σωτηρία: Difference between revisions
(nl) |
(1b) |
||
Line 36: | Line 36: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=σωτηρία -ας, ἡ [σωτήρ] (lijfs)behoud, redding:; ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ ’ ἔρχομαι ik kom om de Grieken redding te brengen Eur. IA 1472; ook van zaken. ἐάν... θεὸς αὐτοῖς διδῷ σωτηρίαν τῶν νόμων als de god hun behoud van hun wetten schenkt Plat. Resp. 425e. reddingswijze, reddingsmiddel, manier om te ontkomen, veilige terugkeer:. ἔστι τις σωτηρία; is er nog hoop op redding? Aeschl. Pers. 735; οὐδὲ ἄλλη σ. ἐφαίνετο er leek geen andere uitweg te zijn Thuc. 3.20.1; περὶ τῆς ἐς τὴν πατρίδα σωτηρίας gericht op de ontsnapping naar hun vaderland Thuc. 7.70.7. christ. verlossing. | |elnltext=σωτηρία -ας, ἡ [σωτήρ] (lijfs)behoud, redding:; ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ ’ ἔρχομαι ik kom om de Grieken redding te brengen Eur. IA 1472; ook van zaken. ἐάν... θεὸς αὐτοῖς διδῷ σωτηρίαν τῶν νόμων als de god hun behoud van hun wetten schenkt Plat. Resp. 425e. reddingswijze, reddingsmiddel, manier om te ontkomen, veilige terugkeer:. ἔστι τις σωτηρία; is er nog hoop op redding? Aeschl. Pers. 735; οὐδὲ ἄλλη σ. ἐφαίνετο er leek geen andere uitweg te zijn Thuc. 3.20.1; περὶ τῆς ἐς τὴν πατρίδα σωτηρίας gericht op de ontsnapping naar hun vaderland Thuc. 7.70.7. christ. verlossing. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[σωτηρία]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> a [[saving]], [[deliverance]], [[preservation]], [[safety]], Lat. [[salus]], Hdt., [[attic]]; ς. τινὶ διδόναι, φέρειν Eur.; σωτηρίαν ἔχειν Soph., etc.<br /><b class="num">2.</b> a way or [[means]] of [[safety]], Aesch., Eur., etc.<br /><b class="num">3.</b> a [[safe]] [[return]], ἡ ἐς τὴν πατρίδα ς. Thuc.; ἡ [[οἴκαδε]] [[σωτηρία]] Dem.; also, [[νόστιμος]] ς. Aesch.<br /><b class="num">II.</b> of things, a [[keeping]] [[safe]], [[preservation]], τινός of [[anything]], Hdt., Aesch., etc.<br /><b class="num">2.</b> [[security]], [[guarantee]] for [[safety]], ς. [[ἔστω]] τινός [[guarantee]] for the [[safe]] [[keeping]] of a [[thing]], ap. Dem.; σωτηρίαι τῆς πολιτείας ways of preserving it, Arist.<br /><b class="num">3.</b> [[security]], [[safety]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:40, 10 January 2019
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A deliverance, preservation, σωτηρίην ὑποθησόμενον ὑμῖν Hdt.5.98; σ. μηχανᾶσθαι Id.7.172; σ. Ἕλλησι δώσουσ' ἔρχομαι E.IA1472; σ. κατεργάσασθαι Id.Heracl.1045; φέρειν Id.Tr. 753; ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι, Pl.Lg.647b, Prt.321b, Th.6.83; σωτηρίαν ἔχειν S.Aj.1080, E.Or.1178, etc.; ζητεῖν Isoc.4.95; εὑρίσκεσθαι Aeschin.3.134; also σωτηρίας τυχεῖν A.Pers.508, Ch.203, X.Cyr.4.1.2, etc.; ἐνεύχομαί σοι τὴν Ἀπολλωνίου σ. PCair.Zen.482.4 (iii B.C.); ὀμνύω σωι (or σοι) τὴν σαυτοῦ σ. ib.324.2 (iii B.C.); ὑπὲρ σωτηρίας . . Αὐτοκράτορος, = Lat. pro salute Imperatoris, OGI1678.1 (Egypt, ii A.D.). 2 a way or means of safety (= μηχανὴ σωτηρίας A.Th.209), ἔστι τις σ.; Id.Pers.735 (troch.); ἔχεις τιν' . . σ.; E.Or.778 (troch.), cf. Ar.Eq.12; εἰς σ. ἄλλην καταφυγεῖν Antipho 2.4.1, cf. Th.3.20. 3 safe return, ἡ ἐς τὴν πατρίδα σ. Id.7.70; ἡ οἴκαδε σ. D.50.16, cf. Plu.2.241e; ἡ σ. ἣν συνέβη τῷ πατρὶ δεῦρο D.57.20; νόστιμος σ. A.Pers.797, Ag.343, 1238. 4 in LXX and NT, salvation, ὁ θεὸς τῆς σ. μου LXX Ps.50(51).14, al.; σ. ψυχῶν 1 Ep.Pet. 1.9; εὐαγγέλιον τῆς σ. Ep.Eph.1.13, etc. II of things, keeping safe, preservation, Hdt.4.98; c. gen., A.Eu.909, Pl.R.433c, etc.; maintenance, τῶν οἰκοδομημάτων καὶ ὁδῶν Arist.Pol.1321b21; τῶννόμων Pl.R.425e; τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων, Arist.Cael.284a20, Mete.355a20. 2 security, guarantee for safety, σ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων guarantee for the safe keeping of... Syngr. ap. D.35.13; σωτηρίας ἕνεκα τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων for their safe custody,, Pl.Lg.908a; ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ ib.909a; σωτηρίαι τῆς πολιτείας ways of preserving it, Arist.Pol.1301a23, cf. 1289b24, Pl.Prt.354b. 3 security, safety, τοῦ κοινοῦ Th.2.60; τοῦ βίου Pl.Prt.356d. 4 c. gen. obj., security against, ἀπορίας Philem.213.12. 5 bodily health, well-being, BGU423.13 (ii A.D.), POxy.939.20 (iii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 1061] ἡ, Rettung, Erhaltung, Befreiung; Aesch. Pers. 500. 721 u. öfter, wie Soph. u. Eur., πόλει σωτηρίαν κατεργάσασθαι Heracl. 1045; περὶ τῆς πόλεως ἥντινα ἔχετον σωτηρίαν, Ar. Ran. 1362; ἡ ὑπὲρ τῶν νόμων σ., Lycurg. a. E.; vgl. Dem. 26, 12; bes. Heilung von einer Krankheit, Genesung, τίς ἂν ἡμῖν σωτηρία ἐφάνη τοῦ βίου, Plat. Prot. 356 d; σωτηρίαν τῷ γένει πορίζων, 321 b; Ggstz φθορά, Phil. 35 e, u. öfter; auch Bewachung, Gefängniß, Legg. XI, 914 e; mit εἰς, glückliche Rückkehr nach einem Orte hin, Plut. Lacaen. apophth. p. 260, wie ἡ οἴκαδε σ., Dem. 50, 16; vgl. νόστιμος σ Aesch. Ag. 334.
Greek (Liddell-Scott)
σωτηρία: Ἰωνικ. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, Λατ. salus, φυλάσσετε τὴν σχεδίην πᾶσαν προθυμίην σωτηρίης τε καὶ φυλακῆς παρεχόμενοι Ἡρόδ. 4. 98, κ. ἀλλ., καὶ συχν. παρ’ Ἀττικ.· σωτηρίην ὑποτιθέναι τινί, μηχανᾶσθαι ὁ αὐτ. 5. 98, 7. 172· σωτ. τινὶ διδόναι, κατεργάσασθαι, φέρειν Εὐρ. Ι. Α. 1473, Ἡρακλ. 1045, Τρῳ. 748. κλπ.· ἀπεργάζεσθαι, πορίζειν, ἐκπορίζεσθαι Πλάτ. Νόμ. 647Β, Πρωτ. 821Β, Θουκ. 6. 83· σωτηρίαν ἔχειν Σοφ. Αἴ. 1080, Εὐρ. Ὀρ. 1178, κλπ.· ζητεῖν Ἰσοκρ. 60Β εὑρίσκεσθαι Αἰσχίν. 72. 40· ὡσαύτως, σωτηρίας τυγχάνειν Αἰσχύλ. Πέρσ. 508, Χο. 203, Ξεν., κλπ.· ― ἐν τῷ πληθ., τῶν πόλεων σωτηρίαι Πλάτ. Πρωτ. 3543, πρβλ. Ἀριστ. Πολ. 4. 2, 6. 2) μέσον ἢ τρόπος σωτηρίας, (= μηχανὴ σωτηρίας Αἰσχύλ. Θήβ. 2. 9), ἔστι τίς σωτ.; ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 735· ἔχεις... τίνα σωτ.; Εὐρ. Ὀρ. 778, πρβλ. Ἀριστοφ. Ἱππ. 12· εἰς σωτ. ἄλλην καταφυγεῖν Ἀντιφῶν 119. 25. πρβλ. Θουκ. 3. 20 3) ἀσφαλὴς ἐπάνοδος, ἡ ἐς τὴν πατρίδα σ. ὁ αὐτ. 6. 70· ἡ οἴκαδε σωτηρία Δημ. 1211. 17, πρβλ. Πλούτ. 2. 241Ε· ἡ σ. γίγνεταί τινι δεῦρο Δημ. 1304. 20· ― ποιητ. ὡσαύτως, νόστιμος σ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 797, Ἀγ. 344, 1238. ΙΙ. ἐπὶ πραγμάτων, τὸ διατηρεῖν ἢ διατηρῆσαι, τὸ διαφυλάττειν, τινός, πράγματός τινος, Ἡρόδ. 4. 98, Αἰσχύλ. Εὐμ. 909, Πλάτ., κλπ. ― διατήρησις, τῶν ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Ἀριστ. Πολιτικ. 6. 8, 4· τῶν νόμων Πλάτ. Πολ. 425Ε· τοῦ οὐρανοῦ, τῶν ἄστρων Ἀριστ. περὶ Οὐραν. 2. 1, 4, Μετεωρ. 2. 2, 10. 2) ἀσφάλεια, ἐγγύησις περὶ ἀσφαλείας, σωτ. ἔστω τῶν ὑποκειμένων, ἐγγύησις περὶ τῆς ἀσφαλοῦς διαφυλάξεως..., παρὰ Δημ. 927. 8· σωτηρίας ἕνεκα τοῖς πολλοῖς τῶν σωμάτων, χάριν τῆς προσωπικῆς αὐτῶν ἀσφαλείας, Πλάτ. Νόμ. 908Α· ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ αὐτόθι 909Α· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι διαφυλάξεως αὐτῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 1, 1. 3) ἀσφάλεια, ἐξασφάλισις, τοῦ κοινοῦ Θουκ. 2. 60· τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 356D. 4) μετὰ γεν. τοῦ ἀντικειμ., ἀσφάλεια ἐναντίον τινός, ἀπορίας Φιλήμ. ἐν Ἀδήλ. 1. 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 salut, préservation ou conservation des personnes ; en parl. de choses préservation ou conservation ; particul. heureux retour;
2 moyen de salut;
3 sécurité.
Étymologie: σωτήρ.
English (Strong)
feminine of a derivative of σωτήρ as (properly, abstract) noun; rescue or safety (physically or morally): deliver, health, salvation, save, saving.
English (Thayer)
σωτηρίας, ἡ (σωτήρ), deliverance, preservation, safety, salvation: deliverance from the molestation of enemies, ἐξ ἐχθρῶν added, that which conduces to the soul's safety or salvation: σωτηρία τίνι ἐγένετο, ἡγεῖσθαι τί σωτηρίαν, σῴζω, b.), a. universally, ἀπώλεια, αἰώνιος σωτηρία, עולָמִים תְּשׁוּעַת, Mark 16 WH in the (rejected) 'Shorter Conclusion'); ὁ λόγος τῆς σωτηρίας ταύτης, instruction concerning that salvation which John the Baptist foretold (cf. Winer's Grammar, 237 (223)), τό εὐαγγέλιον τῆς σωτηρίας ὑμῶν, ὁδός σωτερριας, κέρας σωτηρίας (see κέρας, b.), ἡμέρα σωτηρίας, the time in which the offer of salvation is made, κατεργάζεσθαι τήν ἑαυτοῦ σωτηρίαν, κληρονομεῖν σωτηρίαν, ὁ ἀρχηγός τῆς σωτηρίας, εἴα σωτηρίαν, unto (the attainment of) salvation, Rom. ( omits).
b. salvation as the present possession of all true Christians (see σῴζω, b.): σωτηρία ἐν ἀφέσει ἁμαρτιῶν, σωτηρίας τυχεῖν μετά δόξης αἰωνίου, future salvation, the sum of benefits and blessings which Christians, redeemed from all earthly ills, will enjoy after the visible return of Christ from heaven in the consummated and eternal kingdom of God: ἐλπίς σωτηρίας, κομίζεσθαι σωτηρίαν ψυχῶν, ἡ σωτηρία τῷ Θεῷ ἐμῶν (dative of the possessor, namely, ἐστιν (cf. Buttmann, § 129,22); cf. הַיִשׁוּעָה לַיְהוָה, ἡ σωτηρία ... τοῦ Θεοῦ (genitive of the possessor (cf. Buttmann, § 132,11, 1:a.), for τῷ Θεῷ) ἡμῶν namely, ἐστιν, Herodotus), Thucydides, Xenophon, Plato, others. The Sept. for יֶשַׁע , יְשׁוּעָה, תְּשׁוּעָה, פְּלֵיטָה, escape.)
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ, και επικ. τ. σαωτηρία και ιων. τ. σωτηρίη Α σωτήρ, -ῆρος]
1. απαλλαγή, απελευθέρωση από δύσκολη κατάσταση, κίνδυνο, ασθένεια (α. «η σωτηρία τους οφείλεται στην τύχη» β. «ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ' ἔρχομαι νικηφόρον», Ευρ.)
2. εκκλ. η διάσωση της ψυχής από την αμαρτία, η λύτρωση της ψυχής του ανθρώπου («τὸν δι' ἡμᾱς τοὺς ἀνθρώπους καὶ διὰ τὴν ἡμετέραν σωτηρίαν κατελθόντα ἐκ τῶν οὐρανῶν», Σύμβ. Πίστ.)
νεοελλ.
φρ. «σανίδα σωτηρίας» — κάτι ή κάποιος όπου καταφεύγει κανείς για να γλυτώσει από καταστροφή ή από θάνατο
μσν.-αρχ.
1. (σε ευχές, προσευχές ή όρκους) η σωματική υγεία, η ευεξία
2. ερμηνεία του ονόματος Ιησούς («Ἰησοῡς ὃς ἑρμηνεύεται πῇ μὲν σωτηρία, πῇ δὲ σωτήρ», Αθανάσ.)
αρχ.
1. το μέσο, ο τρόπος με τον οποίο σώζεται κανείς («ἔχεις τιν', ἢν μένῃς, σωτηρίαν», Ευρ.)
2. ασφάλεια, ασφαλής διαφύλαξη («σωτηρίας ἕνεκα τοῑς πολλοῑς τῶν σωμάτων», Πλάτ.)
3. εγγύηση για ασφαλή διαφύλαξη («σωτηρία ἔστω τῶν ὑποκειμένων», Δημοσθ.).
Greek Monotonic
σωτηρία: Ιων. -ίη, ἡ,
I. 1. σωτηρία, λύτρωση, λυτρωμός, απαλλαγή, διαφύλαξη, εξασφάλιση, Λατ. salus, σε Ηρόδ., Αττ.· σωτηρίαν τινὶ διδόναι, φέρειν, σε Ευρ.· σωτηρίαν ἔχειν, σε Σοφ. κ.λπ.
2. μέσο ή τρόπος σωτηρίας, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.
3. ασφαλής και ευτυχισμένη επιστροφή, επάνοδος, ἡ ἐς τὴν πατρίδα σωτηρία, σε Θουκ.· ἡ οἴκαδε σωτηρία, σε Δημ.· επίσης, νόστιμος σωτηρία, σε Αισχύλ.
II. 1. λέγεται για πράγματα, το να διατηρεί ή να έχει διατηρήσει κάποιος κάτι, το να διαφυλάσσει κάποιος κάτι, διατήρηση ή διαφύλαξη· τινός, κάποιου πράγματος, σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.
2. ασφάλεια, εγγύηση για ασφάλεια· σωτηρία ἔστω τινός, ας υπάρξει εγγύηση για την ασφαλή φύλαξη ενός πράγματος, παρά Δημ.· σωτηρίαι τῆς πολιτείας, τρόποι για τη διαφύλαξη του πολιτεύματος, σε Αριστ.
3. ασφάλεια, διασφάλιση, εξασφάλιση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
σωτηρία: ион. σωτηρίη ἡ
1) спасение, избавление (σωτηρίαν τινὶ διδόναι Eur., ἐκπορίζεσθαι Thuc., ἀπεργάζεσθαι и πορίζειν Plat.): ἐπὶ τῇ τῆς ψυχῆς σωτηρίᾳ Plat. ради спасения жизни;
2) средство к спасению, способ избавления Aesch., Arph.: ἔχεις τινὰ σωτηρίαν; Eur. знаешь ли ты, как спастись?;
3) безопасность или сохранность, целость (τῶν πόλεων σωτηρίαι Plat.): σωτηρίαν ἔχειν Soph. быть в безопасности;
4) обеспечение безопасности, охрана (ὁδῶν καὶ οἰκοδομημάτων Arst.): σωτηρίας ἕνεκα τῶν σωμάτων Plat. для обеспечения личной безопасности;
5) юр. обеспечение, гарантия (τῶν ὑποκειμένων Dem.);
6) благополучное возвращение (ἐς τὴν πατρίδα Thuc.; οἴκαδε Dem.);
7) благо, счастье: ἡ τοῦ κοινοῦ σ. Thuc. общественное благо.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
σωτηρία -ας, ἡ [σωτήρ] (lijfs)behoud, redding:; ὡς σωτηρίαν Ἕλλησι δώσουσ ’ ἔρχομαι ik kom om de Grieken redding te brengen Eur. IA 1472; ook van zaken. ἐάν... θεὸς αὐτοῖς διδῷ σωτηρίαν τῶν νόμων als de god hun behoud van hun wetten schenkt Plat. Resp. 425e. reddingswijze, reddingsmiddel, manier om te ontkomen, veilige terugkeer:. ἔστι τις σωτηρία; is er nog hoop op redding? Aeschl. Pers. 735; οὐδὲ ἄλλη σ. ἐφαίνετο er leek geen andere uitweg te zijn Thuc. 3.20.1; περὶ τῆς ἐς τὴν πατρίδα σωτηρίας gericht op de ontsnapping naar hun vaderland Thuc. 7.70.7. christ. verlossing.
Middle Liddell
σωτηρία, ἡ,
I. a saving, deliverance, preservation, safety, Lat. salus, Hdt., attic; ς. τινὶ διδόναι, φέρειν Eur.; σωτηρίαν ἔχειν Soph., etc.
2. a way or means of safety, Aesch., Eur., etc.
3. a safe return, ἡ ἐς τὴν πατρίδα ς. Thuc.; ἡ οἴκαδε σωτηρία Dem.; also, νόστιμος ς. Aesch.
II. of things, a keeping safe, preservation, τινός of anything, Hdt., Aesch., etc.
2. security, guarantee for safety, ς. ἔστω τινός guarantee for the safe keeping of a thing, ap. Dem.; σωτηρίαι τῆς πολιτείας ways of preserving it, Arist.
3. security, safety, Thuc.