εὔχομαι

From LSJ
Revision as of 23:08, 30 December 2018 by Spiros (talk | contribs) (4)

χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔχομαι Medium diacritics: εὔχομαι Low diacritics: εύχομαι Capitals: ΕΥΧΟΜΑΙ
Transliteration A: eúchomai Transliteration B: euchomai Transliteration C: eychomai Beta Code: eu)/xomai

English (LSJ)

impf. εὐχόμην (Att. ηὐ-) Il.3.275, etc.: fut.

   A εὔξομαι Ar.Av. 622 (anap.), etc.: aor. 1 εὐξάμην (Att. ηὐ-) Il.8.254, etc.: 2sg. subj. εὔξεαι Od.3.45: (augm. ηὐ- only Att.acc. to Hdn.Gr.2.789, Moer.175): —pray, θεοῖς Il.3.296, Hdt.8.64, Th.3.58, etc.; ἀγάλμασι Heraclit.5; ἀνέμοισι Hdt.7.178; Ἀργείοισι A.Supp.980: c.acc. cogn., εὐχὰς εὔ. τοῖς θεοῖς D.19.130; εὐχὰς ὑπέρ τινος πρὸς τοὺς θεοὺς εὔ. Aeschin.3.18; εὔ. ἔπος to utter it in prayer, Simon.37.19, Pi.P.3.2, A.Supp.1059 (lyr.); μεγάλα, μέγα εὔ., pray aloud, Il.3.275, Od.17.239; πολλὰ Ποσειδάωνι 3.54: later, c.acc., Ἄρτεμιν εὔ. AP9.268 (Antip. Thess.): abs., Il.7.298, A.Ch.465 (lyr.), Ar.Fr.39 D. (lyr.), etc.    2 c. acc. et inf., pray that, Od.15.353, 21.211, Hdt.1.31; of an unrealizable wish (cf. εὐχή 2), Arist.EN1118a32, cf. Macho ap.Ath.8.341d: c. inf. alone, εὔ. θάνατον φυγεῖν Il.2.401; τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο ἢ . . λαβεῖν; Hdt.1.27; οἶκον ἰδεῖν Pi.P.4.293, etc.; τοῖς θεοῖς c. acc. et inf., Pl.Phd.117c; also εὔ. τοὺς θεοὺς δοῦναί μοι pray that the gods may give, Ar.Th.351, X.An.6.1.26; πρὸς τοὺς θεοὺς διδόναι Id.Mem.1.3.2; ταῖς Μούσαις εἰπεῖν Pl.R.545d, etc.; later εὔ. ἵνα Aristeas 45, D.H.9.53, Arr.Epict.2.6.12; ὅπως Wien.Stud.44.159.    3 c. acc. obj., pray for, long or wish for, χρυσόν Pi.N.8.37, etc.; εὐχόμενος ἄν τις ταῦτα εὔξαιτο Antipho 6.1; εὔ. τινί τι pray for something for a person, S.Ph.1019; κακόν τινι Lys.21.21; also, pray for a thing from... τοῖς θεοῖς πολλὰ ἀγαθὰ ὑπέρ τινος X.Mem.2.2.10; τοῖς θεοῖς πολυκαρπίαν ib.3.14.3; δεινὸν κατά τινος Luc.Abd.32.    II vow or promise to do... c. fut. inf., εὔχομαι ἐξελάαν κύνας Il.8.526; θεοῖσι . . ἑκατόμβας ῥέξειν Od.17.50, cf. Il.4.101, Pl.Phd.58b, IG12.108.55, 22.112.6 (iv B.C.): c. aor. inf., εὔχετο πάντ' ἀποδοῦναι claimed (the right) to pay in full, Il.18.499 (unless in signf. 111.3): c. pres.inf., ηὔξω θεοῖς . . ἂν ὧδ' ἔρδειν τάδε; A.Ag.933, cf. S.Ph.1032 codd.    2 c. acc. rei, vow a thing, πολλῶν πατησμὸν εἱμάτων A.Ag.963; ἱερεῖον Ar.Av.1619; [λύχνον] περὶ παιδός Call.Epigr.56.3.    3 εὔ. κατά τινος of the thing vowed (as though on the altar), εὔ. τοῖς θεοῖς κατὰ ἑκατόμβης Plu.Mar.26, cf. 2.294b; κατὰ νικητηρίων D.Ep.1.16.    III profess loudly, boast, vaunt, οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ' Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει Il.14.366; εὑρεῖν Emp. 2.6: mostly, not of empty boasting, but of something of which one has a right to be proud, ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι Il.6.211, cf. 8.190; πατρὸς δ' ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι 14.113, cf. Pl.Grg.449a: rarely without inf., ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι (sc. εἶναι) Od.14.199; τὸ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται Pi.O.7.23, cf.P. 4.97; πόρτις εὔχεται βοός (sc. εἶναι) A.Supp.314; ἔνθεν εὔχομαι γένος E.Fr.696; but also,    2 boast vainly, brag, εὔχεαι αὔτως Il.11.388: c. inf., εὔ. δῃώσειν S.OC1318.    3 simply, profess or declare, ἱκέτης δέ τοι εὔ. εἶναι Od.5.450; οὔτ' ὦν ἀκοῦσαι οὔτ' ἰδεῖν εὔχοντο Pi.O.6.53; τίς χθὼν εὔχεται ἥδε [εἶναι]; A.R.4.1251; cf. supr.11.1.    IV Pass., ἐμοὶ μετρίως ηὖκται I have prayed sufficiently, Pl.Phdr.279c: pf.inf., ταῦτα μὲν ηὖχθαι IG22.112.12 (iv B.C.); ἡ πανήγυρις ἡ . . εὐχθεῖσα vowed, D.C.48.32: but plpf. (or non-thematic preterite) ηὔγμην in act. sense, S.Tr.610; so εὖκτο Thebaïs Fr.3. (Cf. Skt. óhate 'to (be able to) boast that one is', 'to brag', Avest. aog- 'declare solemnly'.)

Greek (Liddell-Scott)

εὔχομαι: Ἐπικ. β΄ ἑνικ. εὔχεαι, Ἰλ. Λ. 378, κτλ.: παρατ. ηὐχόμην ἢ εὐχ-: μέλλ. εὔξομαι: ἀόρ. ηὐξάμην ἢ εὐξ-. Ἡ αὔξησις οὐδαμοῦ ἀπαντᾷ παρ’ Ἐπικ. καὶ Ἴωσι. Παρ’ Ἀττικ. ὁ Ἐλμσλ., Δινδ. καὶ ἕτεροι ἑπόμενοι τῷ Μοίριδι γράφουσιν ηὐ-. - Περὶ τῶν Παθ. τύπων ἴδε κατωτ. IV: - Ἀποθ. (συγγενὲς τῷ αὐχέω, καυχάομαι). Προσεύχομαι, ἀναπέμπω εὐχάς, τελῶ εὐχήν, ποιοῦμαι εὐχὴν (τάξιμον), Λατ. precari, vota facere, θεῷ, θεοῖς Ὅμ. καὶ ἄλλοι ποηταί, ἀλλ’ ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ. 7. 178., 8. 64 Θουκυδ. 3. 58· καὶ μετὰ συστοίχ. αἰτ., εὐχ. εὐχὰς τοῖς θεοῖς, κτλ., ἴδε ἐν λ. εὐχή· εὔχ. θεόν, μόνον παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, ὡς ἐν Ἀνθ. Π. 9. 268· εὔχ. πρὸς τοὺς θεοὺς Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2, κτλ.· εὐχὰς ὑπέρ τινος πρὸς τοὺς θεοὺς εὔχ. Αἰσχίν. 56. 22. εὔχ. ἔπος Σιμωνίδ. 43. 18, Πινδ. Π. 3· πρβλ. Αἰσχύλ. Ἱκ. 1060: - μετὰ δοτ. ἠθικῆς, προσεύχομαι ὑπέρ τινος, Ἰλ. Η. 298: - ὁ Ὅμ. ἀρέσκεται νὰ συνάπτῃ τὸ μεγάλα ἢ τὸ πολλὰ τῷ εὔχεσθαι, προσεύχεσθαι μεγαλοφώνως καὶ ἐνθέρμως, ποιεῖν πολλὰς προσευχάς: - ἀπολ. Αἰσχύλ. Χο. 465, Ἱκ. 980. 2) μετ’ αἰτ. καὶ ἀπαρ., εὔχομαι ἵνα.., Διὶ δ’ εὔχεται αἰεί... φθίσθαι Ὀδ. Ο. 353, Φ. 211, Ἡρόδ. 1. 31, καὶ Ἀττ.: μετὰ μόνου ἀπαρ., εὐχ. θάνατον φυγεῖν, Ἰλ. Β. 401· τί δοκέεις εὔχεσθαι ἄλλο, ἢ... λαβεῖν; Ἡρόδ. 1. 25· οἶκον ἰδεῖν Πινδ. Π. 4. 521, κτλ.· ὡσαύτως, εὔχομαι τοὺς θεοὺς δοῦναί μοι, ἱκετεύω νά μοι δώσωσιν οἱ θεοί, Ἀριστοφ. Θεσμ. 351, Ξεν. Ἀν. 6. 1, 26· πρὸς τοὺς θεοὺς διδόναι Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 2· ταῖς Μούσαις εἰπεῖν Πλάτ. Πολ. 545D, κτλ.: - ἐν Σοφ. Ο. Τ. 1512 (ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα ἔχουσι, νῦν δὲ τοῦτ’ εὔχεσθέ μοι, οὗ καιρὸς ἀεὶ ζῆν, τοῦ βίου δὲ λῴονος ὑμᾶς κυρῆσαι), δέον νὰ ἀναγνώσωμεν, οὗ καιρὸς ἐᾷ (ὡς μονοσύλλαβον) ζῆν, ὡς ὁ Δινδ., ἢ οὗ καιρὸς ᾖ ζῆν ὡς ὁ Meineke, ἀλλ’ ἡ γενικῶς παραδεδεγμένη διόρθωσις εἶναι ἡ τοῦ Δινδορφίου, ἴδε σημ. Jebb ἐν τόπῳ. 3) μετ’ αἰτ. ἀντικειμ., εὔχομαι νὰ ἔχω τι, ἐπιθυμῶ, χρυσὸν εὔχονται, «χρυσὸν εὔχονται κτήσασθαι» (Σχόλ.). Πινδ. Ν. 8. 63, οὕτω καὶ παρ’ Ἀττ., εὐχόμενος τοῦτ’ ἂν εὔξαιτο Ἀντιφῶν 144. 16· εὔχ. τινί τι, εὔχομαι νὰ συμβῇ τι εἴς τινα, ὄλοιο καὶ σοὶ πολλάκις τόδ’ ηὐξάμην Σοφ. Φιλ. 1019· ὡσαύτως, εὔχομαί τινι ὑπέρ τινος, πολλὰ τοῖς θεοῖς εὐχομένη ἀγαθὰ ὑπὲρ σοῦ Ξεν. Ἀπομν. 2. 2, 10, πρβλ. 3. 14, 3, Κύρ. 2. 3, 1. II. ὑπισχνοῦμαι, μετ’ ἀπαρ. μέλλ., εὔχομαι ἐλπόμενος Διί.. ἐξελάαν κύνας Ἰλ. Θ 526· θεοῖσι... ἑκατόμβας ῥέξειν Ὀδ. Ρ. 50, πρβλ. Ἰλ. Δ. 101, Πλάτ. Φαίδωνα 58C· μετ’ ἀπαρ. ἀορ., εὔχετο παντ’ ἀποδοῦναι· Ἰλ. Σ. 499, καὶ οὕτω παρ’ Ἀττ., παρ’ οἷς μετ’ ἀπαρ. ἐνεστῶτος, ηὔξω θεοῖς... ἂν ὧδ’ ἔρδειν τάδε Αἰσχύλ. Ἀγ. 933, πρβλ. Σοφ. Φιλ. 1033. 2) μετ’ αἰτ. πράγματος μόνον, ὡς τὸ Λατ. vovere, «τάζω τι», πολλῶν πατησμὸν εἱμάτων Αἰσχύλ. Ἀγ. 963· ἱερεῖον, θυσίας Ἀριστοφ. Ὄρν. 1619, κτλ.· λύχνον περὶ παιδὸς Καλλ. Ἐπιγράμ. 56. 3. 3) τὸ πρᾶγμα ὃ ὑπισχνεῖταί τις ἐν τῇ εὐχῇ, ἐκφέρεται πολλάκις διὰ τῆς προθ. κατά, ὡς εἰ τὸ διὰ τῆς εὐχῆς προσφερόμενον ἦν ἤδη ἐπὶ τοῦ βωμοῦ, εὐχ. τοῖς θεοῖς κατὰ ἑκατόμβης Πλουτ. Μάρ. 26., 2, 294Β· κατὰ νικητηρίων Δημ. Ἐπιστ. 1, πρβλ. ἑρμηνευτ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. 660. III. ἐκ τῆς ἐννοίας τοῦ: ὑπισχνοῦμαι νὰ πράξω τι, προκύπτει ἔννοια οἵα ἡ τοῦ αὐχέω, μεγαλοφώνως ὑπισχνοῦμαι, καυχῶμαι, μεγαλαυχῶ, κομπορρημονῶ, ἀλλ’ ὁ μὲν οὕτω φησὶ καὶ εὔχεται, οὕνεκ’ Ἀχιλλεὺς νηυσὶν ἔπι γλαφυρῇσι μένει κεχολωμένος ἦτορ Ἰλ. Ξ. 366: - τὸ πλεῖστον οὐχὶ ἐπὶ κενῆς καυχήσεως, ἀλλὰ περὶ πράγματος περὶ οὗ δικαιοῦταί τις νὰ καυχᾶται, ταύτης τοι γενεῆς τε καὶ αἵματος εὔχομαι εἶναι Ἰλ. Ζ. 211, πρβλ. Θ. 190· πατρὸς δ’ ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι Ξ. 113, πρβλ. Πλάτ. Γοργ. 449Α· σπανίως ἄνευ ἀπαρεμφ., ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι (ἐξυπ. εἶναι) Ὀδ. Κ. 199· τὸ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται Πινδ. Π. 4. 173· πόρτις εὔχεται βοὸς (ἐξυπ. εἶναι) Αἰσχύλ. Ἱκ. 313, πρβλ. Τ. 536· ἔνθεν εὔχομαι γένος Εὐρ. Ἀποσπ. 697: - ἀλλ’ ὡσαύτως. 2) καυχῶμαι ματαιοφρόνως, μεγαλαυχῶ, εὔχεαι αὔτως, Ἰλ. Λ. 388· μετ’ ἀπαρ., εὔχ. δῃώσειν Σοφ. Ο. Κ. 1318. 3) ἁπλῶς, ὁμολογῶ ἢ διακηρύττω, ἱκέτης δέ τοι εὔχ. εἶναι Ὀδ. Ε. 450, πρβλ. Πινδ. Ο. 6. 88· τίς χθὼν εὔχεται ἥδε εἶναι; τί τόπος ἆρά γε νὰ εἶναι οὗτος; Α’πολλ. Ρόδ. Δ. 1251: - πρβλ. εὐχετάομαι II. IV. ὡς Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, ὑπ’ ἐμοῦ ἐγένετο ἐπαρκὴς δέησις, Πλάτ. Φαῖδρ. 279C· ἡ πανήγυρις ἡ... εὐχθεῖσα, ἡ «ταμμένη», Δίων Κ. 47. 32: - ἀλλ’ ὁ Σοφ. Μεταχειρίζεται ὑπερσ., ηὔγμην μετὰ ἐνεργ. σημασ. ἐν Τρ. 610.

French (Bailly abrégé)

impf. ηὐχόμην ou εὐχόμην, f. εὔξομαι, ao. ηὐξάμην ou εὐξάμην, pf. ηὖγμαι, pqp. ηὔγμην ou εὔγμην;
I. former un vœu, un souhait :
1 adresser une prière, un vœu : τοῖς θεοῖς THC aux dieux ; εὔχεσθαι ἔπος ESCHL exprimer un vœu ; εὔχ. θάνατον φυγεῖν IL souhaiter d’échapper à la mort ; εὔχεσθαι τοὺς θεούς ou εὔχεσθαι πρὸς τοὺς θεούς avec l’inf. XÉN prier les dieux de, adresser une prière aux dieux pour que ; τί τινι, souhaiter qch à qqn ; en mauv. part κακόν τινι LYS ou δεινὸν κατά τινος LUC souhaiter du mal à qqn;
2 faire vœu de, promettre : τι, qch ; τί τινι, qch à qqn ; τοῖς θεοῖς κατά τινος, faire vœu aux dieux de leur offrir qch;
3 se flatter de, se glorifier de : πατρὸς δ’ ἐξ ἀγαθοῦ καὶ ἐγὼ γένος εὔχομαι εἶναι IL je me flatte, moi aussi, d’avoir pour père un homme de noble race ; ou sans inf. : ἐκ Κρητάων γένος εὔχομαι OD je me flatte d’être originaire de Crète ; abs. se vanter, parler avec jactance;
4 simpl. affirmer, déclarer, dire;
II. Pass. être prié, être demandé par une prière.
Étymologie: DELG cf. av. aojaite « annoncer solennellement, invoquer », skr. óhate « se vanter, louer ».

English (Autenrieth)

imp. εὔχεο and εὔχου, ipf. εὐχόμην, aor. εὐξάμην: (1) pray, vow; then solemnly declare and wish; εὔχετο πάντ' ἀποδοῦναι, ‘asseverated,’ Il. 18.499 ; εὐξάμενός τι ἔπος ἐρέω.. εἴθ' ὣς ἡβώοιμι, Od. 14.463, , Il. 14.484; usually, however, of praying to the gods.—(2) avow, avouch oneself, boast; ἡμεῖς τοι πατέρων μέγ' ἀμείνονες εὐχόμεθ εἶναι, Il. 4.405; usually of just pride, but not always, Il. 13.447.

English (Slater)

εὔχομαι (εὔχομαι, -εαι, -εται, -ονται; εὐχοίμαν; εὐχόμενον: impf. εὔχοντο: aor. εὔξατο; εὔξασθαι.)
   a pray followed by various constructions.
   I abs. Χάριτες, κλῦτ, ἐπεὶ εὔχομαι (O. 14.5) ]γὰρ εὔχομαι Δ. 1. 15. c. cogn. acc., εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος (P. 3.2)
   II c. acc., pray for χρυσὸν εὔχονται, πεδίον δ' ἕτεροι ἀπέραντον, ἐγὼ δ ἀστοῖς ἁδὼν καὶ χθονὶ γυῖα καλύψαι (Wackernagel: καλύψαιμ codd.) (N. 8.37)
   III c. (acc. &) inf., pray, hope that Τυνδαρίδαις τε φιλοξείνοις ἁδεῖν εὔχομαι (O. 3.2) εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν (sc. Δία) (O. 8.86) ἀλλ' εὔχεται οὐλομέναν νοῦσον διαντλήσαις ποτὲ οἶκον ἰδεῖν (P. 4.293) εὔχομαι νιν (= Δία) Ὀλυμπίᾳ τοῦτο δόμεν γέρας ἔπι Βάττου γένει (P. 5.124) ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν (sc. σε) (P. 8.67) ἄφωνοί θ' ὡς ἕκασται φίλτατον παρθενικαὶ πόσιν ἢ υἱὸν εὔχοντ, ὦ Τελεσίκρατες, ἔμμεν (sc. σε, i. e. they wished that you were) (P. 9.100) Ζεῦ πάτερ, εὔχομαι ταύταν ἀρετὰν κελαδῆσαι σὺν Χαρίτεσσιν (N. 9.54) τοίαισιν ὀργαῖς εὔχεται ἀντιάσαις Ἀίδαν γῆράς τε δέξασθαι πολιὸν ὁ Κλεονίκου παῖς (I. 6.15) ]α μὲν γὰρ εὔχομαι[ ]θέλοντι δόμεν[ (Pae. 16.3) cf. (N. 8.37)
   IV dat., + acc. & inf. φιλέων δ' ἂν εὐχοίμαν Κρονίδαις ἐπ Αἰολάδᾳ καὶ γένει εὐτυχίαν τετάσθαι ὁμαλὸν χρόνον Παρθ. 1. 11.
   b avow c. (acc. &) inf. τοὶ δ' οὔτ ὦν ἀκοῦσαι οὔτ ἰδεῖν εὔχοντο (O. 6.53) “ποίαν γαῖαν, ὦ ξεῖν, εὔχεαι πατρίδ' ἔμμεν;” (P. 4.97) inf. suppressed, τὸ μὲν γὰρ πατρόθεν ἐκ Διὸς εὔχονται, τὸ δ' Ἀμυντορίδαι ματρόθεν Ἀστυδαμείας (sc. εἶναι. ἀντὶ τοῦ καυχῶνται. Σ.) (O. 7.23) Πανελλάδος, ἅν τε Δελφῶν ἔθνος εὔξατο λιμοῦ[ (Pae. 6.64) ἐμὲ δ' ἐξαίρετον κάρυκα σοφῶν ἐπέων Μοῖσ ἀνέστασ Ἑλλάδι καλλιχόρῳ εὐχόμενον βρισαρμάτοις[ (sc. Θήβαις) Δ. 2. 26.
   c frag. ]ος ευχομ[ P. Oxy. 1792. fr. 39.

Spanish

suplicar

English (Strong)

middle voice of a primary verb; to wish; by implication, to pray to God: pray, will, wish.

English (Thayer)

imperfect ηὐχόμην (εὐχόμην (T Tr, see εὐδοκέω at the beginning (cf. Veitch, under the word; Tdf. Proleg., p. 121)); (1st aorist middle εὐξάμην Tdf., where others read the optative ἐυχαιμην; deponent verb, cf. Winer's Grammar, § 38,7);
1. to pray to God (the Sept. in this sense for הִתְפַּלֵּל and עָתַר): τῷ Θεῷ (as very often in classical Greek from Homer down (cf. Winer s Grammar, 212 (199); Buttmann, 177 (154))), followed by the accusative with an infinitive, πρός τόν Θεόν (Xenophon, mem. 1,3, 2; symp. 4,55; often in the Sept.), followed by the accusative with infinitive ὑπέρ with the genitive of person, for one, L WH text Tr marginal reading προσεύχεσθε (Xenophon, mem. 2,2, 10). (Synonym: see αἰτέω, at the end)
2. to wish: τί, to pray, pray for, in both the preceding passages); ηὐχόμην (on this use of the imperfect cf. Winer s Grammar, 283 (266); Buttmann, § 139,15; (Lightfoot on εἶναι, I could wish to be, προσεύχομαι.)

Greek Monolingual

και ευκιέμαι (ΑΜ εὔχομαι)
1. εκφράζω ευχή, επιθυμία για κάτι, επιθυμώ ζωηρά να πραγματοποιηθεί κάτι
2. προσεύχομαι, απευθύνω προσευχή προς τον Θεό, δέομαι, παρακαλώ τον Θεό

Greek Monotonic

εὔχομαι: Επικ. βʹ ενικ. εὔξεαι, παρατ. ηὐχόμην ή εὐ-, μέλ. εὔξομαι, αόρ. αʹ ηὐξάμην ή εὐ-, παρακ. εὖγμαι, υπερσ. ηὔγμην·
I. 1. αποθ., προσεύχομαι, προσφέρω ευχές, εκτελώ το τάμα μου, τάζω, αφιερώνω, Λατ. precari, vota facere, θεῷ ή θεοῖς, σε Όμηρ. κ.λπ.· πρὸς τοὺς θεούς, σε Ξεν. κ.λπ.· με δοτ. ηθικής, προσεύχομαι για κάποιον, σε Ομήρ. Ιλ.
2. με απαρ., εύχομαι να, σε Όμηρ. κ.λπ.· επίσης, εὔχ. τοὺς θεοὺς δοῦναι, τους ικετεύω να μου δώσουν, σε Ξεν.
3. με αιτ. αντ., εύχομαι να έχω κάτι, επιθυμώ ή λαχταρώ, σε Πίνδ., Αττ.· εὔχ. τινί τι, εύχομαι να συμβεί κάτι σε κάποιον, όπως ο Σοφ.
II. 1. τάζω ή υπόσχομαι να κάνω κάτι, με απαρ., σε Όμηρ., Αττ.
2. με αιτ. πράγμ., όπως το Λατ. vovere, τάζω, υπόσχομαι κάτι, σε Αισχύλ., Αριστοφ.
III. 1. διακηρύσσω, υπόσχομαι δημόσια, καυχιέμαι, κομπάζω, σε Ομήρ. Ιλ.· κυρίως, λέγεται για κάτι για το οποίο δικαιολογημένα κάποιος είναι περήφανος, για το οποίο καμαρώνει, πατρὸς ἐξ ἀγαθοῦ γένος εὔχομαι εἶναι, στο ίδ.
2. απλώς, διακηρύσσω ή δηλώνω, ομολογώ, σε Ομήρ. Οδ.
IV. ως Παθ., ἐμοὶ μετρίως εὖκται, έχω προσευχηθεί, έχω παρακαλέσει επαρκώς, έχω προσευχηθεί ικανοποιητικά, σε Πλάτ.· αλλά ο Σοφ. χρησιμοποιεί ως υπερσ. το ηὔγμην, με Ενεργ. σημασία.