ῥύομαι
English (LSJ)
A v. ἐρύω (B). ῥύπα, τά, heterocl. pl. of ῥύπος (q.v.).
German (Pape)
[Seite 851] (vgl. ἐρύω), fut. ῥύσομαι, aor. ἐῤῥυσάμην; ep. Iterativform des imperf. ῥύσκευ, Il. 24, 730; syncop. aor. ἔρυτο, ῥύατο, ῥῦσθαι, 15, 141; erst Sp. haben auch den aor. pass. ἐῤῥύσθην; – eigtl. Einen an sich ziehen, nämlich aus der Gefahr, daher im wirklichen Sprachgebrauche = aus der Gefahr reißen, d. i. retten, erretten; u. überhaupt schützen; Hom. u. Hes.; c. accus. der Person u. der Sache; Hom. οἵτε πτολίεθρα ῥύονται, Il. 9, 396; ἵνα Τρώων ἀλόχους καὶ τέκνα ῥύοισθε ὑπ' Ἀχαιῶν, vor den Achäern, 17, 224; ἐῤῥύσατο καὶ ἐσάωσεν Ἕκτορα, 15, 290; οὐ γάρ κεν ῥύσαιτό σ' ὑπὲκ κακοῦ, Od. 12, 107, aus dem Unglück, vgl. Il. 20, 300; Her. 1, 87; ὑπ' ἠέρος, aus dem Nebel retten, Il. 17, 645; auch τινά τινος, Her. 9, 76; τοῦ μὴ κατακαυθῆναι, 1, 86; νούσου, 4, 187, von einer Krankheit heilen, wie ῥύεο νούσου C. Long. 1 (VI, 191); daher befreien, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην, ihn befrei'te ich von dort, Il. 15, 29; ἐκ δουλοσύνης, Her. 5, 49. 9, 90, wie ῥυσάμενοι πόλιας δουλοσύνης Ep. ad. 144 (App. 168); Ar. Lys. 342 πολέμου καὶ μανιῶν ῥυσάμεναι Ἑλλάδα καὶ πολίτας, sie befreien vom Kriege; ῥύσασθε δυσάμμορον ἀνέρα λύμης, Ap. Rh. 2, 218; ἐκ πόνων ἄνδρα ἐῤῥύσατο, Pind. P. 12, 19. – Uebh. schirmen, schützen, bewahren, erhalten; von Göttern, die Sterbliche beschirmen, Il. 15, 275 Od. 15, 35 u. sonst; von Fürsten und Anführern, welche ihre Städte und Völker beschützen und vertheidigen, Il. 9, 396, s. oben; von Wachen des Heeres, 10, 417; von Hirten, welche ihre Heerden bewachen, mit φυλάσσειν vrbdn, Od. 14, 107. 17, 201; Pind. I. 7, 53; πόλιν καὶ στρατὸν ῥύεσθε, Aesch. Spt. 285; δαίμονες, οἳ δὴ Κάδμου πύργους τούσδε ῥύεσθε, 806, u. öfter; ῥύου με κἀκφύλασσε, Soph. O. C. 286; O. R. 72; ὄλοιθ' ὅστις μ' ἀπό τε φόνου ἔῤῥυτο κἀνέσωσεν, 1352; ῥῦσαί με πρὸς θεῶν, Eur. Andr. 576; auch von Schutzwaffen, κυνέη ῥύεται κάρη, Il. 10, 259; ἔρυτο γὰρ ἔνδοθι θώρηξ χρόα, 23, 819; von der Schutzmauer der Schiffe, 12, 8; auch verdecken, verhüllen, Od. 6, 129; vgl. Thuc. 5, 63, ῥύσεσθαι ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας, er werde die Beschuldigungen mit einer tapfern That bedecken, wieder gut machen, Schol. ἀπολύσειν; zurückhalten, hemmen, Ἠῶ δ' αὖτε ῥύσατ' ἐπ' Ὠκεανῷ, Od. 23, 244; τὸ σῶμα ῥύεται μὴ κατθανεῖν, Eur. Herc. Fur. 197, wie ὃν θανεῖν ἐῤῥυσάμην, Alc. 11, vgl. Or. 598. Auch in späterer Prosa, schützen: ῥύεσθαι τὰς Ῥωμαίων ὄχθας, Hdn. 6, 7, 11; ῥύεσθαι γὰρ αὐτοῖς τὰ σώματα, οὐ μάχεσθαι ἀγαπητόν, 6, 5, 21; ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ, Matth. 7, 13; ῥυσθέντες, gerettet, Ev. Luc. 1, 74; ῥυσθῆναι τῆς θυσίας, Heliod. 10, 7. – [Υ braucht Hom. im praes. kurz, wo ein kurzer Vocal folgt, aber Il. 15, 257. 16, 799, wo es den Vers anfängt, lang; im optat. ῥύοιτο ist υ immer lang, Il. 12, 8. 17, 224, wie im fut. Hes. Th. 660, u. gewöhnlich im aor.; nur ῥυσάμην ist kurz, Il. 15, 29; ἔρυτο steht Il. 23, 819, aber mit kurzem υ Hes. Th. 304, wie in ῥύατο, Od. 17, 201 Il. 18, 515; bei den Attik. im fut. u. aor. immer lang. Vgl. noch Buttm. Lexil. I p. 66.]
Greek (Liddell-Scott)
ῥύομαι: Ἰλ., Ἡρόδ., Τραγ.· Ἐπικ. β΄ ἑνικ. παρατ. ῥύσκευ ἐκ παραλλήλου τύπου ῥύσκομαι, Ἰλ. Ω. 730· - μέλλ. ῥύσομαι [ῡ] Ἡσ. Θεογ. 662, Ἡρόδ., Τραγικ.· γ΄ πληθ. ῥυσεῦνται Καλλ. Λουτρ. Παλλάδ. 112: - ἀόρ. ἐρρῡσάμην Ἰλ., Τραγ., Διον. Ἁλ. 4. 68, κτλ.· ὡσαύτως Ἐπικ. συγκεκομ. ἀόρ. β΄ (ἔχων τύπον ὑπερσ.) ἔρῡτο (ἴδε κατωτ.), γ΄ πληθ. ῥύατο Ἰλ. Σ. 515, ἔρυντο Θεόκρ. 25. 76· ἀπαρ. ῥῦσθαι Ἰλ. Ο. 141· - ἀποθ.· ἀλλὰ παρὰ μεταγεν. ὁ ἀόρ. ἐρρύσθην εἶναι ἐν χρήσει ἐπὶ παθ. σημασίας, Εὐαγγ. κ. Λουκ. α΄, 74, Β΄ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. δ΄, 17, Ἡλιόδ. 10. 7. (Τὸ ἐνεργ. ῥύω δὲν ἀπαντᾷ, ἀντ’ αὐτοῦ δὲ εἶναι ἐν χρήσει τὸ ἐρύω, σύρω. Ἀλλὰ τὰ παράγωγα ῥύσιον, ῥυσός, ῥυτήρ, ῥύτωρ, ῥυτόν, ῥυτίς, κτλ. δεικνύουσιν ὅτι τὸ ἐνεργ. ῥύω ὑπῆρχε τοὐλάχιστον κατ’ ἔννοιαν ἂν μὴ κατὰ τύπον· - καὶ ὅτι ἡ ἐνεργ. σημασ. τοῦ ἐρύω μετέπιπτεν ἐνίοτε εἰς τὴν τοῦ ῥύομαι, φαίνεται ἐκ της σημασίας ΙΙΙ, ὡς καὶ ἐκ τῶν λέξεων ῥύσιον, ῥύσιος, ῥυτήρ). [Ὁ Ὅμηρος καὶ οἱ Ἀττικ. ποιηταὶ ἔχουσιν ῠ ἐν τῇ ὁριστικῇ τοῦ ἐνεστ.· ἀλλ’ ὁ Ὅμηρ. ποιεῖ τὸ υ μακρὸν ἐν τοῖς ῥύομ’ ῥύετ’ ἐν ἀρχῇ στίχου, Ἰλ. Ο. 257, Π. 799· οὕτω, ῥῡομένους Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 449· - ὁ Ὅμηρ. ἔχει ἀεὶ ῡ ἐν τῇ εὐκτικῇ ῥύοιτο, Ἰλ. Μ. 8, Ρ. 224· ἐν τῷ γ΄ πληθ. τοῦ ἀορ. β΄ ῥύατο, Σ. 415, Ὀδ. Ρ. 201· - ῡ ἀεὶ ἐν τῷ μέλλ. ῥύσομαι, Ἡσ. καὶ Ἀττ.· καὶ ἐν τῷ ἀορ. α΄, οὗ ὁ Ὅμηρ. ἔχει τοῦς τύπους ἐρρύσατο, ῥυσάσθην, ῥύσαιτο, ῥῦσαι, (ῠ μόνον ἅπαξ ἐν τῷ ῥῠσάμην Ἰλ. Ο. 29)· ῡ ὡσαύτως ἐν τῷ τύπῳ ἔρῡτο Ψ. 819, Σοφ. Ο. Τ. 1351 (ἐν λυρικ. χωρίοις), ἂν καὶ ὁ Ἡσ. ἐν Θεογ. 301 ἔχει ἔρῠτο]. Κυρίως, σύρω πρὸς ἐμαυτόν, δηλ. σύρω ἐκτὸς κινδύνου, λυτρώνω, σῴζω, Ὅμηρ. Ἡσ. καὶ Ἀττ. ποιητ., ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., ἀλλὰ σχεδὸν δὲν εὑρίσκεται ἐν τῷ πεζῷ Ἀττικῷ λόγῳ, ῥ. τινα Ὅμηρ., κλ.· συχνάκις ἕπεται προσδιορισμὸς ἐμπρόθετος, ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σῴζειν τινὰ ἐκ .., Ἰλ. Υ. 300, Ὀδ. Μ. 107· ὑπ’ ἠέρος Ἰλ. Ρ. 645, πρβλ. 224· ἐκ πόνων Πινδ. Π. 12.32· ἐκ τοῦ κακοῦ Ἡρόδ. 1. 87, κτλ.· ἐκ χερῶν μιαιφόνων Εὐρ. Ὀρ. 1563· ὡσαύτως, ἀπὸ φόνου Σοφ. Ο. Τ. 1352· ἀπὸ τοῦ πονηροῦ Εὐαγγ. κ. Ματθ. ς΄, 13· - οὕτω μετὰ γεν., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Ἡρόδ. 1. 86· τινα μάχας Πινδ. Ι. 8 (7), 114· κακῶν μυρίων Εὐρ. Ἄλκ. 77· τόξων ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 165· πολέμου καὶ μανιῶν ῥ. Ἑλλάδα Ἀριστοφ. Λυσ. 342· μόνον μετ’ ἀπαρ., ῥ. τινα θανεῖν Εὐρ. Ἄλκ. 11· τινα μὴ κατθανεῖν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 197, πρβλ. Ὀρ. 599, Ἡρόδ. 7. 11· - ὡσαύτως, σῴζω ἀπὸ ἀσθενείας, θεραπεύω, ἰῶμαι, ὁ αὐτ. 4. 187· καθόλου, 3. 132. 2) ἀπολυτρώνω, τὸν ἔνθεν ῥυσάμην Ἰλ. Ο. 29· ἐκ δουλοσύνης Ἡρόδ. 5. 49., 9.90· δουλοσύνης αὐτόθι 76. ΙΙ. καθόλου, προστατεύω, φυλάττω, προφυλάττω, μάλιστα ἐπὶ τῶν προστατῶν θεῶν, Ἰλ. Ο. 257, 290, Αἰσχύλ. Θήβ. 92, κτλ.· καὶ πῶς βέβηλον ἄλσος ἂν ῥύοιτό με; ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 509· οὕτως ἐπὶ βασιλέων καὶ ἡγεμόνων, Ἰλ. Ι. 396· ἐπὶ φυλάκων ἢ φρουρῶν, Κ. 417· ἐπὶ χοιροβοσκῶν, Ὀδ. Ξ. 107, κτλ.· - ἐντεῦθεν ὁ Ὅμηρ. συχνὰ συνάπτει, ῥ. καὶ φυλάσσειν, Ὀδ. ἔνθ’ ἀνωτ.· ῥ. καὶ σαῶσαι Ἰλ. Ο. 290· οὕτως, ἀρήγειν καὶ ῥ. Αἰσχύλ. Εὐμ. 232· ῥύου με κἀκφύλασσε Σοφ. Ο. Κ. 285. 2) συχν. παρ’ Ὁμ. ἐπὶ ἀμυντικῶν ὅπλων, καλύπτω, προασπίζω, προφυλάττω, Ἰλ. Κ. 259, Π. 799, κτλ.· ἐπὶ τείχους, Μ. 8. 3) ἄνευ ἐννοίας τινὸς ὑπερασπίσεως, ἁπλῶς, καλύπτω, προκαλύπτω, Ὀδ. Ζ. 129. 4) παρὰ Σοφ. ἐν Ο. Τ. 312, 313, ἡ λέξις κεῖται ἐπὶ διπλῆς σημασίας, ῥῦσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῦσαι δ’ ἐμέ, ῥῦσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσον σεαυτὸν καὶ τὴν πόλιν καὶ ἐμέ, - καὶ ἀπάλλαξον ἡμᾶς ἐκ παντὸς μιάσματος...· - ἡ τελευταία δὲ αὕτη χρῆσις τοῦ ῥήματ. τούτου ὁμοιάζει πρὸς τὴν παρὰ Θουκ. 5. 63, ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, νὰ ἀφαιρέσῃ, ἀναιρέσῃ τὰς κατηγορίας δι’ ἔργου ἀγαθοῦ· οὕτω, πάντα ταῦτα ... ῥύσομαι, θὰ ἀποκρούσω, Εὐρ. Ι. Α. 1383· ῥ. καμάτους Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 853. 6. ΙΙΙ. σύρω ὀπίσω, κρατῶ ὀπίσω, ἀναχαιτίζω, ἐμποδίζω, Ἠῶ ῥύσατ’ ἐπ’ ὠκεανῷ, «ἐκώλυσεν» (Ἡσύχ.), Ὀδ. Ψ. 244· νόστον ἐρυσσάμενοι Πινδ. Ν. 9. 55. IV. ἀποκρούω, ἀπομακρύνω, ὁ αὐτ. ἐν Ι. 8 (7). 114. - Ἴδε Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 277 κἑξ.
French (Bailly abrégé)
impf. ἐρρυόμην, f. ῥύσομαι, ao. ἐρρυσάμην, pf. inus.
tirer à soi, d’où
1 retenir : ἠῶ ἐπ’ Ὠκεανῷ OD retenir l’Aurore dans l’Océan;
2 tirer d’un danger : τινα, sauver qqn ; τινα ὑπ’ Ἀχαιῶν IL tirer qqn des mains des Grecs, protéger contre les Grecs ; τινα ὑπ’ ἐκ κακοῦ OD ou ἐκ θανάτου LUC sauver qqn d’un malheur, de la mort ; avec ἀπό τινος ; τινα μὴ κατθανεῖν EUR ou τινα θανεῖν EUR sauver de la mort ; en gén. protéger, défendre, préserver ; avec un suj. de ch. : κυνέη ῥύεται κάρη IL un casque protège sa tête ; avec l’acc. de la ch. dont on se libère : ἔργῳ ἀγαθῷ τὰς αἰτίας THC racheter ses fautes litt. s’en libérer par une noble action;
3 tirer à l’écart, soustraire aux regards, cacher, voiler, acc.;
4 écarter, éloigner : πᾶν μίασμα SOPH écarter toute souillure.
Étymologie: R. Ῥυ ; cf. ἐρύω, ἔρυμαι.
English (Slater)
ῥύομαι
1 rescue ἐπεὶ ἐκ τούτων φίλον ἄνδρα πόνων ἐρρσατο (P. 12.19) ]ντος αὐχὴν ῥύοιτο πα[ Δ. 3. 14.
2 hinder Τροίας ἶνας ἐκταμὼν δορί, ταί μιν ῥᾰοντό ποτε μάχας ἐναριμβρότου ἔργον ἐν πεδίῳ κορύσσοντα (I. 8.52)
Spanish
English (Strong)
middle voice of an obsolete verb, akin to ῥέω (through the idea of a current; compare ῥύσις); to rush or draw (for oneself), i.e. rescue: deliver(-er).
Greek Monolingual
(I)
ῥύομαι ΝΜΑ
(αποθ.) απαλλάσσω κάποιον από κίνδυνο, λυτρώνω, διασώζω (α. «ἀλλὰ ῥῡσαι ἡμᾱς ἀπὸ τοῦ πονηροῦ», ΚΔ
β. «ῥῡσαι σεαυτὸν καὶ πόλιν, ῥῡσαι δ' ἐμέ, ῥῡσαι δὲ πᾶν μίασμα τοῦ τεθνηκότος» — λύτρωσε τον εαυτό σου και την πόλη, σώσε και εμένα, απάλλαξέ μας από κάθε μίασμα που προέρχεται από τον πεθαμένο, Σοφ.)
αρχ.
1. προστατεύω, υπερασπίζω («ἀμφὶ δὲ τάφρον ἤλασαν... ὄφρα σφιν νῆάς τε θοὰς...ἐντὸς ἔχον ῥύοιτο», Ομ. Ιλ.)
2. (για βασιλείς, ηγεμόνες ή και για χοιροβοσκούς, φύλακες) επιτηρώ, φυλάγω
3. κρατώ, συγκρατώ κάποιον ώστε να μην φύγει, εμποδίζω, αναχαιτίζω
4. αποκρούω, απομακρύνω
5. σώζω από ασθένεια, θεραπεύω
6. (χωρίς τη σημ. της προστασίας) καλύπτω («ὡς ῥύσαιτο περὶ χροΐ μήδεα φωτός», Ομ. Οδ.)
7. ελευθερώνω με λύτρα
8) μτφ. παρέχω αντιστάθμισμα («ἔργῳ γὰρ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (ΙΙ)].
(II)
Α
σύρω, τραβώ κάποιον ή κάτι προς το μέρος μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ἐρύω (Ι)].
Greek Monotonic
ῥύομαι: μέλ. ῥύσομαι [ῡ]· αόρ. αʹ ἐρρῡσάμην· Επικ. γʹ ενικ. αορ. βʹ ἔρῡτο, γʹ πληθ. ἔρυντο, ῥύᾰτο [ῡ], απαρ. ῥῦσθαι· αποθ., αλλά και αόρ. αʹ ἐρρύσθην με Παθ. σημασία·
I. σύρω προς τον εαυτό μου, δηλ. σύροντας βγάζω απ' τον κίνδυνο, σώζω, λυτρώνω, σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ.· ῥύομαί τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ, σώζω κάποιον από..., σε Όμηρ.· ομοίως, με γεν., ῥύομαί τινατοῦ μὴ κατακαυθῆναι, σε Ηρόδ.· ή μόνο με απαρ., ῥύομαί τινα θανεῖν ή μὴ κατθανεῖν, σε Ευρ.· επίσης, σώζω από ασθένεια, γιατρεύω, θεραπεύω, σε Ηρόδ.· ελευθερώνω, απολυτρώνω, αποδεσμεύω, σε Ομήρ. Ιλ.· ἐκ δουλοσύνης, σε Ηρόδ.
II. 1. γενικά, θωρακίζω, φρουρώ, περιφρουρώ, προστατεύω, λέγεται για φύλακες, προστάτες θεούς, ηγεμόνες, βασιλείς κ.λπ., σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· επίσης, για αμυντικό οπλισμό, όπλα, στο ίδ.
2. στο Σοφ., το ῥῦσαι με διπλή σημασία, ῥῦσαι σεαυτόν..., ῥῦσαι δὲ μίασμα τοῦ τεθνηκότος, λύτρωσε τον εαυτό σου..., και απάλλαξέ μας από το μίασμα· ομοίως και, ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας, να απαλλάξει από τις κατηγορίες, να αναιρέσει τις κατηγορίες, σε Θουκ.
III. σύρω πίσω, αναχαιτίζω, εμποδίζω, ανακόπτω, αναστέλλω, παρεμποδίζω, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
IV. αποκρούω, απομακρύνω, κρατώ σε απόσταση, σε Πίνδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥύομαι: (в fut. и aor. ῡ, в praes. и impf. ῠ и ῡ) (fut. ῥύσομαι, aor. ἐρρυσάμην - эп. ῥυσάμην; эп. impf.: 2 л. sing. iter. ῥύσκευ, 3 л. sing. (ἐ)ρύετο, 3 л. pl. ῥύατο; эп. 3 л. sing. aor. 2 ἔρρυτο; inf. praes. ῥύεσθαι - эп. ῥῦσθαι; aor. pass. ἐρρύσθην)
1) задерживать, удерживать (Ἠῶ ἐπ᾽ Ὠκεανῷ Hom.);
2) освобождать, избавлять, спасать (τινα ὑπέκ τινος и ὑπό τινος Hom., ἔκ τινος Pind., Her., Eur., ἀπό τινος Soph. и τινος Her., Pind., Eur., Arph.): ῥ. τινα θανεῖν или μὴ θανεῖν Eur. спасать кого-л. от смерти;
3) охранять, стеречь (τὰς σῦς Hom.; sc. τὴν πόλιν Aesch.);
4) (о шлеме и т. п.) защищать, прикрывать (κάρη τε μέτωπον Hom.);
5) скрывать, прятать (μήδεα Hom.);
6) устранять, искупать, заглаживать (ἔργῳ ἀγαθῷ ῥύσεσθαι τὰς αἰτίας Thuc.).
Frisk Etymological English
See also: s. ἔρυμαι.
Middle Liddell
I. to draw to oneself, i. e. draw out of danger, to rescue, save, deliver, Hom., Hes., etc.; ῥ. τινα ὑπὲκ θανάτου, ὑπὲκ κακοῦ to save from . ., Hom.;—so c. gen., ῥ. τινα τοῦ μὴ κατακαυθῆναι Hdt.; or c. inf. alone, ῥ. τινα θανεῖν or μὴ κατθανεῖν Eur.: also, to save from an illness, cure, Hdt.: to set free, redeem, Il.; ἐκ δουλοσύνης Hdt.
II. generally, to shield, guard, protect, of guardian gods, chiefs, etc., Il. etc.:—of defensive armour, Il.
2. Soph. has ῥῦσαι in a double sense, ῥῦσαι σεαυτὸν . ., ῥῦσαι δὲ μίασμα τοῦ τεθνηκότος deliver thyself,—and deliver us from the pollution; so, ῥ. τὰς αἰτίας to remove the charges, Thuc.
III. to draw back, to hold back, check, Od., Pind.
IV. to keep off, Pind.
Frisk Etymology German
ῥύομαι: {rhúomai}
See also: s. ἔρυμαι.
Page 2,665
Chinese
原文音譯:?Úomai 呂哦買
詞類次數:動詞(18)
原文字根:運輸 相當於: (גְּאוּלִים / גָּאַל) (יָשַׁע / יׄשַׁע / מֹושִׁיעַ) (מָלַט) (נָצַל) (פָּלַט)
字義溯源:衝進,拉出,救出來,救,脫,拯救,拯救的(拯救者),搭救,解救,釋放;源自(ῥέω)*=湧流)。我們雖是蒙主拯救,但那惡者總是伺機殺害和毀壞,所以主耶穌就教導門徒在禱告中向父祈求,不叫我們遇見試探,救我們脫離凶惡( 太6:13)。在那裏可以看見,拯救與保護交匯在一起。保羅用這編號最多,在18次出現中,他使用了12次。在歌羅西書中他把拯救的範圍說的非常透徹:他救了我們脫離黑暗的權勢,把我們遷到他愛子的國裏( 羅1:13)。註:新約使用 (ῥύομαι)這字只18次,但另一個同義字(ἐκσῴζω / σῴζω)=救),卻使用了110次。參讀 (ἀναλύω) (διασῴζω)同義字
出現次數:總共(18);太(2);路(2);羅(3);林後(3);西(1);帖前(1);帖後(1);提後(3);彼後(2)
譯字彙編:
1) 救(3) 太6:13; 路11:4; 帖前1:10;
2) 拯救(1) 提後3:11;
3) 我們可以脫(1) 帖後3:2;
4) 必搭救(1) 提後4:18;
5) 搭救了(1) 彼後2:7;
6) 我⋯被救出來(1) 提後4:17;
7) 搭救(1) 彼後2:9;
8) 救了(1) 西1:13;
9) 在拯救(1) 林後1:10;
10) 救出來(1) 路1:74;
11) 可以救(1) 太27:43;
12) 能救(1) 羅7:24;
13) 拯救者(1) 羅11:26;
14) 曾拯救(1) 林後1:10;
15) 我得拯救(1) 羅15:31;
16) 要拯救(1) 林後1:10