ἐπιφανής
ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
English (LSJ)
ἐπιφανές,
A coming to light, coming suddenly into view, appearing, of gods, Hdt.3.27, etc.: hence, present to aid, θεοὶ ἐπιφανέστατοι D.S.1.17.
2 of places and things, in full view, πόλις ἐπιφανὴς ἔξωθεν, of a place commanded by another, Th.5.10, cf. 6.96, 7.19; τινι to one, ib. 3; ἔχειν ἐπιφανεῖς θηλάς visible, Arist.HA504b23; φλέβες prominent, Gal.17(2).209.
3 manifest, evident, ὄνειδος Democr.218 (Comp.); ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων Th.1.21; διὰ γὰρ τὸ μὴ ἐπιφανὲς εἶναι Arist. EN 1126a23.
II of men, conspicuous, notable, distinguished by rank, Hdt.2.89,al.; οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος = of a not famous family ib.172; notable, either for good or ill, X. Mem.3.1.10, Lys.14.12 (Sup.); ἀνδρείᾳ = for courage, Th.6.72; πρὸς τὸν πόλεμον Pl.Lg.629e; famous, renowned, Pi.P.7.6 (Comp.), etc.; ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος = the whole earth is the tomb of famous men Th.2.43; of things, places, etc., χώρα OGI90.46 (Rosetta, ii B.C.); ἐπιφανεστέρα τιμή IPE12.34.22 (Olbia, i B.C.); ἐπιφανέσταται τιμαί IG9(2).1109.10 (Magn.Thess.).
2 of things, remarkable, οὗτοί σφεων οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσί Hdt.5.6; ἐπιφανεστάτη χρεία Plb.1.78.11; ἐπιφανεστάτη μάχη Anon.Hist.Oxy.12ii31.
3 as a title of divinities, τῶν ἐπιφανεστάτων θεῶν IG5(1).1179 (Sparta); also of Eastern Kings, e.g. Ptolemy V, OG190.5(Rosetta, ii B.C.); Antiochus of Syria, Plb. 26.1a.1, etc.
III Adv. ἐπιφανῶς = openly, conspicuously, in a visible way, manifestly, Th.1.91,5.105 (Sup.).
2 with distinction, notably, λαμπρῶς καὶ ἐπιφανῶς IGRom.4.844 (Phrygia), cf.J.BJ7.3.1: Comp. ἐπιφανέστερον, ζῆν = live with greater distinction, Men. 223.19.
German (Pape)
[Seite 998] ές, erscheinend, sichtbar; ἐφάνη Αἰγυπτίοισιν ὁ Ἆπις· ἐπιφανέος δὲ γενομένου Her. 3, 27; ἦν δὲ οὐκ ἐπιφανὲς τὸ χωρίον τοῖς Ἀθηναίοις Thuc. 7, 3, vgl. 5, 10. 6, 96; ἐπιφανέστατα σημεῖα, die deutlichsten Zeichen, 1, 21; ῥίζαι μετέωροι καὶ ἐπιφανεῖς Theophr.; von Göttern, D. Sic. 1, 17, wie praesentes, sichtbare Hülfe bringend. – Bes. hervorleuchtend, ausgezeichnet, berühmt, von Personen u. Sachen, οἶκος ἐπιφανέστερος Pind. P. 7, 7, wie οἰκία Her. 2, 72; οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι 5, 26; τὰς γυναῖκας τῶν ἐπιφανέων ἀνδρῶν 2, 89, vornehme Männer, wie Thuc. 2, 43; καὶ καλὸν ἔργον Plat. Legg. VIII, 829 c; Lys. 14, 12; πόλεμος Isocr. 4, 68; οἱ πρὸς τὸν πόλεμον ἐπιφανεῖς Plat. Legg. I, 629 e. – Adv. ἐπιφανῶς, dem κρύφα entgegengesetzt, Thuc. 1, 91 u. A.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui est en vue, visible;
2 qui apparaît tout à coup;
3 manifeste, évident;
4 fig. illustre, éclatant;
Cp. ἐπιφανέστερος, Sp. ἐπιφανέστατος.
Étymologie: ἐπιφαίνω.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιφᾰνής:
1 (по)являющийся, (по)явившийся: ἐπιφανέος τούτου γενομένου Her. при его появлении;
2 являющийся для помощи, приходящий на помощь (θεοὶ ἐπιφανέστατοι Diod.);
3 (о местности) доступный глазу, заметный, видимый (τὸ τεῖχος ἐπιφανὲς μέχρι τῆς τῶν Ἀθηναίων πόλεως Thuc.);
4 явный, очевидный, явственный (σημεῖα Thuc., Arst.; ἐξαμαρτάνοντες Lys.);
5 видный, знатный, известный, выдающийся, знаменитый, славный (ἄνδρες Her., Arst.; ἀνδρείᾳ Thuc. и κατ᾽ ἀνδρείαν Plut.; πρὸς τὸν πόλεμον Plat.): οἰκίης οὐκ ἐπιφανέος Her. незнатного рода;
6 замечательный, поразительный (νόμοι Her.).
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιφανής: -ές, ὁ εἰς φῶς ἐρχόμενος, αἴφνης παρουσιαζόμενος, ἐπὶ θεῶν, Ἡρόδ. 3. 27, κτλ.˙ ἐντεῦθεν, παρὼν πρὸς βοήθειαν, Λατ. praesens, θεοὶ ἐπιφανέστατοι Διόδ. 1. 17, ἔνθα ἴδε Wessel. 2) ἐπὶ τόπων καὶ πραγμάτων, καταφανής, περιφανής, πόλις ἐπ. ἔξωθεν Θουκ. 5. 10, πρβλ. 6. 96., 7. 19˙ τινὶ 7. 3˙ ἔχειν ἐπιφανεῖς θηλάς, ὁρατάς, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 13, 3. 3) δῆλος, κατάδηλος, ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων Θουκ. 1. 21˙ διὰ τὸ μὴ ἐπ. εἶναι Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 10. ΙΙ. ἐπὶ ἀνθρώπων, ἔνδοξος, ἀξιοσημείωτος, ἔχων διακεκριμένην θέσιν, Ἡρόδ. 2. 89 κ. ἀλλ.˙ οἰκίης οὐκ ἐπ. αὐτόθι 172˙ ὀνομαστὸς εἴτε ἐπὶ καλῷ εἴτε ἐπὶ κακῷ, Ξεν. Ἀπομν. 3. 1, 10, Λυσ. 140. 36˙ ἀνδρείᾳ Θουκ. 6. 72˙ πρὸς τὸν πόλεμον Πλάτ. Νόμ. 629 Ε: ― καθόλου, περιβόητος, εὐκλεής, Λατ. illustris, Πινδ. Π. 7. 7, κτλ.˙ ἀνδρῶν ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος Θουκ. 2. 43. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἄξιος προσοχῆς, σημειώσεως, οὗτοι σφέων οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσὶ Ἡρόδ. 5. 6˙ ἐπιφανεστάτη χρεία Πολύβ. 1. 78, 11. 3) ὡς ἐπίθ. θεῶν, τῶν ἐπιφανεστάτων θεῶν, Διὸς κτλ., Συλλ. Ἐπιγρ. 1392 κ. ἀλλ.˙ ὡσαύτως ἐπὶ βασιλέων ἐν τῇ Ἀνατολῇ, π. χ. ἐπὶ τοῦ Ἀντιόχου τῆς Συρίας, Πολύβ. 26. 10, 1, κτλ. ΙΙΙ. Ἐπίρρ. ἐπιφανῶς, Θουκ. 1. 91˙ συγκρ. ἐπιφανέστερον, Μένανδ. ἐν «Θεοφορουμένῃ» 2. 19˙ ὑπερθ. ἐπιφανέστατα, Θουκ. 5. 105.
English (Slater)
ἐπῐφᾰνής illustrious ἐπεὶ τίνα πάτραν, τίνα οἶκον ναίων ὀνυμάξεαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι (P. 7.7)
English (Strong)
from ἐπιφαίνω; conspicuous, i.e. (figuratively) memorable: notable.
English (Thayer)
ἐπιφανές (ἐπιφαίνω), conspicuous, manifest, illustrious: Tdf. omits) from Sept. here and in Alex.); נורָא terrible, deriving it incorrectly from רָאָה and so confounding it with נִרְאֶה.
Greek Monolingual
-ές (AM ἐπιφανής) επιφαίνω
1. (για προσ.) διακεκριμένος, διάσημος, περίφημος, ένδοξος («τίνα οἶκον αἰνέων ὀνυμάξομαι ἐπιφανέστερον Ἑλλάδι πυθέσθαι», Πίνδ.)
μσν.
(το υπερθ.) ἐπιφανέστατος (nobilissimus)
τιμητικός τίτλος τών μελών της βασιλικής οικογένειας, αλλιώς νοβελίσιμος
αρχ.
1. (για θεούς) ορατός σε όλους, φανερός, καταφανής («ἐπιφανεῖς πανταχοῦ ὄντες εὐεύρετοι ἄν εἶεν», Ξεν.)
2. αυτός που παρευρίσκεται για βοήθεια («τοὺς εἰσηγησαμένους ὡς ἐπιφανεστάτους θεοὺς τετιμηκέναι», Διόδ.)
3. (για τόπους και πράγμ.) καταφανής, περιφανής («ἐν τῇ πόλει, ἐπιφανεῖ οὔσῃ ἔξωθεν», Θουκ.)
4. κατάδηλος, φανερός («ἐκ τῶν ἐπιφανεστάτων σημείων», Θουκ.)
5. (για πράγμ.) άξιος προσοχής, αξιοσημείωτος («οὗτοι μἐν σφεῶν οἱ ἐπιφανέστατοι νόμοι εἰσί», Ηρόδ.)
6. τίτλος βασιλέων της Ανατολής, όπως π.χ. του Αντιόχου.
επίρρ...
επιφανώς (Α ἐπιφανῶς)
κατά τρόπο επιφανή, περιφανώς, λαμπρώς, με διακρίσεις
αρχ.
φανερά, σαφώς, αναφανδόν.
Greek Monotonic
ἐπιφᾰνής: -ές,
I. 1. αυτός που έρχεται στο φως, αυτός που εμφανίζεται ξαφνικά, λέγεται για θεούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.
2. καταφανής, περίβλεπτος, πόλις ἐπιφανὴς ἔξωθεν, σε Θουκ.
3. προφανής, ολοφάνερος, εμφανής, φανερός, έκδηλος, λέγεται για αποδείξεις, στον ίδ.
II. 1. λέγεται για ανθρώπους, έγκριτος, διαπρεπής, φημισμένος, ονομαστός, χαρακτηριστικός, διακεκριμένος λόγω κοινωνικής θέσης, σε Ηρόδ.· ονομαστός, για καλό ή για κακό, σε Θουκ., σε Ξεν.
2. λέγεται για πράγματα, αξιοσημείωτα, άξια προσοχής, σε Ηρόδ.
II. επίρρ. -νῶς, φανερά, ανοιχτά, σε Θουκ.· υπερθ. -έστατα, στον ίδ.
Middle Liddell
ἐπιφᾰνής, ές
I. coming to light, appearing, of gods, Hdt., etc.
2. in full view, πόλις ἐπ. ἔξωθεν, of a place commanded by another, Thuc.
3. manifest, evident, of proofs, Thuc.
II. of men, conspicuous, famous, distinguished by rank, Hdt.; notable, for well or ill, Thuc., Xen.
2. of things, remarkable, Hdt.
III. adv. -νῶς, openly, Thuc.: Sup. -έστατα, Thuc.
Chinese
原文音譯:™pifan»j 誒披-法尼士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:在上-顯出(的)
字義溯源:顯著的,明顯的,光榮的,華麗的;源自(ἐπιφαίνω)=照耀);由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 明顯的(1) 徒2:20
English (Woodhouse)
clear, conspicuous, evident, famous, manifest
Translations
famous
Afrikaans: beroemd; Albanian: famshëm, famëmadh; Arabic: مَشْهُور, شَهِير; Egyptian Arabic: مشهور; Armenian: հայտնի; Azerbaijani: tanınmış; Basque: famatu; Belarusian: вядомы; Bengali: বিখ্যাত, মশহুর, নামজাদা; Bulgarian: прочут, известен; Catalan: famós; Chinese Cantonese: 出名; Mandarin: 有名, 著名; Czech: slavný, proslulý, věhlasný; Danish: berømt; Dutch: beroemd; Esperanto: fama; Estonian: kuulus; Faroese: víðagitin; Finnish: kuuluisa; French: fameux, célèbre; Galician: de sona, famoso, afamado; Georgian: სახელოვანი, ცნობილი, სახელგანთქმული, სახელმოხვეჭილი; German: bekannt, berühmt; Greek: διάσημος, περίφημος; Ancient Greek: ἀγακλεής, ἀγακλειτός, ἀγακλήεις, ἀγακλυμένη, ἀγακλυτός, ἀγαυνός, ἀγλαός, ἀμφιβόητος, ἀμφιβῶτις, ἀνάγραπτος, ἀξιόλογος, ἀξιοφανής, ἀοίδιμος, ἀρίγνωτος, ἀριδείκετος, ἀρίδηλος, ἀρίζηλος, ἀριήκοος, ἀρίσημος, αὐδήεις, βαθύδοξος, βαθυκλεής, γνωτός, δακτυλόδεικτος, δημοαδής, δημολάλητος, διαβόητος, διάδηλος, διαθρύλλητος, διαλάλητος, διαπρεπής, διάσημος, διαφανής, διάφημος, διωνομασμένος, δόκιμος, ἐκβεβοημένος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἐμφανής, ἔνδοξος, ἐξάκουστος, ἐπάϊστος, ἐπιβόητος, ἐπικλεής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, ἐπόψιος, ἐπώνυμος, ἐρικυδής, εὐδιαβόητος, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, εὐκλειής, ἐϋκλειής, εὔκλεινος, εὐφανής, κλεεννός, κλεινός, κλειτός, κλύμενος, κλυτός, κυδάλιμος, λαμπρός, λόγιμος, μεγακλεής, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόατος, περιβόητος, περίβωτος, περιθρύλητος, περίθρυλος, περικλήϊστος, περικλυτός, περίσαμος, περίσημος, περίφαντος, περιφήμιστος, περίφημος, περιώνυμος, πολυαίνετος, πολύαινος, πολύυμνος, πρεπτός, τηλεκλειτός, ὑμνούμενος, φαίδιμος, φαμιστός, φατός, φερεκυδής, φημιστός; Greenlandic: tusaamasaq; Hawaiian: kaulana; Hebrew: מפורסם; Hindi: मशहूर, नामदार; Hungarian: híres; Icelandic: frægur; Ido: famoza; Indonesian: terkenal, termahsyur; Interlingua: famose; Irish: cáiliúil; Italian: famoso; Japanese: 有名, 高名, 名高い; Kazakh: әйгілі, мәшһүр; Khmer: ល្បី; Korean: 유명한; Latin: famosus, inclitus, nobilis, notus; Latvian: slavens; Ligurian: famôzo; Lithuanian: garsus, įžymus, gerai žinomas; Luxembourgish: berühmt; Macedonian: познат; Malay: terkenal, masyhur; Malayalam: പ്രശസ്ത, പ്രശസ്തമായ, പേരുകേട്ട; Manchu: ᡤᡝᠪᡠᠩᡤᡝ; Mansaka: bantogan; Maori: rongonui; Mirandese: afamado, famoso; Mongolian: алдарт; Neapolitan: famuso; Nepali: प्रसिद्ध; Norman: fanmeux; Northern Sami: beakkálmas; Norwegian: berømt; Old English: hlīsful; Old Norse: ágætr; Ottoman Turkish: بللی; Persian: نامدار, مشهور, معروف; Plautdietsch: beriemt, huachberiemt; Polish: sławny, słynny; Portuguese: famoso, afamado, célebre; Romanian: celebru, faimos; Romansch: famus; Russian: известный; Scottish Gaelic: cliùiteach, ainmeil; Serbo-Croatian Cyrillic: познат; Roman: poznat; Slovak: slávny, známy; Slovene: slaven; Sorbian Lower Sorbian: znaty; Upper Sorbian: sławny; Spanish: famoso, célebre, afamado; Swedish: känd, berömd; Tagalog: kilala; Tarantino: famuse; Thai: มีชื่อเสียง, โด่งดัง; Tibetan: སྐད་གྲགས; Turkish: meşhur, ünlü; Ukrainian: відомий; Vietnamese: nổi tiếng, nổi danh; Welsh: enwog; West Frisian: ferneamde; Western Bukidnon Manobo: mevantug; Yakut: ааттаах
distinguished
Arabic: مميزة; Bulgarian: виден, изтъкнат; Catalan: distingit; Cherokee: ᎠᏥᎸᏉᏗ; Chinese Mandarin: 卓著; Danish: anset, fremtrædende; Dutch: voortreffelijk, eminent, voornaam; Finnish: tunnettu, arvostettu; French: distingué; Galician: distinguido; German: bedeutend, hervorragend; Greek: επιφανής, διαπρεπής, εξέχων; Ancient Greek: ἀξιόλογος, διάδηλος, διαπρεπής, διαφανής, διάφορος, δόκιμος, ἐκπρεπής, ἐλλόγιμος, ἔνδοξος, ἔξοχος, ἐπίδηλος, ἐπικυδής, ἐπίσημος, ἐπιφανής, εὐδόκιμος, εὔδοξος, εὐκλεής, κλεινός, λαμπρός, ὀνομαστός, περίβλεπτος, περιβόητος, περίοπτος, πρεπτός, ὑπείροχος, ὑπέροχος; Italian: emerito, distinto; Japanese: 非凡な, 特異な, 傑出した; Latin: egregius, amplus, notatus; Malayalam: വിശിഷ്ട; Maori: taiea, kairangatira, ahurei, matararahi, amaru; Polish: wybitny; Portuguese: distinto; Romanian: distinct; Russian: видный, выдающийся, именитый; Sanskrit: प्रभव; Scottish Gaelic: cliùiteach; Spanish: distinguido; Tocharian B: ṣotarye