σπείρω

From LSJ
Revision as of 03:44, 1 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (4)

ὀψὲ θεῶν ἀλέουσι μύλοι, ἀλέουσι δὲ λεπτά → the millstones of the gods grind late, but they grind fine | the mills of God grind slowly, but they grind exceedingly small

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σπείρω Medium diacritics: σπείρω Low diacritics: σπείρω Capitals: ΣΠΕΙΡΩ
Transliteration A: speírō Transliteration B: speirō Transliteration C: speiro Beta Code: spei/rw

English (LSJ)

Aeol. σπέρρω Sch.D.T.p.117 H., EM300.19: Ion. impf.

   A σπείρεσκον Hdt.4.42: fut. σπερῶ E.El.79, Pl.Phdr.276d; Aeol. σπέρσω Sch.E.Hec.202: aor. ἔσπειρα A.Th.754 (lyr.), Hdt.7.107, Pl. Ti.41c: pf. ἔσπαρκα Polyaen.2.1.1, etc.:—Med., aor. inf. σπείρασθαι A.R.3.1028; aor. 2 σπαρέσθαι dub. l. in Polyaen.8.26:—Pass., fut. σπᾰρήσομαι LXX Na.1.14, (δια-) D.S.17.69: aor. ἐσπάρην [ᾰ] S.OT1498, Th.2.27: pf. ἔσπαρμαι E.HF 1098, Ar.Ra. 1206, Pl.Lg.693a, etc.:— sow,    I sow seed, c. acc., [κέγχρους] Hes.Sc.399; σῖτον Hdt.4.17; στάχυν E.Cyc.121; of Cadmus, σ. γηγενῆ στάχυν Id.Ba.264 (so in Med., σπείρασθαι ὀδόντας A.R.3.1028): abs., sow, Hes.Op.391; opp. θερίζω, Ar.Av.710, etc.: metaph., θερ. καὶ σ. ταῖς γλώσσαις, of corrupt orators, ib. 1697 (lyr.); καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Pl.Phdr.260d; αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Gorg.16: prov., εἰς πέτρας τε καὶ λίθους σ. Pl.Lg.838e; σ. κατὰ πετρῶν, i.e. εἰς πέλαγος (cf. σπέρμα 1.1), Luc.Am. 20.    2 engender, beget offspring (cf. 11.2), S.Aj.1293, Tr.33, E.Ion 49, etc.; οἱ σπείραντες the parents, IG3.1339, cf. 14.1794 (Rome); ἄθυτα παλλακῶν σπέρματα σ. Pl.Lg.841d:—Pass., spring or be born, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη S.OT1498, cf. E.Ion 554 (troch.), Pl.R.460b; πρὸ τοῦ Ζήνωνα . . σπαρῆναι before Z. was begotten, Phld.Rh.2.110 S.    3 scatter like seed, strew, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Hdt.7.107; σ. φλόγα Trag.Adesp.85; of liquids, scatter or sprinkle, ἐκ τευχέων σ. δρόσον E.Andr.167; spread abroad, extend, σ. ἀγλαΐαν νάς ῳ Pi.N.1.13; spread rumour, σ. ματαίαν βάξιν S.El.642; μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα do not speak of it indiscriminately, Id.Fr.653:—Pass., to be scattered or dispersed, ἐσπαρμένος κατὰ . . πόλιν, of the ashes of Solon scattered over Salamis, Cratin.228; τόξα δ' ἔσπαρται πέδῳ E.HF1098; of persons, ἐσπάρησαν καθ' Ἑλλάδα Th.2.27; ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγήν X.HG3.4.22; κατὰ χώραν ib.6.2.17; ἔσπαρται λόγος E.Fr.846 ap.Ar.Ra.1206.    II sow a field, νειόν Hes.Op.463; γῆν, τέμενος, πεδιάδα, Hdt.4.42, 9.116, 122; ἄρουραν A.Fr.158; ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος the arable part of Egypt, Hdt.2.77; τυχεῖν μὲν ἤδη 'σπαρμένα Ar.Pax 1140; ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Din.1.24: prov., πόντον σπείρειν, of lost labour, Thgn.106, 107: metaph., καινοτάταις σ. διανοίαις Ar.V.1044; σ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Pl.Lg.777e; τοὺς ἐν γράμμασι κήπους Id.Phdr. 276d.    2 of procreation, ματρὸς . . σ. ἄρουραν A.Th.754; σ. τέκνων ἄλοκα E.Ph.18; σ. λέχη Id.Ion64; ἣν ἔσπειρε, i.e. his wife, Lib.Or. 37.9; v. supr. 1.2.

German (Pape)

[Seite 919] = ἑλίσσω, nur bei Gramm., um σπεῖρα abzuleiten. fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, perf. pass. ἔσπαρμαι, aor. pass. ἐσπάρην, – säen, Saamen ausstreuen, Hes. O. 393 Sc. 399; – übertr., von Menschen; μὴ πρὸς ἁγνὰν σπείρας ἄρουραν, Aesch. Spt. 736; μὴ σπεῖρε τέκνων ἄλοκα, Eur. Phoen. 18; – σῖτον, Her. 3, 100. 4, 17; Δήμητρος στάχυν, Eur. Cycl. 121; Bacch. 264; ὃν καρπὸν ἔσπειρε, Plat. Phaedr. 260 d; σπαρέντων ποτὲ ὀδόντων, Legg. II, 663 e; – auch besäen, νειόν, Hes. O. 465; πεδιάδα, Her. 9, 122; ὃς τὴν ἀρίστην Χεῤῥονησίαν πλάκα σπείρει, Eur. Hec. 9, vgl. Heracl. 840; und übertr., τινὰ καινοτάταις διανοίαις, Ar. Vesp. 1044; dah. sprichwörtlich von fruchtlosen Bemühungen πόντον σπείρειν, das Meer besäen, Theogn. 106; auch εἰς ὕδωρ u. ἐν ὕδατι σπείρειν. – Ueberh. zeugen, erzeugen; παῖδας, οὓς κεῖνός ποτε σπείρων μόνον προσεῖδε, Soph. Trach. 33; Ἀτρέα, ὃς αὖ σ' ἔσπειρε, Ai. 1272; ὅθεν περ αὐτὸς ἐσπάρη, O. R. 1498; βρότειον σπεῖραι γένος, Eur. Hipp. 618, ἵνα ὡς πλεῖστοι τῶν παίδων ἐκ τῶν τοιούτων σπείρωνται, Plat. Rep. V, 460 b. – Ausstreuen, verbreiten; μὴ σπείρῃ ματαίαν βάξιν εἰς πᾶσαν πόλιν, Soph. El. 632; ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος, Ar. Ran. 1204; τὸν χρυσὸν καὶ τὸν ἄργυρον ἐς τὸν Στρυμόνα, Her. 7, 107; – im pass., zerstreu't werden, sich zerstreuen; ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα, Thuc. 2, 27; ἐς ἁρπαγήν, sich zerstreuen, Xen. Hell. 3, 4, 22; Folgde; auch von flüssigen Dingen, sprengen, spritzen; φλόγα, sprühen, Arist. poet. 13.

Greek (Liddell-Scott)

σπείρω: Αἰολ. σπέρρω˙ Α. Β. 663, Ἐτυμολ. Μέγ. 300. 19˙ Ἰων. παρατ. σπείρεσκον Ἡρόδ. 4. 42˙ μέλλ. σπερῶ Εὐρ. Ἠλ. 79, Πλάτ.˙ Αἰλ. σπέρσω Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 202˙ - ἀόρ. ἔσπειρα Εὐρ., Πλάτ.˙ - πρκμ. ἔσπαρκα Πολύαιν. 2. 1, 1, κτλ. - Μέσ., ἀόρ. σπείρασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ ἀόρ. β΄ σπαρέσθαι ἢ σπερέσθαι Πολύαιν. 8. 26. - Παθ., μέλλ. σπᾰρήσομαι Ἑβδ., (δια-) Διόδ. 17. 69˙ ἀόρ. ἐσπάρην [ᾰ] Σοφ. Ο. Τ. 1498, Θουκ. 2. 27˙ (οἱ τύποι σπαρθήσομαι, ἐσπάρθην διορθοῦνται ἤδη ἐν Ζαχ. 14. 2, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 8, 17)˙ - πρκμ. ἔσπαρμαι Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098, Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206, Πλάτ., κλπ. (Ἐκ τῆς √ΣΠΑΡ ἢ ΣΠΕΡ˙ πρβλ. σπαρῆναι, ἔσπαρμαι, σπαρτός, σπέρμα). «Σπέρνω»: Ι. σπείρω σπόρον, ῥίπτω σπόρον, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 389, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ μετ’ αἰτιατ., κέγχρος Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 399˙ σῖτον Ἡρόδ. 4. 17˙ στάχυν Εὐρ. Κύκλ. 121˙ πρβλ. Κάδμος, σπ. γηγενῆ στάχυν ὁ αὐτ. ἐν Βάκχ. 204˙ καὶ ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, σπείρασθαι ὀδόντας Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1028˙ - ἀπολ., ἀντίθετον τῷ θερίζω, Ἀριστοφ. Ὄρν. 710, κτλ.˙ - μεταφορ., θερ. καὶ σπ. ταῖς γλώσσαις, ἐπὶ τῶν δῶρα δεχόμενων ῥητόρων, αὐτόθι 1697˙ καρπὸν ὧν ἔσπειρε θερίζειν Πλάτ. Φαῖδρ. 260D αἰσχρῶς μὲν ἔσπειρας κακῶς δὲ ἐθέρισας Ἀριστ. Ρητορ. 3. 3, 4˙ - παροιμ., σπ. ἐς πέτρας τε καὶ λίθους Πλάτ. Νόμ. 838Ε˙ σπ. κατὰ πετρῶν, κατὰ θάλασσαν, κτλ., Λουκ. Ἔρωτ. 20, κτλ. 2) σπείρω τέκνα, Σοφ. Αἴ. 1293, Τρ. 33, κτλ.˙ οἱ σπείραντες, οἱ γονεῖς, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 145. 5, πρβλ. 713. 3˙ σπ. ἄθυτα, παλλακῶν σπέρματα Πλάτ. Νόμ. 841D. - Παθ., φύομαι ἢ γεννῶμαι, ὅθενπερ αὐτὸς ἐσπάρη Σοφ. Ο. Τ. 1498, πρβλ. Εὐρ. Ἴωνα 554, Πλάτ. Πολ. 460Β˙ ἴδε κατωτ. ΙΙ. 2. 3) διασκορπίζω ὡς σπόρον, διασπείρω, σκορπίζω, χρυσὸν καὶ ἄργυρον Ἡρόδ. 7. 107˙ σπ. φλόγα Τραγικ. παρ’ Ἀριστ. ἐν Ποιητ. 21, 14˙ ἐπὶ ὑγρῶν, διασκορπίζω, ῥαντίζω, περιρραίνω, ἐκ τευχέων σπ. δρόσον Εὐρ. Ἀνδρ. 167˙ - ἐξαπλώνω ἔξω, ἐκτείνω, σπ. ἀγλαΐαν νόσῳ Πινδ. Ν. 1. 16˙ ἐπὶ φήμης, σπ. ματαίαν βάξιν, ὡς ὁ Οὐεργίλ. spargere voces, Σοφ. Ἠλ. 642˙ μὴ σπεῖρε πολλοῖς τὸν παρόντα δαίμονα, μὴ ὁμίλει μετ’ ἀδιακρισίας περί ..., ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 585. - Παθ., διασκορπίζομαι, ἐσπαρμένος ... κατὰ πόλιν, περὶ τῆς τέφρας τοῦ Σόλωνος τῆς διασκορπισθείσης ἀνὰ τὴν Σαλαμῖνα, Κρατῖν. ἐν «Χειρ.» 5˙ ἔγχη τόξα τ’ ἔσπαρται πέδῳ Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1098˙ ἐπὶ προσώπων, ἐσπάρησαν καθ’ Ἑλλάδα Θουκ. 2. 27˙ ἐσπαρμένοι εἰς ἁρπαγὴν Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 22˙ κατὰ χώραν αὐτόθι 6. 2, 17˙ ὡσαύτως, ἔσπαρται λόγος Ἀριστοφ. Βάτρ. 1206. ΙΙ. σπείρω ἀγρόν τινα, νειὸν Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 461˙ γῆν, πεδιάδα, τέμενος Ἡρόδ. 4. 42., 9. 116, 122˙ ἄρουραν Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 155˙ ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, τὸ ἀρόσιμον μέρος τῆς Αἰγύπτου, Ἡρόδ. 2. 77˙ τυχεῖν μὲν ἤδη ‘σπαρμένα Ἀριστοφ. Εἰρ. 1140˙ ἀροῦται καὶ σπείρεται τὸ Θηβαίων ἄστυ Δείναρχ. 93. 14˙ - παροιμ., πόντον σπείρειν, ἐπὶ ματαίου κόπου, Θέογν. 106, 107˙ - μεταφορ., σπ. κοινοτάταις διανοίαις Ἀριστοφ. Σφ. 1044˙ σπ. εἰς ἀρετῆς ἔκφυσιν Πλάτ. Νόμ. 777Ε. 2) ἐπὶ τοῦ ἀνδρός, ματρὸς ... σπ. ἄρουραν Αἰσχύλ. Θήβ. 754˙ σπ. τέκνων ἄλοκα Εὐρ. Φοίν. 18˙ σπ. λέχη ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 64˙ ἴδε ἀνωτ. Ι. 2.

French (Bailly abrégé)

f. σπερῶ, ao. ἔσπειρα, pf. ἔσπαρκα;
Pass. ao. ἐσπάρην, pf. ἔσπαρμαι;
I. semer : σῖτον, καρπόν HDT du blé, des graines de fruit ; p. suite :
1 ensemencer : γῆν HDT une terre ; σπ. ἄρουραν ESCHL ensemencer le champ d’où naîtront les enfants;
2 engendrer, produire;
II. répandre comme de la semence, disséminer, éparpiller : χρυσόν HDT de l’or ; δρόσον EUR répandre de l’eau en aspergeant ; Pass. être répandu : κατὰ τὴν Ἑλλάδα THC à travers la Grèce ; εἰς ἁρπαγήν XÉN pour piller ; fig. répandre des paroles.
Étymologie: R. Σπαρ, répandre ; cf. lat. spargo.

English (Slater)

σπείρω
   1 sow met. σπεῖρέ νυν ἀγλαίαν τινὰ νάσῳ (Beck e Σ: ἔγειρέ νυν codd.) (N. 1.13)

English (Strong)

probably strengthened from σπάω (through the idea of extending); to scatter, i.e. sow (literally or figuratively): sow(- er), receive seed.

English (Thayer)

(imperfect 2nd person singular ἐσπειρες, Tr); 1st aorist ἔσπειρα; passive, present σπείρομαι; perfect passive participle ἐσπαρμενος; 2nd aorist ἐσπάρην; (derived from the quick, jerky, motion of the hand; cf. our spurn (of the foot); Curtius, § 389); from Hesiod down; the Sept. for זָרַע ; to sow, scatter seed;
a. properly: absolutely, σπέρμα ζιζάνια, κόκκον (cf. Buttmann, § 131,5): L T Tr WH have ἐπέσπειρεν), 27,37,39; εἰς τάς ἀκάνθας, ἐν τῷ ἀγρῷ, ἐπί τῆς γῆς. ἐπί with an accusative of place, παρά τήν ὁδόν, τί, θερίζω, b.). in comparisons: σπρίειν εἰς τήν σάρκα, εἰς τό πνεῦμα (σάρξ and πνεῦμα are likened to fields to be sown), to do those things which satisfy the nature and promptings of the σάρξ or of the πνεῦμα, τόν λόγον, to scatter the seeds of instruction, i. e. to impart instruction, ὁ λόγος, ὁ ἐσπαρμενος ἐν ταῖς καρδίαις αὐτῶν, the ideas and precepts that have been implanted like seed in their hearts, i. e. received in their hearts, Tr text WH εἰς αὐτούς into their hearts T L marginal reading ἐν αὐτοῖς); οὗτος ἐστιν ὁ παρά τήν ὁδόν σπαρείς, this one experiences the fate of the seed sown by the wayside, τό σῶμα, the body, which after death is committed like seed to the earth, καρπόν δικαιοσύνης, i. e. that seed which produces καρπόν δικαιοσύνης (see καρπός, 2b.), σπείρειν τίνι τί, to give, manifest, something to one, from whom we may subsequently receive something else akin to a harvest (θερίζομεν), διασπείρω, ἐπισπείρω.)

Greek Monolingual

ΝΜΑ, και σπέρνω Ν, και αιολ. τ. σπέρρω Α
1. ρίχνω σπόρο στο έδαφος για να βλαστήσει (α. «τίποτε ξεχωριστό λουλούδι δε θα σπείρω», Παλαμ.
β. «ἔσπειρεν ἐπὶ τὴν γῆν τὴν αγαθήν», ΚΔ
γ. «σῑτον δὲ καὶ σπείρουσι καὶ σιτέονται», Ηρόδ.)
2. γονιμοποιώ, τεκνοποιώ (α. «ανάθεμα τον πατέρα που σ' έσπειρε» β. «τὸν σπείραντα δὲ οὐκ οἶδε Φοῑβον, οὐδὲ μητέρ' ἧς ἔφυ», Ευρ.)
3. διασκορπίζω, διασπείρω (α. «έσπειρε τα πράγματά του εδώ κι εκεί» β. «τὸν χρυσὸν ἅπαντα τὸν ἐκ τοῡ ἄστεος καὶ τὸν ἄργυρον ἔσπειρε ἀπὸ τοῡ τείχεος ἐς τὸν Στρυμόνα», Ηρόδ.)
4. διαδίδω (α. «έσπειρε ανατρεπτικές ιδέες» β. «μὴ σὺν φθόνῳ τε καὶ πολυγλώσσῳ βοῇ σπείρῃ ματαίαν βάξιν», Σοφ.)
5. φρ. «σπέρνω στη θάλασσα (ή στον άμμο)» και «πόντον σπείρω» — κοπιάζω άδικα, ματαιοπονώ
νεοελλ.
παροιμ. φρ. α) «όπως έσπειρες, θα θερίσεις» — ανάλογη με τις πράξεις σου θα είναι η ανταμοιβή σου
β) «σπέρνει ανέμους και θα θερίσει θύελλες» — οι επικίνδυνες ή απρόσεχτες ενέργειες έχουν πολύ κακά αποτελέσματα
γ) «σπέρνω ζιζάνια» — ενσπείρω διχόνοιες, βάζω φιτίλια
δ) «όπου δεν σέ σπέρνουν να μη φυτρώνεις» — να μην επεμβαίνεις σε ξένες υποθέσεις, να μην επεμβαίνεις εκεί όπου δεν έχεις καμιά αρμοδιότητα
ε) «γειά σου Γιάννη! κουκιά σπέρνω» — λέγεται για εκείνους που απαντούν άλλα αντ' άλλων, όπως το παθαίνουν συχνά οι βαρύκοοι
αρχ.
1. (το αρσ. πληθ. μτχ. αορ. ως ουσ.) οἱ σπείροντες
οι γονείς
2. (το θηλ. μτχ. παθ. ενεστ.) ἡ σπειρομένη
το καλλιεργήσιμο τμήμα μιας περιοχής
3. φρ. «αἰσχρώς μὲν ἔσπειρας κακῶς δ' ἐθέρισας» — τα αποτελέσματα τών κακών ενεργειών σου ήταν ανάλογα με τις προθέσεις σου, τιμωρήθηκες όπως σού άξιζε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. σπείρω (< σπερ-) ανάγεται στην απαθή βαθμίδα της ΙΕ ρίζας (s)p(h)er- με αρχική σημ. «χύνω, διασκορπίζω» και στη συνέχεια «σπείρω» και συνδέεται με αρμ. sp' «σκορπισμένος», sp'ŕem «διασπείρω», καθώς και με τ. τών νεώτερων γλωσσών (πρβλ. αγγλ. spray, spread, γερμ. spritzen, spreizen). Η άποψη ότι η ρίζα αυτή συνδέεται με τη ρίζα του ρ. σπαίρω δεν θεωρείται πιθανή. Αξιοσημείωτο είναι, επίσης, ότι στην Ελληνική δεν χρησιμοποιήθηκε η ΙΕ ρίζα sē- (πρβλ. λατ. semen «σπέρμα», sero «σπείρω», γαλλ. semer, γερμ. saen κ.λπ.), η οποία είχε κυρίως τη σημ. «σπέρνω» και η οποία είχε ευρεία διάδοση στις υπόλοιπες ΙΕ γλώσσες. Τα παρ. του ρ. σπείρω εμφανίζουν τρεις μορφές θ.: σπερ-της απαθούς βαθμίδας (πρβλ. σπέρ-μα), σπορ-της ετεροιωμένης (πρβλ. σπόρ-ος, σπορ-ά, σπορ-άς) και σπαρ- της συνεσταλμένης (πρβλ. σπαρτός). Τέλος, ο νεοελλ. τ. σπέρνω προήλθε από τον αόρ. έσπειρα κατά το σχήμα έφθισα: φθίνω.
ΠΑΡ. σπαρτός, σπέρμα, σπορά, σπόρος
αρχ.
σπαρνός, σποράς, σπορευτός, σπορητός
αρχ.-μσν.
σπορεύς
νεοελλ.
σπάρμα, σπάρσιμο.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) αποσπείρω / αποσπέρνω, διασπείρω, εγκατασπείρω, ενσπείρω, επανασπείρω
αρχ.
ενδιασπείρω, επισπείρω, κατασπείρω, παρασπείρω, περισπείρω, προδιασπείρω, προκατασπείρω, προϋποσπείρω, συγκατασπείρω, υποσπείρω].

Greek Monotonic

σπείρω: Ιων. παρατ. σπείρεσκον, μέλ. σπερῶ, αόρ. αʹ ἔσπειρα, παρακ. ἔσπαρκα — Παθ., αόρ. βʹ ἐσπάρην [ᾰ], παρακ. ἔσπαρμαι· σπέρνω·
I. 1. σπέρνω σπόρο, σε Ησίοδ., Αττ.
2. σπέρνω παιδιά, γεννώ, τα φέρνω στη ζωή, σε Σοφ. — Παθ., γεννιέμαι, στον ίδ., σε Ευρ.
3. διασκορπίζω όπως τον σπόρο, διασπείρω, σκορπίζω, διαδίδω, εξαπλώνω· χρυσὸν καὶ ἄργυρον, σε Ηρόδ.· δρόσον, σε Ευρ.· εξαπλώνω, επεκτείνω, όπως το spargere vocesτου Βιργ., σε Σοφ. — Παθ., διασκορπίζομαι, διασπείρομαι, σε Ευρ., Θουκ.
II. 1. σπέρνω έναν αγρό, σε Ησίοδ., Ηρόδ. κ.λπ.· Παθ., ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος, το αρόσιμο τμήμα της Αιγύπτου, σε Ηρόδ.
2. παροιμ., πόντον σπείρειν, λέγεται για τη ματαιοπονία, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

σπείρω: (fut. σπερῶ, aor. ἔσπειρα, ион. impf. iter. σπείρεσκον; pass.: aor. 2 ἐσπάρην с ᾰ, pf. ἔσπαρμαι)
1) сеять или сажать (στάχυν Eur.; σῖτον Her.): καρπόν, ὧν ἔσπειρε, θερίζειν погов. Plat. собирать плоды того, что сеял; σ. εἰς πέτρας τε καὶ λίθους Plat., тж. σ. κατὰ πέτρων погов. Luc. сеять на камне (о бесплодных усилиях);
2) засевать, обсеменять (ἄρουραν Hes.; γῆν Her.): ἡ σπειρομένη Αἴγυπτος Her. пригодная для земледелия часть Египта;
3) оплодотворять (τέκνων ἄλοκα Eur.);
4) производить на свет, (по)рождать (παῖδας Soph.);
5) рассеивать, разбрасывать, рассыпать (τὸν χρυσὸν ἀπὸ τοῦ τείχεος Her.; ἔγχη ἔσπαρται πέδῳ Eur.): ἐσπάρησαν κατὰ τὴν ἄλλην Ἑλλάδα Thuc. (часть эгинцев) рассеялась по остальной Греции;
6) наливать, поливать (δρόσον ἐκ τευχέων Eur.);
7) распространять (βάξιν ἐς πᾶσαν πόλιν Soph.): ὡς ὁ πλεῖστος ἔσπαρται λόγος Arph. согласно наиболее распространенной версии;
8) расточать: σ. ἄθυτα σπέρματα Plat. расточать неосвященное (законом) семя, т. е. приживать внебрачных детей.