καταχέω

From LSJ
Revision as of 14:05, 3 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (cc1)

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχέω Medium diacritics: καταχέω Low diacritics: καταχέω Capitals: ΚΑΤΑΧΕΩ
Transliteration A: katachéō Transliteration B: katacheō Transliteration C: katacheo Beta Code: kataxe/w

English (LSJ)

Il.6.496 (tm.), al.: aor. 1 κατέχεα, Ep. and Lyr. κατέχευα (v. infr.):—Med., Ep.aor. 1

   A κατεχεύατο Call.Hec.1.1.11; inf. -χέασθαι Hdt.1.50:—Pass., pf. κατακέχυμαι Orac. ap. Hdt.7.140 (tm.): aor. -εχύθην E.Hipp.854 (lyr.): Ep.aor.Pass. (freq.in tm.) κατέχυτο, κατέχυντο, Il.20.282, Od.12.411, h.Ven.228:—pour down upon, pour over, c. dat., κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν Il.14.435; so ἥ ῥά οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Od.7.42; ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Il.3.10; τῷ γε χάριν κατέχευεν' Ἀθήνη Od.2.12, etc.; σφιν… πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Il.2.670; μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ 23.408, cf. Od.14.38; οἷ… κατ' αἶσχος ἔχευε 11.433; ἐμῇ κεφαλῇ κατ' ὀνείδεα χεῦαν 22.463; νεφέλαν κρατὶ κατέχευας Pi.P.1.8; ἀντιπάλοις φόνον Epigr. ap. Plu. Marc.30:—Pass., κὰδ δ' ἄχος οἱ χύτο ὀφθαλμοῖσι Il.20.282; κατὰ… ὀρόφοισιν αἷμα… κέχυται Orac. ap. Hdt. l. c.; δάκρυσι βλέφαρα-χυθέντα E.l.c.; οἱ -χυθέντες J.BJ3.7.29:—also Act. c. gen., rarely in Hom., ὅς σφωϊν… ἔλαιον χαιτάων κατέχευε Il.23.282, cf. 765: freq. later, καταχέουσι αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Hdt.4.62; κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ar.Ach.1040; ἔτνος τοὐλατῆρος ib.246; τοῦ δήμου καταχεῖν… πλουθυγίειαν Id.Eq.1091; ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων Id.Nu.74, cf. Pl.790; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Pl.Lg.8ood; also κὰδ δὲ χευάτω μύρον… κὰτ τὼ στήθεος Alc.36, cf. Pl.R.398a:—Med., κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι [ἄκρατον] letting it be poured over... Id.Lg.637e:— Pass., κατὰ τοῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκύ Ar.V.7.    2simply, pour, shower down, χιόνα, νιφάδας ἐπὶ χθονί, Od.19.206, Il.12.158; ψιάδας κ. ἔραζε 16.459; so κατὰ δ' ἠέρα πουλὺν ἔχευεν 8.50; κατὰ δ' ὕπνον ἔχευεν Od.11.245:—Med., νότος… χύσιν κατεχεύατο φύλλων Call.l.c.:—Pass., ἴδρως κακχέεται Sapph.2.13.    b throw, cast down, θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Il.6.134; κατὰ δ' ἡνία χεῦεν ἔραζε 17.619; ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ' Od.12.411; πέπλον μὲν… κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the floor, Il.5.734; τεῖχος… εἰς ἅλα πᾶν κ. 7.461:—Med., Pl.Ti.41d; χαίταν let fall, Call.Cer.    5 c. metaph., κοινολογίας… ἡδονὴν -χεούσης Phld.D.3.14.    3 Pass., to be poured over the ground, be there in heaps, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων] κατακεχύαται Hdt.2.75; of persons, to be spread, dispersed, Eun.Hist.p.239 D.    II cause to flow, run, [χρυσὸν] ἐς πίθους τήξας κ. Hdt.3.96:—Med., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Id.1.50.

Greek (Liddell-Scott)

καταχέω: μέλλ. -χεῶ: ἀόρ. α΄κατέχεα, Ἐπικ. κατέχευα, ὁ μόνος ἐν χρήσει παρ’ Ὁμ. τύπος πλὴν τοῦ συγκεκομ. Ἐπικ. ἀορ. παθ. κατέχυτο, κατέχυντο ἐν Ἰλ. Υ. 282, Ὀδ. Μ. 411· κακχέει, κακχέεται, κακχεῦσαι Αἰολ. τύποι. Χύνω κατεπάνω τινὸς, ἐπιχύνω, μετ. δοτ. καὶ αἰτ., κυρίως ἐπὶ ὑγρῶν, ἀλλὰ καὶ μεταφορ., παρέχω ἐν ἀφθονίᾳ, πλουσιοπαρόχως, κὰδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῦαν Ἰλ. Ξ. 435· οὕτως, ἢ ῥὰ οἱ ἀχλὺν θεσπεσίην κατέχευε Ὀδ. Η. 42· ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὁμίχλην Ἰλ. Γ. 10· τῷ γε χάριν θεσπεσίην κατέχευεν Ἀθήνη Ὀδ. Β. 12, κτλ· σφιν θεσπέσιον πλοῦτον κατέχευε Κρονίων Ἰλ. Β. 670· μὴ σφῶϊν ἐλεγχείην καταχεύῃ Ἰλ. Ψ. 408, πρβλ. Ὀδ. Λ. 433, Ξ. 38· ἐμῇ κεφαλῇ κατ’ ὀνείδεα χεῦαν Ὀδ. Χ. 463· κὰδ δ’ἄχος οἱ χύτο ὀφθαμοῖσιν Ἰλ. Υ. 282·- οὕτω παρὰ Πινδ. Π. 1. 14, Χρησ. παρ’ Ἡροδ. 7. 140, κτλ.·- ἀλλ’ ἡ κοινὴ μεθ’ Ὅμ. χρῆσις ἦτο: καταχέω τί τινος (ἥτις σύνταξις ἀπαντᾶ ἅπαξ παρ’ Ὁμ., ὃ σφωῖν… ἔλαιον χαιτάων κατέχευεν Ἰλ. Ψ. 282)· καταχέουσι αἶμα τοῦ ἀκινάκεος Ἡρόδ. 4. 62· κατάχει σὺ τῆς χορδῆς τὸ μέλι Ἀριστοφ. Ἀχ. 1040· τοῦ δήμου καταχεῖν… πλουθυγίειαν ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 1091· ἵππερόν μου κατέχεεν τῶν χρημάτων ὁ αὐτ. ἐν Νεφ. 74, πρβλ. Πλ. 790· βλασφημίαν τῶν ἱερῶν κ. Πλάτ. Νόμ. 800D· δόξαν κ. τῶν ἀνθρώπων, διασπείρω φήμην κατὰ τῶν ἀνθρώπων 814B, καὶ ἴδε κατάχυσμα· ὡσαύτως, μύρον κατὰ τῆς κεφαλῆς κ. ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 398 Α· καὶ ἐν τῷ Μέσῳ, κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι, δηλ. τὸν οἶνον ἀφίνοντες νὰ χύνηται ὑπεράνω…, ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 637Ε·- Παθ., κατὰ ταῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται γλυκὺ Ἀριστοφ. Σφ. 7. 2) ἁπλῶς, ἐπιχέω ἀφθόνως, χιόνα, νιφάδας Ὀδ. Τ. 206, Ἰλ. Μ. 158· ψιάδας κ. ἔραζε Π. 459· κατὰ δάκρυ χέουσα Ἰλ. Α. 413, Γ. 142, κτλ.· θαλερὸν κατὰ δάκρυ χέων Εὐρ. Ι. Α. 40· καὶ Παθ., δάκρυσί μου βλέφαρα καταχυθέντα τέγγεται ὁ αὐτ. ἐν Ἱππ. 854· οὔτω, κατὰ δ’ ἠέρα πουλὺν ἔχευεν Ἰλ. Θ. 50 κατὰ δ’ ὕπνον ἔχευεν Ὀδ. Λ. 245, καὶ Παθ., σκοτοδινία κατεχύθη Πλάτ. Σοφ. 264C. β) ῥίπτω κάτω, θύσθλα χαμαὶ κατέχευαν Ἰλ. Ζ. 134· κατὰ δ’ ἡνία χεῦεν ἔραζε Ρ. 619· ὅπλα τε πάντα εἰς ἄντλον κατέχυνθ’ Ὀδ. Μ. 411· πέπλον μὲν… κατέχευεν ἐπ’ οὔδει, ἀφῆκε νὰ καταπέσῃ ἐπὶ τοῦ πατώματος, Ἰλ. Ε. 734, πρβλ. Θ. 385· τεῖχος… εἰς ἅλα πᾶν κ. Η. 461·- οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, Πλάτ. Τίμ. 41D, Καλλ. εἰς Δήμ. 5. 3) Παθ., ἐπιχύνομαι ἀνὰ τὸν τόπον, κεῖμαι κατὰ σωροὺς, ὁ χῶρος ἐν τῷ αἱ ἄκανθαι τῶν ὀφίων κατακεχύαται Ἡρόδ. 2. 75. ΙΙ. κατατήκω, ἀναλύω, ποιῶ τι ῥευστὸν (χύνω), χρυσὸν ἐς πίθους Ἡρόδ. 3. 96· καὶ ἐν τῷ Μέσ. τύπῳ, χρυσὸν καταχέασθαι, διατάττω νὰ τήξωσιν…, 1. 50.

French (Bailly abrégé)

ao. κατέχεα, ao. Pass. κατεχύθην;
1 répandre sur : τί τινος, τί τινι qch (de l’eau, de l’huile, etc.) sur qqn ou sur qch ; avec un seul. rég. : χιόνα OD, νιφάδας IL faire tomber de la neige ; ἠέρα πουλύν IL répandre une épaisse vapeur ; fig. ὕπνον OD faire descendre le sommeil;
2 jeter à bas, renverser : τεῖχος εἰς ἅλα IL un mur dans la mer ; ou simpl. laisser tomber : ἡνία ἔραζε IL les rênes à terre;
Moy. καταχέομαι faire couler, faire fondre : χρυσόν HDT de l’or.
Étymologie: κατά, χέω.

English (Autenrieth)

aor. κατέχευα, inf. καταχεῦαι, mid. aor. 3 pl. κατέχυντο: pour down, shower down, shed over (τινί τι); not of fluids only, but variously, of letting fall a garment, Il. 5.734; throwing down wands, Il. 6.134; levelling a wall, Il. 7.461; and often metaph., χάριν, πλοῦτον, ὀνείδεα, Od. 2.12, Β , Od. 14.38; mid., ὅπλα εἰς ἄντλον, ‘fell in a heap,’ Od. 12.411.

English (Slater)

καταχέω (ep. aor. -έχευα.)
   1 pour down upon met., c. dat. κελαινῶπιν δ' ἐπί οἱ νεφέλαν ἀγκύλῳ κρατί, γλεφάρων ἁδὺ κλάιθρον, κατέχευας (sc. φόρμιγξ) (P. 1.8)

Spanish

derramar

English (Strong)

from κατά and cheo (to pour); to pour down (out): pour.

English (Thayer)

1st aorist 3rd person singular κατεχην (see ἐκχέω); to pour down upon; pour over, pour upon: ἐπί τήν κεφαλήν (L T Tr WH ἐπί τῆς κεφαλῆς), κατά τῆς κεφαλῆς (Plato, rep. 3, p. 398a.; Epictetus diss. 2,20, 29), L T Tr WH omit κατά (cf. Winer s Grammar, 381 f (357f); Herodotus 4,62; Plato, legg. 7, p. 814b.; Josephus, contra Apion 2,36, 2. Cf. Rutherford, New Phryn., p. 66f)).

Greek Monolingual

καταχέω και επιτ. τ. καταχεύω (Α)
1. χύνω κάτι από πάνω, επιχύνω («κἀδ δὲ οἱ ὕδωρ χεῡαν» [με τμήση], Ομ. Ιλ.)
2. απλώνω κάτι πάνω σε κάτι άλλο («κορυφήσι Νότος κατέχευεν όμίχλην», Ομ. Ιλ.)
3. μτφ. παρέχω άφθονα, πλουσιοπάροχα («θεσπέσιον πλοῡτον κατέχευε Κρονίων», Ομ. Ιλ.)
4. χύνω άφθονα, εκσφενδονίζω («ὕβρεις καταχέουσα θείου προστάτου», Μηναί.)
5. πετώ κάτι κάτω, ρίχνω κάτω, αφήνω να πέσει κάτωπέπλον μὲν κατέχευεν», Ομ. Ιλ.)
6. (ενεργ. και μέσ.) κάνω κάτι ρευστό, λειώνω, τήκω («ἐς πίθους τήξας καταχέει», Ηρόδ.)
7. (μέσ. και παθ.) καταχέομαι
αφήνω κάτι να χύνεται πάνω από κάτι άλλο, χύνω («[ἄκρατον οἶνον] κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι», Πλάτ.)
8. παθ. σκορπίζομαι, εξαπλώνομαι, διασπείρομαι («ὁ χῶρος οὗτος, ἐν τῷ ἄκανθαι κατακεχύαται», Ηρόδ.).

Greek Monotonic

καταχέω: μέλ. -χεῶ, αόρ. αʹ κατέχεα, Επικ. κατέχευα — Παθ., γʹ ενικ. και πληθ. Επικ. αορ. βʹ κατέχῠτο, κατέχυντο·
I. 1. περιχύνω, ρίχνω από πάνω, τίτινι, σε Όμηρ.·επίσης, κατ. τί τινος, σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., κατὰ τοῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται, λίγος ύπνος χύνεται, ρίχνεται πάνω στα μάτια, σε Αριστοφ.
2. ρίχνω ή επιχέω, σε Όμηρ.· ρίχνω ή επιρρίπτω, στον ίδ.· πέπλον κατέχευεν ἐπ' οὔδει, άφησε το μανδύα να πέσει στο πάτωμα, σε Ομήρ. Ιλ.
3. Παθ., περιχύνομαι στο έδαφος, βρίσκομαι σε σωρούς, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι (τῶν ὀφίων) κατακεχύαται (Ιων. γʹ πληθ. Παθ. παρακ.), σε Ηρόδ.
II. λιώνω, τήκω, χρυσὸν ἐς πίθους, στον ίδ.· και στη Μέσ., χρυσὸν καταχέασθαι, έχοντας τον λιωμένο, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

καταχέω: (fut. κατεχεῶ, aor. κατέχεα - эп. κατέχευα; aor. pass. κατεχύθην), Hes. καταχεύομαι (только praes.) часто in tmesi
1) выливать, разливать, поливать (ὕδωρ и ἔλαιόν τινι Hom. - тж. in tmesi; αἷμα τοῦ ἀκινάκεος Her.; γάλα κατὰ τοῦ προσώπου Plut.; μύρον ἐπὶ τὴν κεφαλήν и κατὰ τῇς κεφαλῆς τινος NT): ὄρεος κορυφῇσι Νότος κατέχευεν ὀμίχλην Hom. Нот окутал горные вершины туманом; βλέφορα δάκρυσι καταχυθέντα Eur. вежды, омоченные слезами;
2) лить, струить (αἱματοέσσας ψιάδας ἔραζε Hom.); med.-pass. литься вниз, стекать (εἰς ὕδωρ Arst.), перен. стекаться (εἰς μίαν οὐσίαν Plut.);
3) сыпать в изобилии (νιφάδας ἐπὶ χθονί, χιόνα Hom.): αἱ ἄκανθαι κατακεχύαται Her. наваленные во множестве остовы (змей);
4) перен. изливать, осыпать, обрушивать (χάριν τινί, πλοῦτόν τινι, ὀνείδεα κεφαλῇ τινος Hom.; βλασφημίαν τῶν ἱερῶν Plat.): ὕπνον κ. Hom. наводить сон, усыплять;
5) сбрасывать, опрокидывать (τεῖχος εἰς ἅλα Hom.);
6) бросать, валить, кидать (θύσθλα χαμαί, ἡνία ἔραζε, ὅπλα εἰς ἄντλον Hom.);
7) тж. med. лить, расплавлять, переливать (χρυσὸν ἐς πίθους Her.);
8) опускать (πέπλον ἐπ᾽ οὔδει Hom.); pass. опускаться (κάτω Arst.);
9) распространять, распускать (δόξαν ἀνθρώπων Plat.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-χέω, ep. καταχεύω, Aeol. praes. med. 3 sing. κακχέεται; ep. stamaor. κατέχυτο ( pass. bet. ), 3 plur. κατέχυντο; Ion. perf. med.-pass. 3 plur. κατακεχύαται met acc. over... uitgieten, met acc. en dat.:; κὰδ δέ οἱ ὕδωρ χεῦαν zij goten water over hem heen Il. 14.436 (tmesis); overdr.:; θεσπεσίην δ ’ ἄρα τῷ γε χάριν κατέχευν Ἀθήνη over hem goot Athene een goddelijke charme uit Od. 2.12; met acc. en gen.:; ἔλαιον χαιτάων κατέχευε hij goot olijfolie over hun manen Il. 23.282; ook med.: κατὰ τῶν ἱματίων καταχεόμενοι ( ἄκρατον ) terwijl zij de wijn over hun kleren laten stromen Plat. Lg. 637e. over... verspreiden, met acc. en gen.:; τοῦ δήμου κ. πλουθυγίειαν gezonde rijkdom over het volk verspreiden Aristoph. Eq. 1091; ook med.: λιγυρὴν καταχεύετ ’ ἀοιδήν hij (krekel) verspreidde een helder gezang Hes. Op. 583. uitstorten, laten vallen:. νιφάδες... ἅς τ ’ ἄνεμος... κατέχευε sneeuwvlokken die de wind laat vallen Il. 12.158; πέπλον μέν... κατέχευεν ἐπ ’ οὔδει zij liet haar kleed op de grond vallen Il. 5.734. intrans. stromen, zich verspreiden:. τῆς... κατ ’ ἀσβέστη κέχυτο φλόξ een onblusbare vlam verspreidde zich hierover (het schip) Il. 16.123 (tmesis); ἴδρως κακχέεται het zweet stroomt omlaag Sapph. 31.13; κατὰ... ὀρόφοισιν αἷμα... κέχυται over de daken stroomt bloed Hdt. 7.140.3 (in orakel; tmesis). causat. med. laten smelten:. χρυσὸν καταχέασθαι goud laten smelten Hdt. 1.50.2.

Middle Liddell

fut. -χεῶ aor1 κατέχεα epic κατέχευα Pass., 3rd sg. epic aor2 κατέχῠτο Pass., 3rd pl. epic aor2 κατέχυντο
I. to pour down upon, pour over, τί τινι Hom.; also, κατ. τί τινος Hdt., attic:—Pass., κατὰ ταῖν κόραιν ὕπνου τι καταχεῖται a bit of sleep is poured over the eyes, Ar.
2. to pour or shower down, Hom.: to throw or cast down, Hom.; πέπλον κατέχευεν ἐπ' οὔδει let the robe fall upon the pavement, Il.
3. Pass. to be poured over the ground, lie in heaps, ὁ χῶρος, ἐν ᾧ αἱ ἄκανθαι [τῶν ὀφίων κατακεχύαται (ionic 3rd pl. perf. pass.), Hdt.
II. to melt down, χρυσὸν ἐς πίθους Hdt.; and in Mid., χρυσὸν καταχέασθαι to have it melted down, Hdt.
B. καταχέυω
epic imperf. mid., τέττιξ καταχεύετ' ἀοιδήν, Hes.

Chinese

原文音譯:katacšw 卡他-黑哦
詞類次數:動詞(2)
原文字根:向下-傾瀉 相當於: (נָטָה‎ / מָנׄול‎) (עָטָה‎)
字義溯源:傾倒下來,澆下來,澆,澆上;由(κατά / καθεῖς / καθημέραν / κατακύπτω)*=下,按照)與(Χερούβ)X*=灌注,流出)組成
出現次數:總共(2);太(1);可(1)
譯字彙編
1) 澆在⋯上(1) 可14:3;
2) 澆(1) 太26:7