ἁμαρτάνω

From LSJ
Revision as of 15:56, 31 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (1)

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁμαρτάνω Medium diacritics: ἁμαρτάνω Low diacritics: αμαρτάνω Capitals: ΑΜΑΡΤΑΝΩ
Transliteration A: hamartánō Transliteration B: hamartanō Transliteration C: amartano Beta Code: a(marta/nw

English (LSJ)

[ᾰμ . . ᾰν]: fut.

   A ἁμαρτήσομαι Od.9.512, Th.4.55, etc.; later -ήσω Ev.Matt.18.21, D.C.59.20, Gal.7.653, (δι-) Hp.Praec.9, (ἐξ-) Id.Acut. (Sp.)13: aor. 2 ἥμαρτον Thgn., Pi., Att.; Ep. ἤμβροτον, but only ind.; Aeol. 3sg. ἄμβροτε Sapph.Supp.1.5, inf. ἀμβρότην IG12(2).1.15 (Mytilene); opt. ἁμάρτοιν (for ἁμάρτοιμι) Cratin.55 (dub.): aor. 1 ἡμάρτησα Emp.115.4 (dub.), AP7.339 (Pall. or Luc.), D.S.2.14: pf. ἡμάρτηκα Hdt.9.79, Ar.Pl.961, etc., Att.:—Pass., aor. ἡμαρτήθην Th.2.65, X.Vect.4.37: pf. ἡμάρτημαι S.OC439, Antipho 5.77, etc.: plpf. ἡμάρτητο Th.7.18, Lys.31.20:—miss the mark, esp. of spear thrown, abs., Il.5.287, etc.; ἔρριψεν, οὐδ' ἥμαρτε A. Fr.80: c. gen., φωτὸς ἁ. Il.10.372; also τῶν μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις S.Aj.155; ἁ. τῆς ὁδοῦ miss road, Ar.Pl.961; τοῦ σκοποῦ Antipho 3.4.5.    2 generally, fail of one's purpose, go wrong, abs., Od.21.155, A.Ag.1194, etc.: c. gen., οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292; μύθων ἡμάρτανε failed of good speech, 11.511; γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁ., Hdt.1.207, E.Med.498, Th. 1.33,92; ἁ. τοῦ χρησμοῦ mistake it, Hdt.1.71: c. acc., ἁ. τὸ ἀληθές Hdt.7.139 (codd., τἀληθέος Schäfer).    3 fail of having, be deprived of, mostly c. gen., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς that I should lose my sight by Ulysses' hands, Od.9.512; τοῦ ῥυσίου θ' ἥμαρτε A.Ag.535; ἁ. πιστῆς ἀλόχου E.Alc.879, cf. 144:—once with neut. Adj., οὐ γὰρ εἰκὸς . . ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ' 'tis not seemly that I should ask this of you in vain, S.Ph.231:—rare in Prose, ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης Hdt.9.7.β, cf. Th.7.50; δυοῖν κακοῖν οὐκ ἦν ἁμαρτεῖν (i.e. either one or the other) And.1.20, cf. S.El. 1320:—so μηδὲ δυοῖν φθάσαι ἁμάρτωσιν, ἢ . . ἢ . . fail to be before-hand in one of two things, Th.1.33.    4 rarely, fail to do, neglect, φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68; ξυμμαχίας ἁμαρτών A.Ag.213.    II abs., do wrong, err, sin, Il.9.501, Semon.7.111, A.Pr.262, S.El.1207, etc.; ἄκοντες ἡμαρτάνομεν Pl.R.336e, cf. 340e, etc.:—c. part., ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη S.Tr.1136; πρόθυμος ὢν ἥμαρτες E.Or.1630, cf. Antipho 2.2.1: c. dat. rei, ἁ. ῥήματι Pl.Grg.489b; ἐν λόγοις Id.R.396a; τοιαῦθ' ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη S.Aj.1096:—with cognate acc., ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph.1249, E.Hipp.320: with neut. Adj. or Pron., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον I erred in this, Od.22.154; πόλλ' ἁμαρτών A. Supp.915; ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40: in Prose more freq. ἁ. περί τινος or τι do wrong in a matter, Pl.Lg.891e, Phdr.242e; ἐπί τινι Antipho 5.91 (codd.); ἁ. εἴς τινα sin against... Hdt. 1.138, S.OC968; ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν, ἐπὶ τὸ πλεῖον, Arist.EN1126b1, 1118b16; περί τινα Antipho 3.2.7; τινί LXX Jd.10.10.    2 Pass., ἡμαρτήθη ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς Th.2.65, etc.: in pf. part., τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα my plans are frustrate, S.OT621; τῶν περὶ τὰ τοιαῦτα ἐς τὰ θεῖα ἁμαρτανομένων Pl.Lg.759c; ἀπειρίἁ αὐτὸ μᾶλλον ἢ ἀδικία ἡμαρτῆσθαι Antipho 5.5:—τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, S.OC 439, 1269, X.An. 5.8.20.    3 ἁμαρτανόμενος, as Adj., wrong, mistaken, Pl.Phlb. 37d, al.; αἱ ἡμαρτημέναι πολιτεῖαι Id.R.449a, Arist.Pol.1275b1, 1301a36; and of persons, ἡμαρτημένοι mistaken, Id.EN1125a19.

Greek (Liddell-Scott)

ἁμαρτάνω: [ᾰμ ... ᾰν]: μέλλ. ἁμαρτήσομαι, Ὅμ., Ἀττ.: μεταγεν. -ήσω, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιη΄, 21, Δίων Κ. 59. 20, Γαλην. (ἀλλ’ ἐν συνθέτοις δι-, ἐξ-, Ἱππ. 398. 33, πρβλ. 2. 420 Littré): - ἀόρ. ἥμαρτον, Θέογν., Πίνδ., Ἀττ. (Ἐπ. ἤμβροτον, ἀλλὰ μόνον ἐν τῇ ὁριστ.: Αἰολ. ἀπαρ. ἀμβροτῆν, Ἐπιγρ. Μυτιλ. παρὰ Newton): εὐκτ. ἁμάρτοιν, (ἀντὶ ἁμάρτοιμι) Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 6: ἀόρ. α΄ ἡμάρτησα, Ἀνθ. Π. 7. 330, Διόδ., κτλ., ὡσαύτως παρ’ Ἐμπεδ. 372 Stein.: πρκμ. ἡμάρτηκα, Ἡρόδ., Ἀττ.: - Παθ., ἀόρ. ἡμαρτήθην, Θουκ., Ξεν.: πρκμ. ἡμάρτημαι, Σοφ., κτλ.: Ὑπερσυντ. ἡμάρτητο, Θουκ. 7. 18, Λυσ. 188. 36. (Περὶ τῆς ῥίζης ἴδε ἐν τέλ.). Ἀποτυγχάνω, ἀποτυγχάνω τοῦ σκοποῦ, ἰδίως ἐπὶ δόρατος βληθέντος, ἀπολ., Ἰλ. Ε. 287, κτλ.: ἔρριψεν, οὐδ’ ἥμαρτε Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 179, πρβλ. Ἀγ. 1194: μ. γεν. φωτὸς ἁμ., Ἰλ. Κ. 372 καὶ ἀλλ.: οὕτω, τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις, Σοφ. Αἴ. 155· ἁμ. τῆς ὁδοῦ, χάνω τὸν δρόμον, Ἀριστοφ. Πλ. 961: τοῦ σκοποῦ, Ἀντιφῶν 124. 26. 2) Ἐν γένει, ἀποτυγχάνω, δὲν κατορθώνω νὰ πράξω τι, σφάλλομαι· ἀπολ., Ὀδ. Φ. 155, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1194, κτλ.: μ. γεν., οὔ τι νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ, δὲν ἀπέτυχε τοῦ νὰ σκεφθῇ τὸ ὀρθόν, Ὀδ. Η. 292, καὶ ἁπλῶς, μύθων ἡμάρτανε, δὲν κατώρθωνε νὰ ὁμιλήσῃ καλῶς, Λ. 511: οὕτω παρὰ πεζοῖς καὶ Ἀττ.: γνώμης, ἐλπίδων, βουλήσεως ἁμ., Ἡρόδ. 1. 207, Εὐρ. Μήδ. 498, Θουκ. 1. 33, 92. (ἀλλὰ ἁμ. γνώμῃ, μὴ κρίνειν ὀρθῶς, ἴδε σημασ. ΙΙ, Θουκ. 6. 78)· ἁμ. τοῦ χρησμοῦ, ἑρμηνεύειν ἐσφαλμένως τὸν χρησμόν, Ἡρόδ. 1. 71: - ἅπαξ μετ’ αἰτ. ἁμ. τὸ ἀληθές, Ἡρόδ. 7. 139 (ἔνθα τοῦ λέγειν δύναται νὰ ὑπονοηθῇ ἢ νὰ γείνῃ δεκτὴ ἡ διόρθωσις τοῦ Schäfer: τἀληθέος). 3) παρ’ Ὁμήρῳ ὡσαύτως, ἀποτυγχάνω τοῦ νὰ ἔχω τι, ὅ ἐ. στεροῦμαί τινος, χάνω τι, πρὸ πάντων μ. γεν., χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, στερηθῆναι τῆς ὄψεως, Ὀδ. Ι. 512· οὕτω παρὰ Τραγ. τοῦ ῥυσίου θ’ ἥμαρτε, Αἰσχύλ. Ἀγ. 535· ἁμ. πιστῆς ἀλόχου, Εὐρ. Ἄλκ. 879, πρβλ. 144: - ἅπαξ ὡσαύτως μετὰ οὐδετ. ἐπιθ. οὐ γὰρ εἰκός ... ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ’ δὲν εἶναι πρέπον νὰ ἀποτύχω παρ’ ὑμῶν εἰς τοῦτο τοὐλάχιστον, δηλ. νὰ παρακαλέσω ὑμᾶς ματαίως, Σοφ. Φ. 231: - σπάνιον παρὰ πεζοῖς, ἡμάρτομεν τῆς Βοιωτίης, Ἡρόδ. 9. 7, πρβλ. Θουκ. 7. 50· ἁμ. δυοῖν κακοῖν, (δηλ. εἴτε τὸ ἓν εἴτε τὸ ἄλλο), Ἀνδοκ. 4. 2, πρβλ. Σοφ. Ἠλ. 1320. 4) σπανίως δὲν κατορθώνω νὰ πράξω τι, ἀμελῶ, φίλων ἡμάρτανε δώρων, Ἰλ. Ω. 68· ξυμμαχίας ἁμαρτών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 213. ΙΙ. = ἀποτυγχάνω, πράττω τὸ κακόν, σφάλλομαι, ἁμαρτάνω, ἀπολ., Ἰλ. Ι. 501, Σιμων. Ἰαμβ. 7. 111, Αἰσχύλ. Πρ. 260, Σοφ. Ἠλ. 1207, κτλ.: ἢ καὶ τῇ προσθήκῃ λέξεώς τινος ὁριζούσης τὸν χαρακτῆρα ἢ τὴν φύσιν τοῦ σφάλματος, ὡς: ἑκούσιος (ἢ -ίως) ἁμ., ἁμαρτάνω ἑκουσίως: ἀκούσιος (ἢ -ίως) ἁμ., ἁμαρτάνω ἀκουσίως, Πλάτ. Πολ. 336Ε, 340Ε, κτλ.: - ὡσαύτως μ. μετοχῆς, ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη, Σοφ. Πρ. 1136: πρόθυμος ὢν ἥμαρτες, Εὐρ. Ὀρ. 1630, πρβλ. Ἀντιφῶντος 116. 23: ἢ μετὰ πτώσεως ὀνόματος ἁμ. ῥήματι, Πλάτ. Γοργ. 489Β· ὡσαύτως, ἐν λόγοις, ὁ αὐτ. Πολ. 396Α: πρβλ. τοιαῦθ’ ἁμαρτάνουσιν ἐν λόγοις ἔπη, Σοφ. Αἴ. 1096. - τέλος μετ’ αἰτ. συστοίχου, ἁμαρτίαν ἁμ., Σοφ. Φ. 1249, Εὐρ. Ἱππ. 320: μετ’ οὐδετέρου ἐπιθ., αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ’ ἤμβροτον, ἐσφάλην εἰς τοῦτο, Ὀδ. Χ. 154, πόλλ’ ἁμαρτών, Αἰσχύλ. Ἱκ. 915· ἀνθρώπινα, Ξεν. Κύρ. 3. 1, 40: ἀλλ’ ἐν τῷ πεζῷ λόγῳ συνηθέστερον, ἁμ. περί τι ἢ τινός, σφάλλομαι ἔν τινι πράγματι, Πλάτ. Νόμ. 891Ε, Φαῖδρ. 242Ε· ἐπί τινι, Ἀντιφῶν 140. 13· ἐπί τι, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 5, 3· ἁμ. εἴς τινα = ἁμαρτάνω ἐναντίον τινός..., Ἡρόδ. 1. 138, Σοφ. Ο. Κ. 968, Ἀποσπ. 419· περί τινα, Ἀντιφῶν 121, 41. 2) Παθ. ἤ: ἁμαρτάνεταί τι, ἁμαρτία τις πράττεται, σφάλμα τι γίνεται, ἀποτυγχάνει τι, Θουκ. 2. 65, κτλ.: οὕτω καὶ κατὰ μετοχ. πρκμ., τἀμά δ’ ἡμαρτημένα, τὰ σχέδιά μου ἔχουσι ματαιωθῇ, Σοφ. Ο. Τ. 621· ἢ σπανιώτερον ἀπροσώπως, ἁμαρτάνεται περί τι, Πλάτ. Νόμ. 759C, ἀπειρία ἡμάρτηται, Ἀντιφῶν 129. 43: - τὰ ἡμαρτημένα, τὰ ἁμαρτηθέντα, Λατ. peccata, Σοφ. Ο. Κ. 439. 1269, Ξεν. Ἀν. 5. 8, 20. 3) ἁμαρτανόμενος, ὡς ἐπίθ., ἐσφαλμένος, λανθασμένος, Γαλλ. manqué, Πλάτ. Φίλ. 37D καὶ ἀλλ.· αἱ ἡμαρτημέναι πολιτεῖαι, ὁ αὐτ. Πολ. 449Α, Ἀριστ. Πολ. 3. 1, 9., 6, 11· καὶ ἐπὶ προσώπων, ἡμαρτημένοι, ἐσφαλμένοι, ὁ αὐτ. Ἠθ. Ν. 4. 3, 35. (Ἴδε ἄμβροτος ἐν Λεξιλ. Βουττμ. σημ. 10, ὅστις ἀναφέρει τὸ ἁμαρτάνω καὶ τὸ ἀμείρω εἰς √ ΜΕΡ, εὑρισκομένην ἐν μείρω, μέρος, (μετὰ τοῦ στερητ. ἀνα-) καὶ ὡς πρώτην ἔννοιαν ὑποθέτει τὸ εἶμαι ἀμέτοχος, δὲν ἔχω μέρος· πρβλ. καὶ τὸ ἀμέρδω. Καὶ ὁ Κούρτιος ὡσαύτως φρονεῖ ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ ἤμβροτον (πρβλ. ἀβροτάζω) σχεδὸν ἀναγκαζει ἡμᾶς νὰ παραδεχθῶμεν τὴν παραγωγὴν ταύτην, σ. 679).

French (Bailly abrégé)

f. ἁμαρτήσομαι, ao.2 ἥμαρτον, ao.2 épq. ἤμβροτον, pf. ἡμάρτηκα;
Pass. ao. ἡμαρτήθην, pf. ἡμάρτημαι;
I. dévier : τῆς ὁδοῦ AR se tromper de chemin, s’égarer;
II. fig. 1 faire fausse route : ἁ. τἀληθέος HDT s’écarter de la vérité;
2 ne pas obtenir ; τί τινος SOPH qch de qqn;
3 être privé de, perdre : χειρῶν ἐξ Ὀδυσῆος ὀπωπῆς ἁ. être privé de la vue par la main d’Ulysse;
4 manquer de faire, négliger, gén.;
5 commettre une faute, faire erreur, faillir, postér. pécher ; ἁ. τι faillir en qch ; ἁ. εἴς τινα, περί τινα commettre une faute à l’égard de qqn ; Pass. εἰ ἡμάρτηται THC s’il y a eu faute ; τὰ ἡμαρτημένα les fautes commises ; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἁμαρτανόμενα XÉN les fautes que l’on commet envers l’État.
Étymologie: ἀ, R. Μερ, participer à ; cf. μέρος.

English (Autenrieth)

fut. ἁμαρτήσομαι, aor. ἥμαρτον and ἤμβροτον: (1) miss, fail to hit, τινός, and abs., ἤμβροτες, οὐδ' ἔτυχες, Il. 5.287; met., ‘mistake,’ ‘fail of,’ ‘lose’ (just as τυχεῖν = ‘get’), Od. 7.292, Od. 9.512, Od. 21.155 ; οὔ τι φίλων ἡμάρτανε δώρων, ‘failed not to bring,’ Il. 24.68.—(2) err, do wrong, ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ, Il. 9.501; αὐτὸς ἐγὼ τόδε ἤμβροτον, ‘was guilty of this oversight,’ Od. 22.154.

English (Slater)

ᾰμαρτᾰνω
   a abs., be wrong, err εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί τι λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει (O. 1.64)
   b c. gen. miss, go astray from ὁ δ' ἀποπλέων Σκύρου μὲν ᾰμαρτε (Boeckh: ἅμαρτεν codd.) (N. 7.37)

Spanish (DGE)

• Prosodia: [ᾰμαρτᾰν]

• Morfología: [fut. ἁμαρτήσω Eu.Matt.18.21, D.C.59.20.2, Gal.7.653: aor. tem. ind. ép. ἤμβροτον Il.5.287, eol. ἄμβροτε Sapph.5.5, opt. át. 1.a sg. ἁμάρτοιν Cratin.55, tard. 3.a ἁμαρτῴη Aret.CA 2.3.4, part. eol. ἀμβρότοντας Alc.75.5, inf. eol. ἀμβρότην IG 12(2).1.15 (Mitilene), jón. ἁμαρτέειν Democr.B 181.3; aor. sigm. 3.a plu. ἡμάρτοσαν LXX De.32.5, part. ἁμαρτήσας Emp.B 115.4, AP 7.339, D.S.2.14]
I en sent. físico, gener. c. gen.
1 no atinar, fallar, errar el golpe o el tiro abs. ἤμβροτες οὐδ' ἔτυχες Il.5.287, ὅ γε καὶ τόθ' ἅμαρτε Il.8.311, Ἀτρεΐδης μὲν ἅμαρτε Il.11.233, ἔρριψεν οὐδ' ἥμαρτε A.Fr.486.3
c. part. κοὐκ ἁμαρτάνω κόπτων Hippon.116
c. gen. φωτός Il.10.372, τοῦ μὲν ἅμαρθ' no atinó a éste (Áyax) Il.4.491, σκοποῦ errar el blanco, Od.21.425, Antipho 3.4.5, ἀκοντίζων τὸν ὗν τοῦ μὲν ἁμαρτάνει Hdt.1.43.
2 de lugares no dar con, no encontrar, extraviarse de c. gen. ἀποπλέων Σκύρου μὲν ἅμαρτε Pi.N.7.37, τῆς ὁδοῦ Ar.Pl.961.
3 fig. sobre la imagen de fallar el tiro ἥμαρτον, ἢ θηρῶ τι τοξότης τις ὥς; A.A.1194, τῶν γὰρ μεγάλων ψυχῶν ἱεὶς οὐκ ἂν ἁμάρτοις S.Ai.155, ἐγὼ δὲ τοξεύσασα τῆς εὐδοξίας λαχοῦσα πλεῖον τῆς τύχης ἡμάρτανον E.Tr.644.
II en sent. fig., c. gen. o dat.
1 ref. a opiniones, palabras, esperanza, etc. no atinar con, faltarle a uno, fallarle a uno, no dar con c. gen. νοήματος ἤμβροτεν ἐσθλοῦ Od.7.292, μύθων Od.11.511, οὗ θ' ἕνεκ' αἰεὶ ἐνθάδ' ὁμιλέομεν Od.21.155
engañarse respecto a algo, equivocarse γνώμης A.A.1664, Hdt.1.207, Th.1.33, τἀληθέος Hdt.7.139, ἐλπίδων E.Med.498, βουλήσεως Th.1.92
confundirse sobre τοῦ χρησμοῦ Hdt.1.71
c. dat. ῥήματι Pl.Grg.489b, ἐν λόγοις S.Ai.1096, ἐν λόγοις καὶ ἐν ἔργοις Pl.R.396a
c. otras constr. περὶ θεῶν τῆς ὄντως οὐσίας Pl.Lg.891e.
2 de otras cosas quedar privado, estar falto c. gen. φίλων ἡμάρτανε δώρων Il.24.68, πάσης δ' ἡμάρτανε τέχνης Margites 2W.
en v. act. y med. indistintamente quedar falto, perder, verse privado c. gen. ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Od.9.512, φιλότητος Thgn.1361, 1379, τοῦ ῥυσίου A.A.535, πιστῆς ἀλόχου E.Alc.879, οἵας οἷος ὢν ἁμαρτάνεις E.Alc.144, τῆς βοιωτίης Hdt.9.7β, τοῦ Ἀκράγαντος Th.7.50, δυοῖν ... κακοῖν οὐκ ἦν ... ἀ. And.Myst.20
c. ac. y gen. οὐ γὰρ εἰκὸς οὔτ' ἐμὲ ὑμῶν ἁ. τοῦτό γ' οὔθ' ὑμᾶς ἐμοῦ pues no es justo que yo no alcance esto (una respuesta) de vosotros, ni vosotros de mí S.Ph.231
desertar ξυμμαχίας A.A.213.
III c. constr. adverb. de ac. int. o preposicional o abs.
1 desatinar, equivocarse, cometer un fallo, errar por error de juicio o una falsa impresión, c. ac. int. ἐγὼ τόδε γ' ἤμβροτον Od.22.154, πόλλ' ἁμαρτών A.Supp.915, ἀνθρώπινα X.Cyr.3.1.40, ἁμαρτίαν ἁ. S.Ph.1249, E.Hipp.320
abs. errar, equivocarse οἱ δὲ γείτονες χαίρουσ' ὁρῶντες καὶ τόν, ὡς ἁμαρτάνει los vecinos se divierten con él viendo cómo se equivoca de un marido engañado, Semon.8.111, εἰ δὲ θεὸν ἀνήρ τις ἔλπεταί <τι> λαθέμεν ἔρδων, ἁμαρτάνει Pi.O.1.64, εἰ μὲν οὖν εἰμι σοφός, οὐχ ἥμαρτον Gorg.B 11a.26, ἔχων ... οὐκ ἀλλοτρίαν ἄτην, ἀλλ' αὐτὸς ἁμαρτών S.Ant.1260, ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη de Deyanira, S.Tr.1136, ἥμαρτεν οὐχ ἑκουσία S.Tr.1123, καὶ μὴν ἁμαρτήσῃ γε μὴ δράσας τάδε E.Alc.1099, ἄκοντες ἁμαρτάνομεν en la discusión, Pl.R.336e, αἰτία μὲν γὰρ φίλων ... ἁμαρτανόντων, κατηγορία δὲ ἐχθρῶν ἀδικησάντων Th.1.69
equivocarse en el uso de las palabras tomando un sentido por otro παρὰ τοῦτο πολλάκις ἁμαρτάνει D.H.Dem.10, abs. POxy.1012.fr.14.14
en part. en v. pas. ἁμαρτανόμενος equivocado, errado, erróneo Pl.Phlb.37e, κακὰς δὲ τὰς ἄλλας (πολιτείας) καὶ ἡμαρτημένας Pl.R.449a, ἡ Περσικὴ δ' ἡμαρτημένη de la tiranía, Arist.EN 1160b31
gram. en v. med.-pas., c. prep. ser irregular, ir contra la regularidad o analogía παρὰ τὰς γραφάς A.D.Synt.6.22, παρὰ τάξιν A.D.Synt.11.4, tb. en act. c. suj. de pers. οὐ παρὰ τὰς ἀντωνυμίας Ζηνόδοτος ἥμαρτεν A.D.Synt.164.1
esp. en gram. como part. subst. τὰ ἡμαρτημένα (voces) anómalas, irregulares A.D.Coni.242.24.
2 fracasar φίλτατος ὢν ἥμαρτες has fracasado tú que me eres tan querido Thgn.407
esp. en v. med.-pas. τἀμὰ δ' ἡμαρτημένα estoy fracasado S.OT 621, ἡμαρτήθη καὶ ὁ ἐς Σικελίαν πλοῦς fue un fracaso la expedición a Sicilia Th.2.65.
3 c. interpr. moral cometer un desatino, faltar, cometer una falta, errar a veces está claro que se trata de transgredir normas sancionadas por la religión o la moral ὅτε κέν τις ὑπερβήῃ καὶ ἁμάρτῃ Il.9.501, τίνυται ὅς τις ἁμάρτῃ Od.13.214, δώωσι κακὴν ὄπιν ὅστις ἁμάρτη (las Moiras y las Ceres) infligen un castigo a cualquiera que yerre (o cometa una falta) Hes.Th.222, ὄσσα δὲ [πρ] όσθ' ἄμβροτε πάντα λῦσαι Sapph.5.5, λάθρῃ ... ἁμαρτέειν Democr.B 181, ἑκὼν ἐκὼν ἥμαρτον A.Pr.266, τί ποτε ταῖσδ' ἐνέζευξας εὐρὼν ἀμαρτοῦσαν ἐν πημοναῖσιν en verdad en qué hallándome culpable me unciste a tales dolores A.Pr.578
οὐ γὰρ ἑκὼν ἁμαρτάνει indistintamente nadie se equivoca o falta voluntariamente Pl.R.589c
a partir de aquí en los estoicos ἁ. μᾶλλον καὶ ἥττων οὐκ ἐστιν no es posible errar más o menos Chrysipp.Stoic.3.141, πᾶς ὁ λυπούμενος ἢ φοβούμενος ἢ ἐπιθυμῶν ἁμαρτάνει Chrysipp.Stoic.3.119
en lit. judeo-cristiana pecar LXX Id.10.15, Eu.Matt.18.15, Ath.Al.M.27.240B, τὸ ... ἁ. ἴσως ἀνθρώπινον Chrys.M.47.301, οὐδεὶς πίστιν ἐπαγγελλόμενος ἁμαρτάνει ref. al pecado cometido después del bautismo, Ign.Eph.14.2
c. prep. de ac. agraviar, faltar a alguien εἰς ἐμὲ καὶ τοκέας τοὺς ἐμούς Gorg.B 11a.36, ἐς τὸν ἥλιον Hdt.1.138, εἰς ἐμαυτὸν τοὺς ἐμούς θ' S.OC 968, εἰς ὑμᾶς Lys.14.38, εἰς σέ BGU 1141.16 (III a.C.)
c. prep. de ac. y ac. interno σῆς ἁμαρτίας ὕπερ, ἣν εἰς ἔμ' εἴς τε παῖδ' ἐμὴν ἁμαρτάνεις E.Andr.318
ref. a la divinidad pecar contra εἰς θεοὺς S.Fr.472, X.HG 1.7.19, εἰς Χριστόν 1Ep.Cor.8.12, εἰς φιλοσοφίαν Arist.Fr.667
c. otras constr. περὶ τὸν Ἔρωτα Pl.Phdr.242e, περὶ μυθολογίαν Pl.Phdr.243a, ἐνώπιόν σου LXX To.3.3, σοὶ μόνῳ 1Ep.Clem.18.4.
4 pecar por ἐπὶ τὴν ἔλλειψιν pecar por defecto Arist.EN 1126a1, ἐπὶ τὸ πλεῖον pecar por error Arist.EN 1118b16.

• Etimología: Etim. desc. Se propone una rel. con *smer- (en gr. μείρομαι, etc.); un *ἀμέρτω del que hay un eco en νημερτής sería el responsable por analogía de -ap- en vez de -ρα-.

English (Strong)

perhaps from Α (as a negative particle) and the base of μέρος; properly, to miss the mark (and so not share in the prize), i.e. (figuratively) to err, especially (morally) to sin: for your faults, offend, sin, trespass.

English (Thayer)

future ἁμαρτήσω (L T Tr WH give ἁμαρτήσωμεν for R G ἁμαρτήσομεν), in classical Greek ἁμαρτήσομαι; 1st aorist (later) ἡμάρτησα, Winer s Grammar, 82 (79); Buttmann, 54 (47)); 2nd aorist ἥμαρτον; perfect ἡμάρτηκα; (according to a conjecture of Alexander Buttmann (1873), Lexil. i., p. 137, from the alpha privative and μείρω, μείρομαι, μέρος, properly, to be without a share in, namely, the mark); properly, to miss the Mark , (Homer, Iliad 8,311, etc.; with the genitive of the thing missed, Homer, Iliad 10,372; 4,491; τοῦ σκοποῦ, Plato, Hipp. min., p. 375a.; τῆς ὁδοῦ, Aristophanes Plutarch, 961, others); then to err, be mistaken; lastly to miss or wander from the path of uprightness and honor, to do or go wrong. ("Even the Sept., although the Hebrew חָטָא also means primarily to miss, endeavor to reserve ἁμαρτάνω exclusively for the idea of sin: and where the Hebrew signifies to miss one's aim in the literal sense, they avail themselves of expressive compounds, in particular ἐξαμαρτάνειν, ἑκουσίως); (ἁμαρτάνειν ἁμαρτίαν to commit (literally, sin) a sin, μεγάλην ἁμαρτίαν, חֲטָאָה חָטָא; αἰσχρὰν ἁμαρτάνω Sophocles Philippians 1249; μεγάλα ἁμαρτήματα ἁμαρτάνειν, Plato, Phaedo, p. 113e.); cf. ἀγαπάω, under the end ἁμαρτάνειν εἰς τινα (Buttmann, 173 (150); Winer's Grammar, 233 (219)): L T WH omit; Tr marginal reading brackets εἰς σε), Rec., 4; τί εἰς Καίσαρα, εἰς τό ἴδιον σῶμα, εἰς αὑτούς τέ καί εἰς ἄλλους, Plato, rep. 3, p. 396a.; εἰς τό θεῖον, Plato, Phaedr., p. 242c.; εἰς Θεούς, Xenophon, Hell. 1,7, 19, etc.; (cf. ἁμαρτάνω κυρίῳ Θεῷ, ἐνώπιον (לִפְּנֵי) τίνος (Buttmann, § 146,1) in the presence of, before anyone, the one wronged by the sinful act being, as it were, present and looking on: ἔναντι κυρίου, ἁμαρτία. Compare: προαμαρτάνω).

Greek Monotonic

ἁμαρτάνω: [ᾰμ..ᾰν] (√ΑΜΑΡΤ), μέλ. ἁμαρτήσομαι, αόρ. βʹ ἥμαρτον, Επικ. ἤμβροτον, παρακ. ἡμάρτηκα — Παθ. αόρ. αʹ ἡμαρτήθην, παρακ. ἡμάρτημαι, γʹ ενικ. υπερσ. ἡμάρτητο· I.1. αστοχώ, δεν πετυχαίνω το στόχο, με γεν., ἑκὼν ἡμάρτανε φωτός, σκόπιμα δεν πέτυχε τον άνδρα, σε Ομήρ. Ιλ.· ἁμ.τῆς ὁδοῦ, δεν βρίσκω τον δρόμο, σε Αριστοφ.· τοῦ σκοποῦ, σε Αντιφ.
2. γενικά, αποτυγχάνω να κάνω, ξεφεύγω από το στόχο μου, χάνω το στόχο μου, αστοχώ, λανθάνω, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· με γεν., νοήματος ἤμβροτεν, αστόχησε να εστιάσει πάνω στη σκέψη, στον ίδ. κ.λπ.· ἁμ. τοῦ χρησμοῦ, τον παρερμηνεύω, σε Ηρόδ.
3. αποτυγχάνω να έχω, δηλ. στερούμαι κάτι, το χάνω, με γεν., ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς, ότι θα έπρεπε να στερηθώ το φως μου, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμ. πιστῆς ἀλόχου, σε Ευρ.
II. 1. αστοχώ, κάνω λάθος, παραπλανούμαι, αμαρτάνω, σε Όμηρ. κ.λπ.· με δοτ. τρόπου, γνώμῃ ἁμ., κάνω λάθος στην κρίση μου, σε Ηρόδ.· ή ἐν λόγοις, στον ίδ., Πλάτ.· με ουδ. επίρρ., τόδε γ' ἤμβροτον, έσφαλα σ' αυτό, σε Ομήρ. Οδ.· στον πεζό λόγο, ἁμ. περί τι ή τινος, κάνω λάθος σ' ένα ζήτημα, σε Πλάτ. κ.λπ.
2. Παθ., ἁμαρτάνεταί τι, διαπράττεται ένα αμάρτημα, σε Θουκ.· απρόσ., ἁμαρτάνεται περίτι, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἁμαρτάνω: (fut. ἁμαρτήσομαι - поздн. ἁμαρτήσω, aor. 1 ἡμάρτησα, aor. 2 ἡμαρτον - эп. тж. ἅμαρτον и ἤμβροτον)
1) не попадать, промахиваться (τινός Hom., Plat.): ἤμβροτες οὐδ᾽ ἔτυχες Hom. ты промахнулся, не попал; ἔγχεσι ἤμβροτον ἀλλήλων Hom. оба они не попали друг в друга своими копьями; καιρίας πληγῆς ἁ. Xen. не нанести смертельной раны;
2) отклоняться, сбиваться (τῆς ὁδοῦ Arph.): ἁ. τἀληθέος Her. погрешать против истины; οὔ τι νοήματος ἁ. ἐσθλοῦ Hom. поступать во всем весьма разумно;
3) совершать промах, ошибаться (τι Hom., Aesch., Soph., Arph., περί τι и περί τινος Xen., Plat., ἔν τινι Thuc., Plat., τινί Eur., Plat. и ἐπί τι Arst.): γνώμης ἁ. Her. ошибаться в (своем) предположении; αὐτὸς ἐγὼ τόδε γ᾽ ἤμβροτον Hom. в этом я сам виноват; ἐλπίδων ἡμάρτομεν (pl. = sing.) Eur. я обманулась в своих надеждах; ἁ. τοῦ χρησμοῦ Her. ошибиться в оракуле, т. е. не понять его; τοῦ παντὸς ἁ. Plat., Plut. совершить грубейшую ошибку; τὰ περὶ τὴν πόλιν ἁμαρτανόμενα Xen. политические ошибки; ἡ ἡμαρτημένη πολιτεία Plat., Arst. неправильный (порочный) государственный строй; τὰ ἁμαρτηθέντα или τὰ ἡμαρτημένα Xen. ошибки, промахи; ἥμαρτε χρηστὰ μωμένη Soph. она совершила ошибку из хороших побуждений; τὰ τοῦδε μὲν πεπραγμέν᾽ ἔσται, τἀμὰ δ᾽ ἡμαρτημένα Soph. его замыслы осуществятся, а мои потерпят крушение;
4) грешить, совершать проступок, провиниться (τι εἴς τινα Soph., Her., Thuc.): ἁμαρτίαν ἁ. ἔς τινα Eur. и ἁμάρτημα ἁ. περί τινα Plat. согрешить перед кем-л.; οὐχ ἡμαρτηκώς Lys. ни в чем не виновный;
5) терять, утрачивать, лишаться (ἁμαρτήσεσθαι ὀπωπῆς Hom.; ἁ. ἀλόχου Eur.);
6) упускать, не получать: ἁ. τῆς Βοιωτίης Her. не занять своевременно Беотию; οὐκ εἰκὸς οὔτ᾽ ἐμὲ ὑμῶν ἁμαρτεῖν τοῦτό γ᾽ οὔθ᾽ ὑμᾶς ἐμοῦ Soph. несправедливо, чтобы в этом отказали вы мне или я вам;
7) оставлять без внимания, пренебрегать: ἁ. δώρων Hom. пренебрегать дарами, т. е. забывать приносить жертвы; ξυμμαχίας ἁ. Aesch. изменить долгу союзника.