εὐπορία

From LSJ
Revision as of 16:55, 18 September 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Low German German Low German" to "Low German")

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπορία Medium diacritics: εὐπορία Low diacritics: ευπορία Capitals: ΕΥΠΟΡΙΑ
Transliteration A: euporía Transliteration B: euporia Transliteration C: efporia Beta Code: eu)pori/a

English (LSJ)

ἡ, (εὔπορος)
A ease, facility, of doing a thing, c. inf., Emp.100.5; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Th.4.52: abs., ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται X.An.7.6.37: c. gen. rei, easy means of providing, τοῦ βίου Pl.Prt.321e; τοῦ καθ' ἡμέραν Th.3.82; also εὐπορία ἐν τῇ τέχνῃ, εὐπορία ἐκ τῆς τέχνης, Lys.24.5; εὐ. τῆς τύχης Th.3.45; εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους ποιεῖσθαι to make them a means of satisfying his brutal passions, Aeschin.1.107; ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία mutual assistance, Isoc.6.67.
2 plenty, abundance, opp. πενίη, Democr. 101; χρημάτων X.HG4.8.28; ἀγαθῶν Arist.Metaph.1091b26; ἡ περὶ τὸν βίον εὐπορία Isoc.12.7; ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπορία Arist.Pol.1326b34: abs., welfare, X.Cyr.3.3.7; opp. ἀπορία, Arist.Pol.1279b27: in plural, advantages, Isoc.15.253, D.5.8; εὐπορίαι προσόδων Arist.Pol.1293a3; ἀρουραίη εὐπορία rustic wealth, AP9.373.6; μιῆς ὄϊος καὶ βοὸς εὐ. consisting of one sheep or ox, ib.149 (Antip.); ἡ Εὐπορία θεά SIG1111 (Piraeus, iii A.D.).
II opp. ἀπορία, solution of doubts or solution of difficulties, Pl.Phlb. 15c; opp. ἀμηχανία, X.Oec.9.1; ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Arist.Metaph.995a29; resourcefulness, Hp.Off.7.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 facilité pour faire qch, faculté de, inf. ; en gén. facilité, aisance, commodité;
2 abondance ; abs. abondance de ressources;
3 t. de philos. vue claire et distincte de qch, absence de doute, solution facile.
Étymologie: εὔπορος.
Ant. ἀπορία.

German (Pape)

ἡ, der Zustand des εὔπορος (im eigtl. Sinne, leichter, bequemer Weg, wird es Empedocl. 253 und Xen. An. 7.6.37 ὅτι πολλὴ ὑμῖν εὐπορία φαίνεται καὶ πλέετε ἔνθα δὴ ἐπιθυμεῖτε πάλαι erkl., Halbkart aber übersetzt frei, doch richtig: da sich euch die Aussicht eröffnet gut versorgt zu werden), Leichtigkeit Etwas zu tun; ναῦς γὰρ εὐπορία ἦν ποιεῖσθαι αὐτόθεν, man konnte dort leicht Schiffe bauen, Thuc. 4.52; εὐπορία ἀνθρώπῳ τοῦ βίου γίγνεται Plat. Prot. 321e, wie αἱ εἰς τὸν βίον εὐπορίαι, der Unterhalt, Dion.Hal.; ἡ εὐπορία ohne ZusatzLebensmittel, Zufuhr, Plut.; vgl. Poll. 1.51. – Allgemeiner ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία, gegenseitige Unterstützung, Isocr. 6.67; τῆς τύχης, Gunst des Schicksals, Thuc. 3.45. Übh. Vermögen, Wohlhabenheit, χρημάτων Xen. Hell. 4.8.28; Cyr. 3.3.7; Dem. und a. Redner und Sp., σταχύων ἄφθονος εὐπ. Agath. 71 (XI.365). übertragen, vom Geist, der ἀμηχανία, ἀπορία entggstzt, wie εὐπορεῖν, Plat. Phil. 15c; Arist. oft, z.B. Metaph. 2.1.2.

Russian (Dvoretsky)

εὐπορία: ἡ тж. pl.
1 легкость, возможность, удобный случай: ὅτε πολλὴ ὑμῖν εὐ. φαίνεται Xen. если представится вам достаточная возможность; ναῦς εὐ. ἦν ποιεῖσθαι Thuc. (Антандр) был удобным местом для постройки кораблей; ἡ εὐ. τῆς τύχης Thuc. успех, удача;
2 (необходимые) средства, припасы; ἡ εὐ. τοῦ καθ᾽ ἡμέραν Thuc. и τοῦ βίου Plat. или αἱ εὐπορίαι τῆς τροφῆς Arst. средства к существованию; εὐ. τοῦ μυθεύματος Plut. сюжет рассказа; ἡ παρ᾽ ἀλλήλων εὐ. Isocr. взаимная помощь;
3 обилие, множество (χρημάτων Xen.; ἀγαθῶν Arst.);
4 (тж. ἡ περὶ τὸν οἶκον εὐ. Plut.) (благо)состояние, богатство Xen., Plut., NT: οἱ ἐν ταῖς ἐμπορίαις Arst. = οἱ ἔμποροι;
5 решение вопроса, устранение трудностей (ἡ ὕστερον εὐ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων ἐστί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐπορία: ἡ, (εὔπορος) τρόπος εὔκολος τοῦ ποιεῖν τι, εὐκολία, ἱκανότης, μετ’ ἀπαρ., Ἐμπεδοκλ. 347 εὐπ. ἦν ποιεῖσθαι Θουκ. 4. 52· ἀπολ., ὅτε πολλή ὑμῖν εὐπ. φαίνεται Ξεν. Ἀν. 7. 6, 37· μετὰ γεν. πράγμ., τὸ πορίζεσθαι ἢ ἔχειν ἀφθόνως τὰ ἀπαιτούμενα πρὸς εὐζωΐαν, τοῦ βίου Πλάτ. Πρωτ. 321Ε· τοῦ καθ’ ἡμέραν Θουκ. 3. 82· ὡσαύτως, εὐπ. ἔν τινι, εὐπ. ἔκ τινος Λυσ. 168. 29, 30· οὕτως, εὐπ. τῆς τύχης Θουκ. 3. 45· εὐπορίαν τῇ βδελυρίᾳ τῇ ἑαυτοῦ τοὺς συμμάχους τοὺς ὑμετέρους ποιούμενος, ποιούμενος τοὺς ὑμετέρους συμμάχους ὄργανα τῆς ἑαυτοῦ βδελυρίας, Αἰσχίν. κατὰ Τιμάρχου 33, 3· ἡ παρ’ ἀλλήλων εὐπ., ἀμοιβαία βοήθεια, Ἰσοκρ. 129Ε· ἡ περὶ τὴν οὐσίαν εὐπ. Ἀριστ. Πολιτικ.7. 5, 2. 2) ἀφθονία, χρημάτων Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 28· ἀγαθῶν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 13. 4, 8· ἡ περὶ τὸν βίον εὐπ. Ἰσοκρ. 234Β· ἀπολ., εὐτυχία, καλὴ κατάστασις, πλοῦτος, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 7· ἀντίθετον τῷ ἀπορία, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 8, 4· ἐν τῷ πληθ., πλεονεκτήματα, Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ. 253, Δημ. 59. 2· εὐπορίαι τῶν προσόδων Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 6, 5· ἀρουραία εὐπ, ἀγροτικὸς γεωργικὸς πλοῦτος, Ἀνθ. Π. 9. 373· μιῆς ὄιος καὶ βοὸς εὐπορία, συνισταμένη ἐκ μιᾶς «προβατίνας» καὶ ἑνὸς βοός, αὐτόθι 149. II. ἀντίθετον τῷ ἀπορία, λύσις ἀμφιβολιῶν καὶ δυσκολιῶν, θετικὴ γνῶσις, Πλάτ. Φίλ. 15C, Ξενοφ. Οἰκ. 9. 1· ἡ ὕστερον εὐπ. λύσις τῶν πρότερον ἀπορουμένων Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 2. 1, 2. III. Εὐπορία, ἡ, ὡς κύρ. ὄνομα, ἡ Ἄρτεμις ἐν Ρόδῳ, Ἡσύχ.

English (Strong)

from the same as εὐπορέω; pecuniary resources: wealth.

English (Thayer)

ἐυποριας, ἡ (εὔπορος, see the preceding word), riches, means, wealth: Xenophon, Plato, others; in different senses in different authors.)

Greek Monolingual

η (ΑΜ εὐπορία) εύπορος
το να υπάρχει επάρκεια ή αφθονία πόρων για άνετη ζωή, η οικονομική ευμάρεια
νεοελλ.-μσν.
η εξασφάλιση σε κάποιον τών πόρων για την άνετη διαβίωσή του («ευπορίας ευεργέτημα»)
μσν.-αρχ.
η ευκολία να βρει κάποιος κάτι, το να υπάρχει κάτι σε αρκετή ποσότητα (α. «εὐκαιρία ῥοδομέλιτος» β. «εὐπορία χρημάτων»)
αρχ.
1. ευκολία, ευχέρεια να κάνει κάποιος κάτιεὐπορία ἦν ἡμῖν ποιεῖσθαι»)
2. λύση αποριών και αμφιβολιών, άρση τών δυσκολιών στην κατανόηση κάποιου θέματος
3. φρ. α) «ἡ παρ' ἀλλήλων εὐπορία» — η αμοιβαία βοήθεια
β) «ἀρουραία εὐπορία» — γεωργικός πλούτος.

Greek Monotonic

εὐπορία: ἡ (εὔπορος),·
1. ο εύκολος τρόπος να γίνει πράξη κάτι, άνεση, ευκολία, ευχέρεια ή ικανότητα ενέργειας, δράσης, με απαρ., σε Θουκ.· απόλ., σε Ξεν.· με γεν. πράγμ., εύκολοι τρόποι εφοδιασμού, εξασφάλισης, προμήθειας, σε Θουκ. κ.λπ.
2. αφθονία, απόθεμα, υπεραφθονία, πληθώρα, πλούτος, σε Ξεν.· στον πληθ., πλεονεκτήματα, σε Ισοκρ., Δημ.
II. λύση αμφιβολιών ή δυσκολιών, σε Ξεν. κ.λπ.

Middle Liddell

εὐπορία, ἡ, εὔπορος
I. an easy way of doing a thing, facility or faculty for doing, c. inf., Thuc.; absol., Xen.:—c. gen. rei, easy means of providing, Thuc., etc.
2. plenty, store, abundance, wealth, Xen.:— in plural advantages, Isocr., Dem.
II. the solution of doubts or difficulties, Xen., etc.

Chinese

原文音譯:eÙpor⋯a 由-坡里阿
詞類次數:名詞(1)
原文字根:好-走
字義溯源:資財,發財,富裕,繁榮,富有;源自(εὐπορέω)=富有經歷);由(εὖ / εὖγε)=好)與(πορεία / πορία)=路程)組成;其中 (εὖ / εὖγε)出自(εὐρύχωρος)X*=美,善),而 (πορεία / πορία)出自(πορεύομαι)=走過), (πορεύομαι)出自(πεῖρα)=試驗), (πεῖρα)出自(πέραν)=那邊), (πέραν)又出自(πειράω)X*=穿過)
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編
1) 發財(1) 徒19:25

English (Woodhouse)

abundance, riches, a good field for, facilities for

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)

Translations

wealth

Afar: gadda; Albanian: pasuri; Arabic: أَمْوَال‎, ثَرْوَة‎; Armenian: հարստություն, ինչք, բարիք; Aromanian: aveari; Azerbaijani: sərvət, dövlət, var-dövlət; Bashkir: байлыҡ; Basque: aberastasun; Belarusian: багацце, заможнасць; Bengali: ধন; Bulgarian: богатство; Burmese: ဓန, စည်းစိမ်, ဘောဂ; Catalan: patrimoni, riquesa; Chichewa: chuma; Chinese Cantonese: 財富, 财富; Mandarin: 財富, 财富; Min Nan: 財富, 财富; Czech: bohatství; Danish: rigdom; Dutch: rijkdom; Edo: ẹ̀fè; Esperanto: riĉeco; Estonian: rikkus; Finnish: varallisuus; rikkaus, rikkaudet; French: richesse; Galician: facenda, riqueza; Georgian: სიმდიდრე; German: Reichtum, Vermögen; Gothic: 𐍆𐌰𐌹𐌷𐌿, 𐌲𐌰𐌱𐌴𐌹; Greek: πλούτος; Ancient Greek: ἀγαθά, ἄφενος, ἀφθονία, ἔργον, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκαιρία, εὐκαιρίη, εὐμοιρία, εὐπορία, κτῆμα, ὄλβος, περιουσία, πιότης, πλοῦτος, τὸ εὔπορον, ὑπόστασις, χρήματα; Hausa: dukiya; Hebrew: עושר \ עֹשֶׁר‎; Hindi: धन, संपत्ति; Hungarian: gazdagság; Icelandic: auður; Igala: ídúù, ùrà, ánána; Igbo: àkụ̀, ọkụ̀, ụ̀ba; Irish: saibhreas; Italian: ricchezza, patrimonio; Izon: ụngọ́, tími-èbií; Japanese: 財産, 富, 財, 富裕; Javanese: bandha; Jeju: 부; Karakhanid: نانْكْ‎; Kazakh: байлық; Khmer: វត្ថុ, ធន; Korean: 부유(富裕), 부(富); Krio: gentri; Kurdish Northern Kurdish: serwet, dewlet; Kyrgyz: байлык; Lao: ຄວາມຮັ່ງມີ, ຊັບສິນ, ສິນ, ຊັບ; Latin: ops, divitiae, locupletatio; Latvian: bagātība, turība; Lithuanian: turtas; Low German: Riekdom; Lutshootseed: ʔiʔab; Macedonian: богатство; Malay: kekayaan; Malayalam: സമ്പത്ത്; Manchu: ᡠᠯᡳᠨ; Middle English: win, wele, welthe; Ngazidja Comorian: mali; Norwegian Bokmål: rikdom; Occitan: riquesa; Old English: wela; Pashto: ثروت‎, دارايي‎, دولت‎; Persian: ثروت‎; Polish: zamożność, bogactwo, bogatość; Portuguese: riqueza; Quechua: kapuy; Romanian: avere, bogăție; Russian: богатство, благосостояние; Saho: gadda; Sanskrit: धन्य; Scottish Gaelic: ionmhas, beartas, maoin; Serbo-Croatian Cyrillic: бога̀тство; Roman: bogàtstvo; Slovak: bohatstvo; Slovene: bogástvo; Somali: maal; Spanish: prosperidad, riqueza; Swedish: rikedom, förmögenhet, välstånd; Tagalog: yaman; Tajik: сарват, боигарӣ, дороӣ, давлат; Tatar: байлык; Telugu: ఐశ్వర్యము, ధనము; Thai: ความรวย, ความมั่งคั่ง, ธน; Tibetan: ཕྱུག; Turkish: servet, varlık; Turkmen: baýlyk; Ukrainian: багатство, заможність; Urdu: ثروت‎, دھن‎, دولت‎; Uyghur: بايلىق‎; Uzbek: boylik, sarvat, davlat; Vietnamese: tài phúc, sự giàu có; Volapük: lieg; Yiddish: רײַכקײַט‎; Yoruba: ọlà, ọrọ̀; ǃXóõ: ǂkxʻái

abundance

Afrikaans: oorvloed; Albanian: bollëk; Arabic: كَثْرَة‎, غَزَارَة‎; Armenian: առատություն; Azerbaijani: bolluq; Bulgarian: обилие, изобилие; Catalan: abundància; Crimean Tatar: bereket; Czech: hojnost; Dalmatian: bonduanza; Dutch: overvloed; Esperanto: sufiĉego, abundo, abundeco; Finnish: runsaus, yltäkylläisyys, ylenpalttisuus; French: abondance; Galician: abundancia, fartura, abastanza; German: Überfluss; Gothic: 𐌼𐌰𐌽𐌰𐌲𐌳𐌿𐌸𐍃; Ancient Greek: ἀφθονία, δαψίλεια, εὐθένεια, εὐθεσία, εὐπορία, εὐποσία, εὐφορία, θαλία, περισσεία, περισσότης, πλεόνασις, πλεόνασμα, χορτασμός; Haitian Creole: abondans; Hebrew: שפע‎; Hungarian: bőség, áradat; Icelandic: gnægð; Indonesian: limpah-ruah; Interlingua: abundantia; Irish: líonmhaireacht, raidhse, flúirse; Italian: abbondanza, cuccagna; Japanese: 大量, 多量, 豊富, 過剰; Kurdish Central Kurdish: زۆری‎; Latin: copia, abundantia, largitas; Luxembourgish: Iwwerfloss; Malay: kelimpahan; Maori: ranea, harahara; Norwegian: overflod; Persian: فراوانی‎, فزونی‎; Polish: obfitość; Portuguese: abundância; Romanian: abundență; Russian: изобилие; Sanskrit: आयात, ऋद्धि; Scottish Gaelic: pailteas; Serbo-Croatian: изобиље, обиље; Spanish: abundancia; Swahili: wingi; Swedish: överflöd; Tagalog: kasaganaan; Tocharian B: artkiye; Turkish: bolluk, varlık; Ukrainian: ряснота, рясота; Vietnamese: phong phú; Volapük: bundan

opulence

Catalan: opulència; Dutch: rijkdom, weelde; Finnish: vauraus; German: Reichtum, Wohlstand; Greek: χλιδή, πολυτέλεια; Ancient Greek: ἀμφιλάφεια, ἀμφιλαφία, εὐδαιμονία, εὐδαιμονίη, εὐδαιμοσύνη, εὐκτημοσύνη, εὐχρηματία, θαλία, μαμωνᾶς, μεγαλειότης, πιότης, πολυτέλεια, πλοῦτος, τιμιότης; Latin: opes, opulentia; Polish: obfitość; Romanian: opulență; Russian: богатство; Spanish: opulencia; Swedish: rikedom