λέων

From LSJ

μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down, I no longer have the strength to hold up alone the weight of grief that pushes against me, I no longer have the strength to counterbalance alone the weight of grief that acts as counterweight, I have no longer strength to balance alone the counterpoising weight of sorrow

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λέων Medium diacritics: λέων Low diacritics: λέων Capitals: ΛΕΩΝ
Transliteration A: léōn Transliteration B: leōn Transliteration C: leon Beta Code: le/wn

English (LSJ)

οντος, ὁ, Ep. dat. pl.
A λείουσι Il.5.782, etc., λεόντεσσι IG12(2).285 (Mytil., prob.):—lion, ὠμοφάγοι λ. Il.l.c.; αἴθων 18.161; χαροποί Od.11.611; ὀρεσίτροφος 6.130, cf. Hdt.7.126; cf. λίς: metaph., of Artemis, σὲ λέοντα γυναιξὶ Ζεὺς θῆκεν Zeus made thee a lion toward women (because she was supposed to cause their sudden death), Il. 21.483; used of savage persons, A.Ch.938 (lyr.); but also, of brave men, Id.Ag.1259, E.Or.1401 (lyr.), 1555; of a baby, Ar.Th.514 (but by way of contrast, of a coward, λέοντ' ἄναλκιν, of Aegisthus, A.Ag. 1224); οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες Ar.Pax1189 (lyr.); ἀντὶ λέοντος πίθηκον γίγνεσθαι Pl.R. 590b; ξυρεῖν ἐπιχειρεῖν λέοντα, of a dangerous undertaking, 'to bell the cat', ib.341c.
2 Leo, the sign in the Zodiac, Eudox. ap. Hipparch.1.2.8, Euc.Phaen.p.12 M., Arat.148, IG14.1307.
3 = λεοντῆ, lion's skin, Luc.Hist.Conscr.10.
4 as an ornament, BGU387ii5 (ii A.D.).
II a kind of crab, Diph.Siph. ap.Ath.3.106c, Ael.NA14.9.
III a kind of serpent, Nic.Th.463, f.l. in Artem.2.13.
IV = λεοντίασις, Aret.SD2.13.
V a kind of dance, Ath.14.629f, Poll.4.104.
VI title of grade of initiates in the mysteries of Mithras, Porph.Abst.4.16.
VII a sea-monster, Ael.NA9.49, Opp.H.1.367, Nonn. D. 1.273.
VIII = ὀροβάγχη, Dsc.2.142, Gp.2.42 tit.

German (Pape)

[Seite 37] οντος, ὁ, 11 der Löwe, Hom. u. Folgde; er heißt bei Hom. ὀρεσίτροφος, Od. 6, 130, αἴθων, 18, 161, ἠϋγένειος, 18, 318, χαροπός, Od. 11, 610, κρατερός, u. ä. ἐρίβρομος, βαρύκομπος u. βαρυφθέγκτης Pind. Ol. 10, 21 P. 5, 58; ὠμηστής, Aesch. Ag. 801, wie ὠμοφάγος, Il. 5, 782. – Oft übtr., wie bei uns, οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, Ar. Par 1189 u. a. D.; auch Plat. sagt ὅταν τις τὸ θυμοειδὲς ἐθίζῃ ἐκ νέου ἀντὶ λέοντος πίθηκον γενέσθαι, Rep. IX, 590 b. – Hom. auch von der Artemis, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ θῆκε, Zeus machte dich den Weibern zum Löwen, d. i. zur Verderberinn, Il. 21, 483, denn plötzliche Todesfälle der Frauen schrieb man der Artemis zu. – Sprichwörtlich λέοντα ξυρεῖν, Plat. Legg. IV, 707 a, u. λέων ξίφος ἔχων, Paroem. App. 3, 64. Die poet. Formen λείων u. λῖς s. besonders. – Auch als Himmelszeichen, Arat. 147; = λεοντῆ, Luc. hist. conscr. 10. – 2) eine Krebsart, μείζων τοῦ ἀστακοῦ, Ath. III, 106 c; – eine Schlangenart, Nic. Ther. 464; – eine Krankheit, Aret.; – ein Tanz, Ath. XIV, 629 f; Poll. 4, 104. – S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

οντος (ὁ) :
1 lion, animal;
2 peau de lion.
Étymologie: cf. lat. leo.

Russian (Dvoretsky)

λέων: эп. λείων, οντος ὁ (эп. dat. pl. λείουσι)
1) лев (αἴθων, ὠμοφάγος, χαροπός, ὀρεσίτροφος Hom.; ὡς λ. ὠρυόμενος NT): οἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ᾽ ἀλώπεκες Arph. погов. дома они львы, в бою же - лисицы;
2) (= λεοντῆ) львиная шкура Luc.

Greek (Liddell-Scott)

λέων: -οντος, ὁ· Ἐπικ. δοτ. πληθ. λείουσι Ἰλ. Ε. 782, κτλ., λεόντεσσι Συλλ. Ἐπιγρ. 2168· (ἴδε ἐν τέλ.)· - ὡς καὶ νῦν, κοινῶς «λεοντάρι», ὠμοφάγος Ἰλ. ἔνθ’ ἀνωτ.· αἴθων Σ. 161· χαροπὸς Ὀδ. Λ. 611· ὀρεσίτροφος Ζ. 130, πρβλ. λῖς· - μεταφ. ἐπὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ θῆκε, σὲ ἔκαμε λέοντα πρὸς τὰς γυναῖκας, διότι ἐπιστεύετο ὅτι αὕτη προυξένει τὸν αἰφνίδιον αὐτῶν θάνατον, Ἰλ. Φ. 483 (ἔνθα τὸ λέων κεῖται ὡς θηλ.)· - ἐν χρήσει ἐπὶ ἀγρίων, θηριωδῶν ἀνθρώπων, Αἰσχύλ. Χο. 939· ἀλλ’ ὡσαύτως ἐπὶ γενναίων ἀνδρῶν, ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1259, Εὐρ. Ὀρ. 1401, 1555, Ἀριστοφ. Θεσμ. 514· καὶ ἐν ἀντιθέσει, ἐπὶ δειλῶν, λέοντ’ ἄναλκιν, ἐπὶ τοῦ Αἰγίσθου, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1224· οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ’ ἀλώπεκες Ἀριστοφ. Εἰρ. 1189· ἀντὶ λέοντος πίθηκον γενέσθαι Πλάτ. Πολ. 590C· ἴδε ἐν λ. ξυρέω· - Τοὺς λέοντας προφανῶς ἐγίνωσκεν ὁ Ὅμηρος· μεταχειρίζεται αὐτοὺς εἰς παρομοιώσεις, Ἰλ. Κ. 297., Ρ. 133, κτλ.· περιγράφει τὸν τρόπον καθ’ ὃν ἐπιπηδῶσιν ἐπὶ τῆς λείας των, Ε. 161., Υ. 168· τὴν συνήθειαν αὐτῶν τοῦ νὰ προσβάλλωσι ποίμνια καὶ τὰς μάνδρας αὐτῶν, Κ. 485., Μ. 299, κτλ.· κυνήγιον λεόντων, Υ. 164, κ.ἑξ.· ὁ Ἡρόδ. ὁμιλεῖ περὶ αὐτῶν ὡς εὑρισκομένων ἐν Μακεδονίᾳ, Η. 125· ὁ Ἀριστ. ὡσαύτως λέγει περὶ αὐτῶν ὅτι ὑπῆρχον εἰς τὰ ὀρεινὰ μέρη τῆς Μακεδονίας καὶ Ἠπείρου, Ἱστ. π. τὰ Ζ. 6. 31. 2., 8. 28, 11· καὶ κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ Παυσ. ὑπῆρχον ἐν Θρᾴκῃ, 6. 5, 4. 2) Λέων ὁ ἐν τῷ Ζῳδιακῷ ἀστερισμός, Ἄρατ. 147, Συλλ. Ἐπιγρ. 6179. 3) = λεοντῆ, λέοντος δέρμα, Λουκ. Πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 10· πρβλ. ἀλώπηξ. ΙΙ. εἶδος καρκίνου, Δίφιλ. Σιφν. παρ’ Ἀθην. 106C. ΙΙ. εἶδος ὄφεως, Νικ. Θ. 454, Ἀρτεμίδ. 2. 13. IV. = λεοντίασις, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 2. 13. V. εἶδος χοροῦ, Ἀθήν. 629F, Πολυδ. Δ. 104· πρβλ. ἀλώπηξ VI. VI. λέοντες ἐκαλοῦντο ἄνδρες ἀφιερωμένοι εἰς τὴν ὑπηρεσίαν τοῦ Μίθρα, ἴδε ὕαινα ΙΙΙ. (Ἕτερος τύπος ὑπάρχει λῖς, πρβλ. λέαινα, Λατ. le-o, Ἀρχ. Γερμ. lew-on, Σλαυ. liv-u. Τινὲς ἀναφέρουσι τὴν λέξιν εἰς τὸ Ἑβρ. laish· ἀλλ’ ἡ ὕπαρξις τοῦ θηρίου ἐν Ἑλλάδι, καὶ οἱ ἀνεξάρτητοι τύποι τῆς λέξεως ἐν ἄλλαις Ἰνδοευρωπαϊκαῖς γλώσσαις ἀντίκεινται εἰς τὴν τοιαύτην ἐτυμολογίας.)

English (Autenrieth)

οντος, dat. pl. λείουσι and λέουσι: lion; fig., where we should expectlioness,’ Il. 21.483.

English (Slater)

λέων (λέων, -οντος, -οντι; -οντες, -όντων, -όντεσσιν.) lion τὸ γὰρ ἐμφυὲς οὔτ' αἴθων ἀλώπηξ οὔτ ἐρίβρομοι λέοντες διαλλάξαιντο ἦθος (O. 11.20) κεῖνόν γε καὶ βαρύκομποι λέοντες περὶ δείματι φύγον (P. 5.58) κίχε νιν (= Κυράναν) λέοντί ὀβρίμῳ μούναν παλαίοισαν (P. 9.26) μάχᾳ λεόντεσσιν ἀγροτέροις ἔπρασσεν φόνον (sc. Ἡρακλέης) (N. 3.46) θρασυμαχάνων τε λεόντων ὄνυχας ὀξυτάτους (N. 4.62) τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων ἐν πόνῳ (I. 4.46) Ἄρτεμις ζεύξαισ' ἐν ὀργαῖς Βακχίαις φῦλον λεόντων Δ. 2. 21. ἔνθα ποῖμναι κτιλεύονται κάπρων λεόντων τε fr. 238. ἰαχεῖ βαρυφθεγκτᾶν ἀγέλαι λεόντων fr. 239. esp., the lion of Nemea, slain by Herakles: τὸν μὲν ἐν ῥινῷ λέοντος στάντα Ἀμφιτρυωνιάδαν (I. 6.37), cf. vv. 48ff. and so as periphrasis in describing Nemea, ὅσσα τ' ἐν Δελφοῖσιν ἀριστεύσατε ἠδὲ χόρτοις ἐν λέοντος (O. 13.44) βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε (N. 6.42) κοίλᾳ λέοντος ἐν βαθυστέρνου νάπᾳ (I. 3.11) met., ὄπισθεν δὲ κεῖμαι θρασειᾶν ἀλωπέκων ξανθὸς λέων Pindar speaks? fr. 237.

Spanish

león, Leo

English (Strong)

a primary word; a "lion": lion.

English (Thayer)

λέοντος, ὁ (from Homer down), the Sept. for אֲרִי, אַריֵה, כְּפִיר (a young lion), etc.; a lion;
a. properly: ἐρρύσθην ἐκ στόματος λέοντος, I was rescued out of the most imminent peril of death, lion alone, but in the whole phrase); equivalent to a brave and mighty hero: Nahum 2:13.

Greek Monolingual

-οντος και λέοντας και λιόντας, ο, θηλ. λέαινα (AM λέων, -οντος, θηλ. λέαινα)
1. ένα από τα μεγαλύτερα σαρκοφάγα ζώα της οικογένειας αιλουροειδή, λιοντάρι
2. μτφ. άφοβος, γενναίοςοἴκοι μὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες», Αριστοφ.)
3. ως κύριο όν. Λέων
α) αστρον. αστερισμός του βόρειου ημισφαιρίου
β) αστρολ. το πέμπτο ζώδιο του ζωδιακού κύκλου
4. φρ. «ἐξ ὄνυχος τὸν λέοντα» — από μια λεπτομέρεια ή ένδειξη είναι δυνατή η συναγωγή γενικότερου συμπεράσματος
νεοελλ.
φρ. α) «θαλάσσιος λέων» — είδος φώκιας που φέρει χαίτη
β) «πήρε τη μερίδα του λέοντος» — πήρε το μεγαλύτερο και εκλεκτότερο μερίδιο από κάτι
γ) «ένας αλλά λέων» — λέγεται για ανθρώπους οι οποίοι, αν και μόνοι τους, είναι πολύ αξιόλογοι
αρχ.
1. μτφ. άγριος, θηριώδης, («διπλοῦς λέων, διπλοῦς Ἄρης», Αισχύλ.)
2. το δέρμα του λιονταριού, η λεοντή («τὸν λέοντα αὐτοῦ περιβεβλημένην», Λουκ.)
3. είδος κοσμήματος
4. είδος φιδιού
5. είδος χορού
6. η νόσος λεοντίαση
7. τίτλος βαθμούχου αφιερωμένου στη λατρεία του Μίθρα
8. θαλάσσιο τέρας
9. το φυτό οροβάγχη
10. φρ. (για τον Αίγισθο) «λέοντ' ἄναλκιν» — δειλός (Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λέων, -οντος ανάγεται σε οδοντικόληκτο θ. (λεFοντ-), όπως αποδεικνύεται από τη Μυκηναϊκή, στην οποία μαρτυρείται τ. στην οργανική πτώση (rewo-pi = λεFοντ-φι). Περαιτέρω ετυμολόγηση του τ. λέων δεν είναι δυνατή. Ίσως πρόκειται για δάνεια λ., είναι άγνωστο όμως από ποια γλώσσα. Η υπόθεση για σύνδεση με σημιτικούς τ. (πρβλ. ακκαδ. lābu, εβρ. lābī) προσκρούει σε μορφολογικές δυσχέρειες, ενώ η άποψη ότι συνδέεται με αρχ. ινδ. rauti, ruvati «βρυχώμαι» έχει πλέον εγκαταλειφθεί. Ο ομηρ. τ. της δοτ. πληθ. λείουσι (αττ. λέουσι) οφείλεται σε μετρική έκταση. Τον τ. λέων δανείστηκε η λατ. με τη μορφή leo, leonis, τον οποίο δανείστηκαν μετά οι ευρωπαϊκές γλώσσες (πρβλ. αγγλ. lion, γαλλ. lion). Ο τ. λέων εμφανίζεται ως α' συνθετικό με τη μορφή λεοντ(ο)- (πρβλ. λεοντόκαρδος) και σε πολύ λίγα σύνθετα με τη μορφή λεο(ν)-, συγκεκριμένα στις λ. λεο-δράκων, λεό-παρδος και στις αντιδάνειες λ. λεόν-ουρος, λεον-ωτίς, λεο-πάρδαλη.
ΠΑΡ. λέαινα, λεόντειος, λεοντή, λεοντιδεύς, λεοντώδης, λιοντάρι (λεοντάριον)
αρχ.
λεόντεος, λεοντηδόν, λεοντιαίος, λεοντιανός, λεοντικός, λεόντιον, λεοντίς, λεόντισσα, Λεοντών
αρχ.-μσν.
λεοντιώ
νεοελλ.
λεοντικά.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. λεοντο-). (Β' συνθετικό) χαμαιλέων
αρχ.
αινολέων, αντιλέων, δριμυλέων, εχθρολέων, θυμολέων, μελλολέων, μονολέων, μυρμηκολέων, οσπρολέων, σφηκαλέων].

Greek Monotonic

λέων: -οντος, ὁ, Επικ. δοτ. πληθ. λείουσι, Λατ. leo,
1. λιοντάρι, σε Όμηρ.· λέγεται για την Άρτεμη, σὲλέοντα γυναιξὶ θῆκε Ζεύς, ο Δίας σε έκανε λιοντάρι απέναντι στις γυναίκες, γιατί πιστευόταν ότι αυτή προξενούσε τον αιφνίδιο θάνατό τους, σε Ομήρ. Ιλ.· οἴκοιμὲν λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες, σε Αριστοφ.
2. = λεοντῆ, δέρμα λιονταριού, σε Λουκ.

Frisk Etymological English

-οντος
Grammatical information: m.
Meaning: lion (Il.), dat. pl. also λείουσι (Il.; metr. length., cf. Schwyzer 571, Chantraine Gramm. hom. 1, 102),
Dialectal forms: Myc. instr. rewopi /lewomphi/, rewotejo /lewonteios/
Compounds: Compp., e.g λεοντό-πους lionfooted (E., inscr.) with λεοντο-πόδιον plantname (Dsc.; cf. Strömberg Pflanzennamen 42), χαμαι-λέων lizard, Chamaileon (Arist.; Risch IF 59, 256), also as plantn. (Thphr., Dsc.; because of the changing colour, Strömberg 110); on -λέων, -λέωνος in PN (second.) Bechtel Hist. Personenn. 277. Cf. on λεό-παρδος.
Derivatives: 1. Diminut.: λεόντ-ιον (Theognost. Can., Med.), -άριον (inscr., pap.), also as f. PN (Epicur), -ίς lion-like ornament (Lydia), -ιδεύς young lion (Ael., Boßhardt 126). 2. λεοντέη, -τῆ f. lion skin (IA.). - 3. Adj. λεόντ-ειος of a lion, lionlike (A., Theoc., AP),; -ώδης lionlike (Pl., Arist.), -ικός of a lion (Porph.), -ιανός born under the sign of a lion (Cat. Cod. Astr.). 4. Adv. λεοντ-ηδόν like a lion (LXX; Schwyzer 626). - 5. λεοντ-ιάω with -ίασις name of a disease (medic.; after ἐλεφαντ-ιάω, -ίασις). - 6. PN Λεοντ-εύς, -ίας etc., s. Boßhardt 72, Bechtel Hist. Personennamen 276 f., Namenst. 36. - Fem. λέαινα lioness (Hdt., A., Ar.). Acc. to λέαινα λέων was like δράκων a. o. orig. an n-stem (diff Specht KZ 63, 221: sec. loss of dental in λέαινα).
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] SemitX
Etymology: LW [loanword] of unknown source; Hebr. lābī', Assyr. labbu, Egypt. labu are rather diff. phonetcally. From λέων Lat. leō, -ōnis (n-stem Lat. innovation); from there direct or indirectly the Europ. forms like OIr. leon (gen. pl.), OE. lēo, OHG lewo (from there Slav., e.g. Russ. lev, with Lith. lẽvas), second. louwo (> Latv. laũva), Löwe. Details in W.-Hofrnann s. leō, Vasmer Wb. s. lev, Schrader-Nehring Reallex. 2, 18 f. - On itself stands λῖς (λίς; on the acc. Berger Münch. Stud. 3, 6 f.), acc. λῖν m. lion (Il.; Schwyzer 570f.), already by Pott and Benfey compared with resembling Hebr. lajiš lion.

Middle Liddell

λέων, οντος, ὁ,
1. Lat. leo, a lion, Hom.; of Artemis, Ζεύς σε λέοντα γυναιξὶ θῆκε Zeus made thee a lion toward women, because she was supposed to cause their sudden death, Il.; οἴκοι λέοντες, ἐν μάχῃ δ' ἀλώπεκες Ar.
2. = λεοντῆ, a lion's skin, Luc.

Frisk Etymology German

λέων: -οντος
{léōn}
Forms: Dat. pl. auch λείουσι (Il.; metr. Dehnung, vgl. Schwyzer 571, Chantraine Gramm. hom. 1, 102), myk. Instr. re-wo-pi.
Grammar: m.
Meaning: Löwe (seit Il.),
Composita: Kompp., z.B. λεοντόπους löwenfüßig (E., Inschr.) mit λεοντοπόδιον Pflanzenname (Dsk.; vgl. Strömberg Pflanzennamen 42), χαμαιλέων Eidechsenart Chamäleon (Arist. usw.; Risch IF 59, 256), auch als Pflanzenn. (Thphr., Dsk. u.a.; wegen der wechselnden Farbe, Strömberg 110); zu -λέων, -λέωνος in PN (sekund.) Bechtel Hist. Personenn. 277. Vgl. noch zu λεόπαρδος.
Derivative: Ableitungen. 1. Deminutivbildungen: λεόντιον (Theognost. Kan., Med.), -άριον (Inschr., Pap.), auch als f. PN (Epikur), -ίς ‘löwen-ähnliches Ornament’ (Lydien), -ιδεύς junger Löwe (Ael., Boßhardt 126). 2. λεοντέη, -τῆ f. Löwenhaut (ion. att.). — 3. Adj. λεόντειος vom Löwen, löwenähnlich (A., Theok., AP u.a.), myk. re-wo-te-jo; -ώδης löwenartig (Pl., Arist. u. a.), -ικός vom Löwen (Porph.), -ιανός unter dem Zeichen des Löwen geboren (Cat. Cod. Astr.). 4. Adv. λεοντηδόν nach Löwenart (LXX; Schwyzer 626). — 5. λεοντιάω mit -ίασις N. einer Krankheit (Mediz.; nach ἐλεφαντιάω, -ίασις). — 6. PN Λεοντεύς, -ίας usw., s. Boßhardt 72, Bechtel Hist. Personennamen 276 f., Namenst. 36. — Fem. λέαινα Löwin (Hdt., A., Ar. u. a.). Nach λέαινα zu schließen war λέων wie δράκων u. a. urspr. ein n-Stamm (anders Specht KZ 63, 221: sekundärer Dentalschwund in λέαινα).
Etymology: LW aus unbekannter Quelle; hebr. lābī’, assyr. labbu, ägypt. labu weichen lautlich stark ab. Aus λέων lat. leō, -ōnis (n-Stamm lat. Neuerung); daraus direkt oder indirekt die weiteren europ. Formen wie air. leon (Gen. pl.), ags. lēo, ahd. lewo (daher slav., z.B. russ. lev, mit lit. lė̃vas), sekund. louwo (> lett. laũva), Löwe. Einzelheiten bei W.-Hofrnann s. leō, Vasmer Wb. s. lev, Schrader-Nehring Reallex. 2, 18 f. m. weiterer Lit. — Für sich steht λῖς (λίς; zum Akz. Berger Münch. Stud. 3, 6 f.), Akk. λῖν m. Löwe (ep. poet. seit Il.; Schwyzer 570f.), schon von Pott und Benfey mit den anklingenden hebr. lajiš Löwe verglichen.
Page 2,113

Chinese

原文音譯:leèn 累按
詞類次數:名詞(9)
原文字根:獅子 相當於: (אֲרִי‎ / אַרְיֵה‎)
字義溯源:獅子^,獅子的
出現次數:總共(9);提後(1);來(1);彼前(1);啓(6)
譯字彙編
1) 獅子(5) 提後4:17; 彼前5:8; 啓4:7; 啓5:5; 啓10:3;
2) 獅子的(4) 來11:33; 啓9:8; 啓9:17; 啓13:2

Léxico de magia

ὁ 1 león invocado en una práctica χαῖρε, δράκων ἀκμαῖέ τε λ., φυσικαὶ πυρὸς ἀρχαί os saludo, serpiente y león poderoso, principios naturales del fuego P IV 939 nombre que oculta diversas sustancias λέοντος γόνος· ἀνθρώπου γόνος semen de león es semen de hombre P XII 416 τρίχες λέοντος· βύνεως γλῶσσα pelos de león es lengua de nabo P XII 431 2 imagen de león grabada ψυχρηλατήσας ποίησον δάκτυλον, ἐφ' ᾧ γεγλύφθω λ. ἀκέφαλος forja en frío un anillo en el que quede grabado un león acéfalo P IV 2132 pintada ἐκ δὲ τοῦ στόματος τοῦ λέοντος πῦρ πνεέτω que brote fuego de la boca del león P IV 2117 ref. al sol ὥρᾳ πέμπτῃ μορφὴν ἔχεις λέοντος en la hora quinta tienes forma de león P III 512 P IV 1667 símbolo de Mene P VII 783 símbolo del espíritu del mago P IV 2302 3 Leo signo zodiacal, momento para realizar determinadas prácticas βαστάξας κεντρῖτιν τὴν προκειμένην βοτάνην τῇ συνόδῳ τῇ γενομένῃ λέοντι toma la citada planta kentritis en la conjunción (de la luna) con Leo P IV 780 ἄρχου δὲ αὐτὸν τελεῖν τῇ ἐν λέοντι κατὰ θεὸν νουμηνίᾳ comienza a consagrarlo con la luna nueva en Leo P IV 787 σελήνης οὔσης ἀνατολικῆς ἐν κριῷ ἢ λέοντι ἢ παρθένῳ ἢ τοξότῃ cuando la luna esté saliendo en Aries, Leo, Virgo o Sagitario P V 379 λ.· κίρκα ἤτοι καταδέσματα Leo: anillos o encantamientos P VII 299 P VII 814