μακράν
γλῶσσα μὲν ἀνόστεος, ὀστέα δὲ θλάττει → angry words are bullets, many words hurt more than swords, one can kill with a word, one can kill with words, pen is mightier than the sword, the pen is mightier than the sword, tongue is not steel, tongue is sharper than any sword, tongue wounds more than a lance, word can hurt, word can kill, words are bullets, words are the greatest weapon, words are the new weapons, words are weapons, words can hurt, words can hurt more than swords, words can kill, words cut deeper than a knife, words cut deeper than any sword
English (LSJ)
Ion. μακρήν, acc. fem. of μακρός used as adverb, A far, μ. ἀνωτέρω θακῶν A.Pr.314; μ. λελειμμένος left far behind, ib.857; οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες S.OT16; ἀπελθεῖν Ar.Ra.438 (lyr.); ἱέναι X.An.3.4.17; ἔστ' οὐ μ. ἄπωθεν Ar.Av.1184; τοὔργον οὐ μ. λέγεις the business you speak of is not far to seek, S.Ph.26: c. gen., far from, βαρβάρου χθονός E.IT629; κἂν ᾖ τοῦ γένους μ. Pl.Com.192; τῶν πολεμίων Plb.3.50.8; οὐ μ. ἀπό τινος Id.3.45.2: in Comp., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν to a greater distance, Th.6.98; πορεύεσθαι μ. X. An.2.2.11: Sup., ὅτι μακροτάτην as far as possible, c. gen. loci, ib.7.8.20. 2 μακρὰν λέγειν speak at length, A.Th.713, S.El.1259; μ. τείνειν A.Ag.1296, S.Aj.1040; ἐκτείνειν A.Ag.916. II of time, long, μ. ζῆν, ἀναμένειν, S.El.323, 1389 (lyr.); οὐ μ. shortly, E.Or.850, etc.; so οὐκ ἐς μακρήν Hdt.5.108, cf. A.Supp.925, Ar.V.454, etc.; εὐθύς, οὐκ εἰς μὰκράν D.18.36 (but, not at length, Phld. Piet. 25).
French (Bailly abrégé)
s.e. ὁδόν;
adv.
1 longuement;
2 loin, avec un gén. loin de;
3 avec idée de temps longtemps : οὐκ εἰς μακράν, pour peu de temps, bientôt après.
Étymologie: fém. de μακρός.
Russian (Dvoretsky)
μακράν:
I ион. μακρήν adv.
1 (sc. ὁδόν) далеко (πτέσθαι Soph.; ἰέναι Xen.; μ. ἀπό τινος NT): οἱ εἰς μ. или οἱ μ. ὄντες NT дальние народы или далекие потомки;
2 долго, продолжительно (ζῆν Soph.; λέγειν Soph.; τείνειν Aesch.): οὐ μ. Eur. в короткое время, немедленно; οὐκ ἐς μ. Aesch. вскоре.
II praep. cum gen. далеко (вдали) от … (βαρβάρου χθονός Eur.; πολεμίων Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
μακράν: Ἰων. μακρήν, αἰτ. θηλ. τοῦ μακρὸς ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ. μακρὰν ὁδόν, «μακρυά», μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν Αἰσχύλ. Πρ. 312· μακρὰν λελειμμένος, ἀπολειφθεὶς πολὺ ὀπίσω, αὐτόθι 857· οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες Σοφ. Ο. Τ. 16· ἀπελθεῖν Ἀριστοφ. Βάτρ. 434· ἰέναι Ξεν. Ἀν. 3. 4, 17· ἔστ’ οὐ μ. ἄπωθεν Ἀριστοφ. Ὄρν. 1184· τοὖργον οὐ μ. λέγεις, τὸ ἔργον ὃ λέγεις οὐ μακράν ἐστι, δηλ. αὐτὸ τὸ ὁποῖον λέγεις δὲν εἶναι δύσκολον πρᾶγμα, Σοφ. Φιλ. 26· - μετὰ γεν., μακρὰν ἀπό τινος, βαρβάρου χθονὸς Εὐρ. Ι. Τ. 629· τῶν πολεμίων Πολύβ. 3. 50, 8· οὐ μ. ἀπό τινος ὁ αὐτ. ἐν 3. 45, 2· - οὕτως ἐν τῷ συγκρ., ἀποσκίδνασθαι μακροτέραν, εἰς μεγαλειτέραν ἀπόστασιν, Θουκ. 6. 98· πορεύεσθαι μ. Ξεν. Ἀν. 2. 2, 11· καὶ ἐν τῷ ὑπερθ., ὅτι μακροτάτην, μετὰ γεν. τόπου, αὐτόθι 7. 8, 20. 2) οὐδὲ χρὴ μακρὰν (ἐξυπ. λέγειν), «οὐδὲ χρειάζονται πολλὰ λόγια», Αἰσχύλ. Θήβ. 713, Σοφ. Ἠλ. 1259· μ. τείνειν ἢ ἐκτείνειν Αἰσχύλ. Ἀγ. 916, 1296, Σοφ. Αἴ. 1040, ἴδε Blomf. Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐπὶ χρόνου, μακρός, μ. ζῆν, ἀναμένειν Σοφ. Ἠλ. 323, 1389· οὐ μ. Λατ. brevi, Εὐρ. Ὀρ. 850, κτλ.· οὕτω, οὐκ ἐς μακρὴν Ἡρόδ. 5. 108, πρβλ. Αἰσχ. Ἱκέτ. 925, Ἀριστοφ. Σφ. 454, κτλ.· εὐθύς, οὐκ εἰς μακρὰν Δημ. 237. 19.
English (Strong)
feminine accusative case singular of μακρός (ὁδός being implied); at a distance (literally or figuratively): (a-)far (off), good (great) way off.
English (Thayer)
(properly, feminine accusative of the adjective μακρός, namely, ὁδόν, a long way (Winer's Grammar, 230 (216); Buttmann, § 131,12)), adverb, the Sept. for רָחוק) (from Aeschylus down); far, a great way: absolutely, ἀπέχειν, far hence, ἐξαποστελῶ σε, ἀπό τίνος added, T omits ἀπό); τόν Θεόν ... οὐ μακράν ἀπό ἑνός ἑκάστου ἡμῶν ὑπάρχοντα, i. e. who is near everyone of us by his power and influence (so that we have no need to seek the knowledge of him from without), οἱ εἰς μακράν (cf. Winer's Grammar, 415 (387)) those that are afar off, the inhabitants of remote regions, i. e. the Gentiles, οὐ μακράν εἰ ἀπό τῆς βασιλείας τοῦ Θεοῦ, but little is lacking for thy reception into the kingdom of God, or thou art almost fit to be a citizen in the divine kingdom, οἱ πότε ὄντες μακράν (opposed to οἱ ἐγγύς), of heathen (on the sense, see ἐγγύς, 1b.), οἱ μακράν, Ephesians 2:17.
Greek Monolingual
(AM μακράν, Α ιων. τ. μακρήν, Μ και μακρά)
επίρρ. σε μεγάλη τοπική ή χρονική απόσταση, μακριά (α. «μακρὰν γὰρ βαρβάρου ναίει χθονός», Ευρ.
β. «ἐπεὶ τἄν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ», Σοφ.)
νεοελλ.
έξω, εκτός
μσν.
φρ. «πάγω μακρά» — αργώ, καθυστερώ
(αρχ. φρ. α) «μακρὰν λέγω» ή «μακρὰν (ἐκ)τείνω» — λέγω πολλά λόγια («οὐδὲ χρὴ μακράν [λέγειν]», Αισχύλ.)
β) «ἐς μακράν»
i) σε μεγάλη χρονική απόσταση, σε παρωχημένο χρόνοii) επί πολύ χρόνο («Ἴωνες οὐκ ἐς μακρὴν βουλευσάμενοι ἡκον» — οι Ίωνες ήλθαν, αφού συσκέφθηκαν όχι επί πολύ χρονικό διάστημα, Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Επιρρμ. χρήση της αιτ. του θηλ. (μακρά) του επιθ. μακρός.
Greek Monotonic
μακράν: Ιων. μακρήν, αιτ. θηλ. του μακρός χρησιμ. ως επίρρ.,
I. 1. μακριά, σε μεγάλη απόσταση, σε Αισχύλ., Σοφ. κ.λπ.· τοὖργον οὐ μακρὰν λέγεις, το ζήτημα που αναφέρεις δεν απέχει πολύ να το ερευνήσουμε, σε Σοφ.· με γεν., μακριά από, σε Ευρ.· συγκρ. μακροτέραν, σε μεγαλύτερη απόσταση, σε Θουκ., Ξεν.· υπερθ. ὅτιμακροτάτην, όσο το δυνατόν πιο μακριά· με γεν. τοπική (loci), σε Ξεν.
2. μακρὰν λέγειν, μακρολογία, σε Αισχύλ., Σοφ.
II. λέγεται για χρόνο, εκτενής, μακρὰν ζῆν, ἀναμένειν, σε Σοφ.· οὐ μακράν, Λατ. brevi, σε Ευρ.· ομοίως, οὐκ ἐς μακρήν, σε Ηρόδ. κ.λπ.
Middle Liddell
[acc. fem. of μακρός used as adv.]
I. a long way, far, far away, Aesch., Soph., etc.; τοὖργον οὐ μ. λέγεις the business you speak of is not far to seek, Soph.:—c. gen. far from, Eur.:—comp., μακροτέραν to a greater distance, Thuc., Xen.; Sup., ὅτι μακροτάτην as far as possible, c. gen. loci, Xen.
2. μακρὰν λέγειν to speak at length, Aesch., Soph.
II. of time, long, μ. ζῆν, ἀναμένειν Soph.; οὐ μ. Lat. brevi, Eur.; so, οὐκ ἐς μακρήν Hdt., etc.
Chinese
原文音譯:makr£n 馬克嵐
詞類次數:副詞(10)
原文字根:遠的 相當於: (רָחַק)
字義溯源:遙遠,遠,很遠,遠處,遠方,遠遠的,遠離;源自(μακρός)=長久,久遠);而 (μακρός)出自(μῆκος)*=長)
同源字:1) (μακράν)遙遠 2) (μακρόθεν)遠遠地 3) (μακροθυμέω)長期感受 4) (μακροθυμία)堅忍 5) (μακροθύμως)恆忍地 6) (μακρός)長久,久遠 7) (μακροχρόνιος)長壽的
出現次數:總共(10);太(1);可(1);路(2);約(1);徒(3);弗(2)
譯字彙編:
1) 遠(4) 路7:6; 路15:20; 約21:8; 徒17:27;
2) 遠離的人(1) 弗2:13;
3) 遠處的人(1) 弗2:17;
4) 遠遠的(1) 徒22:21;
5) 遠方的(1) 徒2:39;
6) 遠了(1) 可12:34;
7) 很遠(1) 太8:30
English (Woodhouse)
a long way off, far from, far off
German (Pape)
ion. μακρήν (eigtl. fem. von μακρός, sc. ὁδόν, einen weiten Weg), weithin, fern, weit; μακρὰν ἀνωτέρω θακῶν, Aesch. Prom. 312, vgl. 859; οὐδέπω μακρὰν πτέσθαι σθένοντες, Soph. O.R. 16; προσβαίη μακράν, Phil. 42; Gegensatz ἀγχοῦ, Trach. 958; auch von der Zeit, ἐπεί τἂν οὐ μακρὰν ἔζων ἐγώ, lange leben, El. 323; μακρὰν ἀπεῖναι, Eur. Med. 1158 und öfter; μακρὰν ἄπωθεν vrbdt Ar. Av. 1184; τάχα – οὐκέτ' ἐς μακράν, Vesp. 454; und in Prosa, μακρὰν ἀποικεῖν, Plat. Legg. VI.753e; περιελθεῖν, Theaet. 200a; Folgde: ἱέντες μακράν, Xen. An. 3.4.7, der auch den superl. so braucht, ὅπως ὅτι μακροτάτην ἔλθοι τῆς Λυδίας, 7.8.20, um so weit wie möglich in Lydien vorzurücken; – von der Rede, weitschweifig, λέγειν, τείνειν, ἐκτείνειν, Aesch. Spt. 695, Ag. 890, 1269; μὴ μακρὰν βούλου λέγειν, Soph. El. 1250; vgl. Eur. Or. 848.