δημιουργός

From LSJ

γυναιξὶ πάσαις κόσμον ἡ σιγὴ φέρει → silence for all women is an ornament (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δημιουργός Medium diacritics: δημιουργός Low diacritics: δημιουργός Capitals: ΔΗΜΙΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: dēmiourgós Transliteration B: dēmiourgos Transliteration C: dimiourgos Beta Code: dhmiourgo/s

English (LSJ)

Ep. δημιοεργός (also Hdt.7.31 codd.), ὁ,
A one who works for the people, skilled workman, handicraftsman (opp. ἰδιώτης, Pl. Plt.298c, Prt.327c, Ion531c), Od.17.383, 19.135; ἐχάλκευσε ξίφος… Ἅιδης δημιουργὸς ἄγριος S.Aj.1035; of medical practitioners, Hp.VM1, Pl.Smp. 186d; but opp. scientific physicians (ἀρχιτεκτονικοί), Arist.Pol.1282a3; of sculptors, Pl.R.529e; of confectioners and cooks, Hdt.7.31, Men.518.12 (fem.), Antiph.225, Alexandr.Com.3; μέλιτος δημιουργός, of the bee, Jul.Or.8.241a; οἱ δημιουργοί = the artisan class at Athens, Arist.Ath.13.2, Plu.Thes.25; opp. πολιτικοί, Pl.Ap.23e; δαμιουργοί, = πόρναι, Hsch.
2 metaph., maker, ἡ μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp.188d; νόμων, πολιτείας, Arist.Pol.1273b32; λόγων Aeschin. 3.215; δημιουργὸς κακῶν = author of ill, E.Fr.1059.7; πειθοῦς δημιουργὸς ἡ ῥητορική Pl. Grg.453a; ἀρετῆς Id.R.500d, Arist.Pol.1329a21; ἐναργείας Demetr. Eloc.215; ὄρθρος δημιοεργός = morn that calls man to work, h.Merc. 98.
3 creator, producer, νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti.40c; οὐρανοῦ Id.R.530a; especially in later philosophy, the creator of the visible world, demiurge, [Philol.]21, Hp.Ep.23, Ph.1.632, etc.; ὁ νοῦς ἀπεκύησε ἕτερον νοῦν δημιουργόν Corp.Herm.1.9; also name for μονάς, Theol.Ar.5.24: as adjective, δημιουργὸς λόγος = creative reason, Syrian.in Metaph.7.27.
II in many Greek states, title of a magistrate, Th.5.47 (Mantinea), Epist. Philipp. ap. D.18.157 (Peloponnesus), Plb.23.5.16 (Achaean League), etc.:—Dor. δαμιωργός, IG12(3).174 (Astypalaea); δαμιουργός, ib. 4.679 (Hermione); δαμιοργός, ib.5(1).1390.116 (Andania, i B. C.); δαμιεργός, ib.12(3).168 (Astypalaea):—Ion. δημιοργός, ib.12(7).241 (Amorgos), Michel368.1 (Samos).—In Arist.Pol.1275b29 there is a play upon the double meaning.
III as a priestly title, δημιουργὸς θεᾶς Ῥώμης BGU937.9 (iii A. D.).

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ, ἡ
• Alolema(s): ép. δημιοεργός Od.17.383, Call.Fr.43.80; jón. δημιοργός Hdt.4.194, 7.31, IG 12(7).241.1 (Amorgos III a.C.), Michel 368.1 (Samos IV a.C.); δαμιοργός IG 12(3).450.2 (Tera VI a.C.), IG 5(2).261.9 (Mantinea VI/V a.C.), IG 92(1).609.22 (Naupacto VI/V a.C.), CID 1.9D.19 (IV a.C.), SEG 9.27.1 (Cirene IV a.C.); dór. δαμιωργός SEG 35.389.8 (Élide IV a.C.), SIG 780.1 (Astipalea I a.C.); δαμιουργός Tit.Cam.108.1 (III a.C.), IG 4.679.26 (Hermíone III/II a.C.), IKnidos 190 (II/I a.C.), Hsch.δ 192; δαμιεργός SEG 9.11.18, 13.3 (ambas Cirenaica IV a.C.), IG 12(3).168.4, 10 (Astipalea II d.C.); δημουργός Hdn.Gr.1.231, Ath.Al.Serm.Fid.5
subst. y adj.
I de pers.
1 persona que ejerce un arte, persona que ejerce un oficio o persona que ejerce un profesión, artesano εἰ μὴ τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι, μάντιν ἢ ἰητῆρα κακῶν ἢ τέκτονα δούρων ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδόν = si de ellos no son los demiurgos, un adivino, un sanador de males, un carpintero de la madera o un inspirado cantor, Od.l.c., de heraldos Od.19.135, cf. Ar.Pax 297, Protag.B 8, σοφοῦ τινος δημιουργοῦ ... τεχνήματα X.Mem.1.4.7, cf. D.45.71, Arist.GA 730b27, Pol.1325b41, Aen.Tact.22.24, I.AI 3.289, D.Chr.34.31, D.C.63.6.6, σὺ ... οὐκ ἐπὶ τέχνῃ ἔμαθες, ὡς δ. ἐσόμενος, ἀλλ' ἐπὶ παιδείᾳ Pl.Prt.312b, οἱ δημιουργοὶ καὶ οἱ πολιτικοί = los artesanos y los políticos Pl.Ap.23e, γεωργοί τε καὶ οἱ ἄλλοι δημιουργοί Pl.R.371a, τῶν δημιουργῶν ὅσοι λέγονται εὑρετικοὶ εἶναι Pl.Smp.209a, de heraldos Od.19.135, op. πλούσιος Pl.R.406c, θνητοὶ δημιουργοί op. ὁ θεός Pl.Lg.902e, de músicos, Aristid.Quint.4.5
experto en determinada materia, unido a ἰδιώτης Pl.Plt.298c, Prt.322c, 327c, Io 531c, Isoc.11.17
irón. τέχνη γὰρ (ἡ παρασιτική), κἀγὼ ταύτης δ. Luc.Par.2, δ. καὶ μεθοδικὸς πρὸς τὰς ἐπιβολὰς τῶν πράξεων Vett.Val.230.10
οἱ δημιουργοί = los artesanos, la clase de los artesanos en Atenas, Arist.Ath.13.2, Pol.1277b2, D.S.1.28, Plu.Thes.25
tb. de esclavos αἶγας ἀπέδοτο ... καὶ δημιουργούς Is.6.33
profesional de una τέχνη, en usos específicos: del médico practicante οἱ ἀγαθοὶ ... δημιουργοί = buenos profesionales Hp.VM 1, de Arte 8, Pl.Smp.186d, op. ἀρχιτεκτονικόςgran facultativo’ y ὁ πεπαιδευμένος περὶ τὴν τέχνην ‘el educado en el arte (de la medicina)’, Arist.Pol.1282a3.
del apicultor μέλι πολλὸν ... λέγεται δημιοργοὺς ἄνδρας ποιέειν Hdt.4.194
del escultor Δαιδάλου ἤ τινος ἄλλου δημιουργοῦ ἢ γραφέως Pl.R.529e, Φειδίας Call.Dieg.7.30 (Fr.196), cf. D.19.251, D.Chr.12.59
del alfarero τῶν δημιουργῶν ... τὰ τρύβλια Ar.Eq.650
del orfebre Ar.Lys.407
del cuchillero μαχαιρῶν λαβὰς καὶ ἄλλας ἐπισκευάς, ὡς ἐργαζομένων τῶν δημιουργῶν D.27.20, cf. 32
del metalúrgico D.S.5.74
del cocinero Hdt.7.31
esp. en Atenas, de la cocinera que hacía los pasteles de boda, Antiph.224.3, Alexand.Com.3, Men.Fr.451.12, Phld.Mus.4.5.26, Ath.172c, ἡ Δημιουργός = la cocinera tít. de una obra de Menandro, Ath.172c, Poll.10.102
fig., del amanecer trabajador, que señala la hora del trabajo τάχα δ' ὄρθρος ἐγίγνετο δ. h.Merc.98.
2 mujer pública, prostituta Hsch.δ 192.
II de pers. o dioses gener.
1 c. gen. o abs. productor, creador δ. ἄγριος de Hades, S.Ai.1035, γῆ ... δ. νυκτός τε καὶ ἡμέρας Pl.Ti.40c, (ἡ γυνή) δημιουργὸς ὢν κακῶν μέγιστος E.Fr.1059.7, τοῦ ταύρου ὁ δ. θεός e.e. Posidón, Luc.Nigr.32, del Nilo τῆς κάτω (Αἰγύπτου) ... πατὴρ καὶ δ. Hld.9.22.5, del sol ἡμέρας Gr.Naz.M.36.69B, δ.· ὁ ἥλιος, ὅτι πάντα πέσσει καὶ τελειοῖ Hsch.
fil. demiurgo, creador del mundo visible ὁ γεννήσας πατὴρ καὶ δ. Philol.B 21, del fuego δύο τε εἶναι στοιχεῖα, πῦρ καὶ γῆν, καὶ τὸ μὲν δημιουργοῦ τάξιν ἔχειν, τὴν δὲ ὕλης D.L.9.21 (= Parm.A 1), ἐνδοχεῖα δὲ μύθων ὦτα δ. ἀνέῳγεν Hp.Ep.23, ὁ τοῦ οὐρανοῦ δ. = el creador del cielo Pl.R.530a, ὁ τῶν αἰσθήσεων δημιουργός Pl.R.507c, ὁ δημιουργός op. ὁ πρῶτος θεός Numen.12.7, ὁ δὲ Νοῦς ὁ θεὸς ... ἀπεκύησε λόγῳ ἕτερον Νοῦν δημιουργόν Corp.Herm.1.9, de la mónada καλεῖται δημιουργὸς καὶ πλάστρια ... καὶ Προμηθέα μυθεύουσιν αὐτήν, δημιουργὸν ζωότητος Theol.Ar.5, τοῦ κόσμου ... δ. Luc.Icar.8, ὁ τοῦ παντὸς δημιουργός Philostr.VS 575, εἱμαρμένην ... λόγον ἐκ τῆς ἐναντιοδρομίας δημιουργὸν τῶν ὄντων Placit.1.7.22 (= Heraclit.A 8), λόγοι φυσικοί τε καὶ δημιουργοί Syrian.in Metaph.7.27
en lit. judeo-crist. creador gener. del Padre ὁ θεὸς ... οὐ δ. μόνον ἀλλὰ καὶ κτίστης Ph.1.632, τεχνίτης καὶ δημιουργὸς ὁ θεός Ep.Hebr.11.10, cf. Tert.Adu.Val.15, παλαιὸς ... δ. τῶν χρόνων AP 1.113, τοῦ παντὸς κόσμου δημιουργός Eus.Is.39.1, δ. τῶν ὅλων I.AI 1.155, Ath.Al.l.c., cf. Hom.Clem.2.45, 17.4, Clem.Al.Strom.1.11.52, 4.13.90, Prot.1.7, POxy.925.3 (V/VI d.C.), Iust.Nou.103 proem.1
tb. del Hijo ὁ δημιουργὸς Λόγος ἐστερέωσε τὸν οὐρανόν Basil.M.29.333B.
2 artífice, autor c. gen. gener. abstr. ὀνομάτων Pl.Cra.390e, 431e, οἱ τούτων (ποιήσεων) δημιουργοὶ πάντες ποιηταί Pl.Smp.205c, cf. Phld.Po.4.2.1, δ. λόγων = creador de discursos, orador Aeschin.3.215, καλῶν γ' ἔργων ὁ ῥήτωρ δ. ὑμῖν γέγονεν D.25.62, τῶν ἐνθάδε γιγνομένων X.Mem.1.4.9, δ. σωφροσύνης τε καὶ δικαιοσύνης καὶ ... ἀρετῆς del filósofo, Pl.R.500d, τῆς ἀρετῆς δ. de la clase de los ciudadanos, Arist.Pol.1329a21, νόμων ... δημιουργοὶ ... καὶ πολιτείας, οἷον καὶ Λυκοῦργος καὶ Σόλων Arist.Pol.1273b32, πανδήμου χάριτος δημιουργός Alcid.29, κακῶν δημιουργός = malvado de Onías, LXX 2Ma.4.1, cf. Isoc.11.32, ἀρχιτέκτων δὲ καὶ δ. τῶν ἐπινοημάτων Ἀρχιμήδης Plb.8.7.2, ὁ ποιητὴς οὗτος ... ἐναργείας δ. Demetr.Eloc.215, ὁ δημιουργὸς τοῦ δράματος Charito 1.4.2, τῶν δὲ παρόντων ὑμεῖς, ὦ ὕπατοι, δημιουργοὶ καὶ μάρτυρές ἐστε ἡμῖν = de las presentes (condiciones de paz) vosotros, cónsules, sois los artífices y testigos nuestros App.Pun.83, φωτός εἰμι δ. καὶ εἰρήνης χορηγός Eus.Is.45.2, cf. 9, Iambl.Fr.34
fig., de Eros μόχθους ὧν σὺ δ. εἶ E.Fr.136.4, de Ares εἰρήνης Ph.2.561, del diablo ὁ πάσης κακίας δ. καὶ συνεργός Cyr.H.Myst.1.4, tb. de abstr. μαντικὴ φιλίας θεῶν καὶ ἀνθρώπων δ. Pl.Smp.188d, πειθοῦς δ. ἐστιν ἡ ῥητορική = la retórica es artífice de la persuasión Pl.Grg.453a (= Gorg.A 28), y de anim. τὴν μέλιτταν ... τοῦ μέλιτος εἶναι δημιουργόν Iul.Or.4.241a, cf. Gp.15.2.38.
III admin. demiurgo
1 frec. plu.:
a) cuerpo de magistrados principales de la ciu., esp. en ciu. dorias, cuyas funciones son gener. poco conocidas, siendo muy frec. epón. uno o más de ellos: en Argólide δαμιοργοὶ καὶ πρυτάνιες καὶ ἡρώσσαι IG 4.764.1 (Trezén IV a.C.), ἀρέτευε δαμιοργῶν IG 4.679.26 (Hermíone III/II a.C.), Mesenia προστάτας δαμιοργῶν IG 5(1).1425.16 (IV/III a.C.), Acaya y sus colonias IG 14.636.4 (Petelia V a.C.), ἅ τε βουλὰ τῶν Ἀχαιῶν καὶ ... δαμιοργοί SEG 14.375.4 (Egio IV a.C.), Megáride IG 7.41.1, 223.19 (ambas III a.C.), Calimna TC 79B.5 (III a.C.), Tera IG 12(3).450.2, 16 (VI a.C.), Cnido IKnidos 169, 190 (ambas II/I a.C.), Nisiro IG 12(3).91.10 (II a.C.), Astipalea IG 12(3).168.4, 10, en Arcadia IG 5(2).261.9 (Mantinea VI/V a.C.), ἐν δὲ Μαντινείᾳ οἱ δημιουργοὶ καὶ ἡ βουλὴ καὶ αἱ ἄλλαι ἀρχαί Th.5.47, cf. IPArk.17.181 (Estínfalo IV a.C.), de los cincuenta demiurgos de la confederación arcadia IG 5(2).1.9 (IV a.C.), Élide ἐν δὲ Ἤλιδι οἱ δημιουργοὶ καὶ οἱ τὰ τέλη ἔχοντες Th.5.47, cf. Schwyzer 424.8 (IV a.C.), Fócide ἄρχοντες, ξενοδίκαι, πρακτῆρες, δαμιουργοί, ἱερεῖς, ἱεράρχαι IG 9(1).32a.39 (Estiris II a.C.), GDI 2189.6 (Delfos II a.C.), Lócride occidental IG 92(1).609.22 (Naupacto VI/V a.C.), Ítaca IM 36.1 (III a.C.), Quersoneso Táurico οἱ δαμιοργοὶ οἱ κατὰ πόλιν IPE 4.79.17 (IV/III a.C.), tb. en Samos IPr.67.2 (IV a.C.), Minoa en Amorgos IG 12(7).241.1 (III a.C.), 245.1 (II/I a.C.)
de las ciu. peloponesias aliadas de Filipo gener. Πελοποννησίων τῶν ἐν τῇ συμμαχίᾳ τοῖς δημιουργοῖς καὶ τοῖς συνέδροις Philipp.Maced.6, de los diez demiurgos federales de la Liga Aquea, Plb.23.5.16, Liu.32.22.2, Plu.Arat.43.1, cf. quizá Schwyzer 427 (Dime III a.C.);
b) en Camiro un solo magistrado principal c. funciones relig., tb. epón. Tit.Cam.3a.1, 4 passim, 42.1, 108.1 (todas heleníst.);
c) en Cirene tb. c. importantes funciones relig., Call.Fr.43.80, SEG 9.16.5, 17.7 (ambas V a.C.), 11.18 (IV a.C.), δαμιεργοὶ καὶ ἱαροθύται SEG 9.5.19 (II/I a.C.);
d) en algunas ciu. de Creta, quizá equiv. a los κόσμοι o κοσμήτορες ICr.1.22.4A, 4B (Olunte III/II a.C.), 2.23.7A.1, B.1 (ambas Polirrenia III/II a.C.);
e) en Tesalia ref. a cualquiera que ejerce un cargo público δημιουργοὶ δὲ ἐκαλοῦντο παρὰ ... Θεσσαλοῖς οἱ περὶ τὰ τέλη EM 265.45G., en juego de palabras Λαρισαίους τοὺς ὑπὸ τῶν δημιουργῶν πεποιημένους· εἶναι γάρ τινας λαρισοποιούς Arist.Pol.1275b29 (= Gorg.A 19)
mismo sent. en la fratría de los Labíadas en Delfos CID l.c.
2 imper.:
a) en Delfos cuerpo de notables que forman una asamblea restringida llamada τὸ συνέδριον τῶν δαμιουργῶν y participan de las magistraturas, por op. a los ciudadanos pobres FD 4.98.4, 440.9, 442.10 (todas I d.C.);
b) sg. en ciu. del sur de Asia Menor magistrado supremo y epón., tb. c. importantes funciones relig. ἱερεὺς Θεᾶς Ῥώμης καὶ δ. Side 111, 112, 127, cf. BGU 887.12 (II d.C.) en BL 7.16, PTurner 22.1 (II d.C.), BGU 937.9 (III d.C.) en BL 7.16, IGR 3.800.4 (Silio II d.C.), ISelge 1.7, δ. διὰ βίου καὶ διὰ γένους ISelge 57.6 (III d.C.), ICil.87.6 (Mopsuesto II d.C.), IGR 3.906.5 (Castabala), IGR 3.910.6 (Flaviópolis)
tb. de mujeres SEG 38.1397.6, IGR 3.802.7, Epigr.Anat.11.1988. 123.36.6 (todas Perga II d.C.), Laodicée p.317.n.1.
• Etimología: Comp. de δημιο- (cf. δῆμος) y ϝοργός (cf. ἔρδω, ἔργον), c. una var. -ϝεργός.

German (Pape)

[Seite 562] ep. u. ion. δημιοεργός, von δήμιος und ἔργον, ἔρδω, mit Digamma, δημιοFεργός, vgl. ὀβριμοεργός, ἐντεσιεργός: Einer der öffentliche, dem ganzen Volke nützliche Geschäfte treibt. Bei Homer zweimal, Versausgang οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν: Odyss. 17, 383 werden als solche genannt μάντις, ἰητὴρ κακῶν, τέκτων δούρων, θέσπις ἀοιδός, Odyss. 19, 135 κήρυκες. – Folgende: Handwerker, Is. 6, 33; Kuchenbäcker, Her. 7, 31; vgl. Ath. IV, 172 a, ἡ δημ., mit Bspln aus Men. u. Antiphan. l so nach Poll. 3, 41, Et. M. u. Ael. Dion. bei Eust. eigtl. attisch; ὑποδημάιων Plat. Gorg. 467 d; Aerzte, Gorg. 455 b Conv. 186 d, τέχνης Aesch. 1, 97; Kunstverständiger, Gegensatz ἰδιώτης, Plat. Polit. 298 c Ion 531 c. Bildhauer, Rep. VII, 529 e. Übh. Verfertiger von etwas, Soph. Ai. 1014; λόγων Aesch. 3, 215; πειθοῦς δ. ἡ ῥητορική Plat. Gorg. 453 ai ὠφελείας Charm. 175 a; σοφίας Theag. 125 a u. öfter; ἀρετῆς Arist. pol. 7, 8; Schöpfer, θεὸς κόσμου δ. Xen. Mem. 1, 4, 7; Luc. Nigr. 22; vgl. Cic. N. D. 1, 8. – Bei den Peloponnesiern u. Doriern die höchste obrigkeitliche Person, Thuc. 5, 47; Dem. 18, 157; Pol. 24, 5; vgl. Müller's Dorier II, S. 241; δαμιωργός, Inscr. 4.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
I. qui travaille pour le public :
1 dans Homère tout homme qui exerce une profession (devin, médecin, ouvrier);
2 postér. tout homme qui exerce une profession manuelle ; abs. οἱ δημιουργοί, la classe des artisans, à Athènes;
3 p. ext. celui qui produit, qui crée en gén. ; en parl. de la divinité le créateur du monde;
II. démiurge, premier magistrat des États doriens.
Étymologie: δήμιος, ἔργον.

English (Strong)

from δῆμος and ἔργον; a worker for the people, i.e. mechanic (spoken of the Creator): maker.

English (Thayer)

δημιουργου, ὁ (δήμιος, public, belonging to the people, and ἘΡΓΩ; cf. ἱερουργός, ἀμπελουργός, etc.), often in Greek writers from Homer down;
a. properly, a workman for the public.
b. universally, the author of any work, an artisan, framer, builder: τεχνιτεσς καί δημιουργός, Xenophon, mem. 1,4, 7 (cf. 9) σοφοῦ τίνος δημιουργου τέχνημα. God is called ὁ τοῦ οὐρανοῦ δημιουργός in Plato, rep. 7, p. 530a.; ὁ δημιουργός τῶν ὅλων in Josephus, Antiquities 1,7, 1, and often in ecclesiastical writers from Clement of Rome, 1 Corinthians 20,11 [ET]; 26,1 [ET]; 33,2 [ET] on; (cf. Philo, de mut. nom. § 4; de opif. mund., Muller, edition, p. 133; Piper, Einl. in monument. Theol. § 26; Sophocles' Lexicon, under the word). In the Scriptures, besides, only in κακῶν δημιουργός). (Cf. Trench, § cv.)

Greek Monolingual

ό (AM δημιουργός, -όν
Α και δαμιοργός)
1. αυτός που δημιουργεί, παράγει κάτι, ο γενεσιουργός
(α. «δεινός δημιουργός λόγων», Αισχ. β. «ἡταν δημιουργός πολλών έργων»)
2. αυτός που προκαλεί ή προκάλεσε κάτι, ο οποίος είναι ο αίτιος κάποιου αποτελέσματος ή καταστάσεως
3. (για τον Θεό) ο πλάστης, ο ποιητής του κόσμου
αρχ.
1. αυτός που ασχολείται με έργο ωφέλιμο για τον δήμο, τον λαό, ο κοινωφελής (π.χ. στην Οδ. οι: μάντης, γιατρός, αοιδός, κήρυκας)
2. αυτός που χρησιμοποιεί κάποια τέχνη, ο έμπειρος τεχνίτης («υπό Δαιδάλου ή τίνος άλλου δημιουργού ή γραφέως», Πλάτ.)
3. ως ουσ. ο πρακτικός γιατρός
4. παραγωγικός, δημιουργικός
5. σε μερικές ελληνικές πόλεις τίτλος του ανώτατου άρχοντα
6. τίτλος ιερέως («δημιουργός θεᾱς Ρώμης»)
7. οι δημιουργοί
η τάξη τών τεχνιτών στην Αθήνα
8. αι δαμιουργοί
οι πόρνες (Ησύχ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < δήμιος + Foργός, ετεροιωμένη βαθμίδα του -Fεργός < έργον. Η λ. δημιουργός είχε κατά την αρχαιότητα δύο διαφορετικές σημασίες. Αφενός μεν δήλωνε τον τεχνίτη, αυτόν που χρησιμοποιεί κάποια τέχνη, πράγμα που θεωρούνταν κάπως ταπεινωτικό και υποτιμητικό, γι' αυτό και γρήγορα η λ. με αυτήν τη σημασία αντικαταστάθηκε από το βάναυσος «χειρώνακτας», αφετέρου δε δήλωνε τον ανώτατο άρχοντα σε μερικές ελληνικές πόλεις. Ως προς τη σημ. «έμπειρος τεχνίτης» η λ. ερμηνεύθηκε ως «αυτός που κάνει πράγμα τα που αφορούν στο σύνολο του λαού», ενώ για τη δεύτερη σημ. «αυτός που ασχολείται με λαϊκές υποθέσεις, που τίς διευθετεί, ο κοινωφελής». Εξάλλου με βάση το μυκην. damo, το οποίο ήταν ο δήμος ή η κοινότητα η οποία ανέθετε κοινοτικές γαίες προς καλλιέργεια, ερμηνεύθηκε ο δημιουργός ως «αυτός που εργάζεται στις κοινοτικές γαίες», δεδομένου ότι οι τεχνίτες αναφέρονται στις επιγραφές ως εκμισθωτές τών γαιών].

Greek Monotonic

δημιουργός: Επικ. δημιο-εργός, , (*ἔργω
I. 1. αυτός που εργάζεται για το λαό, ο επιδέξιος τεχνίτης, χειροτέχνης, σε Ομήρ. Οδ. κ.λπ.· λέγεται για τους πρακτικούς θεραπευτές, σε Πλάτ.· λέγεται για τους γλύπτες, αγαλματοποιούς, στον ίδ.· γενικά, αυτός που φτιάχνει, ποιητής λόγων, σε Αισχίν.· πειθοῦς δημιουργὸς ἡ ῥητορική, σε Πλάτ.· μεταφ., ὄρθρος δημιοεργός, η αυγή που καλεί τον άνθρωπο να δουλέψει, σε Ομηρ. Ύμν.
2. Ποιητής, Δημιουργός του κόσμου, σε Ξεν., Πλάτ.
II. σε μερικές πόλεις της Πελοποννήσου, ανώτατο πολιτικό πρόσωπο, σε Θουκ., Δημ.

Russian (Dvoretsky)

δημιουργός: эп.-ион. δημιο-εργός ὁ
1 мастер, знаток, специалист (οἱ δημιοεργοὶ - μάντις ἢ ἰητὴρ κακῶν ἢ τέκτων δούρων ἢ καὶ θέσπις ἀοιδός Hom.; σοφίας Plat.; ἀρετῆς Arst.);
2 ремесленник, мастеровой (ἄνδρες δημιοεργοὶ μέλι ἐκ πυροῦ ποιεῦσι Her.; δημιουργοὶ οἷον ὑφάντης καὶ ναυπηγός Arst.; ὀψοποιοὶ καὶ δημιουργοί Plut.): πρῶτος ἀποκρίνας χωρὶς εὀπατρίδας καὶ γεωμόρους καὶ δημιουργούς Arst. ap. Plut. (Тесей), впервые обособивший (сословия) родовой знати, земледельцев и ремесленников; ὄρθρος δ. Hes. восход, зовущий к труду;
3 создатель, творец (λόγων Aeschin.; νυκτός τε καὶ ἡμέρας Plat.; νόμων Arst.; ποιημάτων Plut.; πόλις, ἧς τεχνίτης καὶ δ. ὁ θεός NT);
4 виновник, зачинщик (κακῶν Eur.);
5 (в дор. государствах - высшее должностное лицо) демиург (οἱ ἐν Ἥλιδι δημιουργοί Thuc.; οἱ δημιουργοὶ τῶν Ἀχαιῶν Polyb.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δημιουργός -οῦ, ὁ [δῆμος, ἔργον] iemand die werkt in het belang van het volk werker voor de gemeenschap, spec. zanger, arts, ziener, heraut:; τῶν οἳ δημιοεργοὶ ἔασι, μάντιν ἢ ἰητῆρα... ἢ καὶ θέσπιν ἀοιδόν iemand van hen die voor de gemeenschap werken: een ziener of een arts, of ook een goddelijke zanger Od. 17.382; κηρύκων, οἳ δημιοεργοὶ ἔασιν herauten, die werken voor de gemeenschap Od. 19.135; vakman, specialist; οἱ ἀγαθοί... δημιουργοί de goede professionele artsen Hp. VM 1; ἄνδρες δημιοεργοὶ μέλι... ποιεῦσι vakmensen maken honing Hdt. 7.31; handwerksman, beroepsarbeider:. οἱ δημιουργοὶ καὶ οἱ πολιτικοί de handwerkslieden en de staatslieden Plat. Ap. 23e; οἱ δημιουργοί de handwerkslieden, derde klasse in Athene Plut. Thes. 25.2. producent, schepper:; ὁ γεννήσας πατὴρ καὶ δημιουργός de vader en schepper die het heeft voortgebracht Philol. Β 21; δ. νυκτός τε καὶ ἡμέρας de maker van dag en nacht Plat. Tim. 40c; τοῦ οὐρανοῦ δ. de schepper van de hemel Plat. Resp. 530a; νόμων... δημιουργοί makers van wetten Aristot. Pol. 1273b32; overdr..; πειθοῦς δημιουργός ἐστιν ἡ ῥητορική retorica is de producent van overtuiging Plat. Grg. 453a; in latere fil. de Demiurg (scheppende godheid). demiourgos, demiurg naam van hoge ambtenaar in enkele Griekse steden.

Frisk Etymological English

Grammatical information: m.
Meaning: handicraftsman (Att.), δημιοεργός (Od., Hdt.). On the meaning Bader, Composés du type Demioergos. Originally a creator, it designated in the Dorian world a magistrate. Also Palmer, Trans. Philol. Soc. 1954, 18-53.
Dialectal forms: δημιοργός (Ion.), δαμιοργός (Dor., NWGr., Arc., Boeot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) name of an official.
Derivatives: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω with δημιούργημα.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [175] *deh₂-mo- people
Etymology: From *δημιο-Ϝεργός, from δήμια ἔργα with verbal reinterpretation of the second member after the types ψυχο-πομπός; partly from -Ϝοργός. - Further s. δῆμος.

Middle Liddell

[*ἔργω
I. one who works for the people, a skilled workman, handicraftsman, Od., etc.; of medical practitioners, Plat.; of sculptors, Plat.:—generally, a framer, maker; λόγων Aeschin.; πειθοῦς δημιουργὸς ἡ ῥητορική Plat.: metaph., ὄρθρος δημιοεργός morn that calls man to work, Hhymn.
2. the Maker of the world, Xen., Plat.
II. in some Peloponnesian states, the name of a magistrate, Thuc., Dem.

Frisk Etymology German

δημιουργός: (att.),
{dēmiourgós}
Forms: δημιοεργός (Od., Hdt.)
Grammar: m.
Meaning: Handwerker;
Derivative: daneben δημιοργός (ion.), δαμιοργός (dor., nwgr., ark., böot.), δαμιωργός (Astypal.), δαμιεργός (Astypal., Nisyr.) Bez. eines Beamten. — Mehrere Ableitungen, u. zw. in beiden Bedeutungen: δημιουργίς, δημιούργιον, δημιουργία, δημιουργικός, δημιουργεῖον; δημιουργέω mit δημιούργημα.
Etymology: Aus *δημιοϝεργός, Zusammenbildung aus δήμια ἔργα mit verbaler Umdeutung des Hinterglieds nach dem Typus ψυχοπομπός; daher ist auch für gewisse Dialekte als Hinterglied ein analogisch entstandenes -ϝοργός möglich; zum Lautlichen sonst Schwyzer 252f. — Weiteres s. δῆμος.
Page 1,380

Chinese

原文音譯:dhmiourgÒj 得米-烏而哥士
詞類次數:名詞(1)
原文字根:公眾-行為(者)
字義溯源:民眾服務者,製造者,工匠,建造;由(δῆμος)=公眾)與(ἔργον)=行為)組成;其中 (δῆμος)出自(δέω)*=捆綁),而 (ἔργον)出自(ἔργον)X*=工作)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 建造者(1) 來11:10

English (Woodhouse)

contriver, creator, deviser, maker, workman, the creator of the world

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Wikipedia EN

A demiurge (δημιουργός) was a magistrate in Peloponnesian and other Ancient Greek city-states, including Corinth, Mantinea and Argos, and in their colonies, such as the Doric colony of Cnidus in Asia Minor. The English word for the title is an Anglicisation of Attic-Ionic δημιοργός, but because it was most commonly used by Doric Greek speakers, the original word in Greek has various alternate spellings (see below).

In the Achaean League, the assembly of members was presided over by ten elected demiourgoi; Corinth sent epidemiourgoi annually to Potidaea to report to the Spartan harmosts. The term is variously rendered δαιμουργός (daimourgos), δαιμωργός (daimorgos), and δαμιεργός (damiergos) in Doric Greek, and δημιοργός (demiorgos) in Ionic Greek on the island of Samos.

In the Archaic Argolid, the demiurge seems to have served as a judge, and when one was lacking, his role could be fulfilled by a hieromneme, according to an inscription from Mycenae recorded in the Inscriptiones Graecae IV, 493.

Another group of magistrates at Argos, the artynai or artynoi are mentioned once by Thucidydes, and once in a fifth-century BC inscription referring to "joint-artynoi" at Argos. The demiurges are mentioned in three inscriptions dating to the early through mid-sixth century BC; there is also a much later board of demiurges attested for Hellenistica Mycenae. Because of the relative paucity of sources for Argive government, it is difficult to tell if the Argive demiurges shared power with the artynai mentioned in Thucydides, or if that that word encompassed both the demiurges and other public officers such as the tamias (treasurer).

Léxico de magia

creador del mundo, demiurgo ὁ θεὸς ὁ παντοκράτωρ, ..., φιλάνθρωπος καὶ δ. Dios todopoderoso, amigo del hombre y demiurgo C 1 3

Translations

Ancient Greek: δημιοεργός, δημιουργός, δαμιεργός, δημιοργός, δαιμωργός, δαμιουργός, δαμιωργός; Catalan: demiürg; Chinese Mandarin: 巨匠造物主, 德謬哥, 德谬哥, 黛米烏爾, 黛米乌尔; Czech: demiurg; Danish: demiurg; Dutch: demiurg; Esperanto: demiurgo; Finnish: demiurgi; French: démiurge; Galician: demiurgo; Georgian: დემიურგი; German: Demiurg; Hebrew: בורא עולם‎; Indonesian: demiurge; Italian: demiurgo; Japanese: デミウルゴス; Kazakh: демиург; Korean: 데미우르고스; Latin: demiurgus; Latvian: demiurgs; Norwegian: demiurg; Persian: عقل فعال‎; Portuguese: demiurgo; Romanian: demiurg; Russian: демиург; Slovene: demiúrg; Spanish: demiurgo