ἀμοιβή
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
English (LSJ)
ἡ, (ἀμείβω)
A requital, recompense, Hom. only in Od.; σοὶ δ' ἄξιόν ἐστιν ἀμοιβῆς Od.1.318; ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀ... ἑκατόμβης 3.58; εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀ. Thgn.1263, cf. E.Or.467; γλυκεῖαν μόχθων ἀ. Pi.N.5.48; ἀγαναῖς ἀ. τινὰ τίνεσθαι to requite him by like return, Id.P.2.24; χαρίεσσα ἀμοιϝά GDI3119c (Corinth); οἵας ἀ. ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ E.Med.23; ἀμοιβαὶ τῶν θυσιῶν Pl.Smp. 202e; retribution, ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀ. Hes.Op.334: pl., αἰωνίαις ἀ. βασανισθησόμενοι Phld.D.1.19.
2 repayment, compensation, τείσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀ. Od.12.382.
3 that which is given in exchange, τῷ σκυτοτόμῳ ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀ. γίνεται κατ' ἀξίαν Arist.EN1163b35; τὴν ἀ. ποιητέον κατὰ τὴν προαίρεσιν 1164b1; δέκα μνῶν ἀ. Plu.Lyc.9.
4 answer, ἀσχήμων ἐν τῇ ἀ. Hdt.7.160.
II change, exchange, τὰς ἀ. ποιεῖσθαι Str.11.4.4; of money, Plu.Luc.2.
III change, alternation, κακῶν E.El.1147; ἑορτῶν Pl.Lg.653d.
2 transformation, D.L.9.8.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
• Alolema(s): ἀμοιϝά IG 4.212 (Corinto); dór. ἀμοιβά Pi.N.5.48; lesb. ἀμοίβα Sapph.133.1
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1en gener. cambio τοῦ κάτω σκότου φίλας ἀμοιβάς = dulce cambio en relación con las tinieblas infernales E.HF 564, ἐν ταῖς τῶν ὀχημάτων ἀμοιβαῖς en los cambios de postas Plu.Galb.8, αἰδίοις ἀμοιβαῖς ἀνανεουμένου (sc. τοῦ ὅλου) renovándose por cambios eternos M.Ant.10.7, τὴν εἰς φῶς αὐτῶν ἀμοιβήν el cambio hacia la luz Arat.Comm.90.1
•gram. τὰ τῆς ἀμοιβῆς τοῦ τόνου lo del cambio (e.d. la retrotracción) del acento A.D.Synt.130.26.
2 en sent. comercial, de monedas o mercancías intercambio φορτίοις τὰς ἀμοιβὰς ποιοῦνται Str.11.4.4, cf. Poll.9.77, Lib.Or.3.6
•c. gen. τούτου Plu.2.226c, τῶν αἰχμαλώτων D.C.Epit.8.15.7, ἀργύρου Man.2.256
•esp. de monedas circulación λαμβάνον ἀμοιβὴν ταχεῖαν adquiriendo una rápida circulación Plu.Luc.2, ἀμοιβῇ γὰρ ἔοικε νομίσματος ἡ τοῦ λόγου χρεία el uso del lenguaje se parece a la circulación de moneda Plu.2.406b
•equivalencia, equivalente δέκα μνῶν ἀ. el equivalente de diez minas Plu.Lyc.9.
II retribución, pago abs. σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς Od.1.318, ὃς εὖ ἔρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀμοιβήν Thgn.1263, cf. quizá Sapph.133.1, χαριστικὸς οὐχ ὁ βλέπων πρὸς τὴν ἀμοιβήν Democr.B 96, ἀπέδωκ' ἀμοιβὰς οὐ καλάς E.Or.467, τὴν ἀ. τε ποιητέον Arist.EN 1164b1, παρ' ἐμοῦ λήψεται τὴν ἀ. I.BI 1.464, ἀμείψασθαί με ἀμοιβῇ τῇ δικαίᾳ Luc.Asin.27
•c. gen. obj. οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν Od.12.382, τίνων δ' ἀμοιβάς ὧν ... E.HF 1169, ἀ. τῶν θυσιῶν Pl.Smp.202e, χάριτος δέ τοι ἔσσετ' ἀ. Call.Del.152, τόφρ' ἂν ... τίσειε δ' ἀμοιβὰς σφῇσιν ἀτασθαλίῃσιν ἀδελφειοῦ κταμένοιο Orph.A.1304, χάριτος ἀ. I.AI 1.249, τῶν ἀγαθῶν ἀ. Plu.2.935c, τὴν ἀμοιβὴν ἀποδεδώκατε τοῦ βουλεύματος Luc.Prom.15, ἀμοιβὴ τῶν εὐεργεσιῶν D.C.53.4.1, τῆς εὐσεβείας PGiss.22.6, πόνων ἀμοιβή Alciphr.2.20.1, ὕβρεων Alciphr.3.12.4
•c. gen. subjet. τὰς ἀ. σου ἀνταμείψασθαι PLond.1729.29 (VI a.C.)
•c. dat. ὁ μὲν γὰρ καπηλεύει τῇ χάριτι τὴν ἀμοιβήν regatea el pago a un favor Epicur.Sent.Vat.[6] 39.2
•c. giro preposicional ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀ. γίνεται κατ' ἀξίαν Arist.EN 1163b35
•según cont. puede traducirse en sent. positivo (recompensa, premio) o negativo (castigo, venganza):
a) recompensa, premio ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀ. Od.3.58, cf. τὺ δὲ δὸς χαρίεσ(σ)αν ἀμοιϝάν IG 4.212, κρέσσονας αὐτῶν ἀ. ἀποδοῦναι Democr.B 92, γλυκείαν μόχθων ἀμοιβάν dulce recompensa por sus trabajos Pi.N.5.48, τὸν εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς ... τίνεσθαι Pi.P.2.24, cf. E.Med.23, Hel.159, A.R.3.393, πολλὰς ἡδονὰς καὶ καλὰς ἀ. ἀπέδωκεν ἀνθ' ὧν ... ἀπέσχετο Plb.31.28.13, ἀ. τῆς πρὸς τοὺς εὐεργέτας χάριτος D.S.1.90, cf. I.BI 1.293, χρὴ προθύμως ἐκτίνειν τὰς ἀ. conviene pagar la recompensa de buen grado Onas.38.8, ξενίης δ' ἀ. ἀντέδωκαν ἀνθρώπῳ Babr.74.8, cf. 1Ep.Ti.5.4, μέγεθος δὲ καὶ περὶ τὰς ἀμοιβὰς καὶ περὶ τὰς τιμωρίας Plu.Ant.24, cf. D.P.Au.1.31, ὕμνων ... ἀντάξιος εἴη ἀ. haya justo premio por mis cantos D.P.1187
•esp. en sintagmas nominales c. prep. en premio a, en recompensa εἰς αὐτὸν ἀμοιβήν IPr.113.120 (I a.C.), ἀμοιβῆς χάριν IG 14.744, ἀμοιβῆς ἕνεκεν IG 14.748A (Nápoles II a.C.), εἵνεκ' ἀμοιβῆς TAM 2.186b.5 (IV a.C.);
b) castigo, venganza, pago por una mala acción ἔργων ἀντ' ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀ. Hes.Op.334, ἀμοιβαὶ κακῶν E.El.1147, μή τινα λευγαλέοιο φόνου τείσειαν ἀ. A.R.1.619, πατρὸς ἑοῖο κακὴν τίνεσκεν ἀ. ἀμπλακίης A.R.2.475, ταῖς αἰωνίοις ἀμοιβαῖς βασανισθησόμενοι πρὸς τῶν θεῶν Phld.D.1.19, ὑπὲρ τῶν τετολμημένων ... ἀ. I.AI 7.45, τὴν τῆς τόλμης ἀσεβοῦς ἀμοιβὴν τῆς ... παιδός PMasp.97D.ue.84 (VI a.C.).
III 1alterancia, turno, sucesión τὰς τῶν ἑορτῶν ἀ. Pl.Lg.653d, ἀμοιβᾷ γενέσιος καὶ ἀνταποδόσι φθορᾶς Hippod.p.14, κακῶν τε καὶ καλῶν ἀ. Vett.Val.173.15, διὰ τὴν κατὰ κύκλον ἀλλήλων τῶν ἀτόμων ἀ. por la alternancia circular de los (meses y años tomados como) individuos Procl.in Ti.3.87, ἀμοιβή ἐστι τῶν εἰσαγομένων προσώπων διάλογος el turno es el diálogo de los personajes introducidos Sch.D.T.452.3
•en frase adverb. εἰ γὰρ ἀμοιβήν, ... κνήθειν οἶδεν ὄνος τὸν ὄνον pues si por turno sabe el burro frotar al burro, AP 12.238 (Strat.)
•disfrute alternativo, turno ἀμοιβὴ ἐνκτήσεως POxy.705.61 (III a.C.).
2 respuesta οὔ με ἔπεισας ἀσχήμονα ἐν τῇ ἀμοιβῇ γενέσθαι Hdt.7.160.
IV 1transformación de la doctrina de Heráclito, πῦρ εἶναι στοιχεῖον καὶ πυρὸς ἀμοιβὴν τὰ πάντα D.L.9.8.
2 sustitución κατὰ ἀμοιβὴν τοῦ ὀνόματος A.D.Synt.13.15, de pron. y art., A.D.Synt.58.19.
German (Pape)
[Seite 127] ἡ (ἀμείβω), Wechsel, Vergeltung, Hom. dreimal, Od. 3, 58 ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀμοιβὴν σύμπασιν Πυλίοισιν ἀγακλειτῆς ἑκατόμβης, 1, 318 δῶρον, καὶ μάλα καλὸν ἑλών· σοὶ δ' ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς, 12, 382 εἰ δέ μοι οὐ τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ' ἀμοιβήν, Buße, Sühne; 14, 521 hielten Einige ἀμοιβάς für acc. plur. von ἀμοιβή, s. ἀμοιβάς; – θυσιῶν Plat. Conv. 202 e; ἀπέδωκ' ἀμοιβὰς οὐ καλάς Eur. Or. 467; οἵας ἀμοιβῆς ἐξ Ἰάσονος κυρεῖ Med. 23, vgl. H. fur. 1169; Ap. Rh. 2, 475 ἀμπλακίης ἀμ. τίνειν; im guten Sinne εὐεργέταν ἀγαναῖς ἀμοιβαῖς τίνεσθαι Pind. P. 2, 24; Strafe, ἐπέθηκεν ἀμ. ἔργων ἀντ' ἀδίκων Hes. O. 334; Rache, πατρῴων παθέων ἀμοιβάν Eur. Or. 841; Luc. Prom. 15; Belohnung, Pind. N. 5, 48 μόχθων; Her. 7, 160 Antwort; Plat. Legg. III, 653 d ἑορτῶν ἀμοιβαί Abwechselung; Plut. Lyc. 9 δέκα μνῶν ἀμ. kleines Geld für zehn Minen eingewechselt; vom Umsatze des Geldes νόμισμα λαμβάνον ἀμοιβὴν ταχεῖαν Lucull. 2; φορτίοις τὰς ἀμοιβὰς ποιοῦνται Tauschhandel treiben Strab. XI, 4 p. 502. – Im Att. steht dafür in der Bdtg Belohnung nach Moeris χάρις.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. ce qui se fait ou se donne en échange :
1 don en retour ; récompense : σοὶ δ' ἄξιόν ἐστι ἀμοιβής OD il est juste que tu sois récompensé ; ἀμοιβὴ ἑκατόμβης OD récompense (accordée par un dieu) en échange d'une hécatombe ; marque de reconnaissance, bon office ; paiement, rétribution LSJ ; en mauv. part expiation, châtiment;
2 lettre en réponse;
II. alternance, succession;
III. changement, transformation;
NT: rétribution.
Étymologie: ἀμείβω.
Russian (Dvoretsky)
ἀμοιβή: ἡ
1 возмездие, воздаяние, отплата (ἀντί τινος Hes. и τινος Eur., Plut., Luc.);
2 награда, благодарность: ἀ. τινος Hom., Pind., Eur., Plut. награда за что-л., тж. Hom., Plat. благодарность или награда, выражающаяся в чем-л.; ἀμοιβὰς οὐ καλὰς ἀποδοῦναί τινι Eur. дурно отблагодарить кого-л.;
3 ответ или возражение (ἀσχήμων ἐν τῇ ἀμοιβῇ Her.);
4 смена, чередование (ἑορτῶν ἀμοιβαί Plat.);
5 плата, вознаграждение (ἀντί τινος Arst.);
6 обмен, обращение (sc. νομίσματος Plut.): δέκα μνῶν ἀ. Plut. эквивалент десяти мин (в железной монете, введенной Ликургом);
7 перемена, превращение Diog. L.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμοιβή: ἡ, (ἀμείβω) ἀνταπόδοσις, πληρωμή, Ὅμ. (μόνον ἐν. Ὀδ.), Ἡσ., κτλ., σοὶ δ’ ἄξιον ἔσται ἀμοιβῆς Ὀδ. Α. 318· ἄλλοισι δίδου χαρίεσσαν ἀμοιβήν... ἑκατόμβης, διὰ τὴν ἑκατόμβην, Γ. 58· εὖ ἕρδοντι κακὴν ἀπέδωκας ἀμ. Θέογν. 1263, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 467· γλυκεῖαν μόχθων ἀμ. Πινδ. 5. 88· ἀγαναῖς ἀμ. τινὰ τίνεσθαι, ἀνταμείβειν αὐτὸν δι’ …, ὁ αὐτ. Π. 2. 43· οἵας ἀμ. ἐξ. Ἰάσονος κυρεῖ Εὐρ. Μήδ. 23· ἀμοιβαὶ τῶν θυσιῶν Πλάτ. Συμπ. 202Ε. 2) ἀνταπόδοσις, ἀποζημίωσις, τίσουσι βοῶν ἐπιεικέ’ ἀμ. Ὀδ. Μ. 382· ἔργων ἀντ’ ἀδίκων χαλεπὴν ἐπέθηκεν ἀμ. Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 334. 3) τιμὴ καταβαλλομένη ὡς ἀντάλλαγμα διά τι, τῷ σκυτοτόμῳ ἀντὶ τῶν ὑποδημάτων ἀμ. γίνεται κατ’ ἀξίαν Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 9. 1, 1· τὴν ἀμ. ποιητέον κατὰ τὴν προαίρεσιν αὐτόθι 7· δέκα μνῶν ἀμ. Πλουτ. Λυκ. 9. 4) ἀπόκρισις, ἀσχήμων ἐν τῇ ἀμ. Ἡρόδ. 7. 160. ΙΙ. ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, τὰς ἀμ. ποεῖσθαι Στράβ. 502· ἐπὶ χρημάτων, Πλουτ. Λούκουλλ. 2. ΙΙΙ. ἀλλαγή, ἀνταλλαγή, κακῶν Εὐρ. Ἠλ. 1147· ἑορτῶν Πλάτ. Νόμ. 653D. 2) μεταμόρφωσις, μεταβολή. Διογ. Λ. 9. 8. ― ἀμοιFὰ = ἀμοιβὴ Ι, τὺ δὲ δό[ς χα]ρίεσ[σ]αν ἀμοιFὰν [VI] Ἐπιγρ. Κορίνθ. 3319. = Συλλ. Ἐπιγρ. Ἀττ. 20, 108a.
English (Autenrieth)
(ἀμείβω): recompense, requital, gift in return. (Od.)
English (Strong)
from ameibo (to exchange); requital: requite.
English (Thayer)
(ῆς, ἡ (from ἀμείβω, as ἀλειφή from ἀλείφω, στοιβή from στείβω), a very common word with the Greeks, requital, recompense, in a good and a bad sense (from the significance of the middle ἀμείβομαι to requite, return like for like): in a good sense, 1 Timothy 5:4.
Greek Monolingual
η (Α ἀμοιβή)
1. ανταπόδοση, ανταμοιβή
2. ο μισθός που δίνεται σε αντάλλαγμα υπηρεσίας ή εργασίας, αντιμισθία
μσν.-αρχ.
αλλαγή, ανταλλαγή
αρχ.
1. αποζημίωση
2. ποινή
3. εκδίκηση
4. απάντηση, απόκριση
5. (για είδη εμπορίου ή νομίσματα) ανταλλαγή
5. αλλαγή, μεταμόρφωση, μεταβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμείβω.
ΠΑΡ. αμοιβαίος, αμοιβαδόν
αρχ.
ἀμοιβάς, ἀμοιβαδίς, ἀμοιβήδην, ἀμοιβηδίς, ἀμοιβηδόν.
ΣΥΝΘ. νεοελλ. μικροαμοιβή, υπεραμοιβή].
Greek Monotonic
ἀμοιβή: ἠ (ἀμείβω),
I. 1. ανταπόδοση, πληρωμή, αποζημίωση, σε Ομήρ. Οδ.· ἑκατόμβης, για την εκατόμβη, στο ίδ.
2. απάντηση, σε Ηρόδ.
II. αλλαγή, ανταλλαγή χρημάτων, σε Πλούτ.
II. εναλλαγή, μεταβολή, κακῶν, σε Ευρ.
Middle Liddell
ἀμείβω
I. a requital, recompense, compensation, return, payment, Od.; ἑκατόμβης for the hecatomb, Od.
2. an answer, Hdt.
II. change, exchange, of money, Plut.
III. alternation, κακῶν Eur.
Chinese
原文音譯:¢moib» 阿妹卑
詞類次數:名詞(1)
原文字根:回報 相當於: (גְּמוּל) (שׁוּב) (שָׁלֵם)
字義溯源:報答,報酬,報復;源自(ἀμέθυστος)X*=交換)
出現次數:總共(1);提前(1)
譯字彙編:
1) 報答(1) 提前5:4
English (Woodhouse)
compensation, recompense, return
Mantoulidis Etymological
(=ἀνταπόδοση). Ἀπό τό ἀμείβω μέ ἑτεροίωση τοῦ ει σέ οι. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα ἀμείβω.
Translations
punishment
Albanian: dënim, ndëshkim; Arabic: عِقَاب, جَزَاء, مُجَازَاة; Armenian: պատիժ, պատժում; Old Armenian: պատիժ, պատուհաս; Asturian: castigu; Azerbaijani: cəza; Bashkir: яза; Belarusian: пакаранне, кара; Bengali: সাজা, দণ্ড; Bulgarian: наказание; Burmese: ဒဏ်, အပြစ်; Catalan: punició, puniment; Cherokee: ᎤᏓᏍᏛᏗᏍᏗ; Chinese Mandarin: 懲罰/惩罚, 刑罰/刑罚; Cornish: kessydhyans; Czech: trest; Danish: straf; Dutch: bestraffing, straf; Esperanto: puno; Estonian: karistus; Faroese: revsing; Finnish: rankaiseminen, rankaisu; French: punition, châtiment; Galician: castigo, punición; Georgian: დასჯა; German: Strafe, Bestrafung; Gothic: 𐌰𐌽𐌳𐌰𐌱𐌴𐌹𐍄; Greek: τιμωρία; Ancient Greek: ἀνταπόδομα, ἀνταπόδοσις, ἀντίδοσις, ἀντιμισθία, ἀντίποινα, δίκη, ἐκδικία, ἔκτεισις, ἔκτεισμα, ἐπεξέλευσις, ἐπιζάμια, ἐπιζήμια, ἐπίπλαξις, ἐπίπληξις, ἐπιπομπή, ἐπισκοπή, ἐπιτίμησις, ἐπιτίμιον, τὰ ἐπίχειρα, εὔθυνα, ζημία, ζημίωμα, ζημίωσις, κατάκριμα, κέντημα, κόλασμα, κολασμός, κυφωνισμός, νέμεσις, ποίνημα, τὰ ἐπιζάμια, τὰ ἐπιζήμια, τιμώρημα, τιμώρησις, τιμωρία, τίσις, ὑπεξέλευσις; Hebrew: עונש \ עֹנֶשׁ, עֲנִישָׁה; Hindi: सज़ा, दण्ड; Hungarian: büntetés; Icelandic: refsing; Indonesian: hukuman; Italian: punizione, pena, castigo; Japanese: 罰, 懲罰, 処罰, 刑罰; Kazakh: жаза; Khmer: ទណ្ឌ, ទណ្ឌកម្ម, ទណ្ឌកិច្ច; Korean: 처벌(處罰), 벌(罰), 형벌(刑罰), 징벌(懲罰); Kurdish Northern Kurdish: ceza; Kyrgyz: жаза; Lao: ໂທດ, ທັນ; Latin: supplicium, poena; Latvian: sods, sodīšana; Lithuanian: bausmė; Luxembourgish: Strof; Macedonian: казна, казнување; Malay: hukuman, seksa, dera; Malayalam: ശിക്ഷ; Mongolian Cyrillic: шийтгэл; Norman: peunnition; Norwegian Bokmål: straff; Occitan: puniment; Old English: wīte; Pashto: جزاء, ايداد, مجازات; Persian: تنبیه, جزا, مجازات; Polish: karanie, kara; Portuguese: punição; Quechua: wanay; Romanian: pedepsire, pedeapsă; Russian: наказание, кара; Sanskrit: दण्ड, दम, निग्रह; Scottish Gaelic: peanasachadh; Serbo-Croatian Cyrillic: ка̏зна; Roman: kȁzna; Slovak: trest; Slovene: kazen; Spanish: castigo; Swedish: straff; Tajik: ҷазо, сазо, муҷозот; Tamil: தண்டம், தண்டனம்; Tatar: җәза; Thai: โทษ, ทัณฑ์; Turkish: ceza; Turkmen: jeza; Ukrainian: покарання, кара; Urdu: سَزا, دَنْڈ; Uyghur: جازا; Uzbek: jazo; Vietnamese: hình phạt, trừng trị, sự phạt; Yiddish: שטראָף; Zazaki: ceza
retribution
Arabic: عِقَاب, اِنْتِقَام; Armenian: հատուցում, վրեժ; Belarusian: адплата, кара, помста, расплата; Bulgarian: отплата, възмездие, мъст; Chinese Mandarin: 報應/报应, 惡報/恶报; Czech: odplata, pomsta, trest, odveta; Danish: gengældelse, straf; Dutch: vergelding; Estonian: tasu, kättemaks; Finnish: rangaistus, kosto; French: vendetta, châtiment, punition; Galician: castigo; Georgian: სამაგიერო, სანაცვლო; German: Vergeltung; Gothic: 𐍆𐍂𐌰𐍅𐌴𐌹𐍄; Greek: ανταπόδοση; Ancient Greek: ἀμοιβή, ἀνταπόδοσις, ἀντέκτισις, ἀντίποινα, κόλασις, μετατροπή, νέμεσις, παλίμποινα, ποινή, τιμωρία, τιμωρίη, τίσις; Hungarian: megtorlás, büntetés; Irish: agairt, díoltas; Italian: retribuzione, vendetta; Japanese: 報復, 復讐; Korean: 보복(報復), 복수(復讐); Latvian: atmaksa; Lithuanian: atpildas; Macedonian: одмазда, возврат; Malay: balasan; Maori: ngakinga; Norwegian Bokmål: gjengjeldelse; Persian: پادافراه, انتقام; Polish: zemsta, odwet, kara, pomsta; Portuguese: retribuição; Romanian: răzbunare; Russian: возмездие, воздаяние, кара, месть, отплата, расплата; Serbo-Croatian Cyrillic: о̀дмазда; Roman: òdmazda; Slovak: odplata, pomsta, trest, odveta; Slovene: kazen; Spanish: castigo, retribución; Swedish: vedergällning; Tagalog: gantindusa; Tajik: интиқом; Turkish: intikam; Ukrainian: відплата, кара, покара, помста, розплата