὐαρεστέω)完全的滿足,蒙喜悅 6) (εὐάρεστος)全然合意的,所喜悅 7) (εὐαρέστως)相當合意
出現次數:總共(17);太(1);可(1);徒(1);羅(4);林前(4);加(2);帖前(3);提後(1)
譯字彙編:
1) 喜悅(3) 徒6:5; 帖前4:1; 提後2:4;
2) 想⋯喜悅(3) 林前7:32; 林前7:33; 林前7:34;
3) 討⋯喜歡(2) 加1:10; 帖前2:4;
4) 求⋯喜悅(2) 羅15:1; 羅15:3;
5) 使⋯歡喜(2) 太14:6; 可6:22;
6) 他們⋯喜悅(1) 帖前2:15;
7) 喜歡(1) 加1:10;
8) 叫⋯喜歡(1) 林前10:33;
9) 得⋯喜歡(1) 羅8:8;
10) 要叫⋯喜悅(1) 羅15:2