ἀμφίς

English (LSJ)

Ep. word, once in Pi. (v.infr.), Trag. only E.Hyps. (v. infr.), prop.
A = ἀμφί, but mostly as adverb:
1 on both sides, ἀμφὶς ἀρωγοί helpers on either hand, to either party, Il.18.502, cf. 519; ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς βάλεν threw with spears from both hands at once, 21.162; σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες having it on both sides, Od.3.486.
2 generally, round about, ἀμφὶς ἐόντες Il.24.488; ἀμφὶς ἰδών having looked about, Hes.Op.701 (cf. infr. B. 1); δεσμοὶ.. ἀμφὶς ἔχοιεν may bonds encompass, Od.8.340; σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφὶς at each end, Il.5.723; and so (rather than between) 3.115, 7.342; μολπὴ ἀμφὶς ἔχει δώματα fills the house, Xenoph. 1.12.
II apart, asunder, γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν Od.1.54; ἀμφὶς ἐέργειν to keep apart, Il.13.706; ἀμφὶς ἀγῆναι snap in twain, 11.559; τόξων ἀϊκὰς ἀμφὶς μένον 15.709; ἀμφὶς φράζεσθαι think separately, each for himself, i.e. to be divided, 2.13; ἀμφὶς φρονέοντε 13.345; ἀμφὶς ἕκαστα εἴρεσθαι to ask each by itself, i.e. one after another, Od.19.46 codd.; ἀμφὶς ἔμμεναι to be absent, Orac. ap. Hdt.1.85.
B less freq as preposition, like ἀμφί:
I c.gen. (which it may either precede or follow), around, ἅρματος ἀμφὶς ἰδεῖν look all round his chariot, Il.2.384.
b concerning, ἀμφὶς ἀληθείης Parm.8.51; ἀέθλοις.. ἐσθᾶτος ἀμφὶς Pi.P.4.253.
2 apart from, far from, ἀμφὶς ἐκείνων εἶναι Od.14.352; Διὸς ἀμφὶς ἥσθην Il.8.444; ἀμφὶς φυλόπιδος Od.16.267; ἀμφὶς ὁδοῦ aside from, out of road, Il.23.393; πάτρας ἀμφίς far from her fatherland, E. Hyps.Fr.3 iii 30.
II c. acc., about, around, always after its case, Κρόνον ἀμφὶς Il.14.274; Ποσιδήϊον ἀμφὶς Od.6.266, cf. 9.399.

Spanish (DGE)

A adv.
I en rel. c. dos términos
1 c. verb. tr. separadamente, aparte γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν Od.1.54, (τὼ βόε) ζυγὸν ... ἀμφὶς ἐέργει Il.13.706
τὼ δ' ἀμφὶς φρονέοντε δύω teniendo los dos opiniones diferentes, Il.13.345, ἀμφὶς φράζονται dudan, Il.2.13.
2 c. εἰμἰ entre ambos ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα Il.3.115.
II en rel. c. un solo término
1 en ambos lados ᾧ ... ῥόπαλ' ἀμφὶς ἐάγῃ Il.11.559, ἀμφὶς ἀρωγοί (hay) auxiliares en ambos lados, Il.18.502, ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ... βάλεν disparó al mismo tiempo con dos lanzas, una con cada mano, Il.21.162.
2 c. verb. tr. y un compl. alrededor, en torno σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες Od.3.486, πάντα ... ἀμφὶς ἰδών Hes.Op.701, μολπὴ δ' ἀμφὶς ἔχει δώματα el canto resuena por toda la casa Xenoph.1.12, (πύλας) ὑπέρθυρον ἀμφὶς ἔχει Parm.B 1.12
c. otras constr. alrededor ἀμφὶς ἐόντες Il.24.488, θεώ ... ἀμφὶς ἀριζήλω Il.18.519, δεσμοὶ ... ἀμφὶς ἔχοιεν Od.8.340.
3 c. εἰμί estar ausente ἀμφὶς ἐόντα Od.24.218, ἀμφὶς ἔμμεναι Orác. en Hdt.1.85.
4 fig. de otra parte ἅμα δ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι Il.22.117.
B prep.
I c. gen.
1 c. verb. de reposo aparte de, lejos de ἔα ἀμφὶς ἐκείνων Od.14.352, ἀμφὶς ἔσεσθον φυλόπιδος Od.16.267, Διὸς ἀμφὶς ... ἥσθην Il.8.444, cf. πάτρας ἀμφὶς ἀμεῖψαι E.Fr.1.3.29 Bond.
2 c. ‘ver’, ‘pensaralrededor de ἅρματος ἀμφὶς ἰδών Il.2.384
fig. en torno a, acerca de παύω ... νόημα ἀμφὶς ἀληθείης Parm.B 8.51.
3 c. nombres por ἀέθλοις ... ἐσθᾶτος ἀμφὶς Pi.P.4.253.
II c. ac. en torno a δύο δ' ἀμφὶς ἕκαστον dos en torno a cada (carro) Il.11.748, δοιαὶ δὲ πελειάδες ἀμφὶς ἕκαστον ... νεμέθοντο Il.11.634, Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες Il.14.274, cf. Od.6.266, 9.399.
III c. dat. alrededor, en torno σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφὶς Il.5.723, ἱστῷ δ' ἀμφὶς ἕλισσεν (διάσματα) Nonn.D.6.152.

German (Pape)

[Seite 143] ursprünglich eins mit ἀμφί; s. Buttmann Lexil. II, 217 ff. A) Adverbium, 1) umher, herum, θαλερὴ δ' ἦν ἀμφὶς ἀλοιφή, um das Fleisch herum war Fett, Od. 8, 476; ἀμφὶς ἐόντες Il. 24, 488; δεσμοὶ ἀμφὶς ἔχοιεν, möchten umschließen, Od. 8, 340; ἀμφὶς ἰδών, ringsum schauend, mit Umsicht betrachtend, Hes. O. 701; vgl. Il. 7, 342. 8, 481. 23, 330. 14, 123. 9, 464 (Scholl. Didym. v.l. ἀντιόωντες, ἐγγὺς ἐόντες). 18, 519; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα Iliad. 3, 115 nach Buttmann = wenig Raum war umher. – 2) von, auf beiden Seiten, Iliad. 21, 162 ὁ δ' ἀνέσχετο δῖος Ἀχιλλεὺς Πηλιάδα μελίην. ὁ δ' ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς ἥρως Ἀστεροπαῖος, ἐπεὶ περιδέξιος ἦεν, Scholl. Didym. v.l. ἁμάρτῃ δούρασιν ἄμφω; 12, 434 ἥ τε σταθμὸν ἔχουσα καὶ εἴριον ἀμφὶς ἀνέλκει ἰσάζουσα; Od. 3, 486 οἱ δὲ πανημέριοι σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες, auf beiden Seiten das Joch habend. – 3) Dinge, die auf beiden Seiten eines Gegenstandes sind, werden durch diesen getrennt; daher hat ἀμφίς auch den Begriff der Trennung, τὼ ζυγὸν ἀμφὶς ἐέργει, hält sie auseinander, Il. 13, 706; κίονες, αἳ γαῖάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν, von einander halten, Od. 1, 54; ῥόπαλα ἀμφὶς ἐάγη, Knittel wurden entzweigeschlagen, Il. 11, 559; vgl. Od. 19, 221. 24, 218; αμφὶς φρονέοντε δύω Κρόνου υἷε, verschiedener Meinung sein, Iliad. 13, 345; ἀθάνατοι ἀμφὶς φράζονται 2, 13; mit ἕκαστος verbunden = jeder für sich, ἀμφὶς ἄγοντες ἕκαστος Od. 22, 57; ἀμφὶς ἕκαστα εἰρήσεται, jedes wird sie besonders fragen, 19, 46; Iliad. 22, 117 ἅμα δ' ἀμφὶς Ἀχαιοῖς ἄλλ' ἀποδάσσεσθαι, ὅσα τε πτόλις ἥδε κέκευθεν, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ, ὅτι ἀντὶ τοῦ ἀμφιδάσεσθαι, δίχα μερίσεσθαι; 15, 709 τόξων ἀικὰς ἀμφὶς μένον, in der Entfernung; 18, 502 ἀμφὶς ἀρωγοί, Helfer auf beiden Seiten; – Orac. bei Her. 1, 85 τὸ δέ σοι πολὺ λώιον ἀμφὶς ἔμμεναι, es ist dir viel besser, entfernt davon, ohne das zu sein. – B) Praeposition, meist seinem Casus nachgesetzt, 1) mit dem gen., ἅρματος ἀμφὶς ἰδών, den Wagen ringsum betrachten, Il. 2, 384; Illad. 8, 444 αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφὶς Ἀθηναίη τε καὶἭρη ἥσθην, οὐδέ τί μιν προσεφώνεον, Buttmann Lexil. 2, 220 falsch = entfernt vom Zeus, Aristarch richtig = zu beiden Seiten des Zeus, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καθέδραν, ὅτι ἑκατέρωθεν τοῦ ΔιὸσἭρα καὶ Ἀθηνᾶ, vgl. 24, 100 ἡ δ' ἄρα πὰρ Διὶ πατρὶ καθέζετο, εἶξε δ' Ἀθήνη. Ἕρη δὲ χρύσεον καλὸν δέπας ἐν χερὶ θῆκεν καί ῥ' εὔφρην' ἐπέεσσι· Θέτις δ' ὤρεξε πιοῦσα, Scholl. Aristonic. ἡ διπλῆ πρὸς τὴν καθέδραν Ἀθηνᾶς καὶἭρας, ὅτι ἑκατέρωθεν τοῦ Διός. καὶ ὅταν λέγῃ »αἱ δ' οἶαι Διὸς ἀμφίς«, τὸ αὐτὸ σημαίνει, Διὸς ἑκατέρωθεν, οὐχ ὥς τινες δέχονται χωρίς; vgl. 4, 21 u. Scholl.; – Od. 14, 352 μάλα δ' ὦκα θὐρηθ' ἔα ἀμφὶς ἐκείνων, weitab von Jenen; ἀμφὶς φυλόπιδος, entfernt vom Kampf, Od. 16, 267; ἀμφὶς ὁδοῦ, seitabwärts vom Wege, Il. 23, 393; Pind. ἐσθῆτος ἀμφίς, ohne Kleid, P. 4, 258. – 2) mit dem dat., κύκλα σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, um die Achse, Il. 5, 753. – 3) mit dem accus., Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες Il. 14, 274; Hes. Th. 8511 Od. 6, 266 ἀγορή, καλὸν Ποσιδήιον ἀμφίς; οἵ ῥά μιν ἀμφἱς ᾤκεον 9, 399; δοιαὶ δὲ πελειἀδες ἀμφὶς ἕκαστον χρύσειαι νεμέθοντο Iliad. 11, 634; 748 πεντήκοντα δ' ἕλον δίφρους, δύο δ' ἀμφἶς ἕκαστον φῶτες ὀδὰξ ἕλον οὖδας; Od. 24, 45 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς δάκρυα θερμὰ χέον, 65 πολλὰ δέ σ' ἀμφὶς μῆλα κατεκτάνομεν; 7, 4 κασίγνητοι δέ μιν ἀμφὶς ἵσταντο. – Das Wort findet sich außerdem nur bei sp. Ep., gar nicht bei den Attikern.

French (Bailly abrégé)

I. adv.
1 des deux côtés : ἀμφὶς ἀρωγοί IL auxiliaires qui viennent en aide de chaque côté ; tout autour : δεσμοὶ ἀμφὶς ἔχοιεν OD (quand bien même) des liens me retiendraient (m'enlaçant le corps) tout autour;
2 aux deux extrémités ; séparément : κίονες αἳ γαϊάν τε καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσι OD des colonnes qui tiennent séparés l'un de l'autre le ciel et la terre ; ἀμφὶς εἶναι OD être au loin, être absent ; ἀμφὶς φράζεσθαι IL ou φρονεῖν IL parler ou penser chacun pour soi, càd être divisés ; ἀμφὶς ἕκαστα εἴρεσθαι OD demander chaque chose l'une après l'autre;
II. prép.
1 autour de, • gén. : ἅρματος ἀμφὶς ἰδών IL examinant le char tout autour, de tous côtés ; • dat. : σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς IL autour de l'essieu de fer ; • acc. : Κρόνον ἀμφίς IL autour de Cronos;
2 à part de, loin de, gén..
Étymologie: cf. ἀμφί.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίς:
I (ῐ) adv.
1 кругом, вокруг: ἀμφὶς ἐόντες Hom. стоящие вокруг, окружающие; ἀμφὶς ἰδών Hes. оглянувшись вокруг; ἀμφὶς ἔχειν Hom. (о путах) окружать, связывать;
2 отдельно, врозь: ἀμφὶς ἔχειν τι καί τι Hom. отделять что-л. от чего-л.; εἴρεσθαι ἀμφὶς ἕκαστα Hom. спрашивать обо всем в отдельности; ἀμφὶς εἶναι Hom. быть в разлуке, вдали; ἀμφὶς φράζεσθαι или φρονεῖν Hom. думать различно, быть в раздоре; ἀμφὶς ἀγῆναι Hom. сломаться на куски;
3 с обеих сторон: ἀμφὶς ἀρωγοί Hom. заступники той и другой стороны.
II
1 praep. cum gen.; 1.1) вокруг, кругом (ἀ. τινος ἰδεῖν Hom.); 1.2) вдали, в стороне от (ἀ. τινος εἶναι Hom.);
2 praep. cum dat. et acc. вокруг, около (ἄξονι ἀμφὶς, Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίς: Ἐπ. λέξις ἐν χρήσει καὶ παρὰ Πινδ., ἀλλ’ οὐδέποτε παρ’ Ἀττ., κυρίως = ἀμφί, ὡς τὸ μέχρις = μέχρι, ἀλλὰ πρὸ πάντων ἐν χρήσει ὡς ἐπίρρ.: 1) ἐπ’ ἀμφοτέρων τῶν μερῶν ἢ κατ’ ἀμφότερα τὰ μέρη, ἀμφὶς ἀρωγοί = βοηθοὶ καὶ εἰς τὰ δύο μέρη, Ἰλ. Σ. 502, πρβλ. 519· ὁ δ’ ἁμαρτῇ δούρασιν ἀμφὶς [βάλεν], ἔρριψε δόρατα δι’ ἀμφοτέρων τῶν χειρῶν ὁμοῦ, Ἰλ. Φ. 162. 2) ἐν γένει, πέριξ, ὁλόγυρα, ἀμφὶς ἐόντες Ἰλ. Ω. 488· ἀμφὶς ἰδών, κυττάξας ὁλόγυρα, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 699, (ἴδε κατωτέρ. Β. Ι)· δεσμοί ... ἀμφὶς ἔχοιεν, εἴθε δεσμοὶ νὰ περιβάλλωσιν, Ὀδ. Θ. 340· ἀλλά, σεῖον ζυγὸν ἀμφὶς ἔχοντες, ἔχοντες αὐτὸν εἰς ἀμφοτέρας τὰς πλευράς, Γ. 486, σιδηρέῳ ἄξονι ἀμφίς, ἑκατέρωθεν, Ἰλ. Ε. 723. ΙΙ. ἐκ τῆς ἐννοίας τῶν δύο πλευρῶν ἢ μερῶν πηγάζει ἡ τῆς διαιρέσεως, χωρίς, δίχα, χωριστά, κεχωρισμένως, γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν, ἔχειν τὸν οὐρανὸν κεχωρισμένον ἀπὸ τῆς γῆς, Ὀδ. Α. 54· ἀμφὶς ἐέργει, διείργει, χωρίζει, Ἰλ. Ν. 706· ἀμφὶς ἐάγη, περιεκλάσθη εἰς δύο τεμάχια, Α. 559· ἀμφὶς μένον Ο. 709· οὐ γὰρ ἔτ’ ἀμφίς ... ἀθάνατοι φράζονται, οὐκέτι γὰρ διχογνωμοῦσι, διάφορα φρονοῦσι (Σχολ.), Β. 13· ἀμφὶς φρονέοντε, διάφορα καὶ κεχωρισμένα φρονοῦντες, Ν. 345· εἰρήσεται ἀμφὶς ἕκαστα, θὰ ἐρωτήσῃ χωριστὰ διὰ κάθε πρᾶγμα κατὰ σειράν, τὸ ἓν μετὰ τὸ ἄλλο, Ὀδ. Τ. 46. -Πρβλ. ἀμφὶ Ε. 2, χωρὶς Ι. 2. ΙΙΙ. τὴν ἔννοιαν τοῦ μεταξὺ ἀποδιδομένην εἰς τὸ ἀμφὶς ἐν Ἰλ. Γ. 115., Η. 342, ἀπορρίπτει ὁ Βουττμ. ἐν Λεξιλ. ἐν λ. 9, ὁ ὁποῖος εἰς ἀμφότερα τὰ χωρία ἑρμηνεύει πέριξ, ὁλόγυρα. Β. σπανιώτερον ὡς πρόθ. ὡς τὸ ἀμφί, Ι. μ. γεν. πέριξ, ἅρματος ἀμφὶς ἰδών, «περισκεψάμενος» (σχόλ.), ἀκριβῶς παρατηρήσας αὐτὸ πανταχόθεν, Ἰλ. Β. 384. 2) χωριστὰ ἀπὸ, μακρὰν ἀπό, ἀμφὶς ἐκείνων Ὀδ. Ξ. 352· Διὸς ἀμφίς, τοῦ Διὸς χωρίς, Ἰλ. Θ. 444· ἀμφὶς φυλόπιδος «ἰδίᾳ καὶ χωρὶς καὶ πόρρω τῆς μάχης» (Εὐστ.) Ὀδ. Π. 267· ἀμφὶς ὁδοῦ «χωρὶς καὶ ἔξωθεν τῆς ὁδοῦ» (σχόλ.), Ἰλ. Ψ. 393· ἀμφὶς ἀληθείης Παρμεν. 110 Karst.· ὡσαύτως, ἐσθᾶτος ἀμφίς, ἐν Πινδ. Π. 4. 450· κατὰ τὸν Βουττμ., ἄνευ ἐνδυμάτων, κατὰ δὲ τὸν Βοίκχιον = ἀμφί, χάρινἕνεκα ἐσθῆτος ὡς ἐπάθλου. - Ἐνίοτε ἀκολουθεῖ καὶ ἄλλοτε προηγεῖται τῆς γενικῆς. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πέριξ, ὁλόγυρα, ἀείποτε δὲ μετὰ τὴν ἐξ αὐτοῦ ἐξαρτωμένην λέξιν, Κρόνον ἀμφὶς ἐόντες, οἱ περὶ τὸν Κρόνον ὄντες, Ἰλ. Ξ. 274· Ποσιδήϊον ἀμφίς, πέριξ, κύκλῳ, Ὀδ. Ζ. 266, πρβλ. Ι. 400.

English (Autenrieth)

(cf. ἀμφί, ἄμφω): I. adv., on both sides, apart, in two ways; ‘with both hands' at once (Il. 21.162), γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχουσιν (Od. 1.54), ‘separately’ (Od. 22.57), ἀμφὶς φράζεσθαι, ‘be at variance,’ Il. 2.13.—II. prep., mostly following its case, (1) w. gen., all round, apart from, away from, Il. 2.384 ; ἀμφὶς ὁδοῦ, Il. 23.393.—(2) w. acc., about, around, ἀμφὶς ἕκαστον (ἀμφὶ ϝἑκαστον), Il. 11.634, Od. 6.266, Il. 14.274.

English (Slater)

ἀμφίς prep. c. gen., about, concerning γυίων ἀέθλοις ἐπεδείξαντο κρίσιν ἐσθᾶτος ἀμφίς (ἵν' ᾖ τὸἔπαθλον ἐσθής. Σ.) (P. 4.253)

Greek Monolingual

ἀμφίς (επίρρ., πρόθ.) (Α)
Ι. επίρρ.
1. και στα δύο μέρη
2. ολόγυρα
3. χωριστά, σε δύο μέρη, διαφορετικά
4. μεταξύ
ΙΙ. πρόθ. αντί της ἀμφί-
1. γύρω από κάτι, από παντού, ολόγυρα
2. όσον αφορά
3. μακριά από κάτι, χωριστά, δίχως κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφί
ο τύπος ἀμφί-ς, με σιγματική παρέκταση, απαντά στα έπη και από μία φορά στον Πίνδαρο και τον Ευριπίδη. Ανάλογες —διαφορετικής προελεύσεως— σιγματικές παρεκτάσεις παρατηρούνται και σε επιρρήματα της Ν. Ελληνικής (ποτέ-ποτές, τότε-τότες, αντί-αντίς, τάχατε-τάχατες κ.ά.).
ΣΥΝΘ. αμφισβητώ
αρχ.
ἀμφίσβαινα, ἀμφισβασίη, ἀμφίσωπος.

Greek Monotonic

ἀμφίς:I. ως επίρρ. (ἀμφί
Α. I. 1. πάνω ή σε δύο πλευρές, σε Ομήρ. Ιλ.· με δυο χέρια μονομιάς, στο ίδ.
2. γενικά, πέριξ, ολόγυρα, στο ίδ.
II. χώρια, ξέχωρα, γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν, κράτα τον ουρανό χώρια από τη γη, σε Ομήρ. Οδ.· ἀμφὶς ἀγῆναι, σπάζει σε κομμάτια, σε Ομήρ. Ιλ.· ἀμφὶς φράζεσθαι ή φρονεῖν, σκέφτομαι ξεχωριστά, δηλ. είμαι διχασμένος, παίρνω αντίθετη θέση, στο ίδ. Β. ως πρόθ. όπως το ἀμφί.
I. 1. με γεν., τριγύρω, ἅρματος ἀμφίς, γύρω από το άρμα του, σε Ομήρ. Ιλ.
2. ξεχωριστά από, ἀμφίς τινος ἧσθαι, στο ίδ.· ἀμφὶς ὁδοῦ, έξω από το δρόμο, στο ίδ.
II. με αιτ., γύρω, περίπου, ακολουθώντας πάντα την πτώση του, στο ίδ.

Middle Liddell

ἀμφί
I. as adv.
1. on or at both sides, Il.; with both hands at once, Il.
2. generally, around, round about, Il.
II. apart, asunder, γαῖαν καὶ οὐρανὸν ἀμφὶς ἔχειν to keep heaven and earth asunder, Od.; ἀμφὶς ἀγῆναι to snap in twain, Il.; ἀμφὶς φράζεσθαι or ἀμφὶς φρονεῖν to think separately, i. e. to be divided, take opposite parts, Il.
B. as prep., like ἀμφί,
I. c. gen. around, ἅρματος ἀμφίς all round his chariot, Il.
2. apart from, ἀμφίς τινος ἧσθαι Il.; ἀμφὶς ὁδοῦ out of the road, Il.
II. c. acc. about, around, always following its case, Il.

Translations

separately

Armenian: առանձին; Belarusian: асобна; Catalan: separadament; Chinese Mandarin: 分別, 分别, 單獨, 单独, 分開, 分开; Crimean Tatar: ayrı; Finnish: erillään; French: séparément; Galician: separadamente; German: getrennt; Greek: χωριστά; Ancient Greek: ἀμφίς; Hindi: अलग, अलग अलग; Hungarian: külön; Irish: ar leith; Italian: distintamente, separatemente, separatamente, singolarmente, disunitamente; Japanese: 別々に; Latin: seorsum, separatim, seiunctim; Ngarrindjeri: kingung; Norwegian: særskilt; Ottoman Turkish: باشقه باشقه‎; Polish: oddzielnie, osobno; Portuguese: separadamente; Russian: отдельно, врознь, врозь, раздельно; Scottish Gaelic: air leth; Serbo-Croatian Cyrillic: посебно; Roman: posebno; Spanish: separadamente; Tocharian B: waiptār; Ukrainian: окремо; Urdu: الگ‎, الگ الگ‎; Welsh: ar wahân