κίνδυνος
Τέθνηκ' ἐν ἀνθρώποισιν πᾶσα γὰρ χάρις → Emortua omnis est hominibus gratia → Zu Grab getragen ist bei Menschen aller Dank
English (LSJ)
ὁ, heterocl. dat. κίνδῡνι (as if from κίνδυν) Alc.138, cf. Sapph.161:—
A danger, hazard, risk, venture, whether abstract or concrete, πᾶσίν τοι κ. ἐπ' ἔργμασιν Thgn.585, cf. 637; ὁ μέγας κ. ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει Pi.O.1.81; κ. γαλέης danger of or from her, Batr.9; κ. ἀϋτᾶς Pi. N.9.35; τὸν κ. τῆς μάχης Th.2.71; κίνδυνον ἀναρριπτέειν to run a risk, Hdt.7.50, etc.; ῥῖψαι E.Rh.154; κἀνὰ κίνδυνον βαλῶ A.Th.1033; κίνδυνον ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, Hdt.3.69, X.Cyr.1.5.12; αἴρεσθαι, ἄρασθαι, ἀρεῖσθαι, E.Heracl.504, Antipho 5.63, And.1.11; ξυνάρασθαι Th.l.c.; ἐγχειρίσασθαι Id.5.108, etc.; ὑπομεῖναι X.Cyr.1.2.1; μετὰ τοῦ δικαίου ποιούμενος τοὺς κ. Isoc.14.42; κινδύνῳ περιπίπτειν Th.8.27; ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι, Id.7.77, Antipho 5.7; ἐπὶ κινδύνους χωρεῖν Th.2.39; πρὸς αὐθαιρέτους κ. ἰέναι Id.8.27; ἐς κ. ἐμβαίνειν X.Cyr.2.1.15; ἐς κ. καταστῆσαί τινα Th.5.99; κινδύνῳ βάλλειν τινά A. Th.1053; τὸν ἐπιόντα κίνδυνον Aeschin.3.148; τοὺς ἐπιφερομένους ἑαυτῷ κ. ib.163; τὸν κατειληφότα κ. τὴν πόλιν D.18.220; οὐ περὶ τῶν ἴσων ὁ κ. X.HG7.1.7; ἔνι κ. ἐν τῷ πράγματι Ar.Pl.348; κ. [ἐστι] c. inf., Pi.N.8.21, Lys.13.27, Pl.Cra.436b, etc.; πόλιν κ. ἔσχε πεσεῖν E.Hec.5; κ. ἀσφαλέστερος Antipho 2.2.9; κ. ἀνθρώπινοι... θεῖοι And. 1.139; ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κινδύνῳ = at his own risk, Arist.Pol.1286a14; ἰδίῳ ἡμῶν κ. PLond.2.356.4 (i A.D.); καθαρὸς ἀπὸ παντὸς κ. PIand.35.10 (ii/iii A.D.).
2 trial, venture, κ. ἀνεῖται σοφίας Ar.Nu.955.
3 battle, Plb.1.87.10, etc.
German (Pape)
[Seite 1439] ὁ, die Gefahr, bes. im Kriege u. vor Gericht; μέγας, βαθύς, Pind. Ol. 1, 81 P. 4, 107 u. öfter; τόν θ' ὑπ' Ἰλίῳ σέθεν κίνδυνον Aesch. Ag. 857; κίνδυνον περᾶν Ch. 268; κινδύνῳ βαλεῖν τινα, in Gefahr stürzen, Spt. 1019. 1039; κίνδυνον αἴρεσθαι μέγαν Eur. Heracl. 503, sich der Gefahr unterziehen, wie Dem. 60, 20; ἀναλαβέσθαι Her. 3, 69; ὑποδύεσθαι Xen. Cyr. 1, 5, 12; ῥίπτειν Eur. Rhes. 154, gew. ἀναῤῥίπτειν, wie κύβον ἀναῤῥίπτειν, s. das Verbum; ἐπιβάλλειν Plat. Theaet. 173 a; εἰς κίνδυνόν τινα καθιστάναι, in Gefahr setzen, Thuc. 5, 99; ὁ κίνδυνος αὐτοῖς ἐγένετο περὶ ὅλης τῆς πόλεως Xen. Hell. 7, 1, 7; ἐν κινδύνῳ εἶναι Plat. Theaet. 142 b; εἰς κίνδυνον ἔρχεσθαι Prot. 313 a (wie Xen. Cyr. 1, 4, 8); προϊέναι Theaet. 181 b; auch κίνδυνον κινδυνεύειν, Apol. 34 c; εἰς κίνδυνον ἐμβαίνειν Xen. Cyr. 2, 1, 15; ὑπομεῖναι 1, 2, 1; ὑποδύεσθαι 1, 5, 12. – Κίνδυνός ἐστι mit folgdm inf., es ist Gefahr, es ist zu befürchten, daß, οὐ σμικρὸς κίνδυνός ἐστι ἐξαπατηθῆναι Plat. Crat. 436 b; ἐκ τούτων κίνδυνος τὴν προγεγονυῖαν χάριν μειοῦσθαι Xen. Mem. 2, 7, 9; κίνδυνος ἦν βασανισθῆναι Lys. 13, 28. Aehnl. Eur. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Hec. 4. – Auch = das Wagestück, die kühne Unternehmung, das sich in Gefahr Stürzen. Von Processen, κίνδυνος μέγας καὶ δεινὸς ἠγωνίσθη Lys. 2, 34, u. oft bei den Rednern. – Das Wort scheint mit κινέω oder mit κιδ zusammenzuhangen.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
1 danger, péril;
2 entreprise hasardeuse.
Étymologie: DELG étym. controversée.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κίνδυνος -ου, ὁ gevaar, risico; in de uitdr. κίνδυνον αἴρεσθαι of ἀναρριπτέειν of ἀναλαμβάνειν of ἀναβάλλειν of ὑποδύεσθαι een risico nemen; bij ww. van gaan + εἰς, ἐπὶ, πρὸς κίνδυνον zich aan gevaar blootstellen, het gevaar tegemoet gaan;. κίνδυνον ὑπομένειν een gevaar trotseren Xen. Cyr. 1.2.1; χώραν κινδύνῳ βάλλειν een gebied in gevaar brengen Aeschl. Sept. 1048; τινὰ εἰς κίνδυνον καθιστάναι iem. in gevaar brengen Thuc. 5.99. vaste uitdr.: κίνδυνός ἐστι met inf. het gevaar bestaat dat; κίνδυνος ἔχει met acc. en inf. het gevaar om te... dreigt (voor):. πόλιν κίνδυνος ἔσχε δορὶ πεσεῖν Ἑλληνικῷ de stad dreigde te vallen door het Griekse leger Eur. Hec. 5.
Russian (Dvoretsky)
κίνδῡνος: ὁ
1 опасность (ἐν κινδύνοις εἶναι Dem.; κινδύνῳ βαλεῖν τινα Aesch., ἐς κίνδυνον καθιστάναι τινά Thuc. и κινδύνους (ἐπι)φέρειν τινί Aeschin.): κίνδυνον ἀναλαβέσθαι Her. (ὑποδύεσθαι Xen., ξυναίρεσθαι или ἐγχειρίζεσθαι Thuc., αἴρεσθαι Eur., Dem. или ποιεῖσθαι Isocr.), ἐς κίνδυνον ἔρχεσθαι или ἐμβαίνειν Xen., κινδύνῳ περιπίπτειν Thuc. подвергать себя или подвергаться опасности; πάντα κίνδυνον ὑπομεῖναι Xen. идти на любую опасность; κ. γίγνεταί τινι Xen. и κ. καταλαμβάνει τινά Dem. (это) угрожает кому-л.; σοὶ κ. ἦν βασανισθῆναι Lys. тебе угрожала опасность подвергнуться допросу; Φρυγῶν πόλιν κ. ἔσχε δορὶ πεσεῖν Ἑλληνικῷ Eur. над городом фригийцев нависла опасность пасть от греческого оружия; κίνδυνον διαλύειν Dem. устранить опасность;
2 рискованное предприятие, смелый поступок: κινδύνου τοῦ ταχίστου προσδεῖται Thuc. необходим немедленный и решительный шаг;
3 решительная борьба (μέγας καὶ δεινὸς κ. ἠγωνίσθη Lys.).
English (Slater)
κίνδῡνος (-ος, -ῳ, -ον.) danger ὁ μέγας δὲ κίνδυνος ἄναλκιν οὐ φῶτα λαμβάνει (O. 1.81) πρὸς ἔργον κινδύνῳ κεκαλυμμένον (O. 5.16) τίς δὲ κίνδυνος κρατεροῖς ἀδάμαντος δῆσεν ἅλοις; (P. 4.71) ἐς δὲ κίνδυνον βαθὺν ἰέμενοι (P. 4.207) νεαρὰ δ' ἐξευρόντα δόμεν βασάνῳ ἐς ἔλεγχον ἅπας κίνδυνος (N. 8.21) Χρομίῳ κεν ὑπασπίζων ἔκρινας, ἂν κίνδυνον ὀξείας ἀυτᾶς (N. 9.35) κίνδυνος fr. 6f. ]κινδυν[ Πα. 12. e. 1.
English (Strong)
of uncertain derivation; danger: peril.
English (Thayer)
κινδυνου, ὁ, danger, peril: ἐκ τίνος, prepared by one (from one), of, cf. Winer's Grammar, § 30,2 α.); so τῆς θαλάσσης, Plato, Euthyd., p. 279e.; de rep. i., p. 332e.; θαλασσῶν, Heliodorus 2,4, 65.
Greek Monolingual
και κίντυνος, ο και κίντυνο, το (ΑΜ κίνδυνος, Μ και κίνδυνον, το, Α και κίνδυν, -υνος)
1. επαπειλούμενο κακό, απειλή άμεσου υπαρκτού κακού (α. «κίνδυνος ηλεκτροπληξίας» β. «συνάρασθαι τὸν κίνδυνον τῆς μάχης», Θουκ.
γ. «ἀλλ' οὕτως ἐπεπείσμην μέγαν εἶναι τὸν κατειληφότα κίνδυνον τήν πόλιν», Δημοσθ)
2. πιθανότητα να συμβεί κάτι δυσάρεστο ή καταστρεπτικό (α. «η εξωτερική τους πολιτική εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για τη χώρα» β. «διατρέχουμε μεγάλο κίνδυνο από τη μόλυνση του περιβάλλοντος» γ. «τίς ἡμᾶς χωρίσει ἀπὸ τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ; θλῖψις... ἢ κίνδυνος ἢ μάχαιρα;», ΚΔ)
νεοελλ.
1. (νομ. α) η ζημία που προέρχεται από τυχαίο γεγονός
β) φρ. «φέρω τον κίνδυνο», υφίσταμαι τη ζημιά από τυχαίο γεγονός
γ) «επαγγελματικός κίνδυνος» — ο κίνδυνος που διατρέχει ο εργαζόμενος από ατύχημα αναίτιο την ώρα της εργασίας του
2. φρ. α) «κρούω τον κώδωνα του κινδύνου» — προειδοποιώ για κάποιο επικείμενο κακό εφιστώντας την προσοχή τών ενδιαφερομένων
β) «κίνδυνος-θάνατος» ή «προσοχή κίνδυνος» — επιγραφή με την οποία απαγορεύεται η προσέγγιση σε ένα μέρος ή η επαφή με ένα αντικείμενο επειδή θεωρούνται επικίνδυνα για την ανθρώπινη ζωή
γ) ναυτ. «σήματα κινδύνου» — σήματα τα οποία στέλνει ένα πλοίο που χρειάζεται άμεση βοήθεια
δ) «έξοδος κινδύνου» — επιγραφή με την οποία δηλώνεται ότι η έξοδος χρησιμοποιείται μόνο σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης
ε) «υπ' αριθ. 1 κίνδυνος» — η μέγιστη απειλή
στ) «δημόσιος κίνδυνος» — χαρακτηρισμός ατόμου, ομάδας ή φαινομένου, τών οποίων η δράση ή η επίδραση αποτελεί απειλή για την κοινωνία
αρχ.
1. προσπάθεια, τόλμημα
2. μάχη, πόλεμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζει πιθ. θ. κι-νδ- (ρίζα κι-, πρβλ. κίω, κινῶ, + πρόσφυμα -νδ-), όπως διαπιστώνεται και στον λεσβιακό τ. κίνδ-υν, γεν. κίνδ-υνος, και συνδέεται με τον τ. κίνδαξ. Κατ' άλλους, η λ. προέρχεται με ανομοίωση από το σύνθετο κύν-δυνος, του οποίου ως α' συνθετικό θεωρείται ο τ. κύων με σημ. «κακή ζαριά» και ως β' συνθετικό ένας τ. με θ. δυ-, πρβλ. αρχ. ινδ. dīvyati «παίζω ζάρια» και dyŭta- «παιχνίδι με ζάρια», με ανάλογη σημασία. Έχει διατυπωθεί, τέλος, και η άποψη ότι η λ. είτε είναι μικρασιατικής προελεύσεως είτε ανήκει στο προελληνικό υπόστρωμα. Ο τ. κίνδυνος θεωρούνταν όρος του παιχνιδιού τών ζαριών και, γι' αυτό, συνδέεται σημασιολογικά με την έννοια της αβέβαιης τύχης
έτσι η λ. συσχετίζεται και με τη φρ. «κινῶ λίθον», η οποία χρησιμοποιούνταν και ως όρος αυτού του παιχνιδιού και με μτφ. σημ. «διακινδυνεύω, ριψοκινδυνεύω». Ο μσν. τ. κίνδυνο, τὸ < κίνδυνος, με αλλαγή γένους (πρβλ. κόκκαλος: κόκκαλο), ενώ ο νεοελλ. τ. κίνδυνος προήλθε με ηχηροποίηση (πρβλ. δένδρο: δέντρο).
ΠΑΡ. κινδυνεύω, κινδυνώδης
μσν.
κινδυνάρης.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) ακίνδυνος, επικίνδυνος, μικροκίνδυνος, ριψοκίνδυνος, φιλοκίνδυνος
αρχ.
ανεπικίνδυνος, εθελοκίνδυνος, ισοκίνδυνος, κερβεροκίνδυνος, μεγαλοκίνδυνος, πολυκίνδυνος, πυκνοκίνδυνος, υποκίνδυνος].
Greek Monotonic
κίνδῡνος: ὁ, κίνδυνος, τόλμη, τολμηρή επιχείρηση, Λατ. periculum, σε Πίνδ., Αριστοφ. κ.λπ.· κίνδυνον ἀναρρίπτειν, εκτίθεμαι σε κίνδυνο, σε Ηρόδ. κ.λπ.· κίνδυνον ή κινδύνους, ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, αἴρεσθαι ὑπομεῖναι κ.λπ., σε Αττ.
Greek (Liddell-Scott)
κίνδῡνος: ὁ, ἑτερόκλ. δοτ. κίνδῡνι (ὡς ἐξ ὀνομαστ. κίνδυν) Ἀλκαῖ. 132· (ἀγνώστου ἐτυμολογίας)· ― κίνδυνος, τόλμη, τολμηρὰ ἐπιχείρησις, λατ. periculum, Πινδ. Ο. 1. 130, Ἀριστ. Νεφ. 955, κτλ.· κ. ποιεῖσθαι ἔν τινι, ἴδε ἐν λέξ. Κάρ. 2) ἀφῃρημένως, κίνδυνος, Θέογν. 585, 637· ἑπομένως ἐπὶ παντὸς εἴδους κινδύνου, κοινὸν τοῖς μετέπειτα συγγραφεῦσι (διότι ὁ Ὅμ. καὶ ὁ Ἡσ. δὲν ἔχουσι λέξεις ταύτης τῆς ὁμοταξίας)· κ. γαλέης, κίνδυνος ἐξ αὐτῆς, Βατραχομυομ. 9· κ. ἀϋτῆς Πινδ. Ν. 9. 83· ὁ κ. τῆς μάχης Θουκ. 2. 71· ― ἀκολούθως ἐν ποικίλαις φράσεσι, κίνδυνον ἀναρρίπτειν, ἐκτίθεσθαι εἰς κίνδυνον (πρβλ. ἀναρρίπτω ΙΙ)· κ. ἀναβάλλειν Αἰσχύλ. Θήβ. 1028· ὡσαύτως, κίνδυνον ἢ κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι Ἡρόδ. 3. 69, Ξεν. Κύρ. 1. 5, 12· αἴρεσθαι Εὐρ. Ἡρακλ. 504, Ἀντιφῶν 136. 44, Ἀνδοκ. 2. 33· ξυναίρεσθαι Θουκ. 2. 71· ἐγχειρίζεσθαι ὁ αὐτ. 5. 108, κτλ.· ὑπομεῖναι Ξεν. Κύρ. 1. 2, 1· ποιεῖσθαι Ἰσοκ. 304D· ὡσαύτως κινδύνῳ περιπίπτειν Θουκ. 8. 27· ἐν κινδύνῳ αἰωρεῖσθαι, εἶναι ὁ αὐτ. 7. 77, κτλ.· ἐς κ. ἐμβαίνειν, ἔρχεσθαι Ξεν. Κύρ. 2. 1, 15, κτλ.· ἐς κ. καταστῆσαί τινα Θουκ. 5. 99· κινδύνῳ βάλλειν τινὰ Αἰσχύλ. Θήβ. 1048· κίνδυνον φέρειν ἢ ἐπιφέρειν τινὶ Αἰσχίν. 74. 24., 77. 5· ― κίνδυνος καταλαμβάνει τινὰ Δημ. 301, ἐν τέλ.· κ. γίγνεταί τινι περὶ τῆς πόλεως Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 7· ἔνι κίνδυνος ἐν τῷ πράγματι Ἀριστοφ. Πλ. 348· κίνδυνός ἐστι, μετ’ ἀπαρ., Πινδ. Ν. 8. 35, Λυσ. 132. 19, κτλ.· οὕτω, κ. ἔχει τινά, μετ’ ἀπαρ., Εὐρ. Ἑκ. 5· ― κίνδυνος ἀσφαλέστερος Ἀντιφῶν 117. 16· κ. ἀνθρώπινοι…, θεῖοι Ἀνδοκ. 18. 14· ― ἐπὶ τῷ αὐτοῦ κ., μὲ ἴδιόν του κίνδυνον, Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 15, 4.
Frisk Etymological English
Grammatical information: m.
Meaning: danger, risk (Thgn., Pi., IA.; on the meaning Mette Hermes 80, 409ff.);
Other forms: (dat. -υνι Alc. Z 92; also gen. -υνος Sapph. 184?)
Compounds: as 2. member e. g. in ἐπικίνδυνος connected with danger (IA.).
Derivatives: κινδυνώδης dangerous (Hp., Plb.), κινδυνεύω take (the) risk (IA.) with κινδύνευμα risk (S., E., Pl.), κινδυνευτής = daredevil (Th., D. C.; cf. Fraenkel Nom. ag. 2, 73), -ευτικός dangerous, adventurous (Arist.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: No etymology. The formally attractive connection with κίνδαξ, ὀνο-κίνδιος (which does not belong to κινεῖν! s.s.v.) from Prellwitz Wb., Vendryes REGr. 25, 461f., who compare further Lat. sollicitus be in danger) gives semantically only one theoretical possibility. Hypothetical is also the proposal by Schulzes (in Sittig KZ 52, 207f.; agreeing a. o. Schwyzer 335, Specht KZ 66, 5), that κίνδυνος is an old expression of the game of dices with assimilation for *κύνδυνος, from κύων as designation of an unsuccessful throw (as Skt. śvan-, Lat. canis; cf. on Κανδαύλης) and a word for dice, -game in Skt. dī́vyati dice, dyūtá- n. -game; both phonetically and morphologically doubtfull, s. Kretschmer KZ 55, 90f.; rejected by Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217 n. 26. S. also Taillardat, REAnc. 1956, 189-194. For foreign (Pre-Greek or (=) Anatolian) origin Debrunner Eberts Reallexikon 526, Kretschmer l. c. - On κίνδυνος = ἡ ἐν πρῴρα σελίς (H.), from where NGr. (Naxos) bed, Andriotis Glotta 25, 19f. - Kuiper, GS Kretschmer. 1956, 217 gives κίνδυν (Alc., Sapph.) as a true ending of a Pre-Greek word (not in Fur.).
Middle Liddell
κίνδῡνος, ὁ,
a danger, risk, hazard, venture, enterprise, Lat. periculum, Pind., Ar., etc.; κίνδυνον ἀναρρίπτειν to run a risk, Hdt., etc.; κίνδυνον or κινδύνους ἀναλαβέσθαι, ὑποδύεσθαι, αἴρεσθαι, ὑπομεῖναι, etc., Attic
Frisk Etymology German
κίνδυνος: {kíndunos}
Forms: (Dat. -υνι Alk. Z 92; auch Gen. -υνος Sapph. 184?)
Grammar: m.
Meaning: Gefahr, Risiko (Thgn., Pi., ion. att.; zum Begriff Mette Hermes 80, 409ff.);
Composita: als Hinterglied z. B. in ἐπικίνδυνος mit Gefahr verbunden (ion. att.).
Derivative: Davon κινδυνώδης gefahrvoll, gefährlich (Hp., Plb. usw.), κινδυνεύω sich der Gefahr aussetzen, Gefahr laufen (ion. att.) mit κινδύνευμα Wagstück (S., E., Pl. u. a.), -ευτής Wagehals (Th., D. C.; vgl. Fraenkel Nom. ag. 2, 73), -ευτικός gefahrvoll, abenteuerlich (Arist.).
Etymology: Ohne überzeugende Etymologie. Die formal naheliegende Anknüpfung an κίνδαξ, ὀνοκίνδιος mit weiterem Anschluß an κινεῖν (Prellwitz Wb., Vendryes REGr. 25, 461f. mit Hinweis auf lat. solli-citus geängstigt, in Gefahr, v. Windekens Le Pélasgique 98f.) bietet semantisch nur eine theoretische Möglichkeit. Nicht weniger hypothetisch ist der Vorschlag Schulzes (bei Sittig KZ 52, 207f.; zustimmend u. a. Schwyzer 335, Specht KZ 66, 5), κίνδυνος stehe als alter Ausdruck des Würfelspiels durch Assimilation für *κύνδυνος, von κύων als Bezeichnung des unglücklichen Wurfes (wie aind. śvan-, lat. canis; vgl. zu Κανδαύλης) und einem Wort für würfeln, Würfelspiel in aind. dī́vyati würfeln, dyūtá- n. Würfelspiel; weder phonetisch noch morphologisch ohne Bedenken, s. Kretschmer KZ 55, 90f.; ablehnend Kuiper Μνήμης χάριν 1, 217 A. 26. Für fremden (vorhellenischen oder kleinasiatischen) Ursprung Debrunner Eberts Reallexikon 526, Kretschmer a. a. O. — Über κίνδυνος = ἡ ἐν πρῴρα σελίς (H.), woher ngr. (Naxos) Bett, Andriotis Glotta 25, 19f.
Page 1,854-855
Chinese
原文音譯:k⋯ndunoj 卿低挪士
詞類次數:名詞(9)
原文字根:危險
字義溯源:危險*,冒險,發生意外。保羅向哥林多信徒一口氣列出他所經歷的八種危險,見證他的使徒職分( 林後11:26)
同源字:1) (κινδυνεύω)經歷危險 2) (κίνδυνος)危險
出現次數:總共(9);羅(1);林後(8)
譯字彙編:
1) 危險(9) 羅8:35; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26; 林後11:26
Mantoulidis Etymological
Ἄγνωστη ἡ ἐτυμολογία του. Ἴσως σχετίζεται μέ τό κινῶ.
Παράγωγα: κινδυνεύω, κινδύνευμα, κινδυνευτέον, διακινδυνευτέον, κινδυνευτής, κινδυνευτικός, ριψοκίνδυνος.
Lexicon Thucydideum
periculum, danger, 1.18.2, 1.18.3. 1.32.5, 1.33.2. 1.42.4. 1.60.1. 1.70.7. 1.75.5. 1.141.5, 1.143.2. 1.144.1, 1.144.3, 2.11.3, 2.24.2. 2.39.1, 2.40.3, 2.42.4. 2.43.4, 2.61.1, 2.63.1. 2.71.2, 2.71.3. 2.72.1. 2.77.6, 2.87.4. 2.89.4. 2.11.1. 2.93.4. 2.100.6, 3.11.4, 3.13.5, 3.14.1, 3.20.2. 3.30.4, 3.31.1. 3.38.3. 3.39.6. 3.40.6. 3.45.4.3.49.4, 3.56.4. 3.56.5. 3.59.3,
Ibid. in the same place 4.8.8. 4.10.1, 4.10.14.30.4. 4.34.3, 4.57.2. 4.59.2, 4.61.1, 4.66.3. 4.68.6, 4.72.1. 4.73.2. 4.73.4. 4.85.2. 4.85.4,
item likewise 4.95.2. 4.106.1. 5.73.1, 5.90.1, 5.99.1, 5.103.1. 5.107.1. 5.108.1. 5.111.3. 6.6.2. 6.12.1. 6.12.2. 6.13.1, 6.16.6. 6.18.3. 6.30.2. 6.34.1. 6.34.9, [vulgo commonly ἐπικινδύνους] 6.39.2. 6.49.2. 6.72.4. 6.78.3, 6.80.4. 6.91.3. 6.92.5. 7.2.4, 7.8.3. 7.21.2. 7.42.2,
item likewise 7.53.4. 7.58.4, 7.68.3. 7.69.2. 7.71.4. 7.75.7, 7.77.2. 8.2.4, 8.15.1, 8.27.3, 8.27.38.46.2. 8.50.5. 8.75.3.
Translations
danger
Afrikaans: gevaar; Albanian: rrezik; Arabic: خَطَر; Egyptian Arabic: خطر; Armenian: վտանգ; Assamese: বিপদ; Asturian: peligru; Azerbaijani: təhlükə; Belarusian: небяспека; Bengali: বিপদ; Bulgarian: опасност; Burmese: ဘယာ, ဘေး, အန္တရာယ်; Catalan: perill; Chechen: кхерам; Cherokee: ᎦᏂᏰᎩ; Chinese Cantonese: 危險, 危险; Mandarin: 危險, 危险; Chukchi: гыаргыргын; Classical Nahuatl: ohuihcāyōtl; Czech: nebezpečí; Danish: fare; Dutch: gevaar; Esperanto: danĝero; Estonian: oht, hädaoht; Faroese: vandi; Finnish: vaara, uhka; French: danger, péril; Friulian: pericul; Galician: perigo; Georgian: საფრთხე; German: Gefahr, Risiko; Gothic: 𐌱𐌹𐍂𐌴𐌹𐌺𐌴𐌹, 𐍃𐌻𐌴𐌹𐌸𐌴𐌹; Greek: κίνδυνος; Ancient Greek: κίνδυνος, τὸ δεινόν; Haitian Creole: danje; Hebrew: סַכָּנָה; Hindi: जोखिम, ख़तरा, विपदा, प्रमाद, संकट, विपत्ति, खतरा; Hungarian: veszély; Icelandic: hætta, háski, voði; Ido: danjero; Indonesian: bahaya; Ingush: кхерам; Irish: contúirt, dainséar; Italian: pericolo; Japanese: 危険; Javanese: bebaya; Kannada: ಕುತ್ತ; Kazakh: қауіп, қатер, қауіптілік; Khmer: គ្រោះថ្នាក់; Kikuyu: ũgwati class 14; Korean: 위험(危險); Kurdish Northern Kurdish: talûke; Kyrgyz: коркунуч; Ladin: pericul; Ladino: perikolo; Lao: ອັນຕະຣາຽ, ອັນຕະລາຍ; Latin: periculum; Latvian: briesmas, bīstamība; Lithuanian: pavojus; Macedonian: опасност; Malay: bahaya; Malayalam: ആപത്ത്, അപായം; Maltese: periklu; Maori: tatamate; Middle English: peril, danger, dred; Mongolian Cyrillic: аюул, зэтгэр; Norwegian Bokmål: fare; Occitan: perilh; Old English: frēcennes; Old Saxon: fāra, fār, gifār; Oromo: balaa; Pashto: خطر; Persian: خطر; Plautdietsch: Jefoa; Polish: niebezpieczeństwo; Portuguese: perigo; Romanian: pericol, primejdie; Romansch: privel, prighel, prievel; Russian: опасность; Sanskrit: त्यजस्; Sardinian: perículu, perígulu, pirígulu; Scottish Gaelic: cunnart; Serbo-Croatian Cyrillic: опасно̄ст; Roman: opásnōst; Sicilian: pirìculu, perìculu, prìculu; Sinhalese: අන්ත්රාව; Slovak: nebezpečie; Slovene: nevarnost; Somali: khatar; Spanish: peligro; Swahili: hatari; Swedish: fara; Tagalog: panganib; Tajik: хатар, хавф; Tamil: அபாயம், ஆபத்து; Tatar: куркыныч; Telugu: ప్రమాదము; Thai: อันตราย; Tocharian A: sanu; Tocharian B: ñyātse; Turkish: tehlike; Turkmen: howp, hovp; Tuvan: айыыл; Ukrainian: небезпека; Urdu: جوکھم, خطرہ; Uyghur: خەتەر; Uzbek: xatar, xavflilik; Venetian: pericoło, pericol, pericolo, perigoło; Vietnamese: nguy hiểm; Walloon: dandjî; Welsh: perygl, peryglau; Xhosa: ingozi; Yiddish: געפאַר; Zulu: ingozi