ἄργυρος

From LSJ
Revision as of 13:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πᾶσα σοφία παρὰ Κυρίου καὶ μετ᾿ αὐτοῦ ἐστιν εἰς τὸν αἰῶνα → all wisdom comes from the Lord, she is with him for ever

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄργῠρος Medium diacritics: ἄργυρος Low diacritics: άργυρος Capitals: ΑΡΓΥΡΟΣ
Transliteration A: árgyros Transliteration B: argyros Transliteration C: argyros Beta Code: a)/rguros

English (LSJ)

ὁ, (ἀργός A)

   A white metal, i.e. silver, ἐξ Ἀλύβης ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857; so πηγὴ ἀργύρου A.Pers.238, etc.; ἄ. κοῖλος silver plate, Theopomp.Hist.283a, Arist.Oec.1350b23, etc.    2 ἄ. χυτός quicksilver, Id.de An.406b19, Mete.385b4, Thphr.Lap.60.    II = ἀργύριον, silver-money, generally, money, A.Supp.935; ἐπ' ἀργύρῳ γε τὴν ψυχὴν προδούς S.Ant.322; εἴ τι μὴ ξὺν ἀργύρῳ ἐπράσσετ' by bribery, Id.OT124; in later Prose, coupled with χρυσός, Ev.Matt. 10.9, Alciphr.2.3.    III = λινόζωστος ἄρρην, Ps.-Dsc.4.189.

German (Pape)

[Seite 347] (eigtl. das weiß strahlende, vgl. ἀργός), ὁ, 1) Silber, von Hom. an überall; im Ggstz von ἀργύριον, ungeprägtes, unbearbeitetes; ἀργ. χυτός, Quecksilber; κοῖλος, Silbergeräth. – 2) Geld, Vermögen, bes. bei Sp.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 argent métal;
2 argent monnayé.
Étymologie: R. Ἀργ, être blanc.

English (Autenrieth)

(root ἀργ): silver.

Spanish (DGE)

(ἄργῠρος) -ου, ὁ

• Morfología: [chipr. gen. sg. ἀργύρων IChS 217.6 (Idalion V a.C.), ἀργύρω IChS 217.5 (Idalion V a.C.); panf. ἀργύρυ IPamph.17.4 (Aspendos III a.C.), 18.5 (Aspendos II a.C.)]
I mineral.
1 plata como metal ἐξ Ἀλύβης, ὅθεν ἀργύρου ἐστὶ γενέθλη Il.2.857, ἀργύρου πηγή A.Pers.238, γηγενέταν ἄργυρον Tim.25, περὶ ἀργύρου tít. de una obra de Democr.B 300.16, 17, ἄ. καθαρός Plb.34.9.11, Poll.3.87, ἄ. πεπυρωμένος LXX Pr.10.20, cf. 17.3, Ez.22.20, οὐ μόλιβδον ἂν συνεπιμίξαις ἀργύρῳ Aristaenet.1.10.95
en objetos o como signo externo de valor y riqueza κοῖλος ἄργυρος plata repujada Theopomp.Hist.263, Arist.Oec.1350b23, ἀργύρου ἀναθήματα Hdt.1.14, ἀργύρω τάλαντον IChS ll.cc., (λοβάς) ἀργύρου ἐποιήθη D.C.65.3.3, τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῦ τείχεος Hdt.7.107, gener. junto a χρυσός: χρυσοῦ καὶ ἀργύρου δαπάνῃ Th.1.129, cf. 6.34, Plb.9.10.11, Eu.Matt.10.9, Act.Ap.17.29, Alciphr.4.18.12, Nonn.D.4.109, Philostr.VS 589
plata como patrón monetario χαλκοῦ πρὸς ἄργυρον δραχμαί BGU 992.2.10 (II a.C.)
en el pago de tributos POxy.3577.7 (IV d.C.).
2 ἄργυρος χυτός mercurio Arist.de An.406b19, Thphr.Lap.60.
II 1dinero τὸ νεῖκος δ' οὐκ ἐν ἀργύρον λαβῇ ἔλυσεν A.Supp.935, ἐπ' ἀργύρῳ por dinero S.Ant.322, ξὺν ἀργύρῳ con intervención de dinero S.OT 124.
2 estatera Hsch.
III bot. mercurial anual, Mercurialis annua L., Ps.Dsc.4.189. • DMic.: a-ku-ro.

• Etimología: De la raíz *H2erg- ‘blanco’, ‘brillante’. Quizá adj. en -ρό- a partir de *ἀργύς, cf. ai. árjuna- ‘blanco’, lat. argutus y c. otro tema lat. argentum.

English (Strong)

from argos (shining); silver (the metal, in the articles or coin): silver.

English (Thayer)

ἀργύρου, ὁ (ἀργός shining) (from Homer down), silver: T Tr WH ἀργύριον) (reference is made to the silver with which the columns of noble buildings were covered and the rafters adorned); by metonymy, things made of silver, silver-work, vessels, images of the gods, etc.: silver coin: Matthew 10:9.

Greek Monolingual

ο (AM ἄργυρος)
λευκό πολύτιμο μέταλλο, ασήμι
αρχ.
1. αργύρια, αργυρά νομίσματα, χρήματα
2. «ἄργυρος χυτός» — υδράργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. άργυρος έχει άμεση αντιστοιχία με το μεσσαπικό argorian και argora -pandes. Προέρχεται από αρχικό θέμα αργ- (πρβλ. αργός Ι) παρεκτεταμένο με το φωνήεν υ- (u-), το οποίο παρατηρείται και σε άλλους τ. (πρβλ. άργυφος, αρχ. ινδ. arjuna - «άσπρος, φωτεινός», λατ. argūtus «οξύς», ενώ άλλες γλώσσες έχουν γι' αυτό θέμα σε -nt (πρβλ. λατ. argentum «άργυρος, αργύριον», κελτικό -γαλατικό arganto, στον τ. Argantomagus) αβεστ. әrәzatam, σανσκρ. rajatam και πιθ. αρμ. arcat «σίδερο». Αρχικά δεν χαρακτήριζε το χρήμα αλλά το φωτεινό λευκό μέταλλο σε διάφορες γλώσσες, ενώ η Γερμανική, Βαλτική και Σλαβική δανείστηκαν άλλη λέξη, άγνωστο όμως από πού (γερμ. Silber, λιθ. sidābras, αρχ. σλαβ. sbrebro). Η μορφολογική αυτή ποικιλία του τ. επιτρέπει να υποθέσουμε ότι η χρήση του αργύρου στους Ινδοευρωπαίους ήταν προφανώς γνωστή, όχι όμως ακόμη βασική. Στον Όμηρο χρησιμοποιείται με τη σημ. «ασήμι», ενώ άπαξ μαρτυρείται στη Μυκηναϊκή για να χαρακτηρίσει τροχούς. Η χρήση της σπανίζει ως χαρακτηρισμός του ασημένιου νομίσματος. Ο τ. είναι αρσενικού γένους, πράγμα που συνηθίζεται στην Ελληνική για τα ονόματα των μετάλλων.
ΠΑΡ. αργύριο(ν), αργυρίτις, η κ. αργυρίτης (ο), αργυρός (-ούς), αργυρώδης, αργυρώνω (-όω, ώ)
αρχ.
αργύρειος, αργύρεος, αργυρεύω, αργυρίς
αρχ.-μσν.
αργυρίζω
νεοελλ.
αργυρένιος.
ΣΥΝΘ. (α' συνθετικό) αργυρ(ο)-: αργυραμοιβός, αργυρομιγής, αργυροφεγγής, αργυροχόος, αργυρώνητος, αργυρωρυχείο, αργυρόθρονος, αργυρολόγος
αρχ.
αργυράγχη, αργυράσπιδες, αργυρένδετος, αργυρήλατος, αργυρογνώμων, αργυροδέκτης, αργυροδίνης, αργυρόδουλος, αργυροειδής, αργυρόηλος, αργυροκόπος, αργυρόκυκλος, αργυρόπεζα, αργυρόπους, αργυρόρριζος, αργυρόρρυτος, αργυροστερής, αργυροταμίας, αργυρότευκτος, αργυρότοιχος, αργυρότοξος, αργυροτρώκτης, αργυροφάλαρος, αργυροχάλινος
αρχ.-μσν.
αργυρολαμπής, αργυροπράτης
μσν.
αργυρόβιος, αργυρολίβανος, αργυροσάλπιγξ, αργυρόχροος
μσν.- νεοελλ.
αργυροκέντητος, αργυρόχρυσος
νεοελλ.
αργυρογλυπτική, αργυρόηχος, αργυροποίκιλτος, αργυροΰφαντος, αργυρούχος
(β' συνθετικό) -άργυρος: ανάργυρος, επάργυρος, κατάργυρος, φιλάργυρος, λιθάργυρος, ψευδάργυρος, υδράργυρος, χρυσάργυρος, ολ(ο)άργυρος
αρχ.
ισάργυρος, πανάργυρος, πολυάργυρος, περιάργυρος, λαβάργυρος
αρχ.-μσν.
υπάργυρος].
-ή, -ό (AM ἀργυροῡς, -ᾱ, -οῡν, A κ. ἀργύρεος, -η, -ον)
αυτός που είναι κατασκευασμένος από άργυρο, ασημένιο
νεοελλ.
μτφ.
1. αυτός που μοιάζει στο χρώμα και στη λάμψη με τον άργυρο
2. (για πρόσωπα) προσφιλής, αγαπητός
αρχ.
επάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. αργυρός < αρχ. αργυρούς < άργυρος (πρβλ. χρυσός < χρυσούς)].

Greek Monotonic

ἄργῠρος: ὁ (ἀργός = λευκός
I. λευκό μέταλλο, δηλ. ασήμι, σε Όμηρ. κ.λπ.
II. χρήματα σε αργυρά νομίσματα, τα χρήματα όπως το ἀργύριον, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἄργῠρος:
1) серебро Hom., Her., Trag. etc.; ἄ. χυτός Arst. ртуть;
2) деньги (в частности серебряные) Aesch., Soph.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: silver (Il.).
Dialectal forms: Myc. akuro \/arguros\/.
Compounds: As first member, e.g. ἀργυρό-πεζα (Il.), of Thetis etc. (acc. to Pisani Rev. ét. anc. 37, 145ff. with a foot of siver like Celt. Ἀργεντόκοξος.
Origin: IE [Indo-European] [64[ *h₂erg̀- white
Etymology: ἄργυρος from an u-stem, seen in ἄργυφος (q.v.) and in Skt. árju-na- white, light, Lat. argū-tus etc.; cf. also Messap. argorian (: ἀργύριον), Krahe Sprache 1, 39. Other languages have an n-stem, Lat. argentum, Av. ǝrǝzatǝm and Skt. rajatám < *h₂rǵn-to-, Gaul. arganto-(magus) (difficult Arm. arcat (like erkat iron)). On silver s. EIEC.

Middle Liddell

ἀργός white]
I. white metal, i. e. silver, Hom., etc.
II. silver-money, money, like ἀργύριον, Soph.

Frisk Etymology German

ἄργυρος: {árguros}
Grammar: m.
Meaning: Silber (seit Il.).
Derivative: Mehrere Ableitungen: ἀργύρεος, ἀργυροῦς silbern (seit Il.), ἀργύρειος ib. (att.), ἀργυρώδης reich an Silber (X.). — ἀργύριον ‘Silber(münze), Geld’ (ion. att.; zur Bildung Chantraine Formation 58) mit ἀργυρικός Geld betreffend (hell. u. spät). Deminutivbildung, meistens verächtlich, ἀργυρίδιον (Kom , Isok. u. a.). — Ferner ἀργυρίς silbernes Gefäß (Pi., Pherekr. usw.), ἀργυρίτης, f. -ῖτις Silber enthaltend, als Pflanzenname "Silberkraut" (Strömberg Pflanzennamen 26), auch Geld betreffend (X., Plb. usw.), ἀργύριος m. Pflanzenname (H.), auch äol. = ἀργύρεος (Alkm.), ἀργυρωταί pl. N. einer Behörde in Sillyon, vgl. Fraenkel Nom. ag. 1, 170. — Denominative Verba: 1. ἀργυρόομαι, -όω ‘mit Silber bedeckt od. versehen werden’, bzw. versilbern (Pi., Dialex. usw.) mit dem Verbalnomen ἀργύρωμα Silbergeschirr (Lys., Antiph. usw.; kann auch direkt von ἄργυρος gebildet sein), wovon das Deminutivum ἀργυρωμάτιον (Arr.) und das Adj. ἀργυρωματικός (Ephesos). 2. ἀργυρίζομαι Geld erpressen (Din., J. usw.) mit ἀργυρισμός (Str., Ph. usw.). 3. ἀργυρεύω nach Silber graben (D. S., Str.); unabhängig davon (wohl nach χαλκευτική, vgl. Chantraine Formation 396) ἀργυρευτική f. (sc. τέχνη) Silberschmiedekunst (Eustr.). — Öfter als Vorderglied, z. B. ἀργυρόπεζα (Il. usw.), von Thetis u. a., nach Pisani Rev. ét. anc. 37, 145ff. mit einem Fuß von Silber wie kelt. Ἀργεντόκοξος.
Etymology : ἄργυρος hat eine unmittelbare Entsprechung in messap. argorian (: ἀργύριον) und argora-pandes (aus *arĝuro-pondios? Krahe Sprache 1, 39; s. außerdem Mayer Glotta 24, 192 gegen Ribezzo, der Entlehnung aus dem Griechischen annimmt). Es geht zunächst von demselben u-Stamm aus, der in ἄργυφος (s. d.) und weiterhin in aind. árju-na- weiß, licht, lat. argū-tus usw. vorliegt (dagegen kaum in toch. B ārkwi, s. Pedersen Tocharisch 109, und noch weniger mit Specht Ursprung 114 in ārc-une mit suffixalem -une). Andere Sprachen haben dafür einen n-Stamm, der in lat. argentum klar hervortritt und mit Recht auch in aw. ərəzatəm und aind. rajatám angenommen wird (Vermutungen über den Wechsel bei Specht a. a. O., der aber in seinen Kombinationen weit über das Beweisbare und Wahrscheinliche hinausgeht); wieder anders arm. arcat‘ (wie erkatEisen). — Die formale Variation läßt vermuten, daß der Gebrauch des Silbers bei den Indogermanen jedenfalls wenig eingebürgert war, schließt aber dessen Kenntnis nicht aus. Das Germanische, Baltische und Slavische haben ein anderes Wort irgendwoher entlehnt (Silber, lit. sidãbras, aksl. sьrebro usw.). Vgl. Schrader-Nehring Reallex. 2, 394, Ipsen Stand und Aufgaben 228.
Page 1,133-134

Chinese

原文音譯:¥rguroj 阿而句羅士
詞類次數:名詞(5)
原文字根:銀
字義溯源:銀;源自(ἀργός)X*=發光)
出現次數:總共(5);太(1);徒(1);林前(1);雅(1);啓(1)
譯字彙編
1) 銀(4) 太10:9; 徒17:29; 林前3:12; 啓18:12;
2) 銀子(1) 雅5:3