ἐντυγχάνω

From LSJ
Revision as of 13:00, 20 April 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ")

τὸ γὰρ ὑπέγγυον δίκᾳ καὶ θεοῖσιν → liability to human and divine justice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐντυγχάνω Medium diacritics: ἐντυγχάνω Low diacritics: εντυγχάνω Capitals: ΕΝΤΥΓΧΑΝΩ
Transliteration A: entynchánō Transliteration B: entynchanō Transliteration C: entygchano Beta Code: e)ntugxa/nw

English (LSJ)

fut. ἐνττεύξομαι: aor. 2 ἐνέτῠχον: pf. A ἐντετύχηκα Ph. 1.395, also ἐντέτευχα Klio 15.35 (Delph., i B. C.): aor. 1 Pass. ἐνετεύχθην Ph.2.170, Plu.Cat.Ma.9:—light upon, fall in with, meet with, c. dat. pers., Hdt.1.134,al., Ar.Nu.689, etc.; ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα (i.e. τούτων οἷς . .), εἰ μὴ μάλα γέ τινες ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα = apart from a very few whom I've met Pl.R.531e, cf. Grg.509a, Prt.361e; κατ' ὄψιν ἐ. τινί Plu.Lyc.1. 2 c. dat. rei, κακοῖς ἐντυγχάνω, = τυγχάνω ὢν ἐν κακοῖς, S.Aj.433; οὑντυγχάνων (sc. τοῖς πράγμασιν) cj. Valck. in E.Fr.287; ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ = having come upon the back (of the crocodile, having come upon the back of the hog) (Herodotus 2.70, on how an Egyptian catches a crocodile: ...ἐπεὰν νῶτον ὑὸς δελεάσῃ περὶ ἄγκιστρον, μετιεῖ ἐς μέσον τὸν ποταμόν, ... ὁ κροκόδειλος ἵεται κατὰ τὴν φωνήν, ἐντυχὼν δὲ τῷ νώτῳ καταπίνει = ... when he has baited a hog's back onto a hook, he throws it into the middle of the river, ... the crocodile lunges toward the voice [of a squealing piglet], and having come upon the hogback, swallows it ..." Source: Translatum Forum) Hdt.2.70; ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τοξεύμασι = he who fell in the way of the bow-shots (δήλωσιν ποιούμενος ὅτι ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο = intimating that it was a mere matter of chance who was hit and killed by stones and bow-shots), Th.4.40; of obstacles, ἐντυγχάνω τάφροις X.An.2.3.10; λόφῳ ib.4.2.10. 3 abs., E.Alc.1032, Ar.Ach.848, Thphr.Char.24.8; οἱ ἐντυχόντες chance persons, Th.4.132; οἱ ἐντυγχάνοντες Isoc.18.36; τὴν ὠμότητα, ᾗ καθ' ἁπάντων χρῆται τῶν ἐντυγχανόντων D.21.88, cf. 183: sg., ὁ ἐντυχών Isoc.3.61, Pl.Alc.2.144b. b ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ = it chanced to be on the first of the month (that day fell on the first of the month), Pi.Pae.2.75. 4 obtain an audience or obtain an interview, S.Fr.88.8, Thphr.Char.1.3:—Pass., ἐντυγχάνομαι, to be appealed to, to be consulted, περί τινων Ph.2.170. 5 of thunder, strike, κεραυνὸς οἷς ἂν ἐντύχῃ X.Mem.4.3.14; but hardly so in S.Ph.1329, παῦλαν ἴσθι . . μήποτ' ἐντυχεῖν νόσου (ἂν τυχεῖν Pors.). 6 rarely c. gen., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες = having found the bridge broken up, Hdt.4.140; τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν = having falling in with them (meeting the sons of Asclepius that are with us), S.Ph. 1333. II converse with, talk to, τινί Pl.Ap.41b, Phd.61c, etc.; οὐκ ἄχαρις ἐντυχεῖν Id.Ep.360c; οὐκ ἀηδὴς ἐ. Men.Pk.112. 2 have sexual intercourse with, τινί Plu.Sol.20. 3 petition, appeal to, τινὶ περί τινος (masc.) Act.Ap.25.24; τῷ βασιλεῖ περὶ τούτων Plb.4.76.9; ὁ ἐντυγχάνων = the petitioner, OGI669.5; ἐντυγχάνω κατά τινος = plead against, PGiss.1.36.15 (ii B.C.), LXX 1 Ma.8.32, Ep.Rom.11.2; τῷ βασιλεῖ τὴν ἀπόλυσιν LXX 3 Ma.6.37; τῷ διοικητῇ PTeb.58.43 (ii B. C.): c. inf., entreat one to do, Nic.Dam.Fr.47 J., Plu.Pomp.55; ἐ. ὅπως . . Id.Ages. 25:—Pass., ὑπὲρ φυγάδων ἐντευχθείς Id.Cat.Ma.9. III of books, meet with, βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ Pl.Smp.177b, cf. Ly.214b; οἱ ἐντετυχηκότες ταῖς ἱερωτάταις βίβλοις Ph.1.395; hence, read, Luc. Dem.Enc.27, Plu.Rom.12, Jul.Or.7.210d, etc.; οἱ ἐντυγχάνοντες readers, Plb.1.3.10, Longin.1.1; ἐντυχὼν ὑμῶν τῷ ψηφίσματι IG12(3).176 (Epist. Hadriani), cf. 5(1).1361.7 (Epist. Commodi).

German (Pape)

[Seite 859] (s. τυγχάνω), zufällig auf Jemand treffen, ihm begegnen, in Etwas gerathen; τοιούτοις κακοῖς Soph. Ai. 428; μὴ φύλαξιν ἐντύχῃς Eur. Rhes. 570; Ar. Nubb. 689; Thuc. 5, 5 u. oft, wie die Folgdn; am häufigsten von Menschen, bes. = mit Einem sprechen, mit ihm verkehren, wo der Begriff des Zufälligen ganz verschwindet, Plat. oft; κατ' ὄψιν ἐντυχεῖν τινι, persönlich mit Einem verkehren, Plut. Lyc. 1; ἐντυχὼν ἐπιεικῶς τοῖς πρεσβευταῖς, behandelnd, Timol. 10; auch vom Beischlaf, Rom. 5 Sol. 20 u. öfter; absolut, ὁ ἐντυχών, der zufällig dazu Gekommene, der Erste Beste, Thuc. 4, 132; auch praes., 4, 40; Plat. Alc. II, 144 b u. A. – Von Sachen, διαγράμμασι Plat. Rep. VII, 529 d; λόγοις VI, 498 d; βιβλίῳ, auf ein Buch stoßen, das Einem gerade in die Hände fällt, Conv. 177 b; Lys. 214 a; dah. überh. = lesen, Luc. Dem. enc. 27; Plut. u. a. Sp. oft; vgl. Ath. IV, 164 b; Hdn. 1, 1, 4. 4, 12, 2; οἱ ἐντυγχάνοντες, die Leser, Pol. 1, 3, 10 u. A.; τάφροις ἐνέτυχον, sie stießen auf Gräben, Xen. An. 2, 3, 10; λόφῳ 4, 2, 10; κεραυνός, οἷς ἂν ἐντύχῃ, πάντων κρατεῖ Mem. 4, 3, 14. – Mit Bitten sich an Jemanden wenden, ἐνέτυχε βοηθεῖν, er bat, ihm beizustehen, Plut. Pomp. 55; mit ὅπως, Ages. 25; ἐντευχθεὶς ὑπέρ τινος, gebeten, Cat. mai. 9 Quaest. Rom. 50; περί τινος, Pol. 4, 76, 9. – Mit dem gen. verbunden, erlangen, bekommen, τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν Soph. Phil. 1317; Her. 4, 140.

German (Pape)

[Seite 859] (s. τυγχάνω), zufällig auf Jemand treffen, ihm begegnen, in Etwas gerathen; τοιούτοις κακοῖς Soph. Ai. 428; μὴ φύλαξιν ἐντύχῃς Eur. Rhes. 570; Ar. Nubb. 689; Thuc. 5, 5 u. oft, wie die Folgdn; am häufigsten von Menschen, bes. = mit Einem sprechen, mit ihm verkehren, wo der Begriff des Zufälligen ganz verschwindet, Plat. oft; κατ' ὄψιν ἐντυχεῖν τινι, persönlich mit Einem verkehren, Plut. Lyc. 1; ἐντυχὼν ἐπιεικῶς τοῖς πρεσβευταῖς, behandelnd, Timol. 10; auch vom Beischlaf, Rom. 5 Sol. 20 u. öfter; absolut, ὁ ἐντυχών, der zufällig dazu Gekommene, der Erste Beste, Thuc. 4, 132; auch praes., 4, 40; Plat. Alc. II, 144 b u. A. – Von Sachen, διαγράμμασι Plat. Rep. VII, 529 d; λόγοις VI, 498 d; βιβλίῳ, auf ein Buch stoßen, das Einem gerade in die Hände fällt, Conv. 177 b; Lys. 214 a; dah. überh. = lesen, Luc. Dem. enc. 27; Plut. u. a. Sp. oft; vgl. Ath. IV, 164 b; Hdn. 1, 1, 4. 4, 12, 2; οἱ ἐντυγχάνοντες, die Leser, Pol. 1, 3, 10 u. A.; τάφροις ἐνέτυχον, sie stießen auf Gräben, Xen. An. 2, 3, 10; λόφῳ 4, 2, 10; κεραυνός, οἷς ἂν ἐντύχῃ, πάντων κρατεῖ Mem. 4, 3, 14. – Mit Bitten sich an Jemanden wenden, ἐνέτυχε βοηθεῖν, er bat, ihm beizustehen, Plut. Pomp. 55; mit ὅπως, Ages. 25; ἐντευχθεὶς ὑπέρ τινος, gebeten, Cat. mai. 9 Quaest. Rom. 50; περί τινος, Pol. 4, 76, 9. – Mit dem gen. verbunden, erlangen, bekommen, τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν Soph. Phil. 1317; Her. 4, 140.

Greek (Liddell-Scott)

ἐντυγχάνω: μέλλ. -τεύξομαι: ἀόρ. β΄ ἐνέτῠχον: πρκμ. ἐντετύχηκα: ἀόρ. παθ. μετοχ. ἐντευχθεὶς μετ’ ἐνεργ. σημασίας, Πλουτ. Κάτων Πρεσβύτ. 9. Ἀπαντῶ, συναντῶ, μετὰ δοτ. προσ., ἐντυγχάνοντες δ’ ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι Ἡρόδ. 1. 134 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Νεφ. 689, κτλ.· ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα (ὃ ἐστι τούτων οἷς...) Πλάτ. Πολ. 531Ε· κατ’ ὄψιν ἐντ. τινὶ Πλουτ. Λυκ. 1. 2) μετὰ δοτ. πράγμ., κακοῖς τοιούτοις ἐντυγχάνω = τυγχάνω ὢν ἐν τοιούτοις κακοῖς, Σοφ. Αἴ. 433· οὑντυγχάνων (ἐνν. τοῖς πράγμασιν) Εὐρ. Ἀποσπ. 289· ἐντ. τῷ νώτῳ, ἐπὶ τοῦ κροκοδείλου, Ἡρόδ. 2. 70· ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο, ὅν τινα ἐπετύγχανον οἱ λίθοι ἢ τὰ βέλη ἐφονεύετο, Θουκ. 4. 40· βιβλίῳ σοφοῦ ἀνδρὸς Πλάτ. Συμπ. 177Β· πρβλ. Λύσιν 214Α· οὕτως ἐπὶ κωλυμάτων. ἀπαντῶ καθ’ ὁδόν, καὶ ἐνετύγχανον τάφροις καὶ αὐλῶσιν ὕδατος πλήρεσι Ξεν. Ἀν. 2. 3, 10· λόφῳ αὐτόθι 4. 2, 10. 3) ἀπολ., μηδ’ ἐντυχὼν δύναιτ’ ἂν ὧν ἐρᾷ τυχεῖν Σοφ. Ἀποσπ. 109, Εὐρ. Ἄλκ. 1032, Ἀριστοφ. Ἀχ. 848· ὁ ἐντυχών, ὁ τυχαίως κατασταθεὶς εἴς τι, ὁ τυχών, καὶ μὴ τοῖς ἐντυχοῦσιν ἐπιτρέπειν Θουκ. 4. 132· τὴν ὠμότητα ᾗ καθ’ ἁπάντων χρῆται τῶν ἐντυγχανόντων, τῶν συναντώντων, Δημ. 543. 1, πρβλ. 573. 25. 4) ἐπὶ κεραυνοῦ, οἷς ἂν ἐντύχῃ πάντων κρατεῖ, εἰς πᾶν ὅ,τι τύχῃ νὰ ἐνσκήψῃ τὸ καταστρέφει, Ξεν. Ἀπομν. 4. 3. 14· οὕτως ἐπὶ δυστυχημάτων, ἀνθρώπεια δ’ ἄν τοι πήματ’ ἐντύχοι βροτοῖς Αἰσχύλ. Πέρσ. 706· καὶ παῦλαν ἴσθι τῆσδε μήποτ’ ἐντυχεῖν (ἐνν. σοι) νόσου βαρείας Σοφ. Φ. 1329 (ὁ Πόρσων διώρθωσεν ἂν τυχεῖν, καὶ τὴν γραφὴν ταύτην παρεδέξατο ὁ Jebb καὶ ἄλλοι, διότι τὸ ἂν εἶναι ἀναγκαῖον, καὶ τὸ ἐντυχὼν κεῖται κατωτέρω ἐπὶ διαφόρου σημασίας). 5) σπανιώτατα ὡς τὸ τυγχάνω, μετὰ γεν., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες, εὑρόντες τὴν γέφυραν διαλελυμένην, Ἡρόδ. 4. 140· τῶν παρ’ ἡμῖν ἐντυχὼν... Ἀσκληπιαδῶν, ἐλθὼν εἰς συνάντησιν, (ἔνθα ὁ Erf. προτείνει: τοῖν... Ἀσκληπίδαιν) Σοφ. Φιλ. 1333. ΙΙ. ἔρχομαι εἰς συνέντευξιν, συναναστρέφομαι, συνομιλῶ μετά τινος, ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶ Αἴαντι Πλάτ. Ἀπολ. 41Β, Φαίδων 61C, κτλ.: ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, συγγίγνομαί τινι, τρὶς ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν πάντως τῇ ἐπικλήρῳ τὸν λαβόντα Πλουτ. Σόλ. 20. 2) προσέρχομαι ἱκετευτικῶς, ἐνέτυχον τῷ βασιλεῖ... αἰτούμενοι Ἑβδ. (Γ΄ Μακκ. ς΄, 37)· ἐνέτυχόν μοι... ἐπιβοῶντες Πράξ. Ἀποστ. κε΄. 24· τινὶ περί τινος Πολύβ. 4. 76, 9· ὑπέρ τινος, ὑπὲρ δὲ τῶν ἐξ Ἀχαΐας φυγάδων ἐντευχθείς, «παρακληθείς» (Κοραῆς), Πλουτ. Κάτων Πρεσβ. 9: - μετ’ ἀπαρ., ἱκετεύω, παρακαλῶ τινα νὰ κάμῃ τι, ὁ αὐτ. Πομπ. 55· ἐντ. ὅπως... ὁ αὐτ. Ἀγησ. 2. 5. ΙΙΙ. ἐπὶ βιβλίων, ἀπαντῶ, ἀλλ’ ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ, ἔτυχε νὰ ἴδω, περιῆλθεν εἰς χεῖράς μου, Πλάτ. Συμπ. ἔνθ’ ἀνωτ., Λύσ. 214Β· ἐντεῦθεν ἀναγινώσκω, Λουκ. Δημ. Ἐγκώμ. 27, Πλούτ., κλ.· οἱ ἐντυχγάνοντες, οἱ ἀναγινώσκοντες, οἱ ἀναγνῶσται, Πολύβ. 1. 3, 10:πρβλ. ἐντευκτέον.

French (Bailly abrégé)

f. ἐντεύξομαι;
I. rencontrer par hasard, d’où
1 avec un suj. de pers. trouver sur son chemin : τινί qqn, qch ; ἐντ. τάφροις ou λόφῳ rencontrer sur son chemin des fossés, une colline ; rar. avec le gén. ἐντ. λελυμένης τῆς γεφύρης HDT trouver le pont rompu ; abs. ὁ ἐντυχών THC le premier venu;
2 avec un suj. de choses tomber sur : τινί sur qqn en parl. de la foudre, d’un malheur;
II. se rencontrer avec, d’où
1 avoir une entrevue, un entretien avec, τινι ; avoir des relations intimes avec;
2 intercéder auprès de, solliciter : τινι ὑπέρ τινος qqn en faveur de qqn ; avec l’inf. ou avec ὅπως solliciter qqn de.
Étymologie: ἐν, τυγχάνω.

English (Slater)

ἐντυγχάνω : ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ Πα. 2. 75, v. ἐν Β, τυγχάνω.]

Spanish (DGE)

• Morfología: [tes. pres. part. dat. plu. ἐντυγχανόντοις IG 9(2).66a.3 (Lamia II d.C.); med. aor. part. gen. plu. ἐντευξαμένων Cels.Phil.1.18, pas. 1a sg. ἐνετεύχθην Ph.2.170; perf. ind. 3a plu. ἐντετεύχασι Com.Adesp.1146.15, ἐντέτευχαν IG 5(1).1146.30 (Laconia I a.C.), part. ἐντετευχώς UPZ 118.23 (II a.C.), D.H.Amm.1.12.4]
I 1encontrarse, toparse con
a) c. dat. ἐντυγχάνοντες δ' ἀλλήλοισι ἐν τῇσι ὁδοῖσι Hdt.1.134, cf. Ar.Nu.689, κατ' ὄψιν ἐντυχεῖν Ὁμήρῳ encontrarse personalmente con Homero de Licurgo, Plu.Lyc.1, κεραυνός ... οἷς ἂν ἐντύχῃ πάντων κρατεῖ el rayo abate todo lo que se encuentra X.Mem.4.3.14, ὁ ἐντυγχάνων τοῖς τε λίθοις καὶ τοξεύμασι διεφθείρετο el que se encontraba con las piedras y las flechas moría Th.4.40, cf. Hdt.2.70, X.An.2.3.10, 4.2.10, Isoc.4.32, κακῷ B.18.44, cf. S.Ai.433, E.Fr.287, ἀδυνάτῳ Arist.EN 1112b24, cf. Hp.VM 9, Hld.2.20.4;
b) c. gen. de cosa o pers. λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες habiéndose encontrado con el puente destruido Hdt.4.140, τῶν παρ' ἡμῖν ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν S.Ph.1333, ὀλίγοι ὧν ἐγὼ ἐντετύχηκα Pl.R.531e, cf. Grg.509a, Prt.361e, πένης ἀνὴρ οὐδ' ἐντυχὼν δύναιτ' ἂν ὧν ἐρᾷ τυχεῖν S.Fr.85.8.
2 tener trato con, relacionarse c. dat. de pers. (οἱ ἰητροί) πᾶσαν ὥρην ἐντυγχάνουσι γυναιξί Hp.Medic.1, c. el dat. impl. οὔτε ἄχαρίς ἐστιν ἐντυχεῖν Pl.Ep.360c, cf. Men.Pc.302
en v. med. mismo sent., Plu.Art.4
tener trato sexual c. dat. de pers. τὸ τρὶς ἑκάστου μηνὸς ἐντυγχάνειν ... τῇ ἐπικλήρῳ Plu.Sol.20. Euagr.Pont.Cap.Pract.22.
3 encontrarse con alguien c. un fin comunicativo hablar con, conversar con c. dat. de pers. ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει καὶ Αἴαντι Pl.Ap.41b, cf. Phd.61c, Men.Dysc.751, PRyl.568.4 (III a.C.), c. πρός y ac., Plu.Fab.20, c. el dat. impl. τοῖς ἐντυγχάνειν κατὰ σπουδὴν βουλομένοις Thphr.Char.1.3
oficialmente entrevistarse con οἱ πρέσβεις ... ἐνετύγχανον τούτοις Plb.4.30.1, τοῖς ἡγουμένοις Ῥωμαίοις IClaros 1.P.2.24 (II a.C.), cf. Aristeas 174, LXX 3Ma.6.37, Act.Ap.25.24, c. περί y gen. ἐντυχόντων δ' αὐτῶν τῷ βασιλεῖ περὶ τούτων Plb.4.76.9.
II usos fig.
1 ir al encuentro para, pedir, rogar a c. o sin dat. de pers., c. inf. οὗτος Ἀδυάττῃ τῷ βασιλεῖ ἐνέτυχεν ... δοῦναι Nic.Dam.47, cf. Plu.Pomp.55, c. ὅπως: ἐντυγχάνω σοι, δεόμενος καὶ ἱκετεύων, ὅπως ποιήσῃς ... PMag.7.690
abs. suplicar, clamar τοῦ Ἄβελ ... τὸ αἷμα ἐντυγχάνον τῷ θεῷ Clem.Al.Paed.1.6.47, cf. Apoc.En.9.10
c. constr. prep.:
a) c. ὑπέρ y gen. pedir, interceder en favor de νυκτὸς καὶ ἡμέρας ἐντυνχάνω τῷ θεῷ ὑπὲρ ὑμῶν BGU 246.12 (II/III d.C.), cf. Ep.Hebr.7.25, Gr.Nyss.Melet.454.12, en v. pas. ὑπὲρ δὲ τῶν ἐξ Ἀχαΐας φυγάδων ἐντευχθεὶς διὰ Πολύβιον ὑπὸ Σκιπίωνος rogado (Catón) por Escipión a través de Polibio en favor de los expulsados de Aquea Plb.35.6.1, c. περὶ y gen. ἐνετεύχθη (Dios) ... περὶ τῶν αὖθίς ποτε γενησομένων Ph.2.170;
b) c. κατά y gen. apelar en contra de ἐὰν οὖν ἔτι ἐντύχωσιν κατὰ σου LXX 1Ma.8.32, ἐντυγχάνει τῷ θεῷ κατὰ τοῦ Ἰσραήλ; ¿apela a Dios en contra de Israel?, Ep.Rom.11.2.
2 admin. y jur. dirigirse a, presentar una solicitud, queja o reclamación a instancias superiores, gener. c. dat.:
a) gener. en pap. e inscr. ἐνετύχομεν καὶ ἐπεδώκαμεν ἔντευξιν nos dirigimos a vosotros y os presentamos una petición, UPZ 42.5 (II a.C.), cf. ITemple of Hibis 4.46 (I d.C.), paród., de unos peces Com.Adesp.1146.15;
b) c. giro prep. ἐνέτυχον τῷ διοικητῇ ἕνεκα τῆς προσόδου ἵνα ... POxy.533.25 (II/III d.C.), περὶ τῶν αὐτῶν ἐντυχόντος μου PTor.Choachiti 11.35, cf. PDryton 33.18 (ambos II a.C.), ἐνέτυχον πρὸ βήματος διὰ Ἀμμωνίου ῥήτορος PMich.534.10 (II d.C.);
c) esp. c. κατά y gen. presentar una demanda contra ἐμοῦ δὲ ἐντυχόντος κατ' αὐτῶν ... τῷ ἐπιστάτῃ PEnteux.54.7 (III a.C.), cf. PGiss.36.15 (II a.C.), LXX 1Ma.10.63;
d) part. subst. ὁ ἐντετευχώς el solicitante, el demandante, UPZ 118.23 (II a.C.), BGU 1085.3 (II d.C.), frec. como fórmula en doc. oficiales κοινῇ καὶ ἰδίᾳ τοῖς ἐντυγχάνουσι τῶν πολιτῶν χρήσιμος ὢν διατελεῖ IM 6.11 (III a.C.), cf. FAmyzon 15.16 (III a.C.), ἐντυχόντος Ἰσιδώρου Εὐδαίμων ῥήτωρ εἶπεν· POxy.2340.3 (II d.C.), cf. PTeb.335.17 (II d.C., cf. BL 3.242);
e) en aor. pas. recibir una petición ἐνετεύχθην δὲ καὶ περὶ τῶν ἀτελειῶν καὶ κουφοτελειῶν ITemple of Hibis 4.26 (I d.C.), cf. POxy.237.7.7 (II d.C.).
3 encontrarse con el texto escrito, leer c. dat. de lo que se lee ἔγωγε ἤδη τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ ἀνδρὸς σοφοῦ yo mismo me encontré ya con cierto libro de un sabio Pl.Smp.177b, ἢ οὐκ ἐντετύχηκας τούτοις τοῖς ἔπεσιν; Pl.Ly.214b, cf. Plu.Rom.12, σύνταγμα ... ᾧ εἰ βούλεσθε ἐντυχεῖν Iust.Phil.1Apol.26.8, cf. D.H.Imit.2.9, abs., Luc.Dem.Enc.27, cf. Longin.Fr.Mem.136
part. subst. οἱ ἐντυγχάνοντες los lectores Plb.1.3.10, Vett.Val.50.26, τοὺς ἐντευξομένους τοῖς βιβλίοις I.AI 1.15
como fórmula en doc. ofic. ἐντυχὼν ὑμῶν τῷ ψηφίσματι ... ἐμάνθανον IG 12(3).176.6 (Astipalea II d.C.), cf. IG 5(1).1361.7 (Mesenia II d.C.), PBeatty Panop.2.86 (III d.C.)
esp. en perf. estar versado en, conocer bien τίς οὖν ἀγνοεῖ τῶν ἐντετυχηκότων ταῖς ἱερωτάταις βίβλοις Ph.1.395, ταῖς Ἀριστοτέλους ἐντετευχὼς τέχναις D.H.Amm.1.12.4.
III 1ser casualmente ἐν δὲ μηνὸς πρῶτον τύχεν ἆμαρ (tm.) fue casualmente el primer día del mes Pi.Fr.52b.76.
2 c. sent. local encontrarse, hallarse, estar presente en c. ἐν y dat. ἐντυχὼν ἐν τἀγορᾷ Ar.Ach.848, abs. ἐντυχόντι δὲ αἰσχρὸν παρεῖναι κέρδος ἦν τόδ' εὐκλεές era vergonzoso, encontrándome allí, dejar escapar esta ganancia gloriosa E.Alc.1032, cf. Dig.27.1.13.7
part. subst. gener. plu. οἱ ἐντυγχάνοντες los allí presentes ὅταν μὴ τοὺς ἀδικοῦντας λάβητε, τοὺς ἐντυγχάνοντας κολάζετε cuando no capturéis a los culpables, castigad a los allí presentes Isoc.18.36, cf. D.21.88, Thphr.Char.24.8, συκοφαντῶν τὸν ἐντυγχάνονθ' ὑμῶν Din.2.12, sent. fig. (πολιτείαν) οὐ τοιαύτην τοῖς ἐντυγχάνουσι φαινομένην (una constitución) que no se muestra así a los que se encuentran gobernados por ella Isoc.7.20, tb. sg., D.21.183.

English (Strong)

from ἐν and τυγχάνω; to chance upon, i.e. (by implication) confer with; by extension to entreat (in favor or against): deal with, make intercession.

English (Thayer)

2nd aorist ἐνέτυχον; generally with a dative either of person or of thing;
1. to light upon a person or a thing, fall in with, hit upon, a person or a thing; so often in Attic.
2. to go to or meet a person, especially for the purpose of conversation, consultation, or supplication (Polybius, Plutarch, Aelian, others): with the addition περί τίνος, the genitive of person, for the purpose of consulting about a person, R. V. made suit); to make petition: ἐνέτυχον τῷ κυρίῳ καί ἐδεήθην αὐτοῦ, ἐνέτυχον τῷ βασιλεῖ τήν ἀπόλυσιν ... αἰτούμενοι, to pray, entreat: ὑπέρ with the genitive of person to make intercession for anyone (the dative of the person approached in prayer being omitted, as evident from the context), περί with the genitive of person, Clement of Rome, 1 Corinthians 56,1 [ET]); τίνι κατά τίνος (to plead with one against anyone), to accuse one to anyone, Sept.) (Compare: ὑπερεντυγχάνω.)

Greek Monolingual

ἐντυγχάνω (AM)
1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» — συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.)
2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ
3. (η μτχ. ενεστ. και μέλλ. ως ουσ.) α) οἱ ἐντυγχάνοντες
οι αναγνώστες
β) τοῖς ἐντευξομένοις
προς τους αναγνώστες (ως επικεφαλίδα προλόγου ή εισαγωγής βιβλίων παλαιότερα)
αρχ.
1. συναντώ κάτι, «πέφτω πάνω» σε κάτι («ἐνετύγχανον τάφροις», Ξεν.)
2. απρόσ. ἐντυγχάνει
τυχαίνει να είναι
3. έρχομαι σε συνέντευξη ή ακρόαση με κάποιον, συναναστρέφομαι, συζητώ, συνομιλώὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει» — οσάκις συνομιλήσω με τον Παλαμήδη, Πλάτ.)
4. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι
5. προσέρχομαι ικετευτικά, παρακαλώ, ικετεύω («ἐνέτυχον τῷ βασιλεῑ αἰτούμενοι» — προσήλθαν ικετευτικά στον βασιλέα ζητώντας, ΠΔ)
6. (για κεραυνό) ενσκήπτω, χτυπώ («οἷς ἄν ἐντύχῃ πάντων, κρατεῑ», Ξεν.)
7. καλούμαι να δώσω γνώμη ή συμβουλή
8. «ἐντυγχάνω κατά τινος» — κατηγορώ κάποιον
9. (οι μτχ. ενεστ., μέλλ., αορ. ως ουσ.) α) ὁ ἐντυγχάνων
i. ο ικετεύων, ο ικέτης
ii. οἱ ἐντυγχάνοντες
οι αναγνώστες
β) οἱ ἐντευξόμενοι
οι μελλοντικοί αναγνώστες, όσοι πρόκειται να διαβάσουν το βιβλίο
γ) ὁ ἐντυχών και συν. στον πληθ. οἱ ἐντυχόντες
οι κατά τύχη συναντώμενοι, οι πρώτοι τυχόντες.

Greek Monotonic

ἐντυγχάνω: μέλ. -τεύξομαι, αόρ. βʹ ἐνέτῠχον, παρακ. ἐντετύχηκα, μτχ. Παθ. αορ. αʹ ἐντευχθείς, με Ενεργ. σημασία·
I. 1. σκοντάφτω πάνω, βρίσκω τυχαία, συναντώ, συναντιέμαι με κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Ηρόδ. κ.λπ.· απόλ., ὁἐντυχών, ο πρώτος που μας συναντά, οποιοδήποτε τυχαίο πρόσωπο, σε Θουκ.· λέγεται για κεραυνό, πλήττω, πέφτω πάνω σε, χτυπώ, με δοτ., σε Ξεν.· ομοίως λέγεται και για δυστυχήματα, σε Αισχύλ.
2. σπανίως, όπως το τυγχάνω, με γεν., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες, βρίσκοντας τη γέφυρα διαλυμένη, σε Ηρόδ.· ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν, συναντώντας τους, σε Σοφ.
II. 1. συναναστρέφομαι, συνομιλώ με κάποιον, τινί, σε Πλάτ.
2. μεσολαβώ, μεσιτεύω, παρεμβαίνω, ικετεύω, παρακαλώ, τινί, σε Καινή Διαθήκη, Πλούτ.· με απαρ., ικετεύω, παρακαλώ κάποιον να κάνει κάτι, στον ίδ.
III. λέγεται για βιβλία, συναντώ (δηλ. τυχαίνει να έρθουν στα χέρια μου), σε Πλάτ.· απ' όπου, διαβάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἐντυγχάνω: (fut. ἐντεύξομαι, aor. 2 ἐνέτυχον, pf. ἐντετυχηκα; aor. pass. ἐνετύχθην)
1) (случайно) встречаться, сталкиваться, наталкиваться (τινί Trag., Her., Thuc., Arph., Arst., Plut., редко τινός Soph., Her.): ὁ ἐντυχών Thuc., Isocr., Isae. или ὁ ἐντυγχάνων Plat. первый встречный; ὁ ἐντυχὼν ὑμῶν Dem. любой из вас; τοῖς κακοῖς ἐ. Soph. попадать в беду; οἷς ἂν ἐντύχῃ κεραυνός Xen. во что молния ни попадет; τινὶ ἐνέτυχον βιβλίῳ Plat. мне попалась одна книга; λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες Her. найдя мост разобранным;
2) встречать, общаться или беседовать: πολλὰ ἐντετύχηκα τῷ ἀνδρί Plat. мне часто приходилось бывать в его обществе; κατ᾽ ὄψιν или δι᾽ ὄψεως ἐ. τινί Plut. лично общаться с кем-л.;
3) вступать в связь, иметь сношения (τῇ γυναικί Plut.);
4) обращаться (с просьбой), просить (τινὶ περί τινος Polyb., Plut.; τινὶ ὑπέρ τινος, ποιεῖν τι и ὅπως … Plut.): ἐντευχθεὶς ὑπέρ τινος Plut. спрошенный о чем-л.;
5) читать: ἐντυχὼν τὴν γνώμην διετέθην … Luc. прочитав, я пришел к заключению …; τοῖς Πολέμωνος ἐ. Plut. читать сочинение Полемона; οἱ ἐντυγχάνοντες Polyb. читатели.

Middle Liddell

fut. -τεύξομαι aor2 ἐνέτῠχον perf. ἐντετύχηκα aor1 pass. part. ἐντευχθείς
I. in act. sense:— to light upon, fall in with, meet with a person or thing, c. dat., Hdt., etc.:—absol., ὁ ἐντυχών the first who meets us, any chance person, Thuc.; of thunder, to fall upon, c. dat., Xen.; so of misfortunes, Aesch.
2. rarely, like τυγχάνω c. gen., λελυμένης τῆς γεφύρης ἐντυχόντες having found the bridge broken up, Hdt.; ἐντυχὼν Ἀσκληπιδῶν having fallen in with them, Soph.
II. to converse with, talk to, τινί Plat.
2. to intercede with, intreat, τινί NTest., Plut.:—c. inf. to intreat one to do, Plut.
III. of books, to meet with, Plat.: hence, to read, Luc.

Chinese

原文音譯:™ntugc£nw 恩-碇格哈挪
詞類次數:動詞(5)
原文字根:在內-發生(向上)
字義溯源:面求,接洽,懇求,祈求;由(ἐν / ἐμμέσῳ / ἐννόμως)*=在,入)與(τυγχάνω)*=蒙受)組成
同源字:1) (ἐντυγχάνω)面求 2) (τρυφή)蒙受 3) (ὑπερεντυγχάνω)代求參讀 (βούλομαι) (ἐγγίζω)同義字
出現次數:總共(5);徒(1);羅(3);來(1)
譯字彙編
1) 他⋯祈求(2) 羅8:27; 羅11:2;
2) 祈求(2) 羅8:34; 來7:25;
3) 曾懇求(1) 徒25:24