περαίνω

From LSJ
Revision as of 15:54, 2 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Pass., [[to be" to "Pass., to [[be")

βίος ἀνεόρταστος μακρὴ ὁδὸς ἀπανδόκευτος → a life without feasting is a long journey without an inn | a life without festivals is a long journey without inns | a life without festivals is a long road without inns | a life without festivity is a long road without an inn | a life without festivity is like a long road without an inn | a life without holidays is like a long road without taverns | a life without parties is a long journey without inns | a life without public holidays is a long road without hotels

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περαίνω Medium diacritics: περαίνω Low diacritics: περαίνω Capitals: ΠΕΡΑΙΝΩ
Transliteration A: peraínō Transliteration B: perainō Transliteration C: peraino Beta Code: perai/nw

English (LSJ)

Pi.P.10.28, Philol.1, etc.; poet. πειραίνω Arat.24 : also impf.

   A ἐπείραινε Pi.I.8(7).25 : fut. περᾰνῶ Ar.Pl.563, Pl.Lg.672e; Ion. -ανέω, 3sg.-εῖ, Hp.Hat.Puer.15, Meliss.5: aor. ἐπέρᾱνα S.Aj.22, Pl. Tht.207c; Ion. aor. part. πειρήνας h.Merc.48:—Med., pres., Th.7.43 : fut. περᾰνοῦμαι (δια-) Pl.Phlb.53c : aor. ἐπερᾱνάμην (δι-) E.Hel.26, Pl.Lg.900b:—Pass., fut. περανθήσομαι Gal.UP4.12 (περασθήσομαι is corrupt in Crito ap.Stob.3.3.63): aor. ἐπεράνθην X.HG3.2.19, Pl. Grg.501c, etc.: pf. 3sg. πεπέρανται Id.R.502e, Arist.Cael.273a4 ; poet. πεπείρανται Od.12.37, S.Tr.581 ; imper. πεπεράνθω Pl.Lg.736b ; inf. -άνθαι Id.Grg.472b, Arist.Sens.445b23, -άσθαι Id.Xen.977b3 (s. v.l.) ; part. πεπερασμένος Zeno Eleat.3, Pl.Prm.145a, Arist.APo. 82b32, al.: (πέρας):—bring to an end, finish, accomplish, Hom. only in Pass. (v. infr.); π. ἄταν A.Ch.830 (lyr.); πρᾶγος π. rem transigere, S. Aj.22; πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ E.Ion 1569 ; ἐλπίδα, δόκησιν, Id.Andr.1062, Or.636 ; π. τινὰ πρὸς ἔς χατον πλόον bring him to the end of his voyage, Pi.P.10.28 ; π. δίκας τινί Id.I.8(7).25; without δίκην, finish the business, D.38.24 ; π. τὰ δέοντα X.Cyr.4.5.38 ; τὸ προσταχθέν ib.5.3.50 ; ἐπέραινεν ἐφ' οἷς ἐμισθώθη D.18.149 ; π. ὁδόν Ar.Ra. 403 ; πολλήν (sc. θάλασσαν) Arat.289:—Pass., to be brought to an end, finished, πάντα πεπείρανται Od.12.37, cf. S.Tr.581 ; περαίνεται δὴ τοὔργον A.Pr.57, etc.; to be fulfilled, accomplished, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται, E.Ph.1703, Ar.V.799; ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο X.HG 7.4.3 ; ἔργῳ π. Id.An.3.2.32.    2 limit, Iamb.Comm.Math.3 :— elsewh. Pass., to be limited or finite, τὸ ὅλον πεπεράνθαι Arist.Ph.207a16 ; πεπέρανται [ὁ οὐρανός] Id.Cael.273a4; esp. in part. πεπερασμένος, opp. ἄπειρος, π. μέγεθος, χρόνος, Id.Ph.266b22, Cael.272a15.    3 in speaking, π. μῦθον, λόγον, proceed with a discourse, A.Th.1056, E.Med. 701 ; εἰπὲ καὶ π. πάντα A.Pers.699 ; π. ὅ τι λέγεις Ar.Pl.648 : abs., περὶ σωφροσύνης ἤδη… περανῶ ib.563, cf. Ra.1283 ; πέραιν' ὥσπερ ἤρξω Pl.Prt.353b ; πέραινε· σωθείης δὲMen.65.5.    4 recite from beginning to end, ἰαμβεῖον Ar.Ra.1170, cf. D.19.245 ; τραγῳδίαν Antiph.1.6, cf. 85.4; νόμον Pl.Ti.29d ; recount, relate, E.Ion362, IT781.    5 abs., effect one's purpose, esp. with a neg., οὐδὲν π. come to no issue, make no progress, περαίνει δ' οὐδὲν ἡ προθυμία Id.Ph.589, cf. Th.6.86, Lys.8.8 ; ἰατρευόμενοι… οὐδὲν περαίνουσι Pl.R.426a ; ἵνα τι περαίνωμεν ib.346a ; περαίνειν ἤδη ὥρα X.An.3.2.32.    6 draw a conclusion, infer, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. by a reductio ad impossibile, Arist.APr. 41a23 ; ὁ περαίνων [λόγος], a kind of syllogism, D.L.7.44 ; περὶ τῶν π. λ., title of work by Chrysippus:—freq. in Pass., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι… περαινόμενον the conclusion which is drawn, Arist.APr. 42b30, etc.; περαίνεται c. acc. et inf., it is inferred that... Muson.Fr.1p.2H., cf. Phld.Rh.1.137 S.    II sens. obsc., Artem.1.80, D.L.2.127:—Pass., Com.Adesp.14, AP11.339, D.L.l.c.    III intr., reach, penetrate, δι' ὤτων A.Ch.57(lyr.); εἰς τὸν ἐγκέφαλον Arist.HA492a21 ; πρὸς [τὴν καρδίαν] Id.PA666a13 ; εἰς τὸ ἔξω Id.GA716b28 : abs., penetrate, Id.HA497a10.    2 come to an end, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει the finite always comes to some limit, Id.Ph.203b21, cf. Xen.977b6 ; end in... εἴς τι E.Fr.340, cf. Pl.Men.76a, Plu. Arat.52, etc.; ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον Id.Cat.Ma.13.    IV pierce, h.Merc.48.

German (Pape)

[Seite 562] (vgl. πειραίνω), aor. ἐπέρανα, – 1) beendigen, vollenden, vollbringen; μῦθον, Aesch. Spt. 1042; auch ohne diesen Zusatz, εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα, Pers. 685; περαίνων ἐπίμομφον ἄταν, Ch. 817; περαίνεται δὴ τοὖργον κοὐ ματᾷ τόδε, Prom. 57; πρᾶγος ἄσκοπὁν ἔχει περάνας, Soph. Ai. 22; περαίνει οὐδὲν ἡ προθυμία, Eur. Phoen. 592; πέραιν' ὅπως λέγεις, Or. 1118 (vgl. Plat. πέραινε ὥςπερ ἤρξω, fahre fort und führe die Rede zu Ende, wie du anfingst, Prot. 353 a, wie τὸν λόγον, Tim. 29 d); πέραινε, ὧν σ' ἀνιστορῶ πέρι, Ion 362; u. pass., χρησμὸς Λοξίου περαίνεται, Phoen. 1697, wie περαίνεται τὰ λόγια Ar. Vesp. 799; u. in Prosa: οὐδὲν ἔτι περανεῖ, Thuc. 6, 86; u. im pass., 6, 70; τὰ δέοντα, Xen. Cyr. 4, 5, 38; τὸ προσταχθέν, 5, 3, 50; Plat. περαίνουσι τὸ σφέτερον αὐτῶν ἕκαστοι, Soph. 243 a, u. öfter; auch absolut, οὐκ ἂν φθάνοις περαίνων, führe es nur aus, Phaed. 100 c; αὐτὸς πέρανον, Prot. 360 d; πεπεράνθαι, Gorg. 472 b; καὶ τετελευτηκέναι, Men 75 e; καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον πλήθει, Parm. 145 a; vgl. Pol. 4, 40, 6; – οὐδὲν περαίνουσιν, sie bringen Nichts zu Stande, Plat. Rep. IV, 426 a, u. öfter; vor sich bringen, erreichen, οὐδὲν τῶν προὔργου περαίνων, Pol. 5, 19, 5. Bei Posidipp. Ath. III, 87 e herbeischaffen. – 2) durchbohren; auch im obscönen Sinne, sowohl γυναῖκα, κόρην, beschlafen, als von männlicher Unzucht, Sp., wie Clem. Al.; τὸν αἰτίαν ἔχοντα περαίνεσθαι, D. L. 4, 34, vgl. 2, 127; Suid. erkl. συνουσιάζειν; vgl. Anth. XI, 339. – 3) intrans., sich wohin erstrecken, wohin reichen; περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον, Pind. P. 10, 28; Sp., wie εἴς τι, Arist. u. öfter Plut. Aehnlich περαῖνον δι' ὤτων, was tief in die Ohren eingedrungen ist, Aesch. Ch. 55. – Bei S. Emp. adv. log. 2, 428 ff. stehen τὰ περαίνοντα den ἀπέραντα gegenüber.

Greek (Liddell-Scott)

περαίνω: ποιητ. ὡσαύτως πειραίνω, Πινδ. Ι. 8 (7). 50, Ἄρατ. 24· μέλλ. περᾰνῶ Ἀριστοφ. Πλ. 563. Πλάτ., Ἰων. -ανέω, Ἱππ. 237 ἐν τέλ.: ἀόρ. ἐπέρᾱνα Σοφ. Αἴ. 22, Πλάτ. - Μέσ., ἐνεστ., Θουκ. 7. 43: μέλλ. περᾰνοῦμαι (δια-) Πλάτ. Φίληβ. 53C· ἀόρ. ἐπερᾱνάμην (δι-) Εὐρ. Ἡλ. 26, Πλάτ., κτλ. - Παθ., μέλλ. περανθήσομαι Γαλην., -ασθήσομαι Κρίτων παρὰ Στοβ. 43. 29· ἀόρ. ἐπεράνθην Ξεν., κτλ.· πρκμ. γ´ ἑνικ. πεπέρανται Πλάτ. Πολ. 502Ε, Ἀριστ. ποιητ. πεπείρανται Ὀδ. Μ. 37, Σοφ. Τρ. 581· προστακτ. πεπεράνθω Πλάτ. Νόμ. 736Β· ἀπαρ. -άνθαι Παρμ. παρ᾿ Ἀριστ. Φυσ. 3. 6, 12, Πλάτ. Γοργ. 472Β, Ἀριστ.· -άσθαι Ἀριστ. π. Ξενοφάν. 3, 6· μετοχ. πεπερασμένος Πλάτ. Παρμ. 145Α, 158Ε, καὶ συχν. παρ᾿ Ἀριστ.: (πέρας). Φέρω εἰς πέρας, τελειώνω, ἐκτελῶ, ὁ Ὅμ. μόνον ἐν τῷ παθ., (ἴδε κατωτ.)· ἄταν π. Αἰσχύλ. Χ. 830· πρᾶγος π., rem transigere, Σοφ. Αἴ. 22· πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ Εὐρ. Ἴων. 1569· ἐλπίδα, δόκησιν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀνδρ. 1062, Ὀρ. 636· π. τινὰ πρὸς ἔσχατον πλοῦν, φέρειν αὐτὸν εἰς τὸ τέρμα τοῦ πλοῦ, Πινδ. Π. 10. 45· π. δίκας τινὶ ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 50· καὶ οὕτως ἄνευ τοῦ δίκην, δίδω τέλος εἴς τι, τελειώνω, ἀποδόντες τὰ τρία τάλαντα περαίνετε Δημ. 991. 24· π. τὰ δέοντα Ξεν. Κύρ. 4. 5, 38· τὸ προσταχθὲν αὐτόθι 5. 3, 50· ἐπέρανεν ἐφ᾿ οἷς ἐμισθώθη Δημ. 277. 4· π. ὁδὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 401. - Παθ., φέρομαι εἰς πέρας, τελειώνομαι, πάντα πεπείρανται Ὀδ. Μ. 37, πρβλ. Σοφ. Τρ. 581· περαίνεται δὴ τοὖργον Αἰσχύλ. Π. 57, κτλ.· πληροῦμαι, ἐκτελοῦμαι, χρησμός, τὰ λόγια περαίνεται Εὐρ. Φοίν. 1703, Ἀριστοφ. Σφ. 799· ἡ συμμαχία ἐπεραίνετο Ξεν. Ἑλλ. 7. 4, 3· ἔργω π. ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 3. 2, 32. β) τὸ παθ. ἐν τῇ φιλοσ. γλώσσῃ σημαίνει περιορίζομαι ἐντὸς ὡρισμένων ὁρίων, εἶμαι περιωρισμένος ἢ πεπερασμένος, τὸ ὅλον πεπεράνθαι Παρμ. παρ᾿ Ἀριστ. ἐν Φυσ. 3. 6, 12· πεπέρανται ὁ οὐρανὸς ὁ αὐτ. π. Οὐρ. 1. 5, 19, κτλ.· μάλιστα ἐν τῇ μετοχ. πεπερασμένος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ἄπειρος, ὁ αὐτ. ἐν Φυσ. 8. 10, π. Οὐρ. 1. 5, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ὁμιλίας, π. μῦθον, λόγον, τελειώνω τὸν λόγον, λήγω, παύομαι λέγων, Αἰσχύλ. Θήβ. 1051, Εὐρ. Μήδ. 701, Πλάτ. Τίμ. 29D· εἰπὲ καὶ π. πάντα Αἰσχύλ. Πέρσ. 699· π. ὅ τι λέγεις Ἀριστοφ. Πλ. 648· - ἀπολ., περὶ σωφροσύνης ἤδη…περανῶ αὐτόθι 563, πρβλ. Βατρ. 1284· πέραιν᾿ ὥσπερ ἤρξω Πλάτ. Πρωτ. 353Β· πέραινε· σωθείης δὲ νῦν Μένανδρ. ἐν «Ἀρρηφόρῳ» 1. 5. 3) ἐπαναλαμβάνω ἀπ᾿ ἀρχῆς μέχρι τέλους, ἰαμβεῖον Ἀριστοφ. Βάτρ. 1170, πρβλ. Δημ. 417. 16· τραγῳδίαν περαίνω Σοφοκλέους Ἀντιφάν. ἐν «Ἀγροίκῳ» 1· - διηγοῦμαι, Εὐρ. Ἴων 362, πρβλ. Ι. Τ. 782. 4) ἀπολ., ὡσαύτως, ἐκτελῶ τὸν σκοπόν μου, μάλιστα μετ᾿ ἀρνήσ., οὐδὲν περαίνω, φθάνω εἰς οὐδὲν ἀποτέλεσμα, οὐδὲν κατορθώνω, ἀλλ᾿ ἀνάλωται χρόνος οὐν μέσῳ μάτην, περαίνει δ᾿ οὐδὲν ἡ προθυμία Εὐρ. Φοίν. 589, Θουκ. 6. 86, Λυσ. 113. 5· ἰατρευόμενοι… οὐδὲν περαίνουσι Πλάτ. Πολ. 426Α, πρβλ. 316Α. 5) ἐξάγω συμπέρασμα, συμπεραίνω, διὰ τοῦ ἀδυνάτου π. Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 23, 8· συχν. ἐν τῷ παθ., τὸ ἐν πλείοσι σχήμασι… περαινόμενον, τὸ ἐξαγόμενον συμπέρασμα, αὐτόθι 26, 1, κτλ.· ὁ περαίνων (ἐξυπ. λόγος), εἶδος συλλογισμοῦ, Διογ. Λ. 7. 44. ΙΙ. ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασ., π. γυναῖκα, κόρην, ὡς τὸ τρυπᾶν, Ἀνθ., Π. 11. 339. Ἀρτεμίδ. 1. 78· - Παθ., Διογ. Λ. 2. 117. 2) ὡς τὸ περάω, διαπερῶ, θάλασσαν Ἄρατ. 289. ΙΙΙ. ἀμεταβ., φθάνω ἢ εἰσδύομαι, δι᾿ ὤτων Αἰσχύλ. Χο. 55· εἰς ἢ πρὸς τὸν ἐγκέφαλον Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 11, 2., 4. 8, 9, πρβλ. Πλάτ. Μένωνα 76Α· εἰς τὸ ἔξω Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Γεν. 1. 3, 4· ἀπολ., εἰσδύομαι, χωρῶ περαιτέρω, ὁ αὐτ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 17, 15. ΙV. ἀμεταβ., ἔρχομαι εἰς πέρας, τὸ πεπερασμένον ἀεὶ πρός τι περαίνει, φθάνει πάντοτε εἴς τι ὅριον, Ἀριστ. Φυσ. 3. 4, 11, πρβλ. Ξενοφάν. 3, 6· - φθάνωἀπολήγω εἰς…, εἴς τι Εὐρ. Ἀποσπ. 341, πρβλ. Πλουτ. Ἄρατ. 52, κτλ.· ἡ ὁδὸς π. ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ὁ αὐτ. ἐν Κάτωνι Πρεσβυτ. 13. - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 388, Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τ. Α´, σ. 548-549.

French (Bailly abrégé)

f. περανῶ, ao. ἐπέρανα, pf. inus.
Pass. f. περανθήσομαι, ao. ἐπεράνθην, pf. πεπέρασμαι;
faire ou aller jusqu’au bout, d’où
I. tr. 1 achever, accomplir, mener à terme, terminer, acc. ; Pass. être mené à bonne fin, se terminer, s’achever, s’accomplir;
2 particul. achever un discours, un récit, un raisonnement, etc. acc.;
II. intr. pousser jusqu’au bout, d’où
1 s’étendre jusqu’à, pénétrer jusqu’à, gén.;
2 aboutir à, avec εἰς ou ἐπί et l’acc..
Étymologie: πέραν.

English (Slater)

περαίνω, πειραίνω
   a attain ὅσαις δὲ βροτὸν ἔθνος ἀγλαίαις ἁπτόμεσθα, περαίνει πρὸς ἔσχατον πλόον (P. 10.28)
   b conclude (Αἰακός) ὃ καὶ δαιμόνεσσι δίκας ἐπείραινε (Tricl.: ἐπεραίνε cod.) (I. 8.24)
   c frag. ]περαίνοις [ Πα. 7C. 8.

Greek Monolingual

ΝΜΑ, ποιητ. τ. πειραίνω, Α
1. φέρω κάτι σε πέρας, ολοκληρώνω την εκτέλεση κάποιου πράγματος, το αποπερατώνω
2. (η μτχ. παθ. παρακμ.) πεπερασμένος, -η, -ον
βλ. πεπερασμένος
αρχ.
1. (για λόγο) δίνω τέλος, παύω («πέραινέ μοι λόγον», Ευρ.)
2. (για έγγραφα ή συγγράμματα) α) αναγιγνώσκω, απαγγέλλω από την αρχή ώς το τέλος («τὸν δὲ δὴ νόμον ἡμῑν ἐφεξῆς πέραινε», Πλάτ.)
β) αναφέρω, εκθέτω με συντομία
3. πραγματοποιώ έναν σκοπό, φτάνω σε κάποιον αποτέλεσμα
4. εξάγω συμπέρασμα, συμπεραίνω («διὰ τοῦ ἀδυνάτου περαίνειν», Αριστοτ.)
5. (αμτβ.) φτάνω σε κάποιο τέρμα, απολήγω κάπου, έχω κάποια όρια
6. διαπερνώ, διατρυπώ κάτι
7. βινώ
β. εισδύομαι, τρυπώνω, μπαίνω («δι' ὤτων φρενός τε δαμίας περαῑνον», Αριστοτ.)
9. φρ. «περαίνων λόγος» — είδος συλλογισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. πέρας.

Greek Monotonic

περαίνω: ποιητ. πειραίνω· μέλ. περανῶ, αόρ. αʹ ἐπέρᾱνα — Μέσ., μέλ. περᾰνοῦμαι, αόρ. αʹ ἐπερᾱνάμην — Παθ., αόρ. αʹ ἐπεράνθην· γʹ ενικ. παρακ. πεπέραναι, ποιητ. πεπείρανται· (πέρας
I. 1. φέρνω σε τέλος, τελειώνω, ολοκληρώνω, φέρνω εις πέρας, σε Τραγ. κ.λπ. — Παθ., έρχομαι σε ένα τέλος, ολοκληρώνομαι, πάντα πεπείρανται, σε Ομήρ. Οδ.· πληρούμαι, εκτελούμαι, σε Ευρ. κ.λπ.
2. στην ομιλία, τελειώνω το λόγο, σταματώ να μιλάω, σε Αισχύλ. κ.λπ.
3. επαναλαμβάνω από την αρχή ως το τέλος, σε Αριστοφ.· διηγούμαι, σε Ευρ.
4. απόλ., εκτελώ το σκοπό μου, ιδίως μαζί με άρνηση, οὐδὲν περαίνω, δεν φθάνω σε αποτέλεσμα, δεν καταφέρνω, δεν σημειώνω πρόοδο, σε Ευρ., Θουκ.
II. αμτβ., διαπερνώ, φτάνω ή διέρχομαι, σε Αισχύλ., Πλάτ.
III. αμτβ., έρχομαι σ' ένα τέλος, τελειώνω, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

περαίνω: (fut. περᾰνῶ - ион. περανέω, aor. ἐπέρᾱνα; pass.: fut. περανθήσομαι, aor. ἐπεράνθην, pf. πεπέρασμαι; inf. pf. pass. πεπεράνθαι и πεπεράσθαι; adj. verb. περαντός)
1) осуществлять, совершать, выполнять (ἐπίμομφον ἄταν Aesch.; πρᾶγμα καὶ χρησμοὺς θεοῦ Eur.; τὰ δέοντα Xen.; πολλὴν ὁδὸν π. Arph.): ἵνα ἔργῳ περαίνηται Xen. чтобы (это) претворилось в дело; ταῦτα πάντα πεπείρανται Hom. все это выполнено;
2) доводить, приводить (τινὰ πρὸς ἔσχατον πλόον Pind.; περαίνουσα ἐπὶ τὸ στρατόπεδον ὁδός Plut.);
3) доводить до конца, заканчивать (μῦθον Aesch.): εἰπὲ καὶ πέραινε πάντα Aesch. говори все и заканчивай, т. е. говори поскорее; πέραιν᾽ ὥσπερ ἤρξω Plat. кончай как начал;
4) продолжать: πέραινε δ᾽ ὧν σ᾽ ἀνιστορῶ πέρι Eur. продолжай (о том), о чем я спрашиваю тебя;
5) прийти (к какому-л. результату), добиться, достичь (οὐδὲν ἐπέραινε Plut.): οὐδὲν περανεῖ ὑμῖν Thuc. (это) не принесет вам никакой пользы; ἰατρευόμενοι οὐδὲν περαίνουσι Plat. своим лечением они ничего не достигают; οὐδὲν ἂν περαίνοιτε πυνθανόμενοι Lys. (об этом) вам ничего не удастся узнать;
6) делать вывод, приходить к заключению, (умо)заключать: π. διὰ τοῦ ἀδυνάτου Arst. умозаключать через приведение к невозможному; τὸ περαινόμενον Arst. умозаключение, вывод;
7) ограничивать, определять: καὶ πεπερασμένον καὶ ἄπειρον Plat. как ограниченное, так и беспредельное; τὰ πεπερασμένα πεπερασμενάκις πεπεράνθαι πάντα Arst. (ясно, что) конечное, будучи взято конечное число раз, даст в итоге (также) конечное;
8) пробивать, пронзать (τι и τινά Anth.);
9) проникать (διά τινος Aesch.; εἰς и πρός τι Arst.). - см. тж. πειραίνω 2.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περαίνω [πέρας] poët. imperf. ἐπείραινε; perf. med.-pass. 3 sing. πεπέρανται, poët. πεπείρανται, imperat. 3 sing. πεπεράνθω, inf. πεπεράνθαι, ptc. πεπερασμένος met acc. tot een einde brengen, volbrengen, voltooien:; πέραιν ’... ἄταν voltooi het onheil Aeschl. Ch. 830; τὸ προσταχθέν wat is opgedragen Xen. Cyr. 5.3.50; πέραινέ μοι λόγον maak je verhaal af Eur. Med. 701; ook abs..; πέραιν ’ ὥσπερ ἤρξω maak het af zoals je begonnen bent Plat. Prot. 353b; πέραινε σύ... ἁνυσας vertel jij snel je hele verhaal (van begin tot einde) Aristoph. Ran. 1170; iets bereiken:; περαίνει δ ’ οὐδὲν ἡ προθυμία je bereidwilligheid bereikt niets Eur. Phoen. 589; ἰατρευόμενοι γὰρ οὐδὲν περαίνουσιν want met naar de dokter te gaan bereiken ze niets Plat. Resp. 426a; ποίαν περαίνων ἐλπίδα; wat hoopt hij daarmee te bereiken? Eur. Andr. 1062; ook med.: περαίνεσθαι ὧν ἕνεκα ἦλθον te bereiken waarvoor ze gekomen waren Thuc. 7.43.5. intrans. dóórdringen:. σέβας... δι ’ ὤτων περαῖνον het ontzag dat door de oren heen doordrong Aeschl. Ch. 57. eindigen in, uitlopen op:. εἰς φθοράν π. op de dood uitlopen Plut. Arat. 52.3; ἀτραπόν... περαίνουσαν ἐπὶ τὸ στρατόπεδον een pad dat uitkwam bij het kamp Plut. CMa 13.2.

Middle Liddell

πέρας
I. to bring to an end, finish, accomplish, execute, Trag., etc.:—Pass. to be brought to an end, be finished, πάντα πεπείρανται Od.: to be fulfilled, accomplished, Eur. etc.
2. in speaking, to end a discourse, finish speaking, Aesch., etc.
3. to repeat from beginning to end, Ar.:— to relate, Eur.
4. absol. to effect one's purpose, esp. with a neg., οὐδὲν π. to come to no issue, do no good, make no progress, Eur., Thuc.
II. intr. to make way, reach or penetrate, Aesch., Plat.
III. intr. to come to an end, end, Plut.