περιμένω
ψυχῆς ἀγῶνα τὸν προκείμενον πέρι δώσων → to stand the appointed trial for his life, to stand the appointed struggle for life and death
English (LSJ)
A wait for, await, c. acc. pers., Hdt.4.89, Ar.Pl.643, etc.; π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσι X.An.2.4.1, etc.: c. acc. rei, π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ar.Fr.387.8; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντός τι as the time could not wait for... Plu.Caes.17.
2 require, expect, σχολάζουσαν φιληκοΐαν Id.2.172e.
3 endure, put up with, μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν Pl.Lg.890e.
4 of events, await, be in store for, τίς με πότμος ἔτι π.; S.Ant.1296(lyr.); μὴ θύσαντας δεινὰ π. Pl.R. 365a; ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον π. ib.614a.
II c. inf., οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι will not wait for others to destroy them, ib.375c; ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι awaits its accomplishment, Id.Tht.173c; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν [τὰ τοιαῦτα] ἐλθεῖν π. D.21.220; π. τὰ λοιπὰ μαθεῖν D.H.1.13.
III abs., wait, stand still, Hdt.7.58, Ar.Ec.517, etc.; π. αὐτοῦ Id.Ach.815; ὀλίγον χρόνον Pl.Ap.38c; π. ἕως τὸν ὄχλον διωσώμεθα X.Cyr.7.5.39; ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Pl.Phd. 59d, cf. 116a; μέχρι τούτου, ἕως ἂν… D.9.10; ἄχρι ἂν… X.An.2.3.2; μέχρις ἄν… Epict.Ench.15.
German (Pape)
[Seite 582] (s. μένω), auf Einen, der kommen soll od. zurückbleibt, warten, erwarten; τίς με πότμ ος ἔτι περιμένει; Soph. Ant. 1282; ἔνδον κάθημαι περιμένουσα τουτονί, Ar. Plut. 643; Amphis bei Ath. IV, 175 a; ἀλλήλους, Thuc. 5, 64; καιρούς, Isocr. 4, 118; οὕτω περιμένει τὴν εἰς Ἅιδου πορείαν, Plat. Phaed. 116 a, u. öfter; auch cum part., aushalten, ertragen, οὕτω μακρὰ λέγοντας ὴμᾶς αὐτοὺς περιεμείναμεν, Legg. X, 890 e; Xen. Cyr. 7, 5, 39; Folgde; περιμένει ἕως τούτου, μέχρι ἄν, Pol. 5, 56, 2; περιμένων, ἔςτ' ἄν, Luc. Hermot. 40; auch σώματα οὐ περιμένοντα τὴν ἴασιν, abdic. 28.
French (Bailly abrégé)
I. avec un suj. de pers.
1 attendre, acc.;
2 attendre patiemment, supporter, acc.;
II. avec un suj. de chose;
1 attendre;
2 s'attendre à, présumer, acc.;
3 être réservé à, acc..
Étymologie: περί, μένω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περι-μένω wachten op; met acc..; κάθημαι περιμένουσα τουτονί ik zit op die vent te wachten Aristoph. Pl. 643; τὴν κατὰ πρόσωπον ἔντευξιν... τοῦ καιροῦ... μὴ περιμένοντος als er geen gelegenheid overschoot om elkaar persoonlijk te ontmoeten Plut. Caes. 17.8; met acc. en inf..; οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι zij zullen er niet op wachten dat anderen hen vernietigen Plat. Resp. 375c; περιμείνω καταφαγεῖν τὴν προῖκά μου τὸν χρηστόν... ἄνδρα; moet ik erop wachten dat haar fraaie man mijn bruidsschat heeft verbrast? Men. Epitr. 1065; volhouden, verdragen, met acc. en ptc.:; περὶ... μουσικῆς οὕτω μακρὰ λέγοντας ἡμᾶς αὐτούς περιεμείναμεν wij hadden geduld met onszelf toen, wij zo lang over muziek spraken Plat. Lg. 890e; te wachten staan (van gebeurtenissen):. τίς με πότμος ἔτι περιμένει; welk lot staat mij nog te wachten? Soph. Ant. 1296. abs. wachten, afwachten:. περιεμένομεν... ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτηριον wij bleven elke keer wachten, totdat de gevangenis openging Plat. Phaed. 59d.
Russian (Dvoretsky)
περιμένω:
1 ждать, выжидать, пережидать (ὀλίγον χρόνον Plat.): περιεμένομεν ἑκαστοτε, ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Plat. мы ждали всякий раз, пока не открывалась темница; π. ἄχρι ἂν σχολάσῃ Xen. ждать, пока он не освободится; π. ἀποτελεσθῆναι Plat. ждать своего завершения;
2 ожидать, дожидаться (τινὰ ἡμέρας πλείους ἢ εἴκοσιν Xen.; τὴν ἐπαγγελίαν NT);
3 терпеливо пережидать, выдерживать, выносить (τινὰ μακρὰ λέγοντα Plut.);
4 перен. ждать, быть впереди, предстоять (τίς με πότμος ἔτι περιμένει; Soph.): μὴ θύσαντες δεινὰ περιμένει Plat. тех, кто не совершил жертвоприношений, ожидает тяжелая участь; τοῦ καιροῦ μὴ περιμένοντος Plut. когда время не ждало, т. е. когда нехватало времени.
English (Strong)
from περί and μένω; to stay around, i.e. await: wait for.
English (Thayer)
(περί further (cf. περί, III:2)); to wait for: τί, Aristophanes, Thucydides, Xenophon, Plato, Demosthenes, Josephus, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ΝΜΑ
1. μένω, στέκομαι ή κάθομαι κάπου ώσπου να έλθει κάποιος ή κάτι, καρτερώ (α. «θα σέ περιμένω» β. «περιμένω το λεωφορείο» γ. «περιέμενον Τισσαφέρνην οἵ τε Ἕλληνες καὶ ὁ Ἀριαῖος», Ξεν.)
2. αναμένω να μού φέρουν ή να μού στείλουν κάτι (α. «περιμένω γράμμα σου» β. «περιμένω την επιταγή μου» γ. «περιμένειν ἐξ ἀγορᾱς ἰχθύδια», Αριστοφ.)
3. είμαι βέβαιος ότι θα συμβεί κάτι («σέ είχα προειδοποιήσει ότι αυτά τά περίμενα» β. «οὐ περιμενοῦσιν ἄλλους σφᾱς διολέσαι», Πλάτ.)
4. ελπίζω, προσδοκώ («περιμένω βελτίωση της καταστάσεως»
5. αξιώνω, απαιτώ (α. «περιμένω να κάνεις αυτό που σού είπα» β. «περιμένειν σχολάζουσαν φιληκοΐαν», Πλούτ.)
νεοελλ.
1. φρ. α) «τον περιμένουμε» — είναι ετοιμοθάνατος
β) ειρων. «περίμενε!» — μάταια ελπίζεις
3. «δεν το περίμενα!» — ήταν απρόοπτο
2. παροιμ. «που περιμένει απ' άλλους, πολύ αργά δειπνάει» — δηλώνει ότι καθένας πρέπει να στηρίζεται στις δυνάμεις του.
Greek Monotonic
περιμένω: μέλ. -μενῶ,
I. 1. περιμένω, προσμένω, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
2. λέγεται για συμβάντα, αναμένω, περιμένω, σε Σοφ., Πλάτ.
II. με απαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, δεν περιμένουν άλλους για να τους καταστρέψουν, σε Πλάτ.· μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν (ταῦτα) ἐλθεῖν περιμένω, σε Δημ.
III. απόλ., περιμένω, στέκομαι ακίνητος, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.
Greek (Liddell-Scott)
περιμένω: ὡς καὶ νῦν, μετ’ αἰτ. προσώπ., Ἡρόδ. 4. 89, Ἀριστοφ. Πλ. 643, κτλ.· π. Τισσαφέρνην ἡμέρας πλείους Ξεν. Ἀν. 2. 4, 1, κλ.· προστιθεμένης μετοχῆς, ἃ τελευτήσαντα ἑκάτερον περιμένει Πλάτ. Πολ. 614Α· π. τινὰ λέγοντα ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 890Ε· -μετ’ αἰτ. πράγμ., π. ἐξ ἀγορᾶς ἰχθύδια Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 344. 8· π. τὴν ἐς Ἅιδου πορείαν Πλάτ. Φαίδων 116Α, κτλ· ὡσαύτως, ἀπαιτῶ, ζητῶ, Πλούτ. 2. 172D. 2) ἐπὶ συμβάντων, περιμένω, ἀναμένω, ἀπόκειμαι, τίς με πότμος ἔτι περιμένει; Σοφ. Ἀντ. 1296· μὴ θύσαντα δεινὰ π. Πλάτ. Πολ. 365Α· οὐ περιμένει τι ὁ καιρός, δὲν ἐπιδέχεται.., Πλουτ. Καῖσ. 17. ΙΙ. μετ’ ἀπαρ., οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι, δὲν περιμένουσιν ἄλλους νὰ καταστρέψωσιν αὐτούς, Πλάτ. Πολ. 375C· ἕκαστος [τῶν λόγων] π. ἀποτελεσθῆναι ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 173C· μηδ’ ἐφ’ ἑαυτὸν (ταῦτα) ἐλθεῖν π. Δημ. 585. 2. ΙΙΙ. ἀπολ., ὡς καὶ νῦν, ἀπικομένω περιμένειν Ἡρόδ. 7. 58, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 517, κτλ.· π. αὐτοῦ ὁ αὐτ. ἐν Ἀχ. 815· ὀλίγον χρόνον Πλάτ. Ἀπολ. 38C· π. ἕως τὸν ὄχλον διωσάμεθα Ξεν. Κύρ. 7. 5, 39· ἕως ἀνοιχθείη τὸ δεσμωτήριον Πλάτ. Φαίδων 59D· μέχρι τούτου, ἕως ἄν.. Δημ. 113. 7· ἄχρι ἂν.., ἔστ’ ἂν.., Ξεν. Ἀν. 2. 3, 2, κτλ. - Ἴδε Χατζιδάκι βιβλιοκρισίαν ἐν Ἀθηνᾶς τ. ΙΓ΄, σ. 648.
Middle Liddell
fut. -μενῶ
I. to wait for, await, Hdt., Ar., etc.
2. of events, to await, be in store for, Soph., Plat.
II. c. inf., οὐ περιμένουσιν ἄλλους σφᾶς διολέσαι they do not wait for others to destroy them, Plat.; μηδ' ἐφ' ἑαυτὸν ταῦτα ἐλθεῖν π. Dem.
III. absol. to wait, stand still, Hdt., Ar., etc.
Chinese
原文音譯:perimšnw 胚里-姆挪
詞類次數:動詞(1)
原文字根:近處-停留
字義溯源:周圍停住,守候,等候,等待;由(περί / περαιτέρω)=周圍,關於)與(μένω)*=住)組成;其中 (περί / περαιτέρω)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)。參讀 (ἀναμένω)同義字
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 等候(1) 徒1:4
Translations
endure
Albanian: duroj; Arbëresh: psonj; Arabic Egyptian Arabic: دام; Aromanian: aravdu; Azerbaijani: dözmək; Bulgarian: издържам; Catalan: aguantar; Chinese Mandarin: 承受, 忍受; Czech: vytrvat; Danish: holde, vare; Dutch: voortduren; Esperanto: elteni; Finnish: kestää; French: endurer, perdurer; Galician: aguantar, perdurar; Georgian: გაძლება, თმენა, მოთმენა; German: ertragen, aushalten; Gothic: 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹𐌳𐌰𐌽, 𐍆𐍂𐌰𐌱𐌰𐌹𐍂𐌰𐌽; Greek: αντέχω; Ancient Greek: ἀναμένω, ἀνατλῆναι, ἀνέχομαι, ἀντέχω, ἀντίσχω, ἀρκέω, ἀρκῶ, ἀτρεμέω, ἀτρεμῶ, βαστάζω, διαμένω, διαπάσχω, διαρκέω, διαρκῶ, διατλῆναι, διαφέρω, ἐξανέχω, ἐπιμένω, ἐπιτείνω, ἐπιτολμάω, ἐπιτολμῶ, κρατέω, κρατῶ, κρετέω, κρετῶ, μοχθέω, μοχθῶ, ξυνίστημι, ὀχέω, ὀχῶ, παραμένω, περιμένω, περιφέρω, στέγω, συνίστημι, ταλαιπωροῦμαι, τλάω, τλῶ, τολμάω, τολμῶ, ὑπεκφέρω, ὑπομένω, ὑποφέρω, φέρω; Hungarian: kitart; Ido: durar; Italian: durare, restare, resistere, perdurare; Japanese: 耐える; Khmer: ទ្រាំ, ស៊ូទ្រាំ; Ladin: tenì ora; Latin: perpetior, habeo; Maori: taimau; Norman: enduther; Norwegian Bokmål: holde ut; Occitan: durar, perdurar; Polish: wytrzymać; Portuguese: aguentar, prevalecer; Romanian: îndura, răbda; Russian: выдерживать, выдержать, терпеть, вытерпеть, выносить, вынести; Spanish: aguantar, perdurar; Telugu: నిలబడు, నిలుచు; Urdu: قائم رہنا
Lexicon Thucydideum
exspectare, to wait for, await, 1.107.4, 1.124.2. 2.80.3. 2.80.8. 2.91.4, 5.6.2. 5.7.3, 5.64.4. 6.56.2, 7.20.3. 7.26.3, 7.33.6. 7.74.1, 8.16.3. 8.69.2.