συμβολή
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → For extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable.
English (LSJ)
ἡ,
A coming together, meeting, joining, συμβολὰς τριῶν κελεύθων A.Fr.173,cf.X.HG7.1.29; confluence of two rivers, IG9(2).205.12 (Melitea, iii B.C.), D.S.17.97, Arr.An.6.4.4, IG14.352 i 17, ii 49 (Halaesa), etc.; συμβολὴ τῶν ὀπτικῶν νεύρων Gal.UP10.13; putting together, τῶν κώλων Sor.1.103 (prob.); τῶν χειλῶν συμβολαί, opp. τῆς γλώσσης προσβολαί, of the pronunciation of labial and lingual letters, Arist.PA660a6; συμβολὴ φωνηέντων meeting of vowels in compound words, D.H.Dem.40, cf. Phld.Po.Herc.994.28; εἰς φωνήεντα τελευτᾶν ταῖς σ. Arist.Rh.Al.1434b35.
2 in concrete sense, joint, juncture, [τοῦ ζωστῆρος] Hdt.4.10; [τῶν ἀξόνων] X.Eq.10.10; of an alchemical apparatus, Zos.Alch.p.139 B.; τῶν ὀστέων, of the joints, Hp.Art.79, cf. Pl.Phd. 98d, Gal.2.683, UP3.16, 16.10; πρὸς τοῦ ἰσχίου Hp.Epid.5.7; suture of the skull, Poll.2.36.
3 twisting, plaiting, τοπείων IG22.1672.311; νεύρων Arist. Aud.802b16.
4 point of contact, Arched.Stoic.3.263; bond of union, τοῦ χωρίου καὶ τῆς γνώμης Aret.SD1.6.
II in hostile sense, encounter, engagement, συμβολῆς γενομένης Hdt.1.74, cf. 7.210; συμβολὴν ποιέεσθαι Id.6.110; τῇ σ. νικῆσαι, ἑσσωθῆναι, Id.4.159, 1.66; of ships, A.Pers.350; ἀλεκτρυόνων συμβολή Hdn.3.10.3 (pl.); τάλας ἐγὼ ξυμβολῆς βαρείας Ar.Ach.1210.
III = σύμβολον II.3, IG5(2).419.12 (Phigaleia), etc.; τῶν ἄλλοθι (sc. συμβολαίων) ἀπὸ ξυμβολῶν κατὰ τὰς οὔσας ξυμβολὰς πρὸς Φασηλίτας τὰς δίκας εἶναι ib.12.16.13, cf. 60.9, al.; δικάζεσθαι κὰ (i.e. κατὰ) τᾶς συμβολᾶς ib.9 (1).333.15 (Locr., v B.C.); συνθῆκαι καὶ συμβολὴ πρός τινας Arist.Rh. 1360a15.
2 marriage-contract, Vett.Val.40.10 (pl.).
IV pl., contributions made to provide a common meal, συμβολὰς πράττεσθαι make people pay their share of the reckoning, Ar.Ach.1211, Eub.72; τὰς ξ. κατατιθέναι, καταβάλλειν, pay one's shot, Antiph.26.8, Diod. Com.2.13; συμβολὴν φέρειν, εἰσφέρειν, Alex.143, Hegesand.31 (sg.); πίνειν ἀπὸ συμβολῶν Alex.97, cf. Diph.43.28.
b the meal or entertainment itself, picnic, X.Smp.1.16.
c [τὸν δακτύλιον] εἰς συμβολὰς ὑπόθημ' ἔδωκε as a pledge into the poll (in dicing), Men.Epit.287; συμβολὰς or συμβολὴν καταθεῖναι, Luc.Herm.81, DMeretr.7.1.
2 contribution, subscription to the expenses of a festival, etc., IG12(7).22.28 (Arcesine, iii B.C.), PTeb.112.26 (ii B.C.), etc.; διὰ τὸ μὴ πεσεῖν πάσας τὰς σ. because the subscriptions had not all been paid, PCair.Zen.341 (a).19 (iii B.C.), cf. PPetr.3p.325 (iii B.C.), UPZ98.139 (ii B.C.): metaph., συμβολὰς διδόναι τῇ πολιτείᾳ Plu.Agis 9, cf.Arat.11; εἰς τὸν πόλεμον συμβολὴν παρασχέσθαι Id.Comp.Dion.Brut.1.
V metaph., cooperation, dub. in Phld.D.1.22.
German (Pape)
[Seite 979] ἡ, das Zusammenwerfen; – bes. a) das Zusammensetzen, Zusammenfügen, die Fuge, Naht, Her. 4, 10; vgl. Jac. Ach. Tat. 415, wie Xen. Equ. 10, 10; auch die Fugen der Knochen, wie ῥαφαί, Plat. Tim. 74 e Phaed. 984; χειλῶν, Schließen der Lippen, Arist. partt. an. 2, 16. – Gew. b) das Zusammenkommen, Zusammentreffen, συμβολὰς τριῶν κελεύθων, Aesch. frg. 161; bes. im feindlichen Sinne, das Handgemeinwerden, das Treffen, ἀρχὴ δὲ ναυσὶ συμβολῆς τίς ἦν; Pers. 312; so Her. 1, 66; συμβολὴν ποιεῖσθαι, συμβολὴ γίγνεται, 1, 74. 6, 110. 7, 210. 9, 42. – c) Beitrag, τῇ πολιτείᾳ διδόναι, Plut. Agis 9; συμβολαί hießen bes. die Geldbeiträge derjenigen, welche auf gemeinschaftliche Kosten eine Mahlzeit, ein Picknick halten wallten; dah. macht Ar. Ach. 1170 ein Wortspiel, wo Lamachus sagt τάλας ἐγὼ τῆς ἐν μάχῃ ξυμβολῆς βαρείας, in dem Sinne von b, der Andere aber, es auf diese Beiträge zur Mahlzeit beziehend, fragt τοῖς Χουσὶ γάρ τις ξυμβολὰς ἐπράττετο, vgl. Schol. u. Alexis bei Ath. VIII, 365 d; συμβολὴν καταθεῖναι, Luc. D. Mer. 7, vgl. Hermot. 81. – Auch ein solcher Schmaus selbst, Xen. Conv. 1, 16; ἀπὸ συμβολῶν πίνειν, Alexis bei Ath. IV, 134 c; ἀπὸ συμβολῶν συνάγειν, Diphil. ib. VII, 292 b (v. 28), wie Euphro IX, 379 e (v. 10).
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
I. rencontre, d'où
1 ajustement, emboîtement, jointure;
2 jonction de routes, de fleuves, carrefour;
3 rencontre, engagement, combat;
II. convention, contrat;
III. contribution d'argent ; pique-nique.
Étymologie: συμβάλλω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συμβολή -ῆς, ἡ, Att. ook ξυμβολή [συμβάλλω] het samenkomen; Xen. Hell. 7.1.29; concreet verbindingspunt, voeg, sluiting, gewricht. treffen, gevecht:. συμβολῆς γενομένης toen een gevecht was ontstaan Hdt. 1.74.2; συμβολὴν ποιέεσθαι het tot een treffen laten komen Hdt. 6.110. zakelijke overeenkomst, contract; met πρός + acc. met iem.. Aristot. Rh. 1360a15. bijdrage, contributie, m. n. financieel:; συμβολὰς διδόναι met dat. bijdragen leveren aan Plut. = συμβολὰς παρέχεσθαι met εἰς + acc. Plut. Brut. 54.2; van deelnemers aan een feestmaal; Aristoph. Ach. 1211; bij het gokken inzet.
Russian (Dvoretsky)
συμβολή: ἡ
1 соединение, стык или скрещение (τριῶν κελεύθων Aesch.; sc. τῶν ὁδῶν Xen.);
2 сращение (τῶν νεύρων Arst.);
3 слияние (τῶν ποταμῶν Diod.);
4 встреча, непосредственное соседство (φωνηέντων Arst.);
5 сочленение, шов (τῶν ὀστέων Plat.);
6 смыкание (τῶν χειλῶν Arst.);
7 край, конец, застежка (τοῦ ζωστῆρος Her.);
8 столкновение, стычка, схватка (sc. τῶν νηῶν Aesch.): νικᾶν τῇ συμβολῇ Her. победить в сражении;
9 соглашение, контракт (συνθῆκαι καὶ συμβολαί Arst.);
10 преимущ. pl. денежный взнос, вклад, пожертвование Luc.; συμβολὰς πράττεσθαι Arph. взимать взносы, устраивать складчину; συμβολὰς μεγάλας τῷ κοινῷ δοῦναι Plut. сделать большой вклад в общегосударственное дело; οὐκ ἐλάττονας συμβολὰς παρασχέσθαι εἴς τι Plut. сыграть немалую роль в чем-л.;
11 обед вскладчину Xen.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ συμβάλλω
1. (για δρόμους, ποταμούς, αρτηρίες, νεύρα, αγωγούς) το σημείο ένωσης (α. «η συμβολή τών καρωτίδων» β. «η συμβολή τών οδών» γ. «τὸν πλοῦν ἐποιοῦντο μέχρι τῆς συμβολῆς τῶν ποταμῶν», Διόδ.)
2. η συνεισφορά, η συνδρομή για να γίνει κάτι (α. «η συμβολή του στη νίκη ήταν αποφασιστική» β. «εἰς τὸν πόλεμον συμβολὴν παρασχέσθαι», Πλούτ.
γ. «διὰ τὸ μὴ πεσεῖν πάσας τὰς συμβολάς», πάπ.)
νεοελλ.
1. (γεωμορφ.) σημείο της επιφάνειας της Γης όπου συναντώνται δύο υδάτινα ρεύματα ή δύο παγετώνες
2. (μετεωρ.) η συνάντηση δύο ρευμάτων ατμοσφαιρικών διαταράξεων η οποία συνοδεύεται από επιδείνωση της κακοκαιρίας, αφού έρχονται σε αντιπαράθεση αέριες μάζες με διαφορετικά χαρακτηριστικά
3. (ραδιοτεχν.) φαινόμενο που προκαλείται από τη σύνθεση δύο ταλαντώσεων με παραπλήσιες συχνότητες
4. φυσ. κυματικό φαινόμενο κατά το οποίο συντελείται συνδυασμός ταλαντώσεων ή κυμάτων της ίδιας φύσης και τών ίδιων ή παραπλήσιων συχνοτήτων, με αποτέλεσμα τη χρονική ή και τοπική διακύμανση του εύρους της συνισταμένης τών συνδυαζόμενων ταλαντώσεων ή κυμάτων
αρχ.
1. το να συμβάλλει κάτι με κάτι άλλο, η ένωση («συμβολὰς τριῶν κελεύθων», Αισχύλ.)
2. συναρμογή («τῶν χειλῶν συμβολαί», Αριστοτ.)
3. σύνδεσμος («ζωστῆρα ἔχοντα ἐπ' ἄκρης τῆς συμβολῆς φιάλην χρυσέην», Ηρόδ.)
4. ραφή, ένωση τών κρανιακών οστών
5. συμπλοκή, σύγκρουση (α. «τῷ ἕκτω ἔτεϊ συμβολής γενομένης», Ηρόδ.
β. «ἀρχὴ δὲ ναυσί ξυμβολῆς τίς ἦν φράσον», Αισχύλ.)
6. συμβόλαιο
7. προικοσύμφωνο
8. τα χρήματα που δίνει κανείς ως συνεισφορά για ερανικό συμπόσιο
9. σύμπραξη, συνεργασία
10. φρ. α) «συμβολή φωνηέντων» — σύναψη φωνηέντων σε σύνθετες λέξεις (Διον. Αλ., Φιλόδ.) β) «ὀστέων συμβολαί» — αρθρώσεις οστών (Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
συμβολή: ἡ (συμβάλλομαι),
I. συνάντηση με κάποιον στο ίδιο σημείο, ένωση, συναπάντημα, σμίξιμο, σε Ξεν.· σημείο όπου ενώνονται δύο μέρη, άκρο, αρμός, άρθρωση, Λατ. commissura, σε Ηρόδ., Πλάτ.
II. με εχθρική σημασία, εχθρική συνάντηση, συμπλοκή, μάχη, σε Ηρόδ., Αισχύλ.
III. = συμβόλαιον II, συμβόλαιο, σύμβαση, σύμφωνο, συμφωνητικό, σε Αριστ.· στους Αχαρν. του Αριστοφ. υπάρχει λογοπαίγνιο με τις σημασίες II και III, συμπλοκή και ανοιχτοί οικονομικοί λογαριασμοί, εχθρική έφοδος και απαίτηση πληρωμής.
IV. στον πληθ. συμβολαί ονομάζονταν όσα συνέφερε κάποιος στο κοινό συμπόσιο, συνεισφορά, έρανος· πίνειν ἀπὸ συμβολῶν, όπως το de symbolis esse στον Τερέντ., Αττ.· διασκέδαση, ευωχία, γεύμα, σε Ξεν.
Greek (Liddell-Scott)
συμβολή: ἡ, (συμβάλλομαι) τὸ συμβάλλειν, συνάντησις, ἕνωσις, συμβολὰς τριῶν κελεύθων, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 171, πρβλ. Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 29· τὸ μέρος ἔνθα δύο ποταμοὶ συμβάλλουσι, Διόδ. 17. 97, Ἀρρ. Ἀν. 6. 4. 6, Ussing Inscrr. σ. 3· συμβολαὶ τῶν νεύρων Ἀριστ. περὶ Θαυμασ. 36· σ. φωνηέντων, συνάντησις φωνηέντων ἐν συνθέτοις λέξεσιν, ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. πρὸς Ἀλέξ. 24. 1, πρβλ. Διον. Ἁλ. περὶ Δημ. 40. 2) ἐπὶ συγκεκριμένης ἐννοίας, τὸ μέρος τὸ συναπτόμενον, ὁ σύνδεσμος, τὸ ἄκρον, Λατιν. commissura, τοῦ ζωστῆρος Ἡρόδ. 4. 10· τῶν ἀξόνων Ξεν. Ἱππ. 10, 10· τῶν ὀστέων ἐπὶ τῶν ἁρμῶν ἢ ἀρθρώσεων, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 838. πρβλ. Πλάτ. Φαίδωνα 98D· τοῦ ἰσχίου Ἱππ. 1143G· ἡ ῥαφὴ τοῦ κρανίου, Ἀριστ. περὶ Πνεύματ. 5, 10, Πολυδ. Β΄, 36, τῶν χειλῶν συμβολαί, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ τῆς γλώσσης προσβολαί, ἐπὶ τῆς προφορᾶς τῶν χειλοφώνων καὶ γλωσσοφώνων γραμμάτων, Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 16, 15. ΙΙ. ἐπὶ ἐχθρικῆς σημασίας, συνάντησις ἐχθρική, συμπλοκή, μάχη, συμβολὴ γίγνεται Ἡρόδ. 1. 74., 7. 210˙ συμβολὴν ποιέεσθαι ὁ αὐτ. 6. 110˙ τῇ σ. νικᾶν, ἑσσωθῆναι ὁ αὐτ. 4. 159., 1. 66˙ ἐπὶ πλοίων, Αἰσχύλ. Πέρσ. 350˙ ἀλεκτρυόνων σ. Ἡρῳδιαν. 3. 10. ΙΙΙ. = συμβόλαιον ΙΙ, συνθῆκαι καὶ σ. πρός τινας Ἀριστ. Ρητ. 1. 4. 11˙ (ἐν Ἀριστοφ. Ἀχ. 1210, 1211, ὑπάρχει παιδιὰ ἐπὶ τῶν σημασιῶν ΙΙ καὶ ΙΙΙ. ΛΑΜΑΧ. τάλας ἐγὼ ξυμβολῆς βαρείας. ― ΔΙΚΑΙΟΠΟΛΙΣ τοῖς Χουσὶ γάρ τις ξυμβολὰς ἐπράττετο;). IV. ἐν τῷ πληθ., συμβολαὶ ἐκαλοῦντο τὰ συνεισφερόμενα πρὸς κοινὸν συμπόσιον, ἔρανος, Κικ. collectae, ἐπὶ δεῖπνον ἢ φίλον τιν’ ἢ ξένον καλέσας ἔπειτα συμβολὰς ἐπράξατο Εὔβουλ. ἐν «Οἰδίποδι» 1. 4˙ τὰς ξ. κατατίθημι, καταβάλλω, πληρώνω τὸ μέρος μου, Ἀντιφάνης ἐν «Ἁλιευομένῃ» 1, 8, Διόδωρ. Κωμῳδιοποιὸς ἐν «Ἐπικλήρῳ» 1. 13˙ σ. φέρειν, εἰσφέρειν Ἄλεξις ἐν «Μανδραγοριζομένῃ» 4, Ἡγήσανδρ. παρ’ Ἀθην. 365D˙ πίνειν ἀπὸ συμβολῶν, ὡς τὸ symbolis esse παρὰ Terent. Eun. 3. 4, 2, Ἄλεξ. ἐν «Ἰσοστασίῳ» 2˙ πρβλ. συνάγω ΙΙ. 3, σύμβολον Ι, 8, συμβολικὸς 2˙ ― ὡσαύτως αὐτὸ τὸ ἐξ ἐράνων δεῖπνον, Ξεν. Συμπ. 1. 16. 2) καθόλου, ἔρανος, συνεισφορά, συμβολὰς διδόναι τῇ πολιτείᾳ Πλουτ. Ἆγις 9, πρβλ. Ἄρατ. 11˙ εἰς τὸν πόλεμον σ. παρασχέσθαι ὁ αὐτ. ἐν Δίωνος καὶ Βρούτου Συγκρίσει 1˙ ― σπανίως ἐν τῷ ἑνικῷ, Λουκ. Ἑταιρ. Διάλ. 7.
Middle Liddell
συμβολή, ἡ, [συμβάλλομαι]
I. a coming together, meeting, joining, Xen.: the juncture of two parts, the end, Lat. commissura, Hdt., Plat.
II. in hostile sense, an encounter, engagement, battle, Hdt., Aesch.
III. = συμβόλαιον II, a contract, covenant, Arist.; in Ar. Ach. there is a play on signfs. II and III, encounter and accounts, charge and charges.
IV. in plural, συμβολαί were contributions for a common meal, πίνειν ἀπὸ συμβολῶν, like de symbolis esse in Terent., Attic; the entertainment itself, a picnic, Xen.
English (Woodhouse)
collision, conflict, encounter, junction of roads, place where things join, shock of battle
Translations
contribution
Afrikaans: bydrae; Arabic: مُسَاهَمَة; Armenian: ներդրում, օժանդակություն, աջակցություն, ավանդ; Belarusian: унёсак, уклад; Bulgarian: принос, участие; Catalan: contribució; Chinese Mandarin: 貢獻, 贡献; Crimean Tatar: isse; Czech: příspěvek; Danish: bidrag; Dutch: bijdrage, contributie; Esperanto: kontribuo; Estonian: panus; Finnish: myötävaikutus; French: contribution; Galician: contribución; Georgian: წვლილი; German: Beitrag; Greek: εισφορά; Ancient Greek: ἀποφορά, ἀποφορή, δόσις, εἰσφορά, ἐπίδομα, ἔρανος, ἐσφορά, μερίς, μετάδοσις, ξυμφορά, σύλλεξις, συμβολή, συμφορά, συμφορή, συνείσδοσις, συνεισφορά, συντέλεσμα, τέλεσμα; Hebrew: תְּרוּמָה; Hindi: योगदान; Hungarian: hozzájárulás; Ido: kontributajo; Indonesian: peran; Italian: contributo; Japanese: 貢献; Korean: 기여(寄與), 공헌(貢獻); Latin: stips; Luxembourgish: Kontributioun; Macedonian: придонес; Malayalam: സംഭാവന; Maori: whakapoha; Navajo: akʼeʼeeshchínígíí; Nepali: योगदान; Norwegian Bokmål: bidrag; Nynorsk: bidrag; Persian: همکاری; Plautdietsch: Beschäarunk, Biedrach; Polish: wkład; Portuguese: contribuição; Romanian: contribuție; Russian: вклад, участие; Scots: contreibution; Serbo-Croatian Cyrillic: до̏принос, контрибуција; Roman: dȍprinos, kontribúcija; Slovak: príspevok; Slovene: prispevek; Spanish: contribución, aporte, cotización; Swedish: bidrag; Tagalog: ambag, tap-ong; Turkish: katkı, katılım payı; Ukrainian: внесок; Welsh: cyfraniad; Yiddish: בײַשטײַערונג