παρουσία
ἀλλ' εἰ μὲν ἁγνόν ἐστί σοι Πειθοῦς σέβας, γλώσσης ἐμῆς μείλιγμα καὶ θελκτήριον → but if you have holy reverence for Persuasion, the sweetness and charm of my tongue
English (LSJ)
ἡ, (πάρειμι)
A presence, of persons, δεσπότου, etc., A.Pers. 169, etc.; ἀνδρῶν παρουσία, = ἄνδρες οἱ παρόντες, E.Alc.606; πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας, = ἡμῶν τῶν παρόντων, Th.6.86; παρουσίαν μὲν οἶσθα… φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, i.e. that we have no friends present to assist us, S.El.948; of things, κακῶν E.Hec.227, Ar.Th.1049; ἀγαθῶν Pl.Grg. 497e: abs., παρουσίαν ἔχειν = παρεῖναι, be present, S.Aj.540; τὰ τῆς τύχης… κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας D. Prooem. 39; αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν [αἴτιον] τῇ π. τοῖς ἄλλοις τοῦ ἀγαθὰ εἶναι Arist.EE1217b5, cf. Pl.Phd. 100d, etc.
2 arrival, ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν S.El.1104, cf. E.Alc.209, Th.1.128; εἰς Ἰταλίαν D.H.1.45; esp. visit of a royal or official personage, βασιλέως, etc., PTeb.48.14 (ii B. C.), IPE12.32A85 (Olbia, iii B.C.), etc.; of a god, IG42(1).122.34(Epid.).
3 occasion, v.l. in S. El.1251.
4 π. τισὶ ποιεῖσθαι entertain them on their official visits, OGI139.9 (Philae, ii B.C.).
5 in NT, the Advent, Ev.Matt.24.27, al.
6 Astrol., situation of a planet at a point on the zodiac, ἤτοι κατὰ παρουσίαν ἢ κατὰ συμμαρτυρίαν Vett.Val.49.26.
II substance, property, ὡς… ἔχομεν παρουσίας Pl.Com.177, cf. Men.471; παρουσία χρημάτων Crates Com.16.
2 contribution in money, Sch. Luc.Phal.1.3 (pl.).
German (Pape)
[Seite 528] ἡ, 1) Gegenwart; ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν, Aesch. Pers. 165; Ch. 660; τί δῆτα μέλλει μὴ παρουσίαν ἔχειν, = παρεῖναι, Soph. Ai. 536; ὅταν παρουσία φράζῃ, τότ' ἔργων τῶνδε μεμνῆσθαι χρεών, El. 1242, der gegenwärtige Augenblick, die günstige Gelegenheit; τί δῆτα τέκνων τῶνδε δεῖ παρουσίας; Eur. Hec. 1005; ἐπὶ κακῶν παρουσίᾳ, Ar. Th. 1049; u. in Prosa, Plat. Phaed. 100 d, ἀγαθῶν Gorg. 497 e, κακοῦ 217 b, Anwesenheit, Vorhandensein; auch Ankunft, Thuc. 1, 138; εἰς Ἰταλίαν, D. Hal. 1, 45. – 2) das Vermögen, wie οὐσία, VLL.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
I. présence : παρουσίαν ἔχειν SOPH être présent ; p. suite :
1 état présent d'une chose;
2 occasion qui se présente, particul. occasion favorable;
II. action de se présenter, arrivée;
NT: parousie, retour du Christ.
Étymologie: παρών, part. de πάρειμι¹.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.
Russian (Dvoretsky)
παρουσία: ἡ
1 присутствие, наличие (ἀγαθῶν Plat.): ὄμμα δόμων δεσπότου παρουσία (sc. ἐστίν) погов. Aesch. присутствие хозяина есть глаз дома; ἡ ἡμετέρα π. Thuc. (все) мы;
2 прибытие, приход: παρουσίαν ἔχειν Soph. явиться, прийти; τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ Thuc. в первое же прибытие;
3 пришествие (τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου NT);
4 обстоятельства, подходящий или удобный момент: ὅταν π. φράζῃ Soph. когда наступит (досл. укажет) подходящий момент.
English (Strong)
from the present participle of πάρειμι; a being near, i.e. advent (often, return; specially, of Christ to punish Jerusalem, or finally the wicked); (by implication) physically, aspect: coming, presence.
English (Thayer)
παρουσίας, ἡ (παρών, παροῦσα, παρουσον, from πάρειμι which see) in Greek authors from the Tragg., Thucydides, Plato down; not found in the Sept.;
1. presence: ἀπουσίᾳ, Aristotle, phys. 2,3, p. 195a, 14; metaphys. 4,2, p. 1013b, 14; meteor. 4,5, p. 382a, 33etc.)).
2. the presence of one coming, hence, the coming, arrival, advent, (Polybius 3,41, 1. 8); Hermas, sim. 5,5, 3 [ET])): ἀποκαλυφθήσεται; ἡ ... πάλιν πρός τινα, of a return, the advent, i. e. the future, visible, return from heaven of Jesus, the Messiah, to raise the dead, hold the last judgment, and set up formally and gloriously the kingdom of God: ἡ παρουσία τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου (27), 37,39; τοῦ κυρίου, Χριστοῦ, αὐτοῦ, τῆς τοῦ Θεοῦ ἡμέρας, ἡ δευτέρᾳ παρουσία, Ev. Nicod. c. 22at the end; Justin Martyr, Apology 1,52 (where see Otto's note); dialog contra Trypho, chapters 40,110, 121; and is opposed to ἡ πρώτη παρουσία which took place in the incarnation, birth, and earthly career of Christ, Justin Martyr, dialog contra Trypho, chapters 52,121, cf. 14,32, 49, etc.; (cf. Ignatius ad Philippians 9 [ET] (and Lightfoot)); see ἔλευσις.
Greek Monolingual
η, ΝΜΑ
1. το να είναι κανείς παρών κάπου, το να παρευρίσκεται κάπου (α. θα μάς τιμήσετε με την παρουσία σας» β. «χαίρω ἐπὶ τῇ παρουσίᾳ Στεφανᾱ καὶ Φουρτουνάτου», ΚΔ
γ. «ὄμμα γὰρ δόμων νομίζω δεσπότου παρουσίαν», Αισχύλ.)
2. η έλευση, ο ερχομός του Ιησού Χριστού στον κόσμο, η ενανθρώπιση του Χριστού
3. φρ. «Δευτέρα Παρουσία» — η δεύτερη, κατά την Αγία Γραφή, έλευση του Χριστού για να κρίνει τον κόσμο, για την οριστική κρίση ζώντων και νεκρών
μσν.-αρχ.
η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, η έλευση του στον κόσμο την ημέρα της Πεντηκοστής ή κατά το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας
αρχ.
1. κατάλληλη στιγμή, ευκαιρία
2. περιουσία, αφθονία υλικών αγαθών
3. χρηματική, συνεισφορά, φορολογία
4. αστρολ. η θέση ενός πλανήτη σε σημείο του ζωδιακού κύκλου
5. φρ. «παρουσίαν ποιῶ τινι» — φιλοξενώ κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πάρειμι (βλ. και λ. ουσία)].
Greek Monotonic
παρουσία: ἡ (πάρειμι),
1. παρουσία κάποιου, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας = ἡμῶν τῶν παρόντων, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, κακῶν παρουσία, σε Ευρ.· παρουσίαν ἔχειν αντί παρεῖναι, σε Σοφ.
2. άφιξη, στον ίδ., Ευρ.· η Γέννηση (του Χριστού), σε Καινή Διαθήκη
Greek (Liddell-Scott)
παρουσία: ἡ, (πάρειμι) ὡς καὶ νῦν, τὸ παρεῖναι, παρευρίσκεσθαι, ἐπὶ προσώπων, δεσπότου, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 169, κτλ.· ἀνδρῶν π. = ἄνδρες οἱ παρόντες Εὐρ. Ἄλκ. 606· οὕτω, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας π. = ἡμῶν τῶν παρόντων, Θουκ. 6. 86· παρουσίαν μὲν οἶσθα καὶ σύ που φίλων, ὡς οὔτις ἡμῖν ἐστιν, δηλ. ὅτι δὲν ἔχομεν φίλους παρόντας ὅπως βοηθήσωσιν ἡμᾶς, Σοφ. Ἠλ. 948· - ἐπὶ πραγμάτων, κακῶν π. Εὐρ. Ἑκ. 227, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1049· τοῦ καλοῦ Πλάτ. Φαίδων 100D· ἀγαθῶν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 497Ε· - ἀπολ., παρουσίαν ἔχειν ἀντὶ παρεῖναι, Σοφ. Αἴ. 540· τὰ τῆς τύχης ... κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας Δημ. 1447, ἐν τέλ.· αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν αἴτιον τῇ π. τοῖς ἄλλοις, ἐπὶ τῆς ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδήμ. 1. 8, 1. 2) ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν, ἄφιξιν, Σοφ. Ἠλ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 207, Θουκ. 1. 128· εἰς τόπον Διον. Ἁλ. 1. 45. 3) ἡ ἐμφάνισις τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρώτη παρουσία Ἰγνάτ. 705Α, Ἰουστ. Ἀπολογ. 1, 52, κλ.· περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄, 3, κτλ., Ἐπιστ. α΄ Παύλου πρὸς Θεσ. β΄19, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 52, Ἰγνάτ. πρὸς Φιλαδ. 9. ΙΙ. ἐνΣοφ. Ἠλ. 1251, φαίνεται ὅτι εἶναι = τὰ παρόντα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις: - οὕτω καί, ὡς ... ἔχομεν παρουσίας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 6, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 6, Piers. εἰς Μοῖριν 297· π. χρημάτων Κράτης ἐν «Θηρίοις» 4· πρβλ. περιουσία.
Middle Liddell
παρουσία, ἡ, πάρειμι
1. a being present, presence, Aesch., Eur., etc.; so, πόλις μείζων τῆς ἡμετέρας παρουσίας = ἡμῶν τῶν παρόντων, Thuc.:—of things, κακῶν π. Eur.: —παρουσίαν ἔχειν for παρεῖναι, Soph.
2. arrival, Soph., Eur.:— the Advent, NTest.
Chinese
原文音譯:parous⋯a 爬而-烏西阿
詞類次數:名詞(24)
原文字根:在旁-是著 相當於: (אֵצֶל)
字義溯源:在近側,在場,來到,來,來臨,降臨,顯出,同在;源自(πάρειμι)=靠近);由(παρά)*=旁,出於)與(εἰμί)*=是,存在)組成。這字的本意是:來,來到,來臨;但用在主耶穌的第二來臨時,和合本常是譯為:降臨。降臨這字,只用在主耶穌的第二次來臨,卻不用在主耶穌的首次來臨。除了 (παρουσία)之外,還有(ἀποκάλυψις)=顯出,啓示),和(ἐπιφάνεια)=顯現)這兩個編號來說到主耶穌的第二次降臨。一般說來, (παρουσία)(降臨),多用在主耶穌第二次降臨與等候他的信徒們相遇。而 (ἀποκάλυψις)(顯出),多用來說到主耶穌在榮耀中顯現,去施行審判。但有時這兩個編號也彼此交換使用,所以不能絕對嚴格的劃分
同源字:1) (παρεισάγω)從旁引進 2) (παρουσία)在近側 3) (συμπάρειμι)同在近處
出現次數:總共(24);太(4);林前(2);林後(3);腓(2);帖前(4);帖後(3);雅(2);彼後(3);約壹(1)
譯字彙編:
1) 來臨(16) 太24:3; 太24:27; 太24:37; 太24:39; 林前15:23; 帖前2:19; 帖前3:13; 帖前4:15; 帖前5:23; 帖後2:1; 帖後2:8; 雅5:7; 雅5:8; 彼後1:16; 彼後3:4; 約壹2:28;
2) 來到(6) 林前16:17; 林後7:6; 林後7:7; 腓1:26; 帖後2:9; 彼後3:12;
3) 同在(1) 腓2:12;
4) 顯出(1) 林後10:10
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό πάρειμι → παρά + εἰμί, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.
Lexicon Thucydideum
praesentia, presence, 1.128.5, 4.126.2, 6.86.3.
Translations
presence
Arabic: حُضُور; Armenian: ներկայություն; Belarusian: прысутнасць, прысутнасьць; Bulgarian: присъ́ствие; Catalan: presència; Chinese Mandarin: 存在, 出席; Czech: přítomnost; Danish: tilstedeværelse, nærværelse, nærvær; Dutch: aanwezigheid, tegenwoordigheid; Esperanto: ĉeesto; Finnish: läsnäolo; French: présence; Galician: presenza; Georgian: დასწრება, თანდასწრება, ყოფნა; German: Anwesenheit; Gothic: 𐌵𐌿𐌼𐍃, 𐌰𐌽𐌳𐍅𐌰𐌹𐍂𐌸𐌹; Greek: παρουσία; Ancient Greek: παρουσία; Hebrew: נוֹכְחוּת; Hindi: मौजूदगी; Hungarian: jelenlét; Icelandic: nærvera; Indonesian: kehadiran; Irish: láithreacht, fianaise; Italian: presenza; Japanese: 存在, 気配; Korean: 출석(出席), 있음; Latin: praesentia; Macedonian: присуство; Norwegian Bokmål: tilstedeværelse; Occitan: preséncia; Old English: andweardnes; Polish: obecność; Portuguese: presença; Romanian: prezență; Russian: присутствие; Scottish Gaelic: làthair, fianais, làthaireachd; Serbo-Croatian Cyrillic: присуство, присутно̄ст; Roman: prisústvo, prisútnōst; Slovak: prítomnosť; Slovene: prisotnost; Spanish: presencia; Swedish: närvaro; Ukrainian: присутність, наявність
arrival
Afrikaans: aankoms; Albanian: arritje; Arabic: وُصُول, وِفَادَة; Egyptian Arabic: وصول; Armenian: ժամանում, գալուստ; Azerbaijani: gəliş; Belarusian: прыбыццё, прыезд, прыход, прылёт; Bengali: আগমন; Bulgarian: пристигане; Burmese: ဆိုက်ရောက်, ရောက်လာခြင်း; Catalan: arribada; Chinese Mandarin: 到達/到达, 到來/到来, 抵達/抵达; Czech: příchod, příjezd, přílet; Danish: ankomst; Dutch: komst, aankomst; Esperanto: alveno; Estonian: saabumine; Finnish: saapuminen; French: arrivée; Galician: chegada, vida; Georgian: ჩამოსვლა, ჩამოფრენა; German: Ankunft; Gothic: 𐌵𐌿𐌼𐍃; Greek: άφιξη; Ancient Greek: ἄπιξις, ἄφιξις, βλῶσις, εἰσέλευσις, ἔλευσις, ἐπείσοδος, ἐπέλευσις, ἐπιδημία, ἐπιφοίτησις, ἐσηλυσίη, ἤλυσις, ἧξις, ἵξις, κάθιξις, παράστασις, παρουσία, περικατάληψις, πόθοδος, πόσοδος, πρόσοδος; Hebrew: הַגָּעָה; Hindi: आगमन; Hungarian: érkezés; Icelandic: koma; Indonesian: kedatangan; Ingrian: tulo, tulekki; Italian: arrivo; Japanese: 到着; Khmer: ដំណល់; Korean: 도착(到着); Kurdish Northern Kurdish: hatin, gihiştin; Latin: perventio, adventum, adventus; Lithuanian: gimimas; Macedonian: пристигнување; Malay: kedatangan, ketibaan; Maori: taenga, taetaenga, haramaitanga; Norwegian Bokmål: ankomst; Nynorsk: framkome, tilkomst, framkomst; Ottoman Turkish: ادراك; Persian: ورود; Plautdietsch: Aunkunft; Polish: przybycie, przyjazd, przyjście, przylot; Portuguese: chegada, vinda; Romanian: venire, sosire, ajungere; Russian: прибытие, приезд, приход, прилёт; Sanskrit: आगमन; Slovak: príchod, príjazd, prílet; Slovene: prihod; Spanish: llegada, venida, arribo, arribada; Swahili: ujaji; Swedish: ankomst; Tagalog: dating; Taos: kwònéne; Telugu: ఆగమనము; Thai: การมาถึง; Ukrainian: прибуття, приї́зд, прихі́д, прилі́т; Urdu: آمد; Uzbek: yetib kelish, kelish; Vietnamese: sự đến; Welsh: dyfodiad