σίφων
τὸ γὰρ μυστήριον ἤδη ἐνεργεῖται τῆς ἀνομίας· μόνον ὁ κατέχων ἄρτι ἕως ἐκ μέσου γένηται. (2Thess 2:7) → For the mystery of lawlessness is already at work — just at work until the one who is now constraining it is taken out.
English (LSJ)
σίφωνος, ὁ, = ἡ καλάμη τοῦ ἀγρίου καλάμου, Glossaria: hence,
A tube, pipe, Aen.Tact.18.10, Anon.Lond.26.51; καλάμινος σίφων Dsc.Eup.2.35; esp.,
1 siphon, used for drawing wine out of the cask or jar, Hippon.56, PEleph.5.4 (iii B.C.); καμπύλος σ., τουτέστι σωλήν Hero Spir.1.1.
b drainage tube for hydrocele, Gal.10.988.
c pump, PLond.3.1177.129 (ii A.D.).
2 fire-engine, Apollod.Poliorc. 174.5, Hsch.: generally, service-pipe for water in houses, Str.5.3.8.
3 water-spout, Olymp. in Mete.13.15, Sch.Arat.785.
4 αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες blood-suckers, i.e. mosquitoes, AP5.150 (Mel.).
5 sens. obsc. for τὸ αἰδοῖον, E.Cyc.439 (s.v.l.).
6 = ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, ἢ λίχνος, Hsch.
7 εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, Id.
8 ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι, Id. (perhaps = σιρομάστης 1). [ῑ in APl.c., Juv.6.310; but ῐ E. l.c. (s. v.l.).]
German (Pape)
[Seite 887] σίφωνος, ὁ, ein hohler Körper, Röhre, Halm u. dgl., lat. sipho; der Weinheber, Wein aus einem Fasse zu saugen, Hippon. bei Poll. 6, 19; – der Weinschlauch, Eur. Cycl. 438. – Auch die Feuerspritze, Mathem. vett. – Bei Hesych. ein der Ameise ähnliches Insekt, vielleicht die Mücke, wie Mel. 93 (V, 151), αἵματος ἀνδρῶν σίφωνες κώνωπες, gleichsam die Heber oder Saugröhren des Männerbluts. – Die Wasserhose, wie τυφών, vgl. Schol. Arat. Dios. 785. – [Ι ist außer bei Eur. lang.]
French (Bailly abrégé)
σίφωνος (ὁ) :
I. tube creux, particul. :
1 siphon pour pomper un liquide ; p. anal. trompe des insectes suceurs comme le cousin;
2 conduite d'eau;
3 sorte d'engin à feu;
4 canon de clé;
5 sexe de l'homme;
II. p. anal. trombe d'eau ou siphon.
Étymologie: DELG terme techn. sans étym. sûre, reposant pê sur une harmonie imitative.
Russian (Dvoretsky)
σίφων: σίφωνος (ῑ, у Eur. ῐ) ὁ
1 сифон, насос: κώνωπες αἵματος σίφωνες Anth. сосущие кровь комары;
2 Eur. = τὸ αἰδοῖον.
Greek (Liddell-Scott)
σίφων: σίφωνος, ὁ, σωλήν, Λατ. sipho, μάλιστα δέ, 1) ὁ κεκαμμένος σωλήν, δι’ οὗ ἐξῆγον οἶνον ἐκ πίθου ἢ ἀμφορέως, Ἱππῶναξ 47. 2) πυροσβεστικὴ μηχανὴ ἢ σωλῆνες αὐτῆς, Ἀπολλοδ. Πολ. 32D· καθόλου, ὁ σωλὴν πρὸς οἰκονομίαν τοῦ ὕδατος εἰς οἰκιακὰς ἀνάγκας, Στράβ. 235. 3) ἐργαλεῖον χειρουργικόν, = καθετήρ, Γαλην., Παῦλ. Αἰγ. 4) σωλήν, δι’ οὗ ἐξηκόντιζον τὸ ὑγρὸν πῦρ, Λέων Τακτ. 19. 6 (ὅστις ἔχει καὶ τὸν τύπον σιφωνάτωρ, ὁ, ὁ ἐξακοντίζων τὸ ὑγρὸν πῦρ). 5) τὸ μετεωρολογικὸν φαινόμενον σίφων, Ὀλυμπιόδ. εἰς Ἀριστ. Μετεωρ.· πρβλ. τυφών, τυφῶς ΙΙ. 6) οἱ κώνωπες καλοῦνται αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες, ὡς ἀναμυζῶντες τὸ ἀνθρώπινον αἷμα διὰ τῆς προβοσκίδος, Ἀνθ. Π. 5. 151. 7) ἐν Εὐρ. Κύκλ. 439, ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας = τὸ αἰδοῖον. [ῑ ἐν Ἀνθ. ἔνθ’ ἀνωτ. Ἰουβεν. 6. 310, Λουκαν. 7. 156· ἀλλὰ ῐ ἐν Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ.]. - Καθ’ Ἡσύχ.: «σίφων· ῥυπαρὸς ἄνθρωπος, καὶ λίχνος. ἢ εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές, καὶ ὄργανον σκόλοπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίπους ἐπισκοποῦσι. καὶ τῶν σταχύων καὶ τοῦ πυροῦ οἱ καυλίσκοι, καὶ οἷς οἱ κάπηλοι τὸν οἶνον ἀρύονται. καὶ ὄργανόν τι εἰς πρόεσιν ὑδάτων ἐν τοῖς ἐμπρησμοῖς».
Greek Monolingual
ο / σίφων, σίφωνος, ΝΜΑ
1. καμπύλος σωλήνας με τον οποίο αντλείται ή μεταγγίζεται, με απορρόφηση του περιεχόμενου σε αυτόν αέρα, υγρό από ένα αγγείο σε άλλο («καμπύλος σίφων, τουτέστιν σωλήν», Ήρων.)
2. (μετεωρ.) ο σίφουνας
νεοελλ.
1. φυσ. όργανο με τη μορφή σωλήνα σχήματος Π, με άνισα σκέλη, που χρησιμοποιείται για τη μετάγγιση υγρών από μια στάθμη σε μια άλλη χαμηλότερη στάθμη, αφού, όμως, το υγρό ανέλθει σε ύψος μεγαλύτερο του ύψους και τών δύο σταθμών, γι' αυτό και το ένα σκέλος πρέπει να είναι μεγαλύτερου μήκους από το άλλο
2. ζωολ. α) προεξέχων συσταλτός σωλήνας που περιβάλλει το βραγχιακό και εδρικό άνοιγμα ορισμένων χιτωνοζώων, ασκιδίων και μαλακίων, και με τον οποίο τα ζώα αυτά απορροφούν και αποβάλλουν το νερό
β) λιγότερο ή περισσότερο ασβεστοποιημένος σωλήνας, ο οποίος διασχίζει τις αίθουσες του οστράκου τών κεφαλοπόδων, όπως λ.χ. του ναυτίλου και τών αμμωνιτών
γ) το χοανοειδές μυϊκό όργανο που περιέχεται στη μανδυακή κοιλότητα της κοιλιακής πλευράς τών κεφαλοπόδων και του οποίου το στενό άνοιγμα είναι το σημείο βίαιης εξώθησης του νερού, χάρη στην οποία το ζώο προωθείται προς τα πίσω
δ) προέκταση και κυλινδροποίηση του λαιμού του μανδύα τών δίθυρων και γαστερόποδων μαλακίων, που χρησιμεύει ως ανιχνευτής τροφής και ως χημειοδείκτης
3. βοτ. παλαιότερη ονομασία του γυρεοσωλήνα
4. αρχιτ. καθένα από τα σφαιρικά τρίγωνα που κατασκευάζονται μεταξύ του τρούλλου ενός οικοδομήματος και τών κιόνων οι οποίοι τον συγκρατούν
5. (μετεωρ.) α) σφοδρή κυκλωνική, δηλαδή χαμηλής ατμοσφαιρικής πίεσης, θύελλα με σχετικά μικρή διάμετρο, αλλά με ανέμους που περιστρέφονται ταχύτατα και σχηματίζουν στρόβιλο, δίνη, που δημιουργεί στην περιοχή του κέντρου του ισχυρά ανοδικά ρεύματα, τα οποία είναι ικανά να παρασύρουν προς τα επάνω πολύ βαριά αντικείμενα, όπως λ.χ. δέντρα, αυτοκίνητα, σιδηροδρομικά βαγόνια και αεροπλάνα
6. είδος καθετήρα που χρησιμοποιείται για πλύσεις στομάχου
7. ναυτ. ειδικός σωλήνας που χρησιμοποιείται, αντί αντλίας, για την τροφοδότηση τών λεβήτων ή για την εκκένωση υδάτων από δεξαμενές ή από τα κύτη τών πλοίων, αλλ. αντλοσίφωνας, κν. τζιφάρι
8. φρ. α) «σίφωνας δαπέδου»
τεχνολ. διάταξη ανάλογη με το αποχετευτικό σιφόνι, η οποία τοποθετείται στο χαμηλότερο σημείο δαπέδων, όπου χύνονται ακάθαρτα νερά, αποτελείται από πήλινο, μεταλλικό ή πλαστικό σιγμοειδή σωλήνα που επικοινωνεί με το αποχετευτικό σύστημα, στο οποίο εκρέουν τα ακάθαρτα νερά, και καλύπτεται από πάνω με μεταλλική σχάρα
β) «θαλάσσιος σίφωνας»
(μετεωρ.) σίφωνας που σχηματίζεται ή διέρχεται πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας δημιουργώντας στήλη μικρής διαμέτρου από υδροσταγονίδια και υδρατμούς και υψώνεται από την θαλάσσια επιφάνεια ώς τη βάση ενός καταιγιδοφόρου νέφους
μσν.
(στο Βυζάντιο) είδος αντλίας και σωλήνα με τον οποίο εξακόντιζαν υγρό πυρ από τους δρόμωνες, ο λεγόμενος πυρσοφόρος σίφων
αρχ.
1. αυλός, σύριγγα
2. σωλήνας διοχέτευσης για την υδροκήλη
3. είδος αντλίας
4. πυροσβεστική αντλία
5. υδραγωγός σωλήνας κατοικίας («ἅπασαν δὲ οἰκίαν σχεδὸν δεξαμενὰς καὶ σίφωνας καὶ κρουνοὺς ἔχειν ἀφθόνους», Στράβ.)
6. το αιδοίο
7. ο βλαστός του αγριοκάλαμου»
8. (κατά τον Ησύχ.) α) «ῥυπαρὸς ἄνθρωπος ἢ λίχνος»
β) «εἶδος θηρίου μυρμηκοειδές»
γ) «ὄργανον σκόλοιπι ὅμοιον, ἐν ᾧ τοὺς μαρσίππους ἐπισκοποῦσι»
9. φρ. «αἵματος ἀνδρὸς σίφωνες» — τα κουνούπια, τα οποία ονομάστηκαν έτσι επειδή απομυζούν το ανθρώπινο αίμα με την προβοσκίδα τους (Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, άγνωστης ετυμολ., ο οποίος εμφανίζει επίθημα -ων, το οποίο απαντά και σε άλλους τεχνικούς όρους (πρβλ. δόλων, κώδων, κώθων). Η λ. είναι πιθ. ηχομιμητική. Κατά μία άποψη, από τη λ. σίφων προήλθε το επίθ. σιφνός, με συγκοπή του -ω-].
Greek Monotonic
σίφων: [ῑ], σίφωνος, ὁ, σωλήνας, σύριγγα, σιφόνι, που χρησιμοποιείται στην άντληση κρασιού από το βαρέλι, σε Ιππών.· σωλήνας, αγωγός για την εξοικονόμηση του αναγκαίου νερού για οικιακή χρήση, σε Στράβ. (άγν. προέλ.).
Frisk Etymological English
σίφωνος
Grammatical information: m.
Meaning: 'tube, esp. for water hoisting, fire engine, fountain, wine siphon, siphon etc.' (Hippon., E., hell. a. late); also plant name = αἰγίλωψ (Ps.-Dsc.)
Compounds: σιφωνο-λογία weeding of σ. (pap.).
Derivatives: σιφών-ιον n. = σίφων (H.) and -ίζω to draw off wine with a siphon (Ar.).
Origin: XX [etym. unknown]
Etymology: Technical word like ἄμβων, δόλων a. o. (Chantraine Form. 162). Prob. onomatop [?], s. Schwyzer KZ 58, 204f. with Slav. parallels. Not to Lat. tībia with Walde (s. W.-Hofmann s. v.). -- From σίφων (Solmsen Wortforsch. 46) σιφνεύς mole (prop. "digger of tubes"), prob. also σιφνός = κενός; influenced by it σιφλός in the late attested meaning hollow; an old variation ν: λ (ἀγκών: ἀγκάλη) is improbable. Cf. σιφλός.
Middle Liddell
σῑ́φων, σίφωνος, ὁ,
a tube, pipe, siphon, used for drawing wine out of the cask, Hippon.:— a service-pipe for water in houses, Strab. [deriv. uncertain]
Frisk Etymology German
σίφων: σίφωνος
{síphōn}
Grammar: m.
Composita: ’Röhre, bes. zum. Wasserheben, Feuerspritze, Springbrunnen, Weinheber, Siphon’ (Hippon., E., hell. u. sp.), auch Pfl.name = αἰγίλωψ (Ps.-Dsk.) mit σιφωνολογία ‘das Ausjäten des σ.’ (Pap.).
Derivative: Davon σιφώνιον n. = σίφων (H.) und -ίζω den Wein mit dem Heber abzapfen (Ar.).
Etymology: Technisches Wort wie ἄμβων, δόλων u. a. (Chantraine Form. 162). Wahrscheinlich lautmalend, s. Schwyzer KZ 58, 204f. mit balkanslav. Parallelen. Nicht zu lat. tībia mit Walde (s. W.-Hofmann s. v.). — Von σίφων wahrscheinlich nach altem Ablautmuster (Solmsen Wortforsch. 46) σιφνεύς Maulwurf (eig. "Röhrengräber"), wohl auch σιφνός = κενός; davon beeinflußt σιφλός in der sp. belegten Bed. hohl; an alten Wechsel ν: λ (ἀγκών: ἀγκάλη) ist nicht zu denken. Vgl. σιφλός.
Page 2,713
Mantoulidis Etymological
-ωνος (=σωλήνας ἀπορροφητικός, ἀντλία). Ἴσως νά σχετίζεται μέ τό σιφνός=σιφλός (=βλαμμένος).