σωτήρ

From LSJ

κρείσσων γὰρ ἦσθα μηκέτ' ὢν ἢ ζῶν τυφλός → thou wert better not alive, than living blind | you were better not alive, than living blind

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σωτήρ Medium diacritics: σωτήρ Low diacritics: σωτήρ Capitals: ΣΩΤΗΡ
Transliteration A: sōtḗr Transliteration B: sōtēr Transliteration C: sotir Beta Code: swth/r

English (LSJ)

σωτῆρος, ὁ, voc. σῶτερ (v. infr. 1.2): poet. σαωτήρ Simon. 129, Call.Del.166: (σῴζω):—
A saviour, deliverer, c. gen. of person etc. saved, σωτὴρ ἀνθρώπων, σωτὴρ νηῶν, h.Hom.22.5, 33.6; τῆς Ἑλλάδος Hdt. 7.139; ἑστίας πατρός A.Ch.264; but also c. gen. rei, [νόσου], κακῶν, βλάβης, a preserver from disease, ills, hurt, S.OT304, E. Med.360 (anap.), Heracl.640; c. dat., σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανείς Ar.Eq.149; σ. δόμοις. Id.Nu.1161; of a philosopher or guide, ὁδηγόν.. ὅν φησι σωτῆρα μόνον Phld.Lib.p.20 O.; especially of Epicurus, ὁ σωτὴρ ὁ ἡμέτερος Polystr.Herc.346p.80V.
2 epithet of Ζεύς, Pi.O. 5.17, Fr.30.5, IG22.410.18 (iv B.C.), etc.; to whom persons after a safe voyage offered sacrifice, Diph.43.24; there was often a temple of Ζεὺς Σ. at harbours, e.g. the Piraeus, Str.9.1.15; to Ζεὺς Σωτήρ the third cup of wine was dedicated, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Pi.I.6(5).8; τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν λίβα A.Fr.55; Ζεῦ σῶτερ Ar.Th. 1009, Din.1.36; ὦ Ζεῦ σῶτερ Philem.79.21, Men.532.2; to drink this cup became a symbol of good luck, and the third time came to mean the lucky time, τρίτος ἦλθέ ποθεν—σωτῆρ' ἢ μόρον εἴπω; A.Ch. 1073 (anap.); whence the proverb τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι the third (i.e. the lucky) time, Pl.R. 583b, Phlb.66d, Chrm.167a; and Zeus was himself called τρίτος σ., Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι καὶ τοῦ πάντα κραίν οντος τρίτου σωτῆρος A.Eu.760, cf. Supp.26 (anap.).
b epithet of other gods, as of Apollo, Id.Ag.512, etc.; of Hermes, Id.Ch.2; of Asclepios, IG4.718 (Hermione), 7.2808 (Hyettus, iii A.D.), BMus. Cat.Coins Pontus p.156 (Nicaea); σ. εὐρυχόρου Λακεδαίμονος Isyll. 82; τὸν σ. τῶν ὅλων Ἀσκληπιόν Jul.Or.4.153b; Ζεὺς Ἀσκληπιὸς σωτὴρ τῶν ὅλων Aristid.Or.42(6).4; of the Dioscuri, IG12(3).422 (Thera, iii B.C.), 14.2406.108 (Tarentum), etc.; even with fem. deities, Τύχη σωτήρ, for σώτειρα, A.Ag.664, S.OT81: generally, of guardian or tutelary gods, Hdt.8.138, A.Supp.982, S.Ph.738; τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι X.HG3.3.4.
3 applied to rulers, διὰ σέ, βασιλεῦ (viz. Ptolemy IV Philopator), τὸν πάντων κοινὸν σ. PEnteux. 11.6 (iii B.C.); Πτολεμαῖος Σ. OGI19.1, al.; Ἀντίοχος Σ. ib.233.3, al.; of Roman Emperors or governors, ib.668.3 (Egypt, i A.D.), PLond.1.177.24 (i A.D.), etc.
4 in LXX and NT, applied to God, LXX De.32.15, al., 1 Ep.Ti.1.1, al.; to Christ, Ev.Luc.2.11, al.
II in Poets, as adjective, σ. ναὸς πρότονος A.Ag.897, cf. Pi.Fr. 159; with a fem. noun, γονῆς σωτῆρος (as Herm. for γυνή) A. Th. 225; τιμαὶ σωτῆρες the office or prerogative of saving, of the Dioscuri, E.El.993 (anap.).
III name of a month created by Caligula, BGU1078 (38 A.D.), PRyl.2.149 (39/40 A.D.), etc.

German (Pape)

[Seite 1061] ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ, Ar. Th. 1009, Retter, Erhalter, Befreier, Beglücker; ἀνθρώπων, Ἑλλάδος, H. h. 21, 5, Her. 7, 139; u. c. gen. der Sache, von der er befrei't, rettet, Eur. Med. 360 Heracl. 640. – Oft Ζεύς, Pind. Ol. 5, 17 I. 5, 8; ihm ward bei Trinkgelagen der dritte Becher Weins dargebracht, vgl. Aesch. Eum. 730; Plat. Legg. III, 692 a Ep. VII, 334, d. Daher sprichwörtlich τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, zum dritten Male, da aller guten Dinge drei sind, Heind. zu Plat. Charm. 167 a; überh. Schutzgott, Her. 8, 138; σωτὴρ γένοιτο Ζεὺς ἐπ' ἀσπίδος τυχών, Aesch. Spt. 502; νῦν δ' αὖτε σωτὴρ ἴσθι, ἄναξ Ἄπολλον, Ag. 498; auch fem., Τύχη, 650; πειθαρχία γάρ ἐστι τῆς εὐπραξίας μήτηρ, γυνή, σωτῆρος, Spt. 207; σωτῆρας αὐτοὺς (τοὺς θεούς) ἠπίους θ' ἡμῖν μολεῖν, Soph. Phil. 728, Φοῖβος δ' ἅμα σωτήρ θ' ἵκοιτο καὶ νόσου παυστήρι ος, O. R. 150, vgl. 304. u. öfter. wie Eur. u. Ar. in Prosa; ἀρετῆς, Plat. Rep. VIII, 549 b, τῆς Δακεδαίμονος, Conv. 209, du. öfter, u. Folgde.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
voc. σῶτερ;
1 adj. m. et f. qui sauve, qui protège;
2 subst. (ὁ, ἡ) sauveur, libérateur : τῆς Ἑλλάδος HDT de la Grèce ; avec le gén. du danger dont on sauve : σωτὴρ νόσου SOPH, κακῶν EUR qui sauve d'un fléau, d'un malheur ; particul. en parl. de Zeus, d'où τὸ τρίτον τῷ Σωτῆρι PLAT la troisième coupe à Zeus sauveur, ◊ prov. le troisième coup, le bon.
Étymologie: σῴζω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σωτήρ, -ῆρος, ὁ [σῴζω] redder, behoeder, beschermer, met gen..; ἑστίας πατρός van de vaderlijke haard Aeschl. Ch. 264; τῆς Ἑλλάδος van Griekenland Hdt. 7.139.5; ook met dat..; δόμοις van het huis Aristoph. Nub. 1161; als epitheton van goden, vooral Zeus; τὸ... τρίτον... τῷ σωτῆρι de derde (dronk) is voor (Zeus) de redder (d.w.z. driemaal is scheepsrecht) Plat. Resp. 583b; later van Christus. διὰ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ σωτῆρος ἡμῶν door Jezus Christus onze verlosser NT Tit. 3.6.

Russian (Dvoretsky)

σωτήρ: ῆρος adj.
1 спасательный (ναὸς πρότονος Aesch.);
2 спасающий, охраняющий (γονή Aesch.): τιμὰς σωτῆρας ἔχοντες Eur. чтимые как избавители (от морских опасностей), т. е. Диоскуры.
ῆρος ὁ спаситель, избавитель или хранитель, покровитель: σ. τινος HH, Her., Aesch. хранитель (покровитель) кого(чего)-л. или Soph., Eur. спаситель (избавитель) от чего-л.; Ζεὺς σ. Pind. Зевс-хранитель; τρίτον σωτῆρι σπένδειν Pind. (согласно традиции) третью чашу поднимать в честь хранителя (Зевса); τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι погов. Plat. третий раз во спасение (ср. «бог троицу любит»).

English (Slater)

σωτήρ (-ήρ, -ῆρος, -ῆρι, -ήρ voc.)
   1 saviour
   a of Zeus Σωτὴρ ὑψινεφὲς Ζεῦ, Κρόνιόν τε ναίων λόφον (cf. Kambylis, Anredeformen 142) (O. 5.17) εἴη δὲ τρίτον σωτῆρι πορσαίνοντας Ὀλυμπίῳ Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς (v. τρίτος) (I. 6.8) σωτῆρος Διὸς fr. 30. 5.
   b of time, c. gen. ἀνδρῶν δικαίων Χρόνος σωτὴρ ἄριστος fr. 159.

Spanish

salvador

English (Strong)

from σώζω; a deliverer, i.e. God or Christ: saviour.

English (Thayer)

σωτῆρος, ὁ (σῴζω), from Pindar and Aeschylus down, the Sept. for יֶשַׁע, יְשׁוּעָה (מושִׁיעַ), savior, deliverer; preserver; (Vulg. (except B. D., under the word Saviour>, I.); (Cicero, in Verr. 2:2,63 Hoc quantum est? Ita magnum, ut Latine uno verbo exprimi non possit. Is est nimirum 'soter', qui salutem dedit. The name was given by the ancients to deities, especially tutelary deities, to princes, kings, and in general to men who had conferred signal benefits upon their country, and in the more degenerate days by way of flattery to personages of influence; see Passow (or Liddell and Scott), under the word; Paulus, Exgt. Hdbch. üb.
d. drei erst. Evang. i., p. 103 f; (Wetstein on B. D. as above)). In the N.T. the word is applied to God — Σωτήρ μου, he who signally exalts me, ὁ σωτήρ ἡμῶν, the author of our salvation through Jesus Christ (on the Christian conception of 'to save', see σῴζω, b. (and on the use of σωτήρ cf. Westcott on διά Ἰησοῦ Χριστοῦ added, omits διά Ἰησοῦ Χριστοῦ); σωτήρ πάντων, ὁ σωτήρ τοῦ κόσμου, ἡμῶν, σωτήρἸησοῦς Χριστός, bez elz inserts ἡμῶν)),11; ὁ κύριος καί σωτήρ, σωτήρ τοῦ σώματος, universally (`the savior' i. e.) preserver of the body, i. e. of the church, σωτήρ ὄντως ἁπάντων ἐστι καί γενέτωρ, of God the preserver of the world, Aristotle, de mundo,
c. 6, p. 397{b}, 20); σωτήρ is used of Christ as the giver of future salvation, on his return from heaven, Philippians 3:20. ("The title is confined (with the exception of the writings of St Luke) to the later writings of the N.T." (Westcott as above.))

Greek Monolingual

ῆρος, ο, ΝΜΑ
βλ. σωτήρας.

Greek Monotonic

σωτήρ: -ῆρος, ὁ, κλητ. σῶτερ (σῴζω
I. 1. αυτός που σώζει, που απαλλάσσει, που λυτρώνει, που διατηρεί και διαφυλάσσει, σωτήρας, λυτρωτής, με γεν. υποκειμενική, τῆς Ἑλλάδος, αυτός που σώζει την Ελλάδα, σε Ηρόδ.· επίσης, με γεν. αντικειμενική, σωτὴρνόσου, κακῶν, αυτός που διαφυλάσσει, που διασώζει από την ασθένεια, τις συμφορές, σε Σοφ., Ευρ.
2. επίθ., που λέγεται για θεούς-προστάτες, ιδίως για τον Δία· Ζεὺς Σωτήρ, σε Πίνδ., Τραγ.· σε αυτόν ήταν αφιερωμένο το τρίτο ποτήρι κρασιού που χυνόταν κατά τις σπονδές, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν, σε Πίνδ. κ.λπ.· το να πίνει κάποιος από αυτό το ποτήρι θεωρείτο σύμβολο καλής τύχης, και έτσι η τρίτη φορά που γίνεται κάτι θεωρείται αίσιο και ευοίωνο γεγονός, απ' όπου και η παροιμία, τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, η τρίτη (δηλ. η τυχερή) φορά, σε Πλάτ.· λέγεται επίσης και για άλλους θεούς, όπως για τους Απόλλωνα και Ερμή, σε Αισχύλ.· ομοίως για θηλυκές θεότητες, Τύχη σωτήρ αντί σώτειρα, στον ίδ.
3. στην Κ.Δ., Ιησούς Χριστός, Σωτήρας.
II. στους ποιητές, ως επίθ., αυτός που σώζει, που διαφυλάσσει, προστάτης, σε Αισχύλ.· με θηλ. ουσ., σωτῆρες τιμαί, αρμοδιότητα ή προνόμιο κάποιου να σώζει, λέγεται για τους Διόσκουρους, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

σωτήρ: ῆρος, ὁ, κλητ. σῶτερ (ἴδε κατωτ. 1. 2) ποιητ. σαωτὴρ Σιμων. 128, Καλλ. εἰς Δῆλ. 166· ἕτερος τύπος κλητ. σωτῆρε ἀπαντᾷ ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 1667· (σῴζω). Ὡς καὶ νῦν ὁ σῴζων, ἐλευθερῶν, ἀπαλλάττων, διατηρῶν, μετὰ γεν., σ. ἀνθρώπων, νηῶν Ὑμν. Ὁμ. 21, 5., 33. 6 τῆς Ἑλλάδος Ἡρόδ. 7. 139· ἑστίας πατρὸς Αἰσχύλ. Χο. 264· ἀλλὰ καὶ μετὰ γεν. ἰσοδυνάμου πρὸς προσδιορισμόν, σ. νόσου, κακῶν, βλάβης, ὁ σῴζων ἀπὸ νόσου, ἀπὸ κακῶν, ἀπὸ βλάβης, Σοφ. Ο. Τ. 304, Εὐρ. Μήδ. 360, Ἡρακλ. 640· πρβλ. Πόρσ. ἐν τῷ εἰς Εὐρ. Ἑκ. προοιμίῳ σ. ΧΧΧΙΙ· σ. τῇ πόλει καὶ νῷν φανεὶς Ἀριστοφ. Ἱππ. 149· σ. δρόμοις ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 1161. 2) μάλιστα ἐπὶ τοῦ Διός, Ζεὺς Σωτὴρ Πινδ. Ο. 5. 40, Ἀποσπ. 6. 5, Τραγ., κλπ., πρὸς ὃν τὰς εὐχὰς ἀπέτεινον οἱ ἐξ εὐτυχοῦς πλοῦ ὑποστρέφοντες, Donalds. εἰς Πινδ. Ο. 8. 20 (27)· εἰς Δία τὸν Σωτῆρα ἀφιεροῦτο τὸ τρίτον ποτήριον τοῦ οἴνου, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Πινδ. Ι. 6 (4). 11· τρίτην Διὸς Σωτῆρος εὐκταίαν λίβα ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 52· Ζεῦ σῶτερ Ἀριστοφ. Θεσμ. 1009, Δείναρχ. 91. 45· ὦ Ζεῦ σῶτερ Φιλήμων ἐν «Στρατιώτῃ» 1. 21, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 3. 2· ― τὸ πίνειν ἐκ τούτου τοῦ ποτηρίου ἐθεωρεῖτο ὡς σύμβολον καλῆς τύχης, καὶ τὸ ἐκ τρίτου (ἡ γ΄ φορὰ) κατήντησε νὰ θεωρῆται ὡς αἴσιον καὶ εὐτυχές, Αἰσχύλ. Χο. 1073· ὅθενπαροιμία τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι, τὴν τρίτην φορὰν (δηλ. τὴν εὐτυχῆ φοράν), Πλάτ. Πολ. 583Β, Φίληβ. 66D, Χαρμ. 167Α· καὶ αὐτὸς ὁ Ζεὺς ἐκαλεῖτο τρίτος· Παλλάδος καὶ Λοξίου ἕκατι καὶ τοῦ πάντα κραίνοντος τρίτου Αἰσχύλ. Εὐμ. 760, πρβλ. Ἱκ. 26, καὶ ἴδε τριτόσπονδος· ― ὁμοίως ἐπὶ ἄλλων θεῶν οἷον τοῦ Ἀπόλλωνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 512, κτλ.· τοῦ Ἑρμοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Χο. 2· τοῦ Ἀσκληπιοῦ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1222, 1755, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, αὐτόθι 489, 1261, κ. ἀλλ.· ἐπὶ τοῦ Ἡρακλέους, αὐτόθι 5877b· κτλ.· ― ἔτι καὶ ἐπὶ θηλ. θεοτήτων, Τύχη σωτήρ, ἀντὶ σώτειρα, Αἰσχύλ. Ἀγ. 664, Θήβ. 826 (Δινδ.), Σοφ. Ο. Τ. 31· Ἀφροδίτῃ. σωτῆρι Συλλ. Ἐπιγ. 5954· ― ὅθεν καθόλου, ἐπὶ θεῶν προστατῶν ἢ πολιούχων, Ἡρόδ. 8. 138, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 982, Σοφ. Φιλ. 738· τοῖς ἀποτροπαίοις καὶ σωτῆρσι Ξεν. Ἑλλ. 3. 3, 4. 3) ἐν τῇ Καινῇ Διαθήκῃ καὶ παρὰ τοῖς Ἐκκλ., ὁ Κύριος ἡμῶν ΙΗΣΟΥΣ ΧΡΙΣΤΟΣ. ΙΙ. παρὰ ποιηταῖς, ὡς ἐπίθ., σ. ναὸς πρότονος Αἰσχύλ. Ἀγ. 897, πρβλ. Πινδ. Ἀποσπ. 132· καὶ θηλ. οὐσιαστικοῦ, γονῆς σωτῆρος (ὡς ὁ Herm. ἀντὶ γυνὴ) Αἰσχύλ. Θήβ. 225· σωτῆρες τιμαί, τὸ ὑπούργημαπρονόμιον τοῦ σῴζειν, ἐπὶ τῶν Διοσκόρων, Εὐρ. Ἑλ. 993.

Middle Liddell

ῆρος, ὁ, voc. σῶτερ σώζω
I. a saviour, deliverer, preserver, c. gen. subjecti, τῆς Ἑλλάδος saviour of Greece, Hdt.; also c. gen. objecti, ς. νόσου, κακῶν a preserver from disease, ills, Soph., Eur.
2. epithet of protecting gods, especially of Ζεὺς Σωτήρ, Pind., Trag.: to him the third cup of wine was dedicated, τρίτον Σωτῆρι σπένδειν Pind., etc.; proverb., τὸ τρίτον τῷ σωτῆρι the third (i. e. the lucky) time, Plat.; of other gods, as of Apollo, Hermes, Aesch.; even with fem. deities, Τύχη σωτήρ, for σώτειρα, Aesch.
3. in NTest. the Saviour.
II. in Poets, as an adj., saving, Aesch.; with fem. Subst., σωτῆρες τιμαί the office or prerogative of saving, of the Dioscuri, Eur.

Chinese

原文音譯:swt»r 所帖而
詞類次數:名詞(24)
原文字根:拯救(者) 相當於: (יָשַׁע‎ / יׄשַׁע‎ / מֹושִׁיעַ‎)
字義溯源:拯救者,救贖主,救主,保護者;源自(ἐκσῴζω / σῴζω)=救),而 (ἐκσῴζω / σῴζω)出自(σωρεύω)X*=穩妥,安全)。這字24次使用中,8次是指神,16次指基督
出現次數:總共(24);路(2);約(1);徒(2);弗(1);腓(1);提前(3);提後(1);多(6);彼後(5);約壹(1);猶(1)
譯字彙編
1) 救主(21) 路1:47; 約4:42; 徒5:31; 弗5:23; 腓3:20; 提前1:1; 提前2:3; 提前4:10; 提後1:10; 多1:3; 多1:4; 多2:10; 多2:13; 多3:4; 多3:6; 彼後1:1; 彼後1:11; 彼後2:20; 彼後3:18; 約壹4:14; 猶1:25;
2) 一位救主(2) 路2:11; 徒13:23;
3) 救主的(1) 彼後3:2

English (Woodhouse)

savior, saviour

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Mantoulidis Etymological

-ῆρος Ἀπό τό σῴζω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Léxico de magia

salvador de Abrasax χαῖρε σωτήρ, χαῖρε, Ἀβρασάξ te saludo, salvador, te saludo, Abrasax P LXXXI 3 de Jesucristo ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ... ὁ πατὴρ τοῦ κυρίου καὶ σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ Dios todopoderoso, Padre de Nuestro Señor y Salvador Jesucristo C 1 3 C 9 2 C 12 6 SM 31 2

Lexicon Thucydideum

servator, preserver, deliverer, 3.59.4, 5.11.1.

Translations

savior

Arabic: مُخَلِّص‎, مُنْقِذ‎; Aragonese: salvador; Armenian: փրկիչ; Belarusian: выратавальнік, выратавальніца; Breton: salver; Bulgarian: спасител; Catalan: salvador; Chinese Cantonese: 救星; Mandarin: 救世主, 救星; Min Nan: 救星; Cornish: salvador, savyour, selwyas; Czech: zachránce; Danish: frelser; Dutch: redder, redster; Dzongkha: ཉེན་སྐྱོབ་འབད་མི; Ewe: xɔla; Finnish: pelastaja; French: sauveur, sauveuse; German: Erlöser, Erlöserin, Retter, Retterin, Erretter, Erretterin; Greek: σωτήρας, σώτειρα; Ancient Greek: σωτήρ, σώτειρα; Hebrew: מוׄשִיעַ‎; Hungarian: megváltó, megmentő; Irish: slánaitheoir; Italian: redentore, redentrice, salvatore, salvatrice; Japanese: 救世主; Kazakh: құтқарушы; Korean: 구세주(救世主); Kurdish Northern Kurdish: xelaskarê; Latin: salvator, salvatrix, servator, servatrix, Sospita; Latvian: glābējs, glābēja; Lithuanian: gelbėtojas, gelbėtoja; Macedonian: спасител; Malay: penyelamat; Manx: saualtagh; Maori: kaiwhakaora; Middle English: saveour; Mongolian Cyrillic: аврагч; Navajo: yisdáʼiiníiłii; Ngazidja Comorian: mkombozi; Norman: sauveux, saûveux; Norwegian Bokmål: frelser, frelserinne, redningsmann, redningskvinne; Nynorsk: frelsar, frelserinne, redningsmann, redningskvinne; Occitan: sauvador, sarvaor, sauvaire; Old English: hǣlend; Picard: sauveu; Polish: ratownik, ratowniczka, wybawca, wybawczyni, wybawiciel, wybawicielka; Portuguese: salvador, salvadora; Romanian: mântuitor; Russian: спаситель, спасительница, спасатель, спасательница; Scottish Gaelic: slànaighear, slànair; Serbo-Croatian Cyrillic: спа̀ситељ; Roman: spàsitelj; Slovak: záchranca; Slovene: reševalec; Spanish: salvador, salvadora; Swahili: mkombozi; Swedish: frälsare, frälserinna; Tagalog: tagapagligtas, Tagapagligtas; Tibetan: སྐྱོབ་མཁན, སྐྱབས་མགོན; Turkish: kurtarıcı; Ukrainian: рятівник, рятівниця; Urdu: مَسِیحا‎; Vietnamese: cứu tinh; Walloon: såveu; Welsh: achubwr, gwaredwr, iachawdwr