ἅμα: Difference between revisions

From LSJ

Ζῆν οὐκ ἔδει γυναῖκα κατὰ πολλοὺς τρόπους → Nullam esse decuit feminam multis modis → Kein Leben steht der Frau aus vielen Gründen zu

Menander, Monostichoi, 198
m (Text replacement - "prep" to "prep")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(lat\.<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.\n" to "$1 $2. ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>I.</b> <i>adv.</i><br /><b>1</b> [[ensemble]], [[tout à la fois]];<br /><b>2</b> [[en même temps]];<br /><b>II.</b> <i>prép. avec le dat.</i> :<br /><b>1</b> [[en même temps que]], [[avec]];<br /><b>2</b> [[en compagnie de]], [[avec]];<br /><b>3</b> pareillement à, de même que : [[ἅμα]] πνοιῇσ’ ἀνέμοιο OD comme le souffle du vent.<br />'''Étymologie:''' p. *σάμα ; cf. <i>lat.</i> simul.
|btext=<i>adv. et prép.</i><br /><b>I.</b> <i>adv.</i><br /><b>1</b> [[ensemble]], [[tout à la fois]];<br /><b>2</b> [[en même temps]];<br /><b>II.</b> <i>prép. avec le dat.</i> :<br /><b>1</b> [[en même temps que]], [[avec]];<br /><b>2</b> [[en compagnie de]], [[avec]];<br /><b>3</b> pareillement à, de même que : [[ἅμα]] πνοιῇσ’ ἀνέμοιο OD comme le souffle du vent.<br />'''Étymologie:''' p. *σάμα ; cf. <i>lat.</i> [[simul]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:12, 9 December 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅμᾰ Medium diacritics: ἅμα Low diacritics: άμα Capitals: ΑΜΑ
Transliteration A: háma Transliteration B: hama Transliteration C: ama Beta Code: a(/ma

English (LSJ)

[ᾰμ], Dor. ἁμᾶ, q.v.: (v. sub fin.): A Adv. at once, at the same time, mostly of time, freq. added to τε . . καί, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή Il.8.64; ἅ. τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός 1.417; σέ θ' ἅ. κλαίω καὶ ἐμέ 24.773; σαυτόν θ' ἅ. κἀμέ S.Ph.772, cf. 119; ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Ant.281:—with καί only, ἅ. πρόσσω καὶ ὀπίσσω Il.3.109; with τε . . τε, χειρῶν τε βίης θ' ἅ. ἔργον ἔφαινον Hes.Th.677. 2 ἅ. μέν . . ἅ. δέ . ., partly . . partly . ., Pl.Phd.115d, X HG3.1.3:—ἅ. τε . . καὶ ἅ. Pl. Grg.497a; ἅμ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436. 3 in Prose ἅ. δέ . . καί... ἅ. τε . . καί... ἅ. . . καί . . may often be translated by no sooner . . than . ., ἅ. δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Hdt.1.112; ταῦγά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει 8.5; ἅ. ἀκηκόαμέν τε καὶ τριηράρχους καθίσταμεν D.4.36; ἅ. διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται Isoc.4.157. b ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον 'no sooner said than done', Il.19.242; ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46; ταῦτα εἶπε καὶ ἅ. ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134, cf. 9.92: prov., ἅμ' ἔπος ἅμ' ἔργον Diogenian.1.36. c with part. and finite Verb in same sense, βρίζων ἅ. . . ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα A.Ch.897; ἅ. εἰπὼν ἀνέστη as soon as he had done speaking, he stood up, X.An.3.1.47; τῆς ἀγγελίας ἅ. ῥηθείσης ἐπεβοήθουν as soon as news was brought they assisted, Th.2.5; ἅ. γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd.76c; ἡμῖν ἅ. ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται Tht.143b. 4 ἅ. μέν . . ἔτι δέ . . X.Cyr.1.4.3; ἅ. μέν . . πρὸς δέ . . Hdt.8.51. II together, at once, both, without direct ref. to time, ἅ. πάντες or πάντες ἅ. Il.1.495, al.; ἅ. ἄμφω h.Cer.15; ἅ. κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111, etc.: of place, Arist.Metaph.1028b27. III with σύν or μετά, E.Ion717, Pl.Criti.110a. IV abs. with Verb, at one and the same time, αἱ πᾶσαι [νῆες] ἅ. ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει σ καὶ ν Th.3.17, cf. οὐχ ἅ. ἡ κτῆσις παραγίγνεται D.23.113. B Prep. with dat. (freq. with part. added), at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι at dawn, Il.9.682, al.; ἅ. ἕῳ, ἅ. ἕῳ γιγνομένῃ, Th.1.48, 4.32; ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι or καταδύντι at sunrise or sunset, Il.18.136,210, al.; ἅμ' ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Hdt.3.86, al.; ἅμ' ἡμέρᾳ E.El.78, Th.2.94, etc., Att.; ἅμ' ἦρι ἀρχομένῳ or ἅ. ἦρι at beginning of spring, Th.5.20, 2.2, etc.; ἅ. κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς during the time of . ., Hdt.2.36; ἅ. τειχισμῷ Th.7.20; ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5 (without Art. ἅμα εὑρεθῆναι Ps.-Plu.Fluv.23.2). 2 generally, together with, ἅ. τινὶ στείχειν Il.16.257; ὀπάσσαι 24.461, al.; Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ 3.458; ἅ. πνοιῇς ἀνέμοιο keeping pace with the wind, Od.1.98; repeated, ἅμ' αὐτῷ . . ἅμ' ἕποντο 11.371; οἱ ἅ. Θόαντι Hdt.6.138, cf. Th.7.57. II rarely c. gen., Herod.4.95, POxy.903 (iv A. D.), Pythag.Sim.28, Olymp.Hist. p.453 D.; dub. in Thphr.Char.6.9. C Conj., as soon as, ἅ. ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl.Lg.928c, cf. Lex ap.D.46.20; ἅ. κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI2160 (Delph., ii B. C.). (Root sṃ-, cf. A α 11.)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): dór. ἁμᾶ Pi.O.3.21, Ar.Lys.1318, Call.Lau.Pall.75; hαμᾶ IG 5(1).213.86 (V a.C.), 1120.3, 10 (V a.C.); ἁμᾷ Theoc.9.4, Hdn.Gr.1.489; ἅμα Thphr.Metaph.6; delf. hαμεῖ CID 1.9 D.48 (IV a.C.)
• Prosodia: [ᾰ-]
A adv.
I usos no temporales
1 c. verb. de mov. juntamente, en su compañía, juntos, a la vez θεοὶ δ' ἅμα πάντες ἕποντο Il.1.424, ἴσαν ... πάντες ἅμα Il.1.495, φέρει δ' ἅμα παῖδα Il.6.389, ἅμα χρὴ σπεύδειν Il.13.235, ὠρέξατο χερσὶν ἅμα ἄμφω h.Cer.15, ἅμα τρέχει corre a su lado Semon.6, οἱ δ' ἅμ' ἕπονται μυρίοι ἐξερέοντες Emp.B 112.8
c. σύν: πηδᾷ ... ἅμα σὺν βάκχαις E.Io 717, c. μετά: μετὰ σχολῆς ἅμ' ... ἔρχεσθον Pl.Criti.110a, cf. τῆς ἀγγελίας ἅμα καθ' ὁδὸν αὐτοῖς ῥηθείσης περὶ τῶν γεγενημένων ἐπεβοήθουν habiendo recibido además en el camino la noticia de lo acaecido corrieron en su ayuda Th.2.5
en conjunto αἱ πᾶσαι (νῆες) ἅμα ἐγίγνοντο ἐν ἑνὶ θέρει διακόσιαι καὶ πεντήκοντα Th.3.17.
2 c. verb. de estado juntamente, en el mismo lugar ὧν τὰ ἄκρα ἅμα cuyos extremos (están) juntos Arist.Metaph.1068b27, χρὴ ... μήποτε ἅμα διατελεῖν τοὺς συμμάχους Aen.Tact.12.1.
3 uniendo dos nombres, adjetivos o adverbios juntamente, también, además ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων Od.3.111, ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός Il.1.417, χειρῶν τε βίης θ' ἅμα ἔργον ἔφαινον ἀμφότεροι Hes.Th.677, τις ἀνδρεῖος ἅμα καὶ εὐθύγνωμος γίγνεται Democr.B 181, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα S.Ant.281, σοφός τ' ἄν αὑτὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα S.Ph.119, ψυχικὴν ἅμα καὶ σω[ματικὴν] ... [κ] α[κ] οπαθίαν SIG 656.20 (Abdera II a.C.), συντόμως ἅμα καὶ μετ' ἀσφαλείας Plb.3.44.7, ἀπείρως ἅμα καὶ ῥᾳθύμως Plb.5.20.4.
4 en correlaciones ἅμα μὲν ... ἅμα δέ en parte ... y en parte, un poco ... y otro poco, tanto ... como, de un lado ... de otro παραμυθούμενος ἅμα μὲν ὑμᾶς, ἅμα δ' ἐμαυτόν para consolaros un poco a vosotros y otro poco a mí mismo Pl.Phd.115d, αἱ δὲ ἅμα μὲν ἐλεύθεραι βουλόμεναι εἶναι, ἅμα δὲ φοβούμενοι τὸν Τισσαφέρνην X.HG 3.1.3, cf. Arist.GC 315a4, Timae.18, D.S.2.6.10, ἅμα ... τε ... καὶ ἅμα Pl.Grg.497b, ἅμα μὲν ... ἔτι δὲ καὶ X.Cyr.1.4.3, ἅμα μὲν ... πρὸς δέ Hdt.8.51, ἅμ' ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα S.Ant.436.
5 geom. a la vez, simultáneamente ref. a la simultaneidad lógica de las propiedades geométricas ἀλλὰ μηνίσκον ἅμα καὶ κύκλον ἐτετραγώνισεν Alex.Aphr. en Simp.in Ph.67.11, cf. Eucl.5Def.5.
II c. valor temporal
1 c. verb. de acción o proceso a la vez, al mismo tiempo ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει Il.3.109, ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν Il.8.64, ἄραβός θ' ἅμα γίνετ' ὀδόντων Hes.Sc.404, ἅμ' ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο h.Merc.46, ἅμα ἔπος τε καὶ ἔργον ἐποίεε Hdt.3.134, σαυτόν θ' ἅμα κἄμ' ... κτείνας S.Ph.772, καὶ ἅμα ... ἐφοβούμην Pl.Prt.339c, cf. D.23.113.
2 c. dos verbos, op. el dicho al hecho apenas, tan pronto, al punto que, no bien ... cuando ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον Il.19.242, ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ τὸ ἔργον προσῆγε Hdt.9.92
gener. tan pronto, apenas, en cuanto en diferentes giros ἅμα (δέ, τε) ... καί inmediatamente ἅμα τε ταῦτα ἔλεγε ... καὶ ... ἀπεδείκνυε Hdt.1.112, ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει Hdt.8.5, cf. D.4.36, Isoc.4.157, οἴνῳ δὲ μὴ κάρτα κλύζειν στόμα μηδ' ἅμα εἴργειν Aret.CA 2.3.7
esp. c. part. y verb. pers. βρίζων ἅμα mientras te adormecías A.Ch.897, ἅμα ... εἰπὼν ἀνέστη X.An.3.1.47, ἅμα γιγνόμενοι λαμβάνομεν Pl.Phd.76c, ἡμῖν ἅμα ἀναπαυομένοις ὁ παῖς ἀναγνώσεται mientras nosotros descansamos el esclavo nos leerá Pl.Tht.143b.
B prep.
I c. dat.
1 c. verb. de mov., usos no temporales junto con οἱ δ' ἅμα Πατρόκλῳ μεγαλήτορι θωρηχθέντες ἔστιχον Il.16.257, σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν Il.24.461, Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε Il.3.458, φέρον ... ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο Od.1.98, οἷσιν ἅμα προλιπόντες Ἐρινεὸν ἠνεμόεντα Tyrt.2.14, αἱ γυναῖκες τοὺς ἅμα Θόαντι ἄνδρας σφετέρους ἀποκτείνασαι Hdt.6.138, ἐπὶ Λακεδαιμονίους τοὺς ἅμα Γυλίππῳ ... ὅπλα ἐπέφερον contra los lacedemonios de Gilipo llevaron las armas Th.7.57, ἅμ' αὐτῷ ... ἅμ' ἕποντο Od.11.371, ἅμ' ἕσπετο θυγατρί E.IA 457.
2 temporal al mismo tiempo, a la vez que, junto con esp. de fenómenos naturales ἅμ' ἠοῖ φαινομένηφι al rayar la aurora, Il.9.682, cf. Th.1.48, 4.32, ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι Il.18.136, ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι Il.18.210, ἅμ' ἡμέρῃ Hdt.3.86, ἅμ' ἡμέρᾳ Th.2.94, E.El.78, ἅμα ἦρι ἀρχομένῳ al comenzar la primavera Th.2.2, ἅμα ἦρι Th.5.20, ἅμα τῷ διαυγάζειν Plb.3.104.5
gener. de acciones en el momento, en el tiempo, mientras duró ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλάς Hdt.2.36, ἅμα τῆς Δεκελείας τῷ τειχισμῷ Th.7.20
en geom. para indicar simultaneidad temporal de dos operaciones εἴ κα ... ἅμα δὲ τᾷ γραμμᾷ περιαγομένᾳ φέρηταί τι σαμεῖον Archim.Spir.11 def.1.
II c. gen. ἅμα πολλῶν ἀγοραίων Thphr.Char.6.9, ἀνεζωπύρησεν τὸ πνεῦμα τοῦ λαοῦ ἅμα τοῦ ἀκοῦσαι τῶν λόγων τούτων se enardeció el espíritu del pueblo al oír estas palabras LXX 1Ma.13.7, ἅμα τρίψιος εὐαφοῦς con suave masaje Aret.CD 1.5.14, ἅμα τῶν τροφίμ[ω] ν POxy.903.3 (IV d.C.), cf. Olymp.Hist.p.453.
C conj. en cuanto, tan pronto como ἅμα δ' ἂν ἡβήσῃ τις τῶν ὀρφανῶν Pl.Lg.928c, ἅμα δέ κα διεξέλθῃ ὁ χρόνος GDI 2160 (Delfos II a.C.), ἅμα ... εὑρηθῆναι Plu.Fluu.23.2, cf. Ley en D.46.20.
• Etimología: Formación sobre el grado ø de la r. *sem- / som- / sm̥- ‘uno’, ‘junto con’. Cf. dentro del gr. ὁμός, εἷς, y en otras lenguas, cf. lat. semel, ai. sama-, etc. La forma griega supone un tratamiento antevocálico de la sonante (*sḫm-) del mismo tipo que el gót. sums. La -ᾰ final de ἅμα es oscura.

German (Pape)

[Seite 113] (verw. ὁμοῦ, σύν, ξύν, cum, θαμά, ἅπτομαι, das α copul.), sammt; als advb. u. als praepos. mit dat., Ctes. auch c. gen.; vom Orte, von der Zeit, u. übertragen; Hom. oft, z. B. Iliad. 1. 495 πρὸς Ὄλυμπον ἴσαν θεοὶ πάντες ἅμα, Ζεὺς δ' ἦρχε; 6, 59 ἅμα πάντες Ἰλίου ἐξαπολοίατο, alle mit einander; Od. 8, 121 οἱ δ' ἅμα πάντες καρπαλίμως ἐπέτοντο κονίοντες πεδίοιο; 10, 231. 257 οἱ δ' ἅμα πάντες ἀιδρείῃσιν ἕποντο; 259 οἱ δ' ἅμ' ἀιστώθησαν ἀολλέες; Iliad. 4, 320 οὔ πως ἅμα πάντα θεοὶ δόσαν ἀνθρώποισιν, alles zusammen; 13, 729 οὔ πως ἅμα πάντα δυνήσεαι αὐτὸς ἑλέσθαι; 24, 304 χέρνιβον ἀμφίπολος πρόχοόν θ' ἅμα χερσὶν ἔχουσα; Od. 19, 471 τὴν δ' ἅμα χάρμα καὶ ἄλγος ἕλε φρένα, zugleich; Iliad. 7, 255 ἐκσπασσαμένω δολίχ' ἔγχεα χερσὶν ἅμ' ἄμφω σύν ῥ' ἔπεσον; 19, 242 αὐτίκ' ἔπειθ' ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, kaum war das Wort gesprochen, als schon; 3, 109 ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω λεύσσει, sowohl – als auch; 2, 281 ὡς ἅμα θ' οἱ πρῶτοί τε καὶ ὕστατοι υἷες Ἀχαιῶν μῦθον ἀκούσειαν; Od. 14. 403 ἅμα τ' αὐτίκα καὶ μετέπειτα; 9, 48 ἅμα πλέονες καὶ ἀρείους; 3, 111 ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων; Iliad. 1. 417 ἅμα τ' ὠκύμορος καὶ ὀιζυρὸς περὶ πάντων ἔπλεο; 8, 64 ἔνθα δ' ἅμ' οἰμωγή τε καὶ εὐχωλὴ πέλεν ἀνδρῶν; 24, 773 σέ θ' ἅμα κλαίω καὶ ἔμ' ἄμμορον; – Iliad. 2, 249 ὅσσοι ἅμ' Ἀτρείδῃς ὑπὸ Ἴλιον ἶλθον; 6, 399 ἅμα δ' ἀμφίπολος κίεν αὐτῇ; 1, 158 ἀλλὰ σοὶ ἅμ' ἑσπόμεθα. vgl. ohne cas. 3. 147 ἅμα δ' εἵπετ' ἄκοιτις, 4, 274 ἅμα δὲ νέφος εἵπετο πεζῶν; 24. 461 σοὶ γάρ με πατὴρ ἅμα πομπὸν ὄπασσεν; 16, 671. 681 πέμπε δέ μιν πομποῖσιν ἅμα κραιπνοῖσι φέρεσθαι; Od. 4, 123 τῇ δ' ἄρ' ἅμ' Ἀδρήστη κλισίην εὔτυκτον ἔθηκεν; doppelt Od. 11, 371 οἵ τοι ἅμ' αὐτῷ Ἴλιον εἰς ἅμ' ἕποντο; Iliad. 3, 458 Ἑλένην καὶ κτήμαθ' ἅμ' αὐτῇ ἔκδοτε; 16, 257 ἅμα Πατρόκλῳ θωρηχθέντες; Od. 6, 31 Iliad. 9, 618 ἅμ' (ἅμα δ') ἠοῖ φαινομένηφιν; Iliad. 18. 136 ἅμ' ἠελίῳ ἀνιόντι; 210 ἅμα δ' ἠελίῳ καταδύντι; 16, 149 τὼ ἅμα πνοιῇσι πετέσθην, schnell wie der Wind; Od. 1, 98. 5, 46 τά μιν φέρον ἠμὲν ἐφ' ὑγρὴν ήδ' ἐπ' ἀπείρονα γαῖαν ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο. – Auch bei den Folgend.; mit καί, σοφὸς κἀγαθὸς κεκλῇ' ἅμα Soph. Phil. 119; ᾔσθου φωνῆς ἅμα καὶ βροντῆς Ar. Nub. 292; auch in Prosa, αἱρετὸς ἅμα καὶ ἀγαθός Plat. Phil. 22 d; mit τε – καί, ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα Soph. Ant. 281; ἅμα αὐτοί τε δικασταὶ καὶ ῥήτορες ἐσόμεθα Plat. Rep. I, 348 b; auch λυπεῖταί τε ἅμα καὶ χαίρει Phil. 36 b; vgl. Isocr. 4, 119; mit bloßem τέ, σὸς πατηρ ἐμός θ' ἅμα Soph. Ai. 987; doppelt τέ, ὁθούνεκ' ἔσοιθ' ἅμα πατρός τ' ἐκείνης τ' ὠρφανισμένος Trach. 937; – ἅμ' ἔπος, ἅμ' ἔργον, gesagt, gethan, Zenob. 1, 77; – καὶ ἅμα, und zugleich, überdies, Plat. Phaed. 116 e. – Mit dem partic., ὀρύσσοντες ἅμα τάφρον ἐπλίνθευον, während sie gruben, unter dem Graben, Her. 1, 179; φεύγοντες ἅμα ἐτίτρωσκον Xen. An. 3, 3, 7; καὶ τρίβων ἅμα – ἔφη Plat. Phaed. 60 b; καὶ ἅμα ταῦτα εἰπὼν ἀνιστάμην, als ich das gesagt hatte, stand ich sogleich auf, Prot. 335 c; mit gen. abs., τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης, προσεβοήθουν, sobald als die Nachricht gemeldet war, Thuc. 2, 5; ἅμα ἀποθνήσκοντος τοῦ ἀνθρώπου διασκεδάννυται ἡ ψυχή Plat. Phaed. 77 b. Doch finden sich auch zwei Verba, z. B. ἅμα ἔλεγε καὶ ἀπεδείκνυε Her. 1. 112; vgl. Isocr. 4, 157. – Als praepos. ἅμα ἡμέρῃ διαφωσκούσῃ Her. 3, 86; ἅμα τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι, zur Zeit, wo das Getreide reist, Thuc. 4. 1; ἅμα στρατῷ, mit dem Heere, Her. 6, 118; ἐσθῆτα ἅμα γνώμῃ φορῶ Ar Thesm. 148; εἴσιθ' ἅμ' ἐμοί Ran. 513; ἅμα τῷ τοῦ σώματος ἄνθει λήγοντι, sobald die Blüthe des Körpers aufhört, Plat. Conv. 183 e; σοὶ γὰρ ἑψόμεσθ' ἅμα Soph. El. 253; στείχειν ἅμ' αὐτοῖς Phil. 971. – Disjunctiv ἅμα μέν – ἅμα δέ, sowohl – als auch, theils – theils, Plat. Gorg. 452 d u. öfter in Prosa; ἅμα μέν – ἔτι δὲ καί Xen. Cyr. 1, 4, 3.

French (Bailly abrégé)

adv. et prép.
I. adv.
1 ensemble, tout à la fois;
2 en même temps;
II. prép. avec le dat. :
1 en même temps que, avec;
2 en compagnie de, avec;
3 pareillement à, de même que : ἅμα πνοιῇσ’ ἀνέμοιο OD comme le souffle du vent.
Étymologie: p. *σάμα ; cf. lat. simul.

Russian (Dvoretsky)

ἅμᾰ:
I (ᾰμ), дор. ἁμᾶ или ἁμᾷ adv.
1 вместе, совместно (πάντες ἅ. Hom., Polyb.): ἅ. σύν Eur. или ἅ. μετά Plat. вместе с; χερσὶν ἅμ᾽ ἄμφω HH обеими руками вместе;
2 одновременно, в то же время: ἄνους τε καὶ γέρων ἅ. Soph. безрассудный и, в то же время, старый; ὀρύσσοντες ἅ. τάφρον ἐπλίνθευον Her. копая ров, они одновременно выделывали кирпичи; ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅ. Soph. (это) мне и приятно, и больно;
3 лишь только: ἅ. μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον Hom. сказано - сделано; ἅ. ταῦτ᾽ εἰπών, ἀνέστη Xen. сказав это, он встал; τῆς ἀγγελίης ἅ. ῥηθείσης Thuc. как только пришла эта весть;
4 отчасти: ἅ. μὲν διὰ τὴν παιδίαν …, ἔτι δὲ καὶ διὰ τὸ φιλομαθὲς εἶναι Xen. отчасти в силу воспитания, … но отчасти из любознательности;
5 так как, поскольку; тем более, что: καὶ ἀτειχίστων ἅ. ὄντων Thuc. поскольку (или тем более, что) они не были защищены стенами; καὶ ἀλλοφύλους ἅ. ἡγησάμενοι Thuc. тем более, что они считали (их) иноплеменниками.
ἅμα: II praep. cum dat. (у Diod. тж. cum gen.)
1 вместе (совместно) с (ἅ. Πατρόκλῳ ἔστιχον Hom.; ἔσιθ᾽ ἅμ᾽ ἐμοί Arph.);
2 одновременно с … (ἅμ᾽ ἠελίῳ ἀνιόντι Hom. и ἅμ᾽ ἡλίῳ ἀνίσχοντι Xen.): ἅ. τῷ σίτῳ ἀκμάζοντι Thuc. ко времени созревания хлебов;
3 соответственно или подобно: ἅ. πνοιῇσι ἀνέμοιο Hom. подобно дыханию ветра; ἅ. γνώμῃ Arph. в соответствии с мыслями.

Greek (Liddell-Scott)

ἅμα: [ᾰμ], Δωρ. ἁμᾶ, ὃ ἴδε (ἴδε ἐν τέλ.): Α. ὡς ἐπίρρ., ἀμέσως, συγχρόνως, κυρίως ἐπὶ χρόνου, συνάπτον δύο διαφόρους ἐνεργείας, κτλ. ἐν τῇ πρώτῃ προτάσει συχνάκις προστιθέμενον εἰς τά τε ... καί, ὡς: ἅμ’ οἰμωγή τε καὶ εὐχωλή, Ἰλ. Θ. 64· ἅμα τ’ ὠκύμορος καὶ ὀϊζυρός, Ἰλ. Α. 417· σέ θ’ ἅμα κλαίω καὶ ἐμέ, Ἰλ. Ω. 773· σαυτόν θ’ ἅμα κἀμέ, Σοφ. Φ. 772· πρβλ. 119: - ὡσαύτως μετὰ τοῦ καὶ μόνον, ἅμα πρόσσω καὶ ὀπίσσω, Ἰλ. Γ. 109· χειρῶν τε βίης θ’ ἅμα, Ἡσ. Θ. 677· ἄνους τε καὶ γέρων ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 281, κτλ. 2) ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ὁ λόγος ἐλέχθη καὶ τὸ ἔργον ἀμέσως ἔγεινεν, εὐθὺς ὡς ἐλέχθη ἔγεινεν, Ἰλ. Τ. 242· ἅμ’ ἔπος τε καὶ ἔργον ἐμήδετο, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 46: ἅμα ἔπος [εἶπε] καὶ ἔργον ἐποίεε, Ἡρόδ. 3. 135, πρβλ. 9. 92: - τοῦτο δὲ συνετμήθη εἰς τὸ ἅμ’ ἔπος, ἅμ’ ἔργον, Παροιμιογρ. 3) ἅμα μὲν ... ἅμα δέ ..., παρ’ Ἀττ., ἐν μέρει μέν..., ἐν μέρει δέ..., Πλάτ. Φαίδων 115D, Ξεν. Ἑλλ. 3. 1, 2: - ἅμα τε... καὶ ἅμα, Πλάτ. Γοργ. 497Α: ἅμ’ ἡδέως ἔμοιγε κἀλγεινῶς ἅμα, Σοφ. Ἀντ. 436. 4) παρὰ πεζοῖς, ἅμα δε..., καὶ ἅμα τε..., καί..., ἅμα..., καί..., ἅπερ δύνανται νὰ ἑρμηνευθῶσι διὰ τοῦ ἐν ᾧ... καὶ τοῦ συγχρόνως, ἅμα δὲ ταῦτα ἔλεγε καὶ ἐπεδείκνυε, Ἡρόδ. 1. 112· ταῦτά τε ἅμα ἠγόρευε καὶ πέμπει, 8. 5· ἅμα ἀκηκόαμέν τι καὶ τριηράρχους καθίσταμεν, μόλις ἠκούσαμεν καὶ εὐθὺς διορίζομεν..., Δημ. 50. 18· ἅμα διαλλάττονται καὶ τῆς ἔχθρας ἐπιλανθάνονται, Ἰσοκρ., κτλ. β) ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει τὸ προηγούμενον ῥῆμα πολλάκις γίνεται μετοχή, ὡς: βρίζων ἅμα... ἐξήμελξας εὐτραφὲς γάλα, Αἰσχύλ. Χο. 897· ἅμα εἰπὼν ἀντέστη, εὐθὺς ὡς ἐτελείωσε τὸν λόγον, ἠγέρθη, Ξεν. Ἀν. 3. 1, 47· τῆς ἀγγελίας ἅμα ῥηθείσης ἐβοήθουν, εὐθὺς ὡς ἦλθεν ἡ εἴδησις, ἔδραμον εἰς βοήθειαν, Θουκ. 2. 5· ἅμα γιγνόμενοι λαμβάνομεν, Πλάτ. Φαίδων 76C: ἡμῖν ἅμα ἀναπαυομένοις, ὁ παῖς ἀναγνώσεται, ὁ αὐτ. Θεαίτ. 143Α 5) ἅμα μέν, ἀκολουθούμενον ὑπὸ τοῦ ἔτι δέ, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 3· ἅμα μέν ..., πρός δέ ..., Ἡρόδ. 8. 51, - τὰ ὁποῖα εἶναι ἀνακόλουθα. II. ἅπαντα τὰ παραδείγματα τοῦ μορίου τούτου ἔχουσι τὴν ἔννοιαν τοῦ χρόνου, ἂν καὶ ἡ ἔννοια αὕτη ἐνίοτε ἐμπεριέχει τὴν τοῦ τόπου ἢ τῆς ποιότητος, ὡς ἅμα πάντες ἢ πάντες ἅμα, Ἰλ. Α. 495· ἅμα ἄμφω, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Δήμ. 15· ἅμα κρατερὸς καὶ ἀμύμων, Ὀδ. Γ. 111, κτλ.: πρβλ. Ἀριστ. Μεταφ. 10.12, 11. III. ἐν χρήσει μετὰ τῆς σὺν ἢ μετά, Εὐρ. Ἴων 717, Πλάτ. Κριτί. 110Α. IV. ἀπολ. Μετὰ ῥήματος, = κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον, συγχρόνως, αἱ πᾶσαι (νῆες) ἅμα ἐγίγνοντο ἐν τῷ θέρει σ΄ και ν΄ (δηλ. 250), Θουκ. 3. 17, πρβλ. οὐχ ἅμα ἡ κτῆσις παραγίνεται, Δημ. 658. 6. Β. ὡς πρόθ. μετὰ δοτ., κατὰ τὸν αὐτὸν χρόνον μετά τινος, ὁμοῦ μέ, ἅμ’ ἠοῖ = «μὲ τὰ χαράγματα», Ἰλ. Ι. 682, καὶ ἀλλ.: Ἀττ.· ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ, Θουκ. 1. 48., 4. 32· οὕτως: ἅμ’ ἠελίῳ ἀνιόντι ἢ καταδύντι = συγχρόνως μὲ τὴν ἀνατολὴν ἢ τὴν δύσιν τοῦ ἡλίου. Ἰλ. Σ. 136, 210, καὶ ἀλλ.: ἅμ’ ἡμέρᾳ ἢ συχνότερον ἅμα τῇ ἡμέρᾳ, Ἡρόδ. 3. 86, καὶ ἀλλ., καὶ Ἀττ.· ἅμ’ ἦρι ἀρχομένῳ ἢ ἅμα τῷ ἦρι, μὲ τὴν πρώτην ἄνοιξιν, Θουκ. 5. 20, κτλ.: ἅμα κήδεϊ κεκάρθαι τὰς κεφαλὰς = διαρκοῦντος τοῦ …, Ἡρόδ. 2. 36· ἅμα τειχισμῷ, Θουκ. 7. 20. 2) καθόλου, ὁμοῦ, ἢ μετά τινος, ἅμα Πατρόκλῳ … ἔστιχον, Ἰλ. Π. 257· ὄπασσεν, Ω. 461, καὶ ἀλλ., οὕτως: Ἑλένην καὶ κτήμαθ’ ἅμ’ αὐτῇ, Γ. 458· ἅμα πνοιῇς ἀνέμοιο, ὁμοῦ μὲ τὸν ἄνεμον, δηλ. μὲ τὴν ταχύτητα τοῦ ἀνέμου, Ὀδ. Α. 98, δὶς ἐπαναλαμβανόμενον: ἅμ’ αὐτῷ ... ἅμ’ ἕποντο, Λ. 371· οἱ ἅμα Θόαντι, Ἡρόδ. 6.138, πρβλ. Θουκ. 7.57 II. παρὰ Βυζαντίνοις τὸ ἅμα συντάσσεται ἐνίοτε γενικῇ. (Ἐκ √ΑΜ ἢ √ΟΜ παράγονται καὶ τὰ ἁμάκις, ὁμός, ὁμοῦ, ὁμοῖος, ὁμαλός· πρβλ. Σανσκρ. sam (= προθ. μετά), saman, samâ (= ὁμοῦ), Ζενδ. hama (ὁ αὐτός, Ἀγγλ. same)· Λατ. simul, similis, simulo, simia (;)· Γοτθ. sama· Παλ. Σκανδ. samr ἢ sama· (Ἀγγλ. same, ὁ αὐτός)· Παλ. Ὑψ. Γερμ. sama (ἐν τῷ συνθέτῳ zi - samane = Γερμ. zusammen)· πρβλ. α ἀθροιστικόν, ἅπαξ).

English (Autenrieth)

(1) adv., at once, at the same time; ἅμα πάντες, ἅμ' ἄμφω, Il. 7.255; freq. with τὲ.. καί (Il. 2.281), or with following δέ, ἅμα μῦθος ἔην, τετέλεστο δὲ ἔργον, ‘no sooner said than done,’ Il. 19.242.—(2) prep. w. dat., at the same time with, along with, ἅμ' ἠελίῳ καταδύντι, ἅμ ἕπεσθαι, ‘attend,’ ‘accompany,’ ἅμα πνοίῃς ἀνέμοιο, ‘swift as the winds,’ Od. 1.98, Il. 16.149.

English (Slater)

ᾰμᾰ
   1 at the same time
   a adv. ὄλβος ἅμ' ἕσπετο (O. 6.72) [ἀφνεὸς πενιχρός τε θανάτου πέρας ἅμα νέονται (Weiseler: παρὰ σᾶμα codd.) (N. 7.20) ] ἅμα δ' ἐκαίοντ ἐρῆμοι (Er. Schmid: ἁμᾶ codd.) (N. 10.72) κτεάνων θ' ἅμα λειφθεὶς καὶ φίλων (I. 2.11)
   b prep. c. dat. together with, at the same time as “οὐκ ἄτερ παίδων σέθεν, ἀλλ' ἅμα πρώτοις ἄρξεται καὶ τερτάτοις” (O. 8.45) τοῦ παῖς ἅμ' Ἀτρείδαις Τεύθραντος πεδίον μολὼν ἔστα (O. 9.70) πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον (O. 13.30) ὁ δ' Ἀμφιαρεῖ σχίσσεν κεραυνῷ παμβίᾳ Ζεὺς τὰν βαθύστερνον χθόνα, κρύψεν δ ἅμ ἵπποις (N. 9.25) εἰ γὰρ ἅμα κτεάνοις πολλοῖς ἐπίδοξον ἄρηται κῦδος (N. 9.46) τρεχέτω δὲ μετὰ Πληιόναν, ἅμα δ' αὐτῷ κύων fr. 74. ἅμα† (codd. contra met. ἀλλὰ coni. Hermann: ἁμᾷ Wil.: εὖντα Maas.) (O. 1.104)

English (Strong)

a primary particle; properly, at the "same" time, but freely used as a preposition or adverb denoting close association: also, and, together, with(-al).

English (Thayer)

(Sanskrit sa, sama; English same; Latin simul; German sammt, etc.; Curtius, § 440; Vanicek, p. 972. From Homer down);
1. adverb, at the same time, at once, together: all to a Prayer of Manasseh, every one, Winer's Grammar, 470 (439)), together with, with the dative: ἅμα πρωι< early in the morning: ἅμα τῷ ἡλίῳ, ἅμα τῇ ἡμέρα). In ἅμα is followed by σύν, ἅμα is an adverb (at the same time) and must be joined to the verb. [ SYNONYMS: ἅμα, ὁμοῦ: the distinction given by Ammonius (de diff. voc. under the word) and others, that ἅμα is temporal, ὁμοῦ local, seems to hold in the main; yet see Hesychius under the word.]

Greek Monotonic

ἅμᾰ: [ᾰμ], επίρρ.
I.με τη μία, την ίδια ώρα, συγχρόνως, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. πρόθ. με δοτ., την ίδια ώρα με, μαζί με, ἅμ' ἠοῖ, στην αυγή, σε Ομήρ. Ιλ.· ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ, σε Θουκ. (πρβλ. ὁμ-οῦ, Λατ. sim-ul).

Frisk Etymological English

Grammatical information: prep., adv.
Meaning: at the same time (with), together (with) (Il.).
Dialectal forms: Dor. ἁμᾶ, orig. instrum., s. Schwyzer 550. ἀμεῖ loc. Delphi. ἁμάκις· ἅπαξ, Κρῆτες H.; Tarent. ἁμάτις H.
Compounds: ἁμάμηλίς plant growing in the same time as the apple-tree, medlar, = ἐπιμηλίς.
Derivatives: ἄμυδις (Aeol.) together.
Origin: IE [Indo-European] [902] *sem- one
Etymology: Prob. the zero grade of the root *sem-, *som- in εἷς, ὁμός; perhaps *sm̥h₂-, s. on ὁμός. On the s. Schwyzer 622: 8; cf. Ruijgh on κάρτ-α, FS Leroy 1980,189ff. Vgl. 2. ἀμάομαι.
See also: ἄμαξα

Middle Liddell

[Cf. ὁμοῦ, Lat. simul.]
I. at once, at the same time, Hom., etc.
II. prep. c. dat. at the same time with, together with, ἅμ' ἠοῖ at dawn, Il.; ἅμα ἕῳ, ἅμα ἕῳ γιγνομένῃ Thuc.

Frisk Etymology German

ἅμα: {háma}
Meaning: zusammen, zugleich.
Derivative: Ableitung ἄμυδις (äol.) zusammen.
Etymology: Enthält die Schwundstufe des in εἷς, ὁμός vorliegenden idg. sem-, som-. Über das unklare auslautende -α s. Schwyzer 622: 8. Neben ἅμα steht dor. ἁμᾶ, eig. Instrumental, s. Schwyzer 550. — Vgl. 2. ἀμάομαι und die ebenda genannten Wörter.
Page 1,83

Chinese

原文音譯:¤ma 哈馬
詞類次數:副詞(10)
原文字根:同時的
字義溯源:同時*,一同,連同,此外。表示兩個不同的動作,在同一時間發生
出現次數:總共(11);太(2);徒(2);羅(1);西(2);帖前(2);提前(1);門(1)
譯字彙編
1) 同時(4) 徒27:40; 西4:3; 提前5:13; 門1:22;
2) 一同(2) 羅3:12; 帖前4:17;
3) 又(1) 西1:12;
4) 都(1) 帖前5:10;
5) 也連同(1) 太13:29;
6) 此外(1) 徒24:26;
7) 清(1) 太20:1

English (Woodhouse)

alike, together, as well as, at one time, at same time as, at the same time as, at the same time, concurrently with, contemporary with, equally alike, in conjunction with, together with

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)