Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἀφικνέομαι: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - " ," to ",")
m (Text replacement - "Homer down" to "Homer down")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
|txtha=ἀφικνοῦμαι: 2nd aorist ἀφικομην; ([[ἱκνέομαι]] to [[come]]); [[very]] [[often]] in Greek writings from [[Homer]] [[down]]; "to [[come]] from ([[ἀπό]]) a [[place]] ([[but]] [[often]] the preposition has [[almost]] [[lost]] its [[force]]); to [[come]] to, [[arrive]] at"; in the N. T. [[once]], tropically: [[ὑμῶν]] [[ὑπακοή]] [[εἰς]] πάντας ἀφίκετο [[your]] [[obedience]] has reached the ears of (A. V. is [[come]] [[abroad]] [[unto]]) [[all]] men; [[εἰς]] νήσους ἀφίκετο τό [[ὄνομα]] [[σου]]. Josephus, Antiquities 19,1, 16 [[εἰς]] τό [[θέατρον]] ... ἀφίκετο ὁ [[λόγος]]).
|txtha=ἀφικνοῦμαι: 2nd aorist ἀφικομην; ([[ἱκνέομαι]] to [[come]]); [[very]] [[often]] in Greek writings from Homer down; "to [[come]] from ([[ἀπό]]) a [[place]] ([[but]] [[often]] the preposition has [[almost]] [[lost]] its [[force]]); to [[come]] to, [[arrive]] at"; in the N. T. [[once]], tropically: [[ὑμῶν]] [[ὑπακοή]] [[εἰς]] πάντας ἀφίκετο [[your]] [[obedience]] has reached the ears of (A. V. is [[come]] [[abroad]] [[unto]]) [[all]] men; [[εἰς]] νήσους ἀφίκετο τό [[ὄνομα]] [[σου]]. Josephus, Antiquities 19,1, 16 [[εἰς]] τό [[θέατρον]] ... ἀφίκετο ὁ [[λόγος]]).
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 08:35, 29 May 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀφικνέομαι Medium diacritics: ἀφικνέομαι Low diacritics: αφικνέομαι Capitals: ΑΦΙΚΝΕΟΜΑΙ
Transliteration A: aphiknéomai Transliteration B: aphikneomai Transliteration C: afikneomai Beta Code: a)fikne/omai

English (LSJ)

Ion. ἀπικνέομαι Hdt.2.28, al.: impf. A ἀφικνεῖτο Th.3.33: fut. ἀφίξομαι Il.18.270, etc., Ion. 2sg. ἀπίξεαι Hdt.2.29, 3sg. ἀπίξεται Theoc.29.13: pf. ἀφῖγμαι Od.6.297, Att. 2sg. ἀφῖξαι A.Pr.305, 3sg. ἀφῖκται S.OC794: plpf. ἀφῖκτο ib.1590, Ion. 3pl. ἀπίκατο Hdt.8.6: aor. ἀφῑκόμην Il.18.395, etc.; inf. ἀφικέσθαι; Dor. imper. ἀφίκευσο Theoc.11.42: aor. 1 part. ἀφιξάμενος Epigr.Gr.981.9 (Philae):—arrive at, come to, reach: Constr., in Hom., Pi., and Trag. mostly c. acc. loci, Il.13.645, Pi.P.5.29, A.Pers.15, etc.; ὅνδε δόμονδε Hes.Sc.38: in Hom. also c. acc. pers., μνηστῆρας ἀ. came up to them, Od.1.332, cf. 11.122, etc.; ὅτε μ' ἄλγος ἀφίκετο came to me, Il.18.395; similarly, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε come up to this throw ! Od.8.202; freq. also with Preps., ἀ. ἐς . . Il.24.431, Od.4.255, etc.; less freq. ἐπί . . Il.10.281, 22.208; still more rarely κατά... ποτί... 13.329, Od.6.297; ἀ. πρὸς τέλος γόων S.OC1622; ἐπὶ τῶν νήσων X.HG5.1.2; ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀ. Id.Smp.4.37; θανάτου τοῦτ' ἐγγυτάτω τοὔπος ἀφῖκται S.Ant.934; παρά τινος ἀ. Id.OT935, etc.: abs., arrive, ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο Od.1.171; ὅταν ἀ. ὥρη Thgn.723; σῖτος ἀφικνούμενος D.20.31; ὁ ἀφικνούμενος the stranger, newcomer, IG12.118.11:—Phrases: 1 ἀ. ἐπὶ or εἰς πάντα, to try every means, S.OT265, E.Hipp.284; ἀ. ἐς πᾶσαν βάσανον Hdt.8.110; ἐς διάπειράν τινος ἀ. Id.2.28, 77; ἐπὶ τὸ τέμνειν μῦς ἀ. Gal.2.230. 2 come into a certain condition, ἀ. ἐς πᾶν κακοῦ Hdt.7.118; ἐς ἀπορίην πολλήν Id.1.79; ἐς τοσοῦτο τύχης, ἐς τοῦτο δυστυχίας, come into such a... ib.124, Th.7.86; ἐς ὀλίγον ἀ. νικηθῆναι come within little of being conquered, Id 4.129; εἰς τὸ ἴσον ἀ. τινί attain equality with... X.Cyr.1.4.5; εἰς ὀργήν Men.Pk. 44; ellipt., ἐς ἄνδρ' ἀφίκου reachedst man's estate, E.Ion322. 3 of intercourse with others, ἀ. τινὶ ἐς λόγους hold converse with one, Hdt.2.28; ἐς ἔχθεα, ἐς ἔριν ἀ. τινί, Id.3.82, E.IA319; διὰ μάχης, δι' ἔχθρας ἀ. τινί, Hdt.1.169, E.Hipp.1164; διὰ λόγων ἐμαυτῇ Id.Med. 872. b less freq. c. dat. pers., ἀ. τινί come at his call, Pi.O.9.67, Hdt.5.24, Th.4.85. 4 εἰς τόξευμα ἀ. come within shot, X.Cyr. 1.4.23, etc. 5 of things, ἐς ὀξὺ ἀ. dub. l. for ἀπηγμένα, -μένας in Hdt.2.28, 7.64; ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀ. Arist.EN1097a24, cf. 1167a12, al. II the sense of return is sometimes implied in the context, but is not inherent in the word, as Od.10.420, Pi.P.8.54, E.El.6, Pl. Chrm.153a.

German (Pape)

[Seite 411] (s. ἱκνέομαι), hingelangen, hinkommen, zu einer Person, nach einem Orte. Bei Hom. gew., auch einzeln bei andern Dichtern mit dem bloßen acc., ἄστυ Aesch. Pers. 15; δόμους Pind. P. 5, 29; bei Hom. das in Prosa gew. πρός τι Od. 6, 297; ἐπί u. εἴς τι, Il. 10, 281. 24, 431 Od. 4, 255. 9, 216; κατά τι, Il. 13, 329; ἐπί τινος, an einem Orte anlangen, Xen. Hell. 5, 1, 2; παρά τινα, 1, 1, 6; Plat. Prot. 318 b; zurückkehren, Charm. 153 a u. sonst; übertr., ἄλγος ἀφίκετό με, traf mich, Il. 18, 395. Als einzelne Verbindungen merke man: διὰ μάχης ἀπικέατο Ἁρπάγῳ, lieferten ihm eine Schlacht, Her. 1, 169; εἰς λόγους τινί, mit Einem in ein Gespräch gerathen, 2, 28 u. A.; διὰ λόγων Eur. Med. 872; εἰς ἔχθος ἀφ. τινι, mit Einem in Feindschaft gerathen, 3, 82, vgl. δι' ἔχθρας Eur. Hipp. 1164; εἰς διάπειράν τινος, von etwas Erfahrung haben, 2, 77; ἐς πᾶν κακοῦ, ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ, in die höchste Gefahr, Noth kommen, sich jeder Gefahr unterziehen, 7, 118. 8, 52; εἰς τοσοῦτον τύχης, zu einem so großen Glücke, 1, 124; εἰς τοῦτο δυστυχίας Thuc. 7, 86; ἐς ἀνάγκην Thuc. 4, 10; ἐς χρείαν τοῦ μάχεσθαι Plat. Legg. III, 697 d; εἰς πᾶν, ἐπὶ πάντα ἀφ., alles versuchen, Eur. Hipp. 284; Soph. O. R. 265; – εἰς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα νικηθῆναι Thuc. 4, 129, das ganze Heer wäre beinah besiegt worden. – Auch von leblosen Dingen, doch seltener, σῖτος ἀφικνούμενος, wie wir: ankommendes, eingeführtes Getreide, Dem. 20, 31.

Greek (Liddell-Scott)

ἀφικνέομαι: Ἰων. ἀπικνέομαι, Ἡρόδ., Ἀττ.: παρατατ. ἀφικνεῖτο Θουκ. 3. 33: μέλλ. ἀφίξομαι Ἰλ. Σ. 270, Ἀττ., Ἰων. β΄ ἑνικ. ἀπίξεαι Ἡρόδ. 2. 29: πρκμ. ἀφῖγμαι Ὀδ. Ζ. 297, Ἀττ. ἀφῖξαι Αἰσχύλ. Πρ. 303, Σοφ., ἀφῖκται ὁ αὐτ. Ο Κ. 794, Ἰων. γ΄ πληθ. ὑπερσυντ. ἀπίκατο Ἡρόδ. 8. 6. : ἀόρ. ἀφῑκόμην Ἰλ. Σ. 395, Ἀττ, Ἰων. γ΄ πληθ. ἀπικέατο Ἡρόδ. 1. 169 (ὁπόθεν ἐπήγασε παρὰ Βυζ. ὁ παράδοξος τύπος τοῦ ἐνεστῶτος ἀφίκομαι), ἀπαρέμφ. ἀφικέσθαι ἀόριστος τις α΄ ἀφιξάμενος ἀπαντᾷ ἐν Ἐπίγραμμ. Ἐλλ. 981. 9: Ἀποθ.. ῎Ερχομαι, φθάνω εἰς τόπον τινά: - Σύνταξις, παρ’ Ὁμ., Πινδ. καὶ Ἀττ. ποιηταῖς, τὸ πλεῖστον μετὰ γεν. τόπου, ὡς ἐν Ἰλ. Ν. 645 ἀφίκετο πατρίδα γαῖαν, ἐν Πινδ. Π. 5. 37 ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων· ἀφ. ὅνδε δόμονδε Ἡσ. Ἀσπ. 38· συχνάκις ὡσάυτως, ἀφ. ἐς... Ἰλ. Ω. 431, Ὀδ. Δ. 255, κτλ.· σπανιώτερον ἐπί.., Ἰλ. Κ. 281., Χ. 208· καὶ ἔτι σπανιώτερον κατά..., πρὸς..., Ν. 329, Ὀδ Ζ. 297· ἀπολ., φθάνω ὁπποίης ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο; Α. 171· ὅταν ἀφ. ὥρη Θέογν. 723· καὶ μετὰ τοῦ τόπου ἢ τοῦ προσώπου παρ’ οὖ, παρὰ τίνος ἀφ. Σοφ. Ο. Τ. 935, κτλ.· ὁ Ὅμ. ὡσαύτως θέτει τὸ πρόσωπον πρὸς ὃ ἀφίκετό τις κατ’ αἰτ., μνηστῆρας ἀφ., ἦλθεν εἰς αὐτούς, Ὀδ. Α. 332, πρβλ. Λ. 122, κτλ· ὃτε μ’ ἄλγος ἀφίκετο Ἰλ. Σ. 395· οὕτω, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε, φθάσατε τώρα τοῦτο τὸ ῥίψιμον (τοῦ δίσκου), Ὀδ. Θ. 202: - ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ ἡ πρόθ. εἰς ἢ ἐπὶ (ἢ ἐπὶ προσώπων πρὸς, παρὰ, ὡς) σπανίως παραλείπονται· ὡσαύτως, ἀφ. πρὸς τέλος γόων Σοφ. Ο. Κ. 1621· ἐπὶ τινος, εἰς τόπον τινὰ, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 2, κτλ.· ἄχρι τοῦ μὴ πεινῆν ἀφ. ὁ αὐτ. Συμπ. 4, 37· θανάτου τοῦτ’ ἐγγυτάτου τοὖπος ἀφῖκται Σοφ. Ἀντ. 934. Φράσεις: 1) ἀφ. ἐπὶ ἢ εἰς πάντα, δοκιμάζω πᾶν μέσον, Σοφ Ο. Τ. 265, Εὐρ. Ἰππ. 284· ἀπ. ἐς πᾶσαν βάσανον Ἡρόδ. 8. 110· ἐς διάπειράν τινος ἀπικέσθαι ὁ αὐτ. 2. 28, 77. 2) φθάνω, καταντῶ εἴς τινα κατάστασιν, ἀπ. ἐς πᾶν κακὸν ἢ κακοῦ Ἡρόδ. 7. 118· ἐς τὸ ἔσχατον κακοῦ ἀπιγμένοι ὁ αὐτ. 8. 52· ἐς ἀπορίην ὁ αὐτ. 1. 79· οὐ γὰρ ἄν κοτε ἐς τοσοῦτο τύχης ἀπίκευ, δὲν θὰ ἠξιοῦσο τοιαύτης τύχης, αὐτόθι 124· ἐς τοῦτο δυστυχίας ἀφικέσθαι, νὰ φθάση εἰς τοῦτο τὸ σημεῖον τῆς δυστυχίας, Θουκ. 7. 86· ἐς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα... νικηθῆναι, παρ’ ὀλίγον νὰ νικηθῆ ὅλον τὸ στράτευμα, ὁ αὐτ. 4. 129· εἰς τὸ ἵσον ἀφ. τινὶ Ξεν. Κύρ. 1. 4, 5· ἐλλειπτ., εἰς ἄνδρ’ ἀφίκου, ἔφθασεν εἰς τὴν ἀνδρικὴν ἡλικίαν, Εὐρ. Ἴων 322. 3) ἐπὶ σχέσεως μετ’ ἄλλων καὶ κοινωνίας, ἀπ. τινὶ ἐς λόγους, συνομιλεῖν, Ἡρόδ. 2. 28· οὕτως, ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφ. τινι ὁ αὐτ. 3. 82, Εὐρ. Ι. Α. 319· διὰ μάχης, δι’ ἔχθρας ἀπ. τινί, ἔρχεσθαι εἰς μάχην ἢ εἰς ἔχθραν πρός τινα (πρβλ. τὴν πρόθ. διὰ Α. IV), Ἡρόδ. 1. 169, Εὐρ. Ἱππ. 1161· διὰ λόγων τινὶ ὁ αὐτ. Μήδ. 872· ὁπόθεν ἴσως προέρχεται ἡ σπανία φράσις ἀφ. τινι, ἔρχεσθαι πρός τινα, Πίνδ. Ο. 9. 101, Ἡρόδ. 5. 24, Θουκ. 4. 85. 4) ἐς τόξευμα ἀφ., φθάνω εἰς ἀπόστασιν τοξεύματος, Ξεν. Κύρ. Ι. 4, 23, κτλ. 5) ἐπὶ πραγμάτων, ές ὀξὺ ἀπ. (ἀλλ’ ἴδε ἀπάγω 1. 1), Ἡρόδ. 2. 28., 7. 64· ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀφ. Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 1. 7, 2, πρβλ. 9. 5, 3, κ. ἀλλ. ΙΙ. συχνάκις ἑρμηνεύεται, ὑποστρέφω, ἐπανέρχομαι, ὡς ἐν Ὀδ. Κ. 420, Πινδ. Π. 8. 75, Εὐρ. Ἠλ. 6, Πλάτ. Χαρμ. 153Α· ἀλλ’ ἡ ἔννοια αὕτη ὐπάρχει ἁπλῶς ἐν τοῖς συμφραζομένοις καὶ οὐδέποτε ἐν αὐτῇ τῇ λέξει. (Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 451, κἑξ.)

French (Bailly abrégé)

-οῦμαι;
impf. ἀφικνούμην, f. ἀφίξομαι, ao.2 ἀφικόμην, pf. ἀφῖγμαι, pqp. ἀφίγμην;
I. arriver, d’où
1 arriver, parvenir ; venir, acc. : κλισίην, νῆας à la tente, aux vaisseaux ; μνηστῆρας OD arriver parmi les prétendants ; rar. avec εἰς, ἐπί, ποτί, κατά, ὑπό ; ἀφ. παρά τινος SOPH arriver d’auprès de qqn ; ἀφ. τινι ἐς λόγους HDT entrer en conversation avec qqn ; διὰ λόγων ἑαυτῷ ἀφ. EUR converser avec soi-même, càd réfléchir en soi-même ; διὰ μάχης ἀφ. τινι HDT engager un combat avec qqn ; fig. μ’ ἄλγος ἀφίκετο IL une douleur est venue m’atteindre;
2 parvenir à, en venir à : ἀφ. εἰς τὸ ἴσον τινί XÉN parvenir à égaler qqn ; εἰς ἀπορίαν PLAT, ἐς ἀπορίην HDT en arriver à être sans ressources ; ἐς τοσοῦτον τύχης HDT, ἐς τοῦτο δυστυχίας THC en venir à ce degré de fortune, d’infortune ; ἐς ἔχθος ἀπικέσθαι (ion.) τινι HDT ou δι’ ἔχθρας ἀφ. τινί EUR en venir à des sentiments d’hostilité pour qqn ; avec un inf. : ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τὸ στράτευμα νικηθῆναι THC il s’en fallut de peu que l’armée ne finît par être vaincue;
II. revenir, retourner.
Étymologie: ἀπό, ἱκνέομαι.

English (Autenrieth)

fut. ἀφίξομαι, aor. ἀφῖκόμην, perf. inf. ἀφῖχθαι: come to, arrive at, reach (one point from another); usually w. acc., sometimes w. prepositions; τοῦτον (δίσκον) νῦν ἀφίκεσθε, ‘come up to’ that now, Od. 4.255; met., ὅτε μ' ἄλγος ἀφίκετο, Il. 18.395.

English (Slater)

ἀφικνέομαι (fut. ἀφίξεται; ἀφίξεσθαι: aor. ἀφκετο, -ᾰκοντο)
   1 come (to) abs., ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος (O. 9.67) c. acc., ἐγγυάσομαι ὔμμιν, ὦ Μοῖσαι, φυγόξεινον στρατὸν μηδ' ἀπείρατον καλῶν ἀφίξεσθαι (O. 11.19) Βαττιδᾶν ἀφίκετο δόμους θεμισκρεόντων (P. 5.29) “ἀφίξεται λαῷ σὺν ἀβλαβεῖ Ἄβαντος εὐρυχόρους ἀγυιάς” (P. 8.54)

Spanish (DGE)

• Alolema(s): jón. ἀπικ- Hdt.
• Prosodia: [-ῐ-, -ῑ- por aum.]
• Morfología: pres. ind. 3a plu. ἀπικνέονται Hdt.3.82, part. fem. nom. plu. ἀφικνεύμεναι Hp.Aër.21; fut. 2a sg. ἀπίξεαι Hdt.2.29, 3a sg. ἀπίξεται Theoc.29.13, tard. act. ἀφίξομεν Gal.13.485; aor. 1a sg. ἀφικόμην E.Ph.357, 2a sg. ἀπίκευ Hdt.1.124, imperat. ἀφίκεο Od.1.171, ἀφίκευσο Theoc.11.42, part. ἀπικόμενος Hdt.2.28, ἀφιξάμενος IPh.158.2.2 (I a./d.C.); plusperf. 3a plu. ἀπίκατο Hdt.8.6, ἀπιγμένοι ἦσαν Hdt.9.118; v. ἀφίκω
I 1c. suj. de pers. y compl. de lugar o cosa llegar, alcanzar c. ac. νῆας Il.11.193, πατρίδα γαῖαν Il.13.645, Ἴλιον ἱρήν Il.18.270, Σούνιον Od.3.278, ἄλλων δῆμον Od.15.228, cf. 16.382, ὅνδε δόμονδε Hes.Sc.38, δόμους Pi.P.5.29, οἴκαδε Xenoph.1.17, ἄστυ τὸ Περσῶν A.Pers.15, πόλιν E.Med.757, τοῦτον νῦν ἀφίκεσθε alcanzad ese tiro en una competición de disco Od.8.202, τὸν καταρράκτην ὁδόν el escarpado camino S.OC 1590, ἀφίκετο Ἀθήναζε E.Ep.3.2, tb. c. ac. de tiempo τὴν ἡμέραν ἣν ἀφίξοιτο D.C.54.10.3
c. prep. esp. εἰς, ἐς: ἐς κλισίην Il.24.431, cf. Od.4.255, ἐς πεδίον Hdt.2.29, ἐς τὰς Ἀφέτας Hdt.8.6, εἰς τὴν ἑαυτῶν πόλιν X.Hier.2.9, ἐπειδὴ εἰς τόξευμα ἀφίκοιντο tan pronto como se pusieran a tiro, llegaran a un tiro de flecha X.Cyr.1.4.23, εἰς Μακεδονίαν E.Ep.5.2, ἐς νῆσον IPh.158.2.2 (I a./d.C.)
c. otras prep. y ac. llegar ἐπὶ νῆας Il.10.281, ἐπὶ κρουνούς Il.22.208, ἐπὶ τὴν εὐνήν X.Cyn.10.6, κατὰ στρατόν Il.13.329, ποτὶ δώματα Od.6.297, ποτὶ βένθεα νυκτός del sol, Stesich.8.3, πρὸς τὴν Ἀττικήν Hdt.8.110, ὄφρ' ... γαῖαν ὕπο στυγερὴν ἀφικοίμην para llegar bajo la odiosa tierra e.d. morir, Od.20.81
tb. c. ἐπί y gen. ἐπὶ τῶν νήσων X.HG 5.1.2, ἐπὶ τοῦ εὐωνύμου X.HG 7.5.25
c. adv. οὔδ' ἢν ἔνθ' ἀφίκηαι ἀλωμένη ni si llegas allí errante, Il.8.482, μοι εὐθέως ἀφικομένῳ E.Ep.5.16, τί δεῦρ' ἀφίκεσθ' ἱκεσίοισι σὺν κλάδοις ...; E.Heracl.517
abs. ὁπποίης τ' ἐπὶ νηὸς ἀφίκεο en qué barco has llegado, Od.1.171, τούτων τεχνίτης ἀφίξει tú llegarás a ser el artesano de esto Hp.Ep.10, ὁ ἀφικνόμενος Ἀθηναίων el ateniense que llega, IG 11(2).110.11 (V a.C.), (σῖτον) ... τὸν ἐκ τῶν ἄλλων ἐμπορίων ἀφικνούμενον D.20.31, cf. Isoc.4.46, 11.5, ἀφικόμενος δ' ἑβδομαῖος Plb.10.9.7, ὁ ἀφικόμενος el que ha venido, el Mesías Eus.E.Th.1.6
c. suj. de cosas y compl. de pers. ὅτε μ' ἄλγος ἀφίκετο Il.18.395, ἡ γὰρ ὑμῶν ὑπακοὴ εἰς πάντας ἀφίκετο Ep.Rom.16.19, τὸ πρᾶγμα εἰς ὑμᾶς ἀφῖκται Is.2.47, tb. c. dat. ἀφικνεῖται αὐτοῖς ἀγγελία Th.5.64, ἐς ἐμὲ κλέος ἀφῖκται Hp.Ep.3, cf. Eus.VC 3.62.2, tb. c. compl. de cosa ὁπότ' ἂν ... νῆας ἀφίκηται ἀϋτή Il.16.63, οὐκ ἀφικνεῖται ἐς ὀστέων ψιλώματα no llegan (las partes necrosadas) al descarnamiento de los huesos Hp.Art.69, del flegma ἐς τὴν κοιλίην ἀ. Hp.Morb.4.35, c. adv. θανάτου τοῦτ' ἐγγυτάτω τοὔπος ἀφῖκται S.Ant.934, τὸ σὸν δ' ἀφῖκται δεῦρο ... στόμα S.OC 794, ἀγγελία ... ἀφικνεῖτο δὲ καὶ πανταχόθεν Th.3.33, abs. de términos temp. ὅταν ... ἀφίκηται ὥρη Thgn.723, ὅταν δὲ ἡ ἡμέρα Κυρίου ... ἀφίκηται Thdt.M.81.177C.
2 c. suj. y compl. de pers. llegar ante, presentarse a ἡ δ' ὅτε ... μνηστῆρας ἀφίκετο δῖα γυναικῶν Od.1.332, cf. 11.122, ἀλλ' ἀφίκευσο ποθ' ἁμέ Theoc.11.42, c. étnicos Σκύθας δ' ἀφίξῃ A.Pr.709, βαρβάρους E.Ba.1354, tb. c. prep. εἰς Μήδους X.Cyr.2.1.2, cf. E.Ph.357, πρὸς τὸν Κόιντον Plb.28.17.1, παρ' αὐτόν Th.4.122, παρὰ ἄνδρα Hp.Aër.21, c. dat. de pers. ἀφίκοντο δέ οἱ ξένοι ἔκ τ' Ἄργεος llegaron ante él extranjeros de Argos Pi.O.9.67, ἀπίκνεό μοι Hdt.5.24, ἀσμένοις ὑμῖν ἀφῖγμαι Th.4.85.
3 c. suj. de pers. en cont. donde el lugar al que se llega es el mismo del que se partió volver, regresar αὐτὴ δ' ἂψ ἐς Ὄλυμπον ἀφίκετο volvió de nuevo al Olimpo de Atenea Od.20.55, ὡς εἴ τ' εἰς Ἰθάκην ἀφικοίμεθα como si volviéramos a Ítaca de Ulises y sus compañeros Od.10.420, ἀφίξεται ... Ἄβαντος εὐρυχόρους ἀγυιάς de Adrasto, Pi.P.8.54, ἀφίκετ' ἐς τόδ' Ἄργος de Agamenón, E.El.6, διὰ χρόνου ἀφιγμένος ἁσμένως ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς mi larga ausencia me produjo el deseo de volver a las distracciones acostumbradas Pl.Chrm.153a.
II fig. c. suj. de pers. llegar, alcanzar cierto estado o situación c. compl. ἐς ἀπορίην Hdt.1.79, ἐς πᾶν κακοῦ Hdt.7.118, ἐς διάπειραν Hdt.2.28, cf. 2.77, ἐς γῆρας Democr.B 295, ἐς ἀνάγκην Th.1.124, cf. E.Ph.1000, εἰς ἀθυμίαν E.Ba.610, ἐς δ' ἄνδρ' ἀφίκου (= ἀνδρὸς ἡλικίαν) llegaste a ser un hombre E.Io 322, ἐπὶ τὰ αὐτὰ a lo mismo Pl.Lg.682c. εἰς ὀργήν Men.Pc.164, ἄρχε[ι] ν εἰς ἔρωτ' ἀφιγμένοι alcanzados por el deseo de mandar Satyr.Vit.Eur.39.6, πρὸς τέλος γόων ἀφίκοντο pusieron fin a sus llantos S.OC 1622, ἐπὶ τὴν γραφὴν τῶν ἐμπλάστρων ἀφίξομεν llegaremos al tratado de los emplastos Gal.13.485
c. dat. alcanzar cierto estado c. o en rel. a alguien εἰς τὸ ἴσον ἀφίκετο τῇ ἱππικῇ τοῖς ἥλιξι llegó a igualar en el arte de montar a sus camaradas X.Cyr.1.4.5, ἐς ἔχθεα μεγάλα ἀλλήλοισι Hdt.3.82, ἐς ἔριν ... τῷδ' E.IA 319, τῶν ἐμοὶ ἐς λόγους ἀπικομένων de los que llegaron a hablar conmigo Hdt.2.28, διὰ μάχης ... ἀπίκοντο Ἁρπάγῳ Hdt.1.169, cf. E.Hipp.1164, ἐγὼ δ' ἐμαυτῇ διὰ λόγων ἀφικόμην E.Med.872
c. adj. de cantidad ἐς ὀλίγον ἀφίκετο πᾶν τὸ στράτευμα ... νικηθῆναι todo el ejército estuvo a poco de ser derrotado Th.4.129, ἐς μικρὸν ἀφικνούμεναι (αἱ σάρκες) viniendo a menos e.d. contrayéndose, reduciéndose (las carnes) Hp.Loc.Hom.9, κἀπὶ πάντ' ἀφίξομαι llegaré a todo, recurriré a todo S.OT 265, cf. E.Hipp.284, ἐς πᾶσαν βάσανον ἀπικομένοισι sometidos a todas las torturas Hdt.8.110
c. demostrativos y gen. llegar a tal grado, al punto de ἐς τοσοῦτο τύχης Hdt.1.124, ἐς τοῦτο δυστυχίας Th.7.86, ἐς τοσοῦτον μωρίας E.Med.371, εἰς τοῦτο τόλμης Is.3.60, tb. c. adv. y gen. ἐνταῦθα ... τοῦδ' ἀφικόμην κακοῦ A.Ch.891
tb. c. suj. de abstr. ὁ λόγος εἰς ταὐτὸν ἀφῖκται Arist.EN 1097a24.

English (Strong)

from ἀπό and the base of ἱκανός; to go (i.e. spread) forth (by rumor): come abroad.

English (Thayer)

ἀφικνοῦμαι: 2nd aorist ἀφικομην; (ἱκνέομαι to come); very often in Greek writings from Homer down; "to come from (ἀπό) a place (but often the preposition has almost lost its force); to come to, arrive at"; in the N. T. once, tropically: ὑμῶν ὑπακοή εἰς πάντας ἀφίκετο your obedience has reached the ears of (A. V. is come abroad unto) all men; εἰς νήσους ἀφίκετο τό ὄνομα σου. Josephus, Antiquities 19,1, 16 εἰς τό θέατρον ... ἀφίκετο ὁ λόγος).

Greek Monotonic

ἀφικνέομαι: Ιων. ἀπ-· μέλ. ἀφίξομαι, Ιων. βʹ ενικ. ἀπίξεαι· παρακ. ἀφῖγμαι, Ιων. γʹ πληθ. υπερσ. ἀπίκατο· αόρ. βʹ ἀφῑκόμην, σε Ομήρ. Ιλ.· Ιων. γʹ πληθ. ἀπικέατο·
1. έρχομαι από ένα μέρος σ' ένα άλλο, φτάνω σε, φτάνω· με αιτ. τόπου, σε Όμηρ.· ἡ ἀφικνέομαι ἐς..., ἐπί..., κατά..., πρός..., στον ίδ., Αττ.· (στον πεζό λόγο ή πρόθεση σπανίως παραλείπεται)· απόλ., φτάνω, σε Ομήρ. Οδ.· ο Όμηρ. τοποθετεί το πρόσωπο στο οποίο αφικνείται κάποιος σε αιτ., μνηστήρας ἀφικνέεται, ήρθε σ' αυτούς, σε Ομήρ. Οδ.· ομοίως, φτάνω στη ρίψη (του δίσκου), στο ίδ.· ἀφικνέομαι ἐπὶ ή εἰς πάντα, δοκιμάζω όλα τα μέσα, σε Σοφ., Ευρ.
2. καταντώ σε κάποια κατάσταση, ἀπικνέομαι ἐς πᾶν κακὸν ή κακοῦ, ἐς ἀπορίην κ.λπ., σε Ηρόδ., Αττ.
3. ἀπικνέομαί τινι ἐς λόγους, συνομιλώ με κάποιον, σε Ηρόδ.· ομοίως, ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφικνέομαί τινι, στον ίδ.· διὰ μάχης δι' ἔχθρας ἀπικνέομαί τινι, έρχομαι σε μάχη ή σε εχθρότητα με κάποιον, στον ίδ.· διὰ λόγων τινί, σε Ευρ.
4. ἐς τόξευμα ἀφικνέομαι, φτάνω σε απόσταση βολής, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀφικνέομαι: ион. ἀπικνέομαι
1) приходить, прибывать (νῆας Hom.; δόμους Pind.; ἄστυ Aesch.; (ἐς) κλισίην, ἐπὶ κρουνούς, ποτὶ δώματα, κατὰ στρατόν, γαῖαν ὑπὸ στυγερήν Hom.; ἐπὶ τῶν νήσων Xen.);
2) доходить, достигать, попадать (εἰς ἀπορίαν Plat.; ἐς τοῦτο δυστυχίας Thuc.): εἰς τὸ ἴσον τινὶ ἀ. Xen. сравняться с кем-л.; ἐς ὀλίγον ἀφίκετο τὸ στράτευμα νικηθῆναι Thuc. войско чуть не было разбито; ἐς πᾶσαν βάσανον ἀ. Her. подвергаться всяческим пыткам;
3) вступать (διὰ μάχης и ἐς λόγους τινί Her.): ἑαυτῷ διὰ λόγων ἀ. Eur. рассуждать с самим собой; ἀ. τινι ἐς ἔχθος Her. и δι᾽ ἔχθρας Eur. вступать во враждебные отношения, начать враждовать с кем-л.;
4) постигать (ἄλγος ἀφίκετό τινα Hom.);
5) возвращаться (εἰς πατρίδα γαῖαν Hom.): διὰ χρόνου ἀφιγμένος Plat. вернувшись после долгого отсутствия.

Middle Liddell


1. to come to one place from another, to arrive at, reach: c. acc. loci, Hom.; or ἀφ. ἐς . ., ἐπί . ., κατά . ., πρός . ., Hom., attic (in Prose the prep. is seldom omitted); absol. to arrive, Od.:—Hom. also puts the person reached in acc., μνηστῆρας ἀφ. came up to them, Od.; so, to come up to a throw (of the quoit), Od.:— ἀφ. ἐπὶ or εἰς πάντα to try every means, Soph., Eur.
2. to come into a certain condition, ἀπ. ἐς πᾶν κακόν or κακοῦ, ἐς ἀπορίην, etc., Hdt., attic
3. ἀπ. τινι ἐς λόγους to hold converse with one, Hdt.; so, ἐς ἔριν, ἐς ἔχθεα ἀφ. τινι Hdt.; διὰ μάχης, δι' ἔχθρας ἀπ. τινί to come to battle, or into enmity with one, Hdt.; διὰ λόγων τινί Eur.
4. ἐς τόξευμα ἀφ. to come within shot, Xen.

Chinese

原文音譯:¢fiknšomai 阿弗-衣克尼哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:從-達到
字義溯源:傳布,到達;由(ἀπό / ἀπαρτί / ἀποπέμπω)*=從,出,離)與(ἱκανός)=能勝任的)組成;而 (ἱκανός)出自(Ἰκόνιον)X*=達到)
出現次數:總共(1);羅(1)
譯字彙編
1) 已經傳(1) 羅16:19