ἄλοχος

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ᾰ̓́λοχος Medium diacritics: ἄλοχος Low diacritics: άλοχος Capitals: ΑΛΟΧΟΣ
Transliteration A: álochos Transliteration B: alochos Transliteration C: alochos Beta Code: a)/loxos

English (LSJ)

[ᾰ], ἀλόχου, ἡ, (- copul., λέχος) poet.,
A partner of one's bed, wife, Il.1.114, Od.3.403, al., A.Pers.63, S.OT181, E.Fr.543, etc., cf. Arist.Pol.1253b7; ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν Theodect.13.
2 lover, paramour, leman, concubine, Il.9.336, Od.4.623.
II (- priv.) unwedded, ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε = though childless she has had childbirth allotted to her as her special province (of Artemis), Pl.Tht.149b, cf. Porph.ad Il.11.155.

Spanish (DGE)

ἀλόχου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
I 1compañera de lecho, esposa legítima κουριδίη Il.1.114, Stesich.8.4, αἰδοίη Il.6.250, μνηστή Il.9.399, 556, cf. Pi.O.9.62, A.Pers.63, S.OT 182, E.Alc.1095, A.R.1.1063, Call.Dian.209, Sardis 144.3 (I/II a.C.)
op. παλλακίς Od.14.202
en rel. c. el conjunto familiar y patrimonial ἄλοχός τε σόη καὶ παῖδες ὀπίσσω, καὶ οἶκος καὶ κλῆρος ἀκήρατος Il.15.497, ἀ. καὶ κτήματα Od.21.214, cf. Il.5.480, 15.663, Arist.Pol.1253b7.
2 en plu. y en rel. c. la ciudad o el pueblo en lugar de la familia mujeres casadas, mujeres ἄστυ τε καὶ Τρώων ἀλόχους καὶ ... τέκνα Il.6.95
op. θύγατρες Il.6.238, ἄλοχοί τε καὶ αὐτοί Tyrt.5.4
op. los niños y a los viejos ἄλοχοί τε φίλαι καὶ νήπια τέκνα ... μετὰ δ' ἀνέρες οὕς ἔχε γῆρας Il.18.514.
II compañera de lecho, concubina ἔχει δ' ἄ. θυμαρέα de Briseida Il.9.336, de Leto Il.21.499, de Afrodita Il.3.409, Ζεὺς ... πρώτην ἄ. θέτο Μῆτιν op. ἄκοιτις Hes.Th.886-921.
III pubis τὴν λασίην Ἡρακλέους ἄλοχον AP 12.225 (Strat.).
• Etimología: De *sm̥- y el tema de λέχος, de donde *ἅλοχος, luego ἄλοχος con disimilación ‘la que tiene el mismo lecho’.

ἀλόχου, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
que nunca ha parido, virgen de Ártemis ἄ. οὖσα λοχείαν εἴληχε Pl.Tht.149b, ἄλοχος ἐμοὶ δοκεῖ κυρίως ἡ παρθενικὴ λέγεσθαι Porph.ad Il.11.155, cf. Poll.3.15.
• Etimología: De *- y λέχος.

δόρυ ἀσίδηρον Hsch., cf. 1 ἄλογχος (sin lanzas).

German (Pape)

[Seite 109] ἡ, 1) (ἀ copulat. u. λέχος), Bett-, Ehegenossin, Gattin, bei Dichtern; auch Kebsweib, Il. 9, 336, vgl. Od. 4, 623. 9, 115 Iliad. 21, 499; Gegensatz δούλη Iliad. 3, 409; Od. 14, 202 ἄλλοι υἱέες γνήσιοι ἐξ ἀλόχου (Scholl. v.l. ἀλόχων)· ἐμὲ δ' ὠνητὴ τέκε μήτηρ παλλακίς, ἀλλά με ἶσον ἰθαιγενέεσσιν ἐτίμα, Iliad. 1, 114 κουριδίη ἀ., μνηστή 9, 556, μνηστὴ κουριδίη 11, 242, πολύδωρος 6, 394. ἄλοχος δέσποινα Od. 3, 403, ἀ. θυμαρέα Iliad. 9, 336, κεδνὰ ἰδυῖα Od. 20, 57, θυμαρέα κεδνὰ ἰδυῖαν Od. 23, 232, φίλη Iliad. 6, 482, αἰδοίῃς Iliad. 6, 250. 21, 460 Od. 10, 11, ἰφθίμη Od. 12, 452, ἀντιθέη 11, 117, κεδνή 1, 432, ἀμφιδρυφής Iliad. 2, 700, οὐλομένη Od. 4, 92; ἄξομαι ἀμφοτέροις ἀλόχους Od. 21, 214; γήμαντι μνηστὴν ἄλοχον, εἰκυῖαν ἄκοιτιν Iliad. 9, 399; neben Ἕκτορος ἄλοχος, Τρώων ἄλοχοι Iliad. 6, 238, ἀριστήων Od. 11, 227, κουριδίη Μενελάου Il. 7, 392 u. s. w. Iliad. 14, 317 Ἰξιονίης ἀλόχοιο, Od. 3, 264 Ἀγαμεμνονέην ἄλοχον, wie z. B. σὴ ἄλοχος Iliad. 21, 512, ἡμέτεραι ἄλοχοι 2, 136; πρίν τινα πὰρ Τρ ώων ἀλόχῳ κατακοιμηθῆναι 2, 355. – 2) (ἀ privat. -λόχος) bei Plat. Theaet. 149 b die noch nicht geboren hat, Jungfrau, Artemis.

French (Bailly abrégé)

1ος, ον :
1 épouse;
2 concubine.
Étymologie: ἀ- cop., λέχος.
Syn. γαμετή, δάμαρ, εὐνήτρια, παράκοιτις, πάρευνος, ξυνάορος, σύγκοιτος, σύζυγος, ἄκοιτις, εὖνις², εὐνήτειρα.

Russian (Dvoretsky)

ἄλοχος:
I ἡ [ἀ- priv.] девственница (sc. Ἄρτεμις Plat.).
II ἡ [ἀ- copul.]
1 супруга, жена Hom., Hes., Trag., Arst.;
2 любовница, наложница Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἄλοχος: [ᾰ], ἀλόχου, ἡ, (α ἀθροιστ., λέχος, πρβλ. ἀκοίτης): ποιητ. λέξ., ἡ συμμετέχουσα τῆς αὐτῆς κλίνης μετά τινος, ἡ σύζυγος, ἡ γυνή, Ἰλ. Α. 114, Ὀδ. Γ. 403, καὶ ἀλλ. (πρβλ. κουρίδιος)· ἀκολούθως ἐν Αἰσχύλ. Πέρσ. 63, Σοφ. Ο. Τ. 183, Εὐρ., ὡσαύτως ἐν Ἀριστ. Πολ. 1. 3, 1· ἄλοχον εἰς δόμους ἄγειν, Κωμ. Ἀνών. 349. 2) ὡσαύτως = παλλακή, Ἰλ. Ι. 336, Ὀδ. Δ. 623. ΙΙ. (α στερητ.) ἡ μὴ ὕπανδρος, ἄγαμος, ἄλοχος οὖσα τὴν λοχείαν εἴληχε, περὶ τῆς Ἀρτέμιδος, Πλάτ. Θεαίτ. 149Β.

English (Autenrieth)

(λέχος): wife; epithets, μνηστή, αἰδοιη, κυδρή, κεδνή, πολύδωρος.

English (Slater)

ᾰλοχος wife ἔχεν δὲ σπέρμα μέγιστον ἄλοχος the wife of Lokros, Protogeneia (O. 9.62) ἀλλ' ὥτε παῖς ἐξ ἀλόχου πατρὶ ποθεινὸς (O. 10.86) τὸ δὲ νέαις ἀλόχοις ἔχθιστον ἀμπλάκιον (P. 11.25) (Ἡρακλέης), οὗ κατ' Ὄλυμπον ἄλοχος Ἥβα τελείᾳ παρὰ ματέρι βαίνοισ ἔστι (N. 10.18) ὁπότ' Ἀμφιτρύωνος ἐν θυρέτροις σταθεὶς (sc. Ζεύς) ἄλοχον μετῆλθεν Ἡρακλείοις γοναῖς; Alkmene (I. 7.7) ἄλοχον εὐειδέα θέλων ἑκάτερος ἑὰν ἔμμεν (I. 8.28) Θέμιν Μοῖραι ἄγον σωτῆρος ἀρχαίαν ἄλοχον Διὸς ἔμμεν fr. 30. 5. ξένοι ἔφθινον ἄτερθεν τεκέων ἀλόχων τε (Pae. 8.78) ἀλόχῳ ποτὲ θωραχθεὶς ἔπεχ' ἀλλοτρίᾳ ὠαρίων sc. Meropae, Oinopionis filiae vel potius uxori. Snell. fr. 72. ]φαν ἄλοχον[ Θρ. . 13. ]νιαδας ἄλοχος P. Oxy. 2622 fr. 1. 10 ad ?fr. 346.

Greek Monolingual

(I)
ἄλοχος, η (Α)
(λέξη ποιητική)
1. σύντροφος στο κρεβάτι, σύζυγος, γυναίκα
2. μαιτρέσα, παλλακίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - αθροιστ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα». Αρχική σημ. του ἄλοχος «αυτός που μοιράζεται το ίδιο κρεβάτι»].
(II)
ἄλοχος, η (AM)
ανύπανδρη, άγαμη κόρη, παρθένα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λόχος «μέρος όπου πλαγιάζει κανείς, πλάγιασμα»].

Greek Monotonic

ἄλοχος: [ᾰ], -ου, ἡ (α αθροιστικό λέχος, πρβλ. ἀκοίτης), σύζυγος, σύντροφος, συμβία, σε Όμηρ., Τραγ.

Frisk Etymological English

See also: λέχεται

Middle Liddell

copulat., λέχος, cf. ἀκοίτης
a bedfellow, spouse, wife, Hom., Trag.

Mantoulidis Etymological

(=ἡ σύζυγος). Ἀπό τό α ἀθρ. + λέχος (=κρεβάτι) τοῦ λέγω (=κοιμίζω), ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.

Translations

Abkhaz: аҳәса, аԥҳәыс; Afrikaans: vrou; Ainu: マチ; Akkadian: 𒁮; Albanian: grua; Alviri-Vidari: زینه‎; Ambonese Malay: maitua; Amharic: ሚስት; Arabic: زَوْجَة‎, اِمْرَأَة‎; Egyptian Arabic: زَوْجَة‎, مرات‎; Hijazi Arabic: زُوجَة‎; Armenian: կին; Aromanian: ãnveastã, sutsãlji, nicuchirã; Assamese: ঘৈণী, পত্নী; Asturian: muyer, esposa; Avar: лъади second; Azerbaijani: arvad, zövcə; Bashkir: ҡатын; Basque: emazte; Belarusian: жонка; Bengali: স্ত্রী, পত্নী; Betawi: bini; Breton: gwreg; Bulgarian: жена, съпруга; Burmese: မယား, ဇနီး; Catalan: dona, muller; Chechen: зуда; Chickasaw: imihoo; Chinese Cantonese: 妻子, 老婆, 太太; Dungan: чижын, чи, пәе; Hakka: 餔娘, 太太, 老姐; Mandarin: 妻子, 老婆, 愛人, 爱人, 太太; Min Nan: 某, 某囝, 家後, 牽手, 牽的, 太太, 查某人; Teochew: 某, 老婆; Chukchi: ӈэвъэн; Coptic Bohairic: ⲥϩⲓⲙⲉ; Sahidic: ϩⲓⲙⲉ; Cornish: gwreg; Crimean Tatar: apaqay, apay; Czech: manželka, žena, choť; Dalmatian: mojer, molier, mulir; Danish: hustru, kone, frue; Dutch: vrouw, echtgenote; Eastern Cham: ꨨꨕꨳꨪꩇ; Erzya: ни; Esperanto: edzino; Estonian: naine; Faliscan: uxo; Faroese: kona, vív; Finnish: vaimo, aviovaimo; French: femme, épouse; Friulian: femine, muîr, cristiane; Galician: esposa, muller, dona; Georgian: ცოლი; German: Ehefrau, Frau, Eheweib, Weib, Gemahlin, Gattin; Gothic: 𐌵𐌴𐌽𐍃; Greek: σύζυγος, γυναίκα, συμβία; Ancient Greek: ἄκοιτις, ἄλοχος, ἀποσκευή, γαμετή, γαμέτις, γαμήλευμα, γάμος, γύναιον, γυνή, δάμαρ, δέσποινα, δόμορτις, ἐγγυητή, ἑδνῆστις, εὐνά, εὐνάτειρα, εὐνατήρ, εὐνάτρια, εὐνάτωρ, εὐνή, εὐνήτειρα, εὐνητήρ, εὐνήτρια, εὐνήτωρ, εὖνις, νύμφευμα, ξυνάορος, ὄαρ, ὁμευνέτις, ὅμευνος, ὁμόκοιτις, παράκοιτις, πλᾶτις, σύζυγος, σύζυξ, σύλλεκτρος, συμβία, συνάορος, συνευνέτις, σύνευνος, συνήορος; Greenlandic: nuliaq; Guaraní: embireko; Gujarati: પત્ની; Hausa: matar aure; Hawaiian: wahine; Hebrew: אִשָּׁה‎, בַּת זוּג‎; Hindi: पत्नी, बीवी, गृहणी, भार्या, वल्लभा, वधू, स्त्री, गृहिणी, जाया, जनि, जन, जौजा, जोरू, घरवाली; Hungarian: asszony, feleség; Icelandic: eiginkona, kona; Ido: spozino; Indonesian: istri; Ingush: цӏен-нана; Interlingua: sponsa, sposa, uxor; Irish: bean, bean chéile; Old Irish: ben, séitig; Istriot: muier; Italian: sposa, moglie; Japanese: 妻, 家内, ワイフ, 奥さん, 奥様, 夫人, ご夫人; Javanese: rabi, bojo wadon, garwa putri; Kamba: kiveti; Kannada: ಪತ್ನಿ; Karachay-Balkar: юй бийче, юйдеги, къатын; Kazakh: әйел, жар, қатын; Khmer: ប្រពន្ធ, ភរិយា, ឃរណី; Kikuyu: mutumia; Korean: 아내, 집사람, 마누라, 와이프, 부인; Krio: wef; Kurdish Central Kurdish: ژن‎, خێزان‎; Northern Kurdish: jin, kebanî, xanim; Kyrgyz: аял, катын; Ladin: femena; Lao: ເມຍ, ພັນລະຍາ; Latgalian: sīva; Latin: uxor, nupta, femina, mulier, marita, coniunx; Latvian: sieva, dzīvesbiedre, dzīvesbiedrene; Lithuanian: pati, žmona; Lolopo: maerssor; Low German: Ehfro, Fro, Ehfru, Fru; Luganda: mukyala wange; Luhya: omkhasi; Lycian: 𐊍𐊀𐊅𐊀; Macedonian: жена, сопруга; Malagasy: andefimandry, tokantrano; Malay: isteri, bini; Malayalam: ഭാര്യ, ഭാര്യ, പത്നി; Maltese: mara; Manchu: ᠰᠠᡵᡤᠠᠨ; Manx: ben-phoost; Maori: hoa wahine, wahine, hoa rangatira; Marathi: नवरी; Megleno-Romanian: niveastă; Mongolian: гэргий, эхнэр; Mwani: muka; Navajo: hweʼesdzáán; Neapolitan: mugliera; Nepali: पत्नी; Norman: faume, bouônnefemme; Northern Ohlone: háw̄a; Norwegian Bokmål: hustru, kone, frue or; Nynorsk: hustru, kone, frue; Occitan: femna; Ojibwe: niwiidigemaagan; Old Church Slavonic Cyrillic: жена; Glagolitic: ⰶⰵⱀⰰ; Old East Slavic: жена; Old English: wīf, mæġþ, cwēn; Old French: fame, fam; Oriya: ସ୍ତ୍ରୀ; Ossetian: бинойнаг, ус; Pa'o Karen: မာ; Pashto: ښځه‎, زوجه‎, ورتينه‎; Persian: زن‎, زوجه‎; Plautdietsch: Wief; Polish: żona, małżonka; Portuguese: esposa, mulher; Punjabi: ਪਤਨੀ; Romani: romnyi; Romanian: soție, nevastă, muiere; Romansch: dunna, duonna, cunsorta, duna, donna; Russian: жена, супруга; Rusyn: жона, жена, манжелка; S'gaw Karen: မါ; Sanskrit: पत्नी, भार्या, दयिता, जाया, वल्लभा; Santali: ᱨᱤᱱᱤᱡ, ᱮᱨᱚ; Sardinian: mugere, mullei, mulleri, mutzere, muzere; Scots: guidwife; Scottish Gaelic: bean-chèile, bean-phòsda; Serbo-Croatian Cyrillic: жѐна, су̏пруга; Roman: žèna, sȕpruga; Sichuan Yi: ꀋꃀꀉꑳ; Sicilian: mugghieri; Sinhalese: බිරිඳ, භාර්යාව, පවුල; Slovak: manželka, žena; Slovene: žéna, soproga; Sorbian Lower Sorbian: žeńska, žona; Upper Sorbian: žona; Spanish: esposa, mujer; Sundanese: garwa, bojo, pamajikan; Swahili: mke; Swedish: hustru, maka, fru; Tagalog: esposa, babaeng asawa; Tajik: зан, завҷа; Talysh: ژن‎; Tamil: மனைவி, பெண்டாட்டி; Taos: łȉwéna; Tatar: хатын; Telugu: పెళ్ళాం, భార్య, ఆలి; Thai: ภริยา, ภรรยา, เมีย; Tibetan: སྐྱེ་དམན; Tigrinya: ሰበይቲ, ብዓልቲ ቤት; Tocharian A: śäṃ; Tocharian B: śana; Tupinambá: emirekó; Turkish: karı, avrat; Turkmen: aýal; Tuvan: кадай; Ugaritic: 𐎀𐎘𐎚; Ukrainian: дружина, жі́нка, супруга; Urdu: بیوی‎, پتنی‎; Uyghur: خوتۇن‎; Uzbek: xotin; Venetian: mojer, mojere; Vietnamese: vợ; Volapük: jimatan; Walloon: feme; Welsh: gwraig, gwragedd; West Frisian: wiif, frou; White Hmong: pojniam; Wolof: jabar ji, iyawo; Yakut: ойох, кэргэн; Yiddish: ווײַב‎, פֿרוי‎; Yoruba: iyawo; Yucatec Maya: atan; Yámana: tuku; Zazaki: pir, cınék, xatun, khatun; Zealandic: vrouwe, wuuf; Zhuang: baz; Zulu: umka-, inkosikazi, unkosikazi; ǃXóõ: tâa qáe

unmarried

Albanian: pamartuar; Armenian: չամուսնացած, ամուրի; Assamese: আবিয়ৈ; Belarusian: нежанаты, незамужняя; Bulgarian: неженен, неомъ́жена; Catalan: solter; Chinese Mandarin: 獨身/独身; Czech: svobodný, neženatý, svobodná, nevdaná; Danish: ugift; Dutch: ongehuwd, alleenstaand, ongetrouwd; Finnish: naimaton, vapaa; French: célibataire; Galician: solteiro; Georgian: დაუქორწინებელი, დაუოჯახებელი, დასაოჯახებელი, უცოლო, უქმრო, უცოლშვილო, უქმარშვილო, მარტოხელა, გაუთხოვარი; German: unverheiratet, ledig, solo; Gothic: 𐌿𐌽𐌻𐌹𐌿𐌲𐌰𐌹𐌸𐍃; Greek: ανύπαντρος, άγαμος; Ancient Greek: ἀγάμετος, ἀγάμητος, ἀγάμιος, ἄγαμος, ἀγύναικος, ἀγύναιξ, ἀγύναιος, ἀγύνης, ἄγυνος, ἀδέμνιος, ἄζαμος, ἄζευκτος, ἄζευκτος γάμου, ἄζυγος, ἄζυξ, ἀθαλάμευτος, ᾄθεος, ἀΐθεος, ἄλεκτρος, ἀλέκτωρ, ἄλοχος, ἀμοιρόγαμος, ἄνανδρος, ἀνέγγυος, ἀνύμφευτος, ἄνυμφος, ἀπειρόγαμος, ἀπειρολεχής, ἀστεφάνωτος, ἄωρος, ᾔθεος, ἠίθεος, ἠΐθεος; Hungarian: nőtlen, hajadon; Icelandic: ógiftur, ókvæntur; Ido: nemariajata, nemariajita; Irish: neamhphósta, singil; Italian: celibe, nubile; Japanese: 独身, 未婚; Latin: caelebs, innuptus; Macedonian: неоженет, неомажена; Manx: neuphoost, gyn poosey; Maori: takakau, kiritapu; Navajo: bízhą́; Norwegian: ugift; Old English: ǣmettig; Persian: مجرد‎; Plautdietsch: lädich; Polish: nieżonaty, niezamężna, niewydany, niewydana; Portuguese: solteiro; Romanian: necăsătorit, burlac; Russian: неженатый, холостой, незамужняя; Serbo-Croatian Cyrillic: нео̀жењен, не̏уда̄н or не̏уда̄т; Roman: neòženjen, nȅudān or nȅudāt; Slovak: slobodný, neženatý, slobodná, nevydatá; Slovene: neporočen, samski; Spanish: soltero; Swedish: ogift; Telugu: పెళ్ళికాని; Thai: โสด; Ukrainian: нежонатий, незамі́жня; Vietnamese: độc thân