νερό

Greek Monolingual

το (Μ νερόν)
1. στοιχείο της φύσης, ουσία άγευστη, άοσμη, άχρωμη και υγρή υπό κανονικές συνθήκες θερμοκρασίας και πίεσης, η οποία σχηματίζει τις θάλασσες, τους ποταμούς, τις λίμνες και τη βροχή, το ύδωρ
2. χυμός φρούτων ή καρπών, οπός
3. το υγρό που μαζεύει ένα τραύμα
4. στον πληθ. τα νερά
μεγάλη υδάτινη έκταση πηγών, ποταμών, λιμνών και θαλασσών
5. φρ. «αμίλητο νερό» ή «ἄλαλον νερόν» — το νερό κατά την άντληση και μεταφορά του οποίου δεν μίλησε αυτός που το άντλησε και το οποίο χρησιμοποιείται κατά τη γιορτή του κλήδονα
νεοελλ.
1. η βροχή («αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ' εκείνον τον ζευγά πού 'χει στη γη σπαρμένα», παροιμ.)
2. στον πληθ. α) η ίσαλος γραμμή πλοίου
β) το αυλάκι που αφήνει πίσω του πάνω στην υδάτινη επιφάνεια ένα κινούμενο σκάφος
γ) κυματοειδή σχήματα στα χρώματα ξύλων ή υφασμάτων
3. φρ. α) «αθάνατο νερό» — νερό το οποίο, κατά τη λαϊκή αντίληψη, αν το πιει ένας ζωντανός, γίνεται αθάνατος, ενώ αν το πιει ένας πεθαμένος, επανέρχεται στη ζωή
β) «ήπιε το αμίλητο νερό» — λέγεται ειρωνικά για άτομα που σιωπούν
γ) «νερό της αρνησιάς» ή «νερό της λησμονιάς» — νερό που πιστεύεται ότι βγαίνει από τη βρύση του κάτω κόσμου και που όταν το πιουν οι πεθαμένοι ξεχνούν την προηγούμενη ζωή τους
δ) «κάνω το νερό μου» ή «πηγαίνω προς νερού μου» — ουρώ ή πηγαίνω να ουρήσω
ε) «κάνω νερά
i) (για πλωτά) έχω ρωγμές από τις οποίες μπαίνει νερό
ii) αρχίζω να κάνω υποχωρήσεις, παρεκκλίνω από αυτά που υποσχέθηκα
στ) «σαν το κρύο νερό» — άνθρωπος πολύ όμορφος
ζ) «το ξέρω νερό» — κατέχω κάτι άπταιστα
η) «μες στο νερό» — λέγεται για να εκφράσει απόλυτη σιγουριά για μια εκδοχή που από άλλους αμφισβητείται ή φαίνεται απίθανη
θ) «σηκώνει νερό»
i) επιδέχεται αυξομείωση
ii) είναι διφορούμενο
ι) «δεν παίρνει νερό» — δεν επιδέχεται μεταβολές
ια) «βάζω νερό στο κρασί μου» — μετριάζω την οργή ή τις απαιτήσεις μου, συγκατανεύω σε μια αντίθετη άποψη
ιβ) «βάζω το νερό στ' αυλάκι» — οδηγώ μια υπόθεση σε καλό δρόμο
ιγ) «τί τρέχει; νερό στ' αυλάκι» — δεν συμβαίνει απολύτως τίποτε
ιδ) «χάνω τα νερά μου» — βρίσκομαι σε αμηχανία, τά χάνω, επειδή βρέθηκα σε διαφορετικό από το οικείο μου περιβάλλον
ιε) «φέρνω κάποιον στα νερά μου» ή «φέρνω κάποιον με τα νερά μου» — κατορθώνω να κάνω κάποιον να συμφωνήσει με τις απόψεις μου ή να δεχθεί τις προτάσεις μου
ιστ) «κάνω μια τρύπα στο νερό» — δεν κατορθώνω να κάνω τίποτε, κάνω μάταιο κόπο
ιζ) «πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό» — σαστίζω για ασήμαντο λόγο
ιη) «δεν δίνει του αγγέλου του νερό» — είναι πολύ φιλάργυρος και άσπλαχνος
ιθ) «είναι του γλυκού νερού»
i) είναι άπειρος, αδέξιος και κωμικά ανεπιτήδειος
ii) (για γυναίκα) είναι ανήθικη
κ) «σπάσαν τα νερά της»
(για έγκυα γυναίκα) είναι έτοιμη να γεννήσει
μσν.
1. μτφ. γράμματα, γνώσεις
2. υδραγωγείο
3. δάκρυα
4. φρ. α) «θερίζω νερόν» — ματαιοπονώ
β) «σηκώνω νερόν»
(για εφοδιασμό πλοίων) προμηθεύομαι πόσιμο νερό
γ) «σκορπίζω ἄλας καὶ νερόν» — αποφεύγω τη φιλία κάποιου
δ) «σύρνω νερά»
(για τόπο) είμαι βαλτώδης
ε) «χερέα νερὸν πνίγει με» — πνίγομαι σε μια κουταλιά νερό, ταράζομαι από ασήμαντη αφορμή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νηρόν (ουδ. του επιθέτου νηρός < νεαρόν, με συναίρεση, (για τη συναίρεση τών -εα- σε -η-, πρβλ. νεάτη: νήτη, φρέατος: φρητός). Η λ., με τη σημερινή σημ., προήλθε από τη φρ. νεαρόν / νηρόν ὕδωρ» κατά παράλειψη της λ. ὕδωρ.
ΠΑΡ. μσν. νερούτσικον
μσν.- νεοελλ.
νερουλός
νεοελλ.
νεράκι, νερουλάς, νερώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) βλ. νερ(ο)-. (Β' συνθετικό), νεοελλ. αγγουρόνερο, αγιασμόνερο, αλατόνερο, ανθόνερο, ασβεστόνερο, ασημόνερο, βαλσαμόνερο, βαλτόνερο, βουρκόνερο, βρομόνερο, βροχόνερο, γλυφόνερο, θαλασσόνερο, θολόνερο, κανελόνερο, κατραμόνερο, κρασόνερο, κριθαρόνερο, λασπόνερο, μολυβόνερο, μπουγαδόνερο, ξινόνερο, παγόνερο, πηγαδόνερο, ποταμόνερο, ροδόνερο, ρυζόνερο, σαπουνόνερο, σταχτόνερο, τριανταφυλλόνερο, τσιγκόνερο, χιονόνερο].