πειράζω: Difference between revisions

From LSJ

τῆς αἰδοῦς ὀλίγην ποιήσασθαι φειδώ → to have little consideration for self-respect

Source
(1ba)
m (Text replacement - "τοῡ" to "τοῦ")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] (α. «τον πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το [[παράθυρο]];»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παρενοχλώ]] με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια της γειτονιάς»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] ειρωνικές φράσεις, [[αστεΐζομαι]] (α. «σέ πειράζει, δεν το λέει στα [[σοβαρά]]» β. «πείραξε ο [[ένας]] τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)<br /><b>4.</b> [[δυσαρεστώ]] («μέ πείραξαν τα [[λόγια]] του»)<br /><b>5.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[κακό]] («τον πειράζει το [[ποτό]]»)<br /><b>6.</b> (για ζώα, φυτά ή πράγματα) [[υφίσταμαι]] [[βλάβη]]<br /><b>7.</b> [[θίγω]], [[μετακινώ]], [[ανασκαλεύω]] («μην τά πειράζεις [[γιατί]] θα πέσουν»)<br /><b>8.</b> [[φθείρω]] ηθικώς<br /><b>9.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεν πειράζει</i><br />δεν βλάπτει ή δεν [[είναι]] οχληρό ή δυσάρεστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]] («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]] («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄλλος]] γὰρ [[ἄλλην]] ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πειράζομαι</i><br />α) [[υφίσταμαι]] πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, [[υφίσταμαι]] [[δοκιμασία]] («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῡ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῡ διαβόλου», ΚΔ)<br />β) [[πάσχω]], βασανίζομαι από [[ασθένεια]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο πειράζων</i><br />ο [[διάβολος]], που εμβάλλει σε πειρασμό<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με [[δοκιμασία]] <b>(Μέν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πείρα]]].
|mltxt=ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[ενοχλώ]] (α. «τον πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το [[παράθυρο]];»)<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[γυναίκα]]) [[παρενοχλώ]] με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια της γειτονιάς»)<br /><b>3.</b> [[απευθύνω]] ειρωνικές φράσεις, [[αστεΐζομαι]] (α. «σέ πειράζει, δεν το λέει στα [[σοβαρά]]» β. «πείραξε ο [[ένας]] τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)<br /><b>4.</b> [[δυσαρεστώ]] («μέ πείραξαν τα [[λόγια]] του»)<br /><b>5.</b> [[βλάπτω]], [[επιφέρω]] [[κακό]] («τον πειράζει το [[ποτό]]»)<br /><b>6.</b> (για ζώα, φυτά ή πράγματα) [[υφίσταμαι]] [[βλάβη]]<br /><b>7.</b> [[θίγω]], [[μετακινώ]], [[ανασκαλεύω]] («μην τά πειράζεις [[γιατί]] θα πέσουν»)<br /><b>8.</b> [[φθείρω]] ηθικώς<br /><b>9.</b> <b>απρόσ.</b> <i>δεν πειράζει</i><br />δεν βλάπτει ή δεν [[είναι]] οχληρό ή δυσάρεστο<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[δοκιμάζω]], [[εξετάζω]] («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)<br /><b>2.</b> απευθύνομαι σε κάποιον για [[κάτι]] («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)<br /><b>3.</b> [[επιχειρώ]] [[κάτι]], [[αναλαμβάνω]] να [[κάνω]] [[κάτι]]<br /><b>4.</b> [[δοκιμάζω]] [[κάτι]] [[πάνω]] σε [[κάτι]] («[[ἄλλος]] γὰρ [[ἄλλην]] ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>5.</b> <b>παθ.</b> <i>πειράζομαι</i><br />α) [[υφίσταμαι]] πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, [[υφίσταμαι]] [[δοκιμασία]] («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου», ΚΔ)<br />β) [[πάσχω]], βασανίζομαι από [[ασθένεια]]<br /><b>6.</b> (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) <i>ο πειράζων</i><br />ο [[διάβολος]], που εμβάλλει σε πειρασμό<br /><b>7.</b> <b>φρ.</b> «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με [[δοκιμασία]] <b>(Μέν.)</b>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. [[πείρα]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:55, 15 February 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πειράζω Medium diacritics: πειράζω Low diacritics: πειράζω Capitals: ΠΕΙΡΑΖΩ
Transliteration A: peirázō Transliteration B: peirazō Transliteration C: peirazo Beta Code: peira/zw

English (LSJ)

(πεῖρα) used by early authors only in pres. and impf., the other tenses being supplied by πειράω, -άομαι : Cret. fut.

   A πειράξω GDI5181 : aor. 1 imper. πείρᾰσον AP11.183 (Lucill.): aor. Pass. ἐπειράσθην LXXWi. 11.9, Ev.Matt.4.1 : pf. part. πεπειρασμένος Ep.Hebr. 4.15 :—make proof or trial of, c. gen., Od. 16.319.23.114 : abs., 9.281.    2 c. inf., attempt to do, Plb. 2.6.9, LXX Jd.6.39, Act.Ap. 16.7, 24.6 ; π. τι attempt a thing, ἄλλος ἄλλην ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην Luc. Trag. 149, cf. S.E. M. 1.40 ; τόδε τόξον make trial of, Anacreont. 31.24 : abs., make an attempt, Plb. Fr. 195.    3 Pass., ἤθη . . ἐν χρόνῳ πειράζεται are tried, proved, Men. Mon. 573 ; to be experienced, Phld. Sign. 32.    II c. acc. pers., try, tempt a person, put him to the test, LXX Ge.22.1, al. ; ἑαυτοὺς πειράζετε, εἰ . . 2 Ep.Cor.13.5, al.; τί πειράζετε τὸν Κύριον ; LXX Ex. 17.2, cf. Act.Ap. 15.10, 1 Ep.Cor. 10.9, al.    2 in bad sense, seek to seduce, tempt, Ἀθηναίην A.R. 3.10 : abs., ὁ πειράζων the Tempter, 1 Ep.Thess. 3.5, etc. :—Pass., to be sorely tried, πειραζομένη βασανίζομαι PLit.Lond. 52.5 ; στομακάκκῃ Str. 16.4.24 ; to be attacked, ὑποχύσει Alex.Aphr. Pr.2.54 ; ἐπιληψίᾳ Cyran.47 ; to be tempted to sin, Ev.Matt. 4.1, al.

German (Pape)

[Seite 545] = πειράω, einen Versuch anstellen mit Einem, τινός; Od. 16, 319. 23, 114; sp. D., ἀοιδῆς, Ap. Rh. 1, 495; ohne Casus, auf die Probe stellen, versuchen, Od. 9, 281; τινά, Ap. Rh. 3, 10; in sp. Prosa, wie N. T oft, ὁ πειράζων = διάβολος, Matth. 4, 3, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου, ib. 1; auch = zu verführen suchen, übh. Einem Ungebührliches zumuthen, im pass., Plut. Lac. apophth. p. 229.

Greek (Liddell-Scott)

πειράζω: ἐν χρήσει παρὰ τοῖς δοκίμοις μόνον κατ’ ἐνεστ. καὶ παρατ., τῶν λοιπῶν χρόνων παραλαμβανομένων ἐκ τοῦ πειράω, -άομαι, ἀλλά, ἐπειράσθην, πεπείρασμαι ἀπαντῶσι παρὰ τοῖς Ἑβδ. καὶ ἐν τῇ Καιν. Διαθ., τὸ δὲ δεύτερον ἅπαξ παρ’ Ἀριστοφ., ἴδε κατωτ. Ἐξετάζω ἢ δοκιμάζω τι, τινὸς Ὀδ. Π. 319, Ψ. 114· καὶ ἀπολ., Ι. 281. 2) μετ’ ἀπαρ. = πειράομαι, ἐπιχειρῶ νὰ πράξω τι, Πράξεις Ἀποστ. ιϚ΄, κδ΄, 6· οὕτω, π. τινι, ἐπιχειρῶ τι, Λουκ. Ἔρωτ. 26, 36, κ. ἀλλ.· ἀπολ, κάμνω ἀπόπειραν, Πολυβ. Ἱστ. Ἀποσπ. 60. 3) Παθ., ἤθη ... ἐν χρόνῳ πειράζεται, δοκιμάζονται, κρίνονται, Μενάνδρ. Μονόστ. 573· πεπειράσθω, ἂς γείνῃ δοκιμή, Ἀριστοφ. Σφ. 1129 ΙΙ. μετ’ αἰτ. προσώπ., δοκιμάζωἐξετάζω τινά, ὑποβάλλω αὐτὸν εἰς ἐξέτασιν, Β΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ιγ΄ , 5, κτλ.· τί πειράζετε τὸν θεόν; Πράξ. Ἀποστ. ιε΄, 10, πρβλ. Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Κορινθ. ι΄, 9, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ κακῆς σημασίας, ζητῶ νὰ ἀποπλανήσω, «πειράζω», φέρω εἰς πειρασμόν, Ἀθηναίην Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 10· ἀπολ., ὁ πειράζων, ὁ πειρασμός, ὁ διάβολος, Α΄ Ἐπιστ. πρὸς Θεσσ. γ΄ , 5, κτλ. - Παθ., ταλαιπωροῦμαι, βασανίζομαι, ἤδη στομακάκκῃ τε καὶ σκελοτύρβῃ πειραζομένης τῆς στρατιᾶς Στράβ. 781· ὑφίσταμαι πειρασμόν, δοκιμασίαν, πειράζομαι, δοκιμάζομαι, πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου Εὐαγγ. κ. Ματθ. δ΄ , 1, κ. ἀλλ.

French (Bailly abrégé)

seul. prés., impf. et ao. ἐπείρασα;
essayer, tenter, faire l’épreuve ou l’expérience de, gén. de pers. ou acc. de chose.
Étymologie: πεῖρα.

English (Autenrieth)

(πειράω): make trial of, test; τινός, Od. 16.319.

English (Strong)

from πεῖρα; to test (objectively), i.e. endeavor, scrutinize, entice, discipline: assay, examine, go about, prove, tempt(-er), try.

English (Thayer)

(a form found several times in Homer and Apoll. Rhod. and later prose, for πειράω (which see in Veitch) more common in the other Greek writings); imperfect ἐπείραζον; 1st aorist ἐπείρασα; passive, present πειράζομαι; 1st aorist ἐπειρασθην; perfect participle πεπειρασμενος (πειράω, 1); 1st aorist middle 2nd person singular ἐπειράσω ( ); the Sept. for נִסָּה; to try, i. e.:
1. to try whether a thing can be done; to attempt, endeavor: with an infinitive, L T Tr WH; to try, make trial of, test: τινα, for the purpose of ascertaining his quality, or what he thinks, or how he will behave himself;
a. in a good sense: G T WH Tr text omit; Tr marginal reading brackets the words τί με πειράζετε); to solicit to sin, to tempt: ὁ πειράζων, a substantive, Vulg. tentator, etc., the tempter: α. of God; to inflict evils upon one in order to prove his character and the steadfastness of his faith: πειράω); WH's Appendix); β. Men are said πειράζειν τόν Θεόν — by exhibitions of distrust, as though they wished to try whether he is not justly distrusted; by impious or wicked conduct to test God's justice and patience, and to challenge him, as it were, to give proof of his perfections: R G (τόν Χριστόν (L T Tr text WH τόν κύριον), L marginal reading T WH marginal reading ἐξεπείρασαν); τό κυρίου, πειράζειν ἐν δοιμασια (see δοκιμασία), L T Tr WH. (On πειράζω (as compared with δοκιμάζω), see Trench, § lxxiv.; cf. Cremer, under the word. Compare: ἐξπειράζω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ
νεοελλ.
1. ενοχλώ (α. «τον πειράζουν οι φωνές τών παιδιών» β. «θα σέ πείραζε αν άνοιγα το παράθυρο;»)
2. (σχετικά με γυναίκα) παρενοχλώ με απρεπείς φράσεις ή τρόπους («πειράζει τις γυναίκες και τα κορίτσια της γειτονιάς»)
3. απευθύνω ειρωνικές φράσεις, αστεΐζομαι (α. «σέ πειράζει, δεν το λέει στα σοβαρά» β. «πείραξε ο ένας τον άλλον και ήρθαν στα χέρια»)
4. δυσαρεστώ («μέ πείραξαν τα λόγια του»)
5. βλάπτω, επιφέρω κακό («τον πειράζει το ποτό»)
6. (για ζώα, φυτά ή πράγματα) υφίσταμαι βλάβη
7. θίγω, μετακινώ, ανασκαλεύω («μην τά πειράζεις γιατί θα πέσουν»)
8. φθείρω ηθικώς
9. απρόσ. δεν πειράζει
δεν βλάπτει ή δεν είναι οχληρό ή δυσάρεστο
αρχ.
1. δοκιμάζω, εξετάζω («ἑαυτοὺς πειράζετε», ΚΔ)
2. απευθύνομαι σε κάποιον για κάτι («νῡν οὖν τί πειράζετε τὸν Θεόν», ΚΔ)
3. επιχειρώ κάτι, αναλαμβάνω να κάνω κάτι
4. δοκιμάζω κάτι πάνω σε κάτιἄλλος γὰρ ἄλλην ἐπ' ἐμὲ πειράζει τέχνην», Λουκιαν.)
5. παθ. πειράζομαι
α) υφίσταμαι πειρασμό δελεαστικό για αποπλάνησή μου, υφίσταμαι δοκιμασία («ὁ Ἰησοῡς ἀνήχθη εἰς τὴν ἔρημον ὑπὸ τοῦ πνεύματος πειρασθῆναι ὑπὸ τοῦ διαβόλου», ΚΔ)
β) πάσχω, βασανίζομαι από ασθένεια
6. (η μτχ. ενεργ. ενεστ. ως ουσ.) ο πειράζων
ο διάβολος, που εμβάλλει σε πειρασμό
7. φρ. «πειράζεται διὰ βασάνου» — ελέγχεται με δοκιμασία (Μέν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πείρα].

Greek Monotonic

πειράζω: Παθ. αορ. αʹ ἐπειράσθην, παρακ. πεπείρασμαι· όπως το πειράω·
I. εξετάζω ή δοκιμάζω, τινός, σε Ομήρ. Οδ.· με απαρ., προσπαθώ να κάνω, σε Καινή Διαθήκη — Παθ., πεπειράσθω, αφήνω τη δοκιμασία να γίνει, σε Αριστοφ.
II. με αιτ. προσ., δοκιμάζω ή παρασύρω έναν άνθρωπο, φέρνω σε πειρασμό, σε Καινή Διαθήκη· απόλ., ὁ πειράζων, ο Πειρασμός, στο ίδ. — Παθ., δοκιμάζομαι σκληρά, γίνομαι επιρρεπής στην αμαρτία, στο ίδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πειράζω [πεῖρα] op de proef stellen, testen:; ὣς φάτο πειράζων zo sprak hij bij wijze van test Od. 9.281; met acc..; ἐπ ’ ἐμὲ πειράζει τέχνην hij probeert een truc uit op mij Luc. 69.149; met gen.. πειράζειν ἐμέθεν mij testen Od. 23.114. proberen, met inf.: ὃς καὶ τὸ ἱερὸν ἐπείρασεν βεβηλῶσαι die zelfs heeft geprobeerd de tempel te ontheiligen NT Act. Ap. 24.6. christ. beproeven, in verzoeking brengen, proberen te verleiden; ptc. subst. ὁ πειράζων de verleider (d.w.z. de duivel); pass.. πειραζόμενος ὑπὸ τοῦ διαβόλου door de duivel in verzoeking gebracht NT Luc. 4.2.

Russian (Dvoretsky)

πειράζω: Hom., Luc., NT = πειράω.

Middle Liddell

πειράζω,
I. to make proof or trial of, τινός Od.:—c. inf. to attempt to do, NTest.:—Pass., πεπειράσθω let trial be made, Ar. like πειράω
II. c. acc. pers. to try or tempt a person, put him to the test, NTest.: absol., ὁ πειράζων the tempter, NTest.:—Pass. to be sorely tempted, to be tempted to sin, NTest.