ἐπιφάνεια

From LSJ
Revision as of 15:30, 2 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

Ἤθους δὲ βάσανός ἐστιν ἀνθρώποις χρόνος → Est moris explorator humani dies → Des menschlichen Charakters Wetzstein ist die Zeit

Menander, Monostichoi, 219
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπῐφᾰ́νειᾰ Medium diacritics: ἐπιφάνεια Low diacritics: επιφάνεια Capitals: ΕΠΙΦΑΝΕΙΑ
Transliteration A: epipháneia Transliteration B: epiphaneia Transliteration C: epifaneia Beta Code: e)pifa/neia

English (LSJ)

[ᾰ], ἡ,
A appearance, coming into light or coming into view, τῆς ἡμέρας = daybreak, dawn, Plb.3.94.3; in war, sudden appearance of an enemy, Aen.Tact.31.8, Plb.1.54.2, Ascl.Tact.12.10(pl.), Onos.22.3(pl.).
2 especially of deities appearing to a worshipper, manifestation, D.H.2.68, Plu.Them.30; advent, D.S.2.47; τὰς ὑπ' αὐτῆς (sc. Ἀρτέμιδος) γενομένας ἐναργεῖς ἐ. SIG867.35 (Ephesus,ii A.D.); a manifestation of divine power, τὰς ἐπιφανείας τᾶς Παρθένου Klio16.204 (Chersonesus, iii B.C.), cf.LXX 2 Ma.15.27, D.S.1.25.
3 the first coming of Christ, 2 Ep.Ti.1.10; the second coming, 1 Ep.Ti.6.14,al.
4 of the accession of Caligula, Inscr.Cos391.
5 appearance, aspect, οἰκετικὴ ἐπιφάνεια Myro 2 J.; κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, distinguished fr. κατὰ τὴν ἐπίφασιν, Plb.25.3.6.
II visible surface of a body, superficies, Democr.155 (pl.), Arist.Cat.5a2, Metaph.1002a4, Ph.209a8, Sens.439a31, Euc.1 Deff.,Ph.Bel.70.27, Damian.Opt. 11; ἡ κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνεια = the front, Plb.1.22.10; κατὰ τὰς ἐπιφανείας μάχεσθαι = to fight in front, Id.3.116.10; ἐπιφάνεια ἡ ἐκ δεξιῶν Arr.Tact.21.3; αἱ τρεῖς ἐπιφάνειαι τῆς πόλεως = the three visible sides of the city, Plb.4.70.9; the surface or skin of the body, D.S.3.29, Pap. in AJP24.327, Gal.16.530, etc.; μυδῶντα τὴν ἐπιφάνειαν Luc.Philops.11; τῆς ἔνδον ἐπιφανείας τῶν ἐντέρων Gal.18(1).2.
2 outward show, fame, distinction, esp. arising from something unexpected, Pl. Alc.1.124c; ἐπιφάνειαν ποιεῖν = to create a sensation, Is.7.13: in plural, Isoc.6.104, D.S.19.1; τὰ πρὸς ἐπιφάνειαν καὶ δόξαν ἀνήκοντα OGI763.19 (Milet., ii B.C.), cf. Arr.Epict.3.22.29.

ἐπιφάνεια (sc. ἱερά), τά,
A sacrifices celebrating the appearance (of the dead), sacrifices in celebration of an ἐπιφάνεια, Δημήτριος τὰ ἐπιφάνεια τοῦ ἀδελφοῦ θύων Caryst.10.

German (Pape)

[Seite 998] τά, sc. ἱερά, auch ἐπιφάνια, das Fest der Erscheinung Christi, K. S. – Ein anderes Fest erwähnt Ath. XII, 542 e, τὰ ἐπιφάνεια τοῦ ἀδελφοῦ θύων. ἡ, 1) das Erscheinen, die Erscheinung, καραδοκοῦντες τὴν ἐπ. τῆς ἡμέρας Pol. 3, 94, 3; τῶν πολεμίων 1, 54, 2; a. Sp.; bes. vom Hülfe bringenden Erscheinen der Götter, D. Hal. 2, 68; Plut. u. A.; auch von der in außerordentlichen Begebenheiten sich offenbarenden göttlichen Macht u. Vorsehung, ἡ ἐν ταῖς θεραπείαις ἐπιφ. D. Sic. 1, 25, wo Wesseling zu vgl.; Plut. Them. 30 Camill. 16; bei K. S. die Erscheinung Christi. – 2) das Erscheinen von außen oder von oben, dah. die Oberfläche, Außenseite, τὴν ἐπιφάνειαν χροιὰν ἐκάλουν οἱ Πυθαγόρειοι Arist. de sens. 3; μοσχείῳ δέρματι περιείληπται τὴν ἐκτὸς ἐπιφάνειαν, die Außenseite des Schildes, Pol. 6, 23, 3; die Fläche, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει, Eucl. u. a. Mathem.; Seite, καὶ πλευρά Pol. 6, 27, 3; τὰς τρεῖς ἐπιφανείας τῆς πόλεως, drei Seiten der Stadt, 4, 70, 9; die Front des Heeres, 3, 116, 10. – Übertr., das äußere Ansehen, Glanz, Ehre, Plat. Alc. I, 124 c; ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες Isocr. 6, 104; Pol. 6, 43, 7 u. Sp., wie D. Sic. 19, 1; τὸ μέγεθος τῶν δικῶν – ἐπιφάνειάν τινα ἐποίησε, machte Aufsehen, Is. 17, 13. – Anschein, Schein, der ἀλήθεια entgeggstzt, Suid.

French (Bailly abrégé)

1ας (ἡ) :
apparition ; manifestation de la puissance divine ; renom, illustration.
Étymologie: ἐπιφανής.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιφάνεια: ᾰ, ἡ, ἐμφάνισις, π. χ. τῆς ἡμέρας, ἡ «χαραυγή», Πολύβ. 3. 94, 3˙ ἰδίως ἡ ἀπροσδόκητος ἐμφάνισις ἐχθροῦ, ὁ αὐτ. 1. 54, 2˙ ἐπὶ θεοτήτων ἐμφανιζομένων εἰς τὸν λατρεύοντα, Διον. Ἁλ. 2. 68, Πλουτ. Θεμ. 30˙ τὰς ὑπ’ αὐτῆς (ἐνν. Ἀρτέμιδος) γινομένας ἐναργεῖς ἐπ. Ἐπιγρ. Ἐρ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2954. 4˙ φανέρωσις τῆς Προνοίας, Διόδ. 1. 15, ἔνθα ἴδε Wessel.: ― ὅρασις, ὅραμα, Ἰουστ. Μ. Ἀπολ. 1. 5 καὶ 14˙ ἡ ἐμφάνισις τοῦ Θεοῦ, τοῦ Χριστοῦ ἢ τῶν δαιμόνων, Ἑβδ. (Β΄ Βασιλ. Ζ΄, 23, Β΄ Μακκ. Γ΄, 24. κτλ.), Ἀριστέας 30, Παύλ. Ἐπιστ. π. Τιμ. Β΄, α΄, 10. Κλήμ. Ρ. 2. 12, Κλήμ. Ἀλ. ΙΙ. 39Β. = τὰ ἐπιφάνια, Χρυσ. ΙΙ. 369D, κλ. ΙΙ. ἡ ὁρατὴ ἐπιφάνεια σώματός τινος, Ἀριστ. Κατηγ. 6, 1, Μεταφ. 2. 5. 3., 6. 2, 2, κ. ἀλλ.˙ ἐπιφάνεια δέ ἐστιν, ὃ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει Εὐκλ. Στοιχεῖα Ι, Ε΄˙ ἡ κατὰ πρόσωπον ἐπ., τὸ μέτωπον, Πολύβ. 1. 22, 10˙ κατὰ τὰς ἐπ. μάχεσθαι, ἐν τῷ μετώπῳ, ὁ αὐτ. 3. 116, 10˙ αἱ τρεῖς ἐπ. τῆς πόλεως, αἱ τρεῖς ὁραταὶ αὐτῆς πλευραί, ὁ αὐτ. 4. 70, 9˙ ἡ ἐπιφάνεια ἤτοι ἐπιδερμὶς τοῦ σώματος, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 3. 5, Διόδ. 3. 29, ἔνθα ἴδε τὸν Wessel. 2) τὸ κατ’ ἐπιφάνειαν, τὸ ἐξωτερικόν, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὴν οὐσίαν ἢ πραγματικότητα, κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, ἐν ἀντιθ. πρὸς τὸ τῇ ἀληθείᾳ, παρὰ τῷ Σουΐδ. 3) ἐξωτερικὴ ἐπίδειξις, φήμη, δόξα, ἰδίως προερχομένη ἔκ τινος ἀπροσδοκήτου, Πλάτ. Ἀλκ. 1. 124C, Ἰσαῖος 64. 34˙ ἐν τῷ πληθ., Ἰσοκρ. 137C, Διόδ. 19. 1.

English (Strong)

from ἐπιφανής; a manifestation, i.e. (specially) the advent of Christ (past or future): appearing, brightness.

English (Thayer)

ἐπιφανείας, ἡ (ἐπιφανής), an appearing, appearance (Tertullian apparentia); often used by the Greeks of a glorious manifestation of the gods, and especially of their advent to help; in 2Macc. of signal deeds and events betokening the presence and power of God as helper; cf. Grimm on Maccabees, p. 60f, 75 (but especially the thorough exposition by Prof. Abbot (on φωτίσαντος in this passage); but also that illustrious return from heaven to earth hereafter to occur: ἡ ἐπιφάνεια (i. e. the breaking forth) τῆς παρουσίας αὐτοῦ, Trench, § xciv.)

Greek Monolingual

(I)
η (AM ἐπιφάνεια) επιφανής
1. η φαινομενική όψη σε αντίθεση με την πραγματικότητα («εξετάζει μόνο την επιφάνεια τών πραγμάτων»)
2. η ορατή πλευρά, το εξωτερικό κάθε αντικειμένου (α. «επιφάνεια της γης, της θάλασσας» β. «τήν κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνειαν ἐσκέπαζον», Πολ.)
3. εκκλ. η εμφάνιση του Χριστού στους θνητούς
νεοελλ.
1. (γεωμ.) ο γεωμετρικός τόπος τών σημείων στα οποία περατούται ένα ορισμένο τμήμα του χώρου ή ειδικότερα, τα όρια στα οποία περατούται ένα στερεό σώμα
2. (νομ.) εμπράγματο δικαίωμα του ρωμαϊκού δικαίου που παρέχει στον δικαιούχο την εξουσία να έχει οικοδομή σε ξένο έδαφος, πληρώνοντας στον κύριο του εδάφους ετήσιο τέλεσμα
3. φρ. «βγήκε στην επιφάνεια» — αποκαλύφθηκε
αρχ.-μσν.
1. εμφάνιση, ερχομός, παρουσία («καραδοκοῦν τες τὴν ἐπιφάνειαν τῆς ἡμέρας», Πολ.)
2. η βάπτιση του Χριστού
αρχ.
1. απροσδόκητη εμφάνιση του εχθρού («σημηνάντων τῶν σκοπῶν αὐτῷ πάλιν τὴν ἐπιφάνειαν τῶν ὑπεναντίων», Πολ.)
2. φανέρωση του Θεού στους πιστούς ή εμφάνιση της θείας πρόνοιας
(α. «θαυμάσας τὴν ἐπιφάνειαν τῆς θεοῦ», Πλούτ.
β. «τῇ τοῦ Θεοῦ μεγάλως εὐφρανθέντες ἐπιφανείᾳ», ΠΔ)
3. η δευτέρα παρουσία του Χριστού
4. άνοδος στον θρόνο
5. εξωτερική επίδειξη, λάμψη, φήμη, δόξα («ἡ ἐπιφάνεια δι’ οὐδενὸς ἄλλου σοι ἔσται ἢ δι’ ἐμοῦ», Πλάτ.)
6. (γεωμ.) η έκταση ενός σώματος κατά μήκος και πλάτος, χωρίς το βάθοςἐπιφάνεια δέ ἐστιν ὅ μῆκος καὶ πλάτος μόνον ἔχει», Ευκλ.)
7. η επιφάνεια ή το δέρμα του σώματος, το εξωτερικό ή το βλεννογόνο.
(II)
τα (AM ἐπιφάνεια)
νεοελλ.-μσν.
επιφάνια
αρχ.
θυσίες που γίνονταν στη γιορτή της επιφάνειας, της φανερώσεως ενός θεού ή της νέας εμφανίσεως ενός ανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιφάνεια (ενν. ιερά) «τα τελούμενα κατά την εορτή της επιφανείας» (< επιφανής)].

Greek Monotonic

ἐπιφάνεια: [ᾰ] ἡ
I. εμφάνιση, σε Πλούτ.
II. ορατή επιφάνεια· εξωτερική παράσταση, εμφάνιση, διάκριση, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιφάνεια: (ᾰ) ἡ1) (по)явление (τῶν πολεμίων Polyb.; τῶν θεῶν Plut.): ἐπιφάνεια τῆς ἡμέρας Polyb. рассвет;
2) чудесное явление, проявление божественной силы (ἐν ταῖς θεραπείαις Diod.);
3) (тж. ἡ ἔξω ἐπιφάνεια Arst. и ἡ ἐκτὸς ἐπιφάνεια Polyb.) внешняя (наружная) сторона, бок (τρεῖς ἐπιφάνειαι τῆς πόλεως Polyb.);
4) поверхность (ἐπιφάνεια λεία Arst.; εἰς τὴν ἐπιφανειαν ἐκπίπτειν Diod.);
5) воен. фланг (κατὰ τὰς ἐπιφανείας μάχεσθαι Polyb.): ἡ κατὰ πρόσωπον ἐπιφάνεια Polyb. фронт;
6) поверхность тела, кожа (οἱ Πυθαγόρειοι την ἐπιφάνειαν χροιὰν ἐκάλουν Arst.);
7) (внешний) блеск, известность, почет (ἐπιφάνεια καὶ δόξα Plut.; ἐπιφάνειαι καὶ λαμπρότητες Isocr.).

Middle Liddell

ἐπιφᾰ́νεια, ἡ,
I. manifestation, Plut.
II. visible surface: outward show, distinction, Plat.

Chinese

原文音譯:™pif£neia 誒披-法尼阿
詞類次數:名詞(6)
原文字根:在上-顯出(著) 相當於: (אֹור‎) (גָּלָה‎) (זָרַח‎) (מָצָא‎)
字義溯源:顯現,顯出,顯示,榮光;源自(ἐπιφανής)=顯著的);而 (ἐπιφανής)出自(ἐπιφαίνω)=照耀),但 (ἐπιφαίνω)又由(ἐπί)*=在⋯上)與(φαίνω)=發光,照耀)組成;其中 (φαίνω)出自(φῶς)=光),而 (φῶς)又出自(φαῦλος)X*=照耀,顯示)。這字專門來描寫耶穌基督的顯現與再來,這也是信徒所渴望的
出現次數:總共(6);帖後(1);提前(1);提後(3);多(1)
譯字彙編
1) 顯現(5) 提前6:14; 提後1:10; 提後4:1; 提後4:8; 多2:13;
2) 所顯出(1) 帖後2:8